poised
Member
- Μηνύματα
- 1.058
- Likes
- 8.860
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η (παραλίγο μη-) αναχώρηση και η άφιξη
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ - Από το χαλαρά στο όλα μέσα
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ (II)
- Δεύτερη μέρα στο Πουκέτ. Τουριστίλα με james bond island, κλπ
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta (II)
- Koh Phi Phi σε μια μέρα. Δηλαδή ούτε καν.
- Krabi και Raylay: Ημέρα υπερβολικής φυσικής δραστηριότητας και υπερβολικά αφύσικης ηλιθιότητας
- Krabi και Raylay (II)
- Krabi και Raylay (III)
- Koh Samui όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια.
- Koh Samui (II)
- Koh Samui (III)
- Koh Pha Ngan: Στη σπίντα (έτσι από συνήθεια) και το ατύχημα
- Koh Pha Ngan (II)
- Koh Pha Ngan (III)
- Koh Tao: Ω είναι ωραία στον παράδεισο
- Koh Tao (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο(III)
- Koh Tao (IV)
- Προς Μπανκόκ: Όταν κάτι είναι να πάει στραβά θα πάει
- Μπανγκόκ (II)
- Εμβόλιμες Σκέψεις: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
- Μπανγκόκ: Παλάτια και φτωχογειτονιές
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙV)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (V)
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ (ΙΙ)
- Χούα Χιν: Κατά λάθος όμως έτσι;
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία (ΙΙ)
- Chiang Mai: Αφού το λέτε έτσι θα είναι
- Chiang Mai: Τώρα κάτι γίνεται
- Chiang Mai - Τώρα κάτι γίνεται (ΙΙ)
- Chiang Mai: Το αληθινόν
- Chiang Rai: Φύση (και κάτι "κακές" σκέψεις)
- Chiang Rai (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (III)
- Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (ή και όχι)
- Μπανγκόκ και πάλι: H μεγαλούπολη (και βαθιά εκπνοή απελπισίας)
- Μπανγκόκ κ πάλι (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙV)
- Μέρα αποφάσεων: Να πα να -μπιπ- όλα, συνεχίζω
- Poi Pet: Καλώς ήλθε το δολάριο, καμπόντιαν εντίσιον
- Poi Pet (II)
- Siem Reap
- Άνγκορ Βατ: Η πρώτη επαφή
- Άνκορ Βατ (ΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙV)
- Άνγκορ Βατ: Ουά ντόλα σεεε
- Άνκορ Βατ (V)
- Άνκορ Βατ (VI)
- Άνκορ Βατ (VII)
- Άνκορ Βάτ (VIII)
- Siem Riep: Όχι άλλους ναούς, φτάνει!
- Siem Reap by night
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ (II)
- Μπάταμπανγκ
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες (II)
- Φεύγοντας από Μπάταμπανγκ: Συμφωνία εθνικής οδού αρ. 5 σε θανατηφόρο μείζονα
- Φεύγοντας απο Μπαταμπάνγκ (ΙΙ)
- Στο δρόμο για Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος
- Νύχτα στην Πνομ Πεν
- Job Interview
- Πνομ Πεν (ΙΙ)
- Πνομ Πεν: Σιχαμάρα για το ανθρώπινο γένος
- Πνομ Πεν (ΙΙΙ)
- Σιχανουκβιλ: Πόλη όνομα και πράμα (και η τρελή)
- Σιχανούκβιλ
- Σιχανούκβιλ (ΙΙ)
- Σιχανκουκβιλ: Φτωχονεοπλουτισμός (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ: 100 αποχρώσεις της βροχής (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ (συνέχεια)
- Σιχανούκβιλ: Δώσ' της άλλη μια ευκαιρία;
- Επιστροφή στην Πνομ Πεν
- Ho Chi Minh City: Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος
- Σχέδια για Βιετνάμ
- Χο Τσι Μινχ
- Τούνελ Κου Τσι: Και η κουτσή Μαρία
- Τούνελ (συνέχεια)
- Ho Chi Minh City: Μια θάλασσα παπάκια
- Theme Park κ επιστροφή στην πόλη
- Ho Chi Minh City: Στενοχώρια για το ανθρώπινο είδος και πάλι
- Τελευταίο βράδυ στη Σαϊγκόν
- Ho Chi Minh City και Μούι Νε: Παλάτι της Ανεξαρτησίας και αμμόλοφοι
- Μούι Νε
- Μούι νε: Πάλι αμμόλοφοι και μία από τις χειρότερες μεταφορές της ζωής μου
- Μούι Νε (ΙΙ)
- Διαδρομή προς Νταλάτ
- Ντα Λατ: Φταίω που αρέσω;
- Νταλάτ (ΙΙ)
- Ντα Λατ: Φύση, βροχή και μας πιάσανε τον κώλο
- Νια Τσάνγκ (Nha Trang): Ξανά στις παραλίες
- Νια Τσανγκ: Στα καφέ
- Ντα Νανγκ: Κλάμπινγκ μέχρι το πρωί (ε, καλά, όχι και ακριβώς)
- Ντα Νανγκ συνέχεια
- Ντα Νανγκ και Χόι Αν: Κάπως προ υπερτουρισμού
- Χόι Αν
- Κούι Νιον (Quy Nhon): Έι πειρατή!
- Κούι Νιον
- Πέρασμα Χάι Βαν και Σον Τσα (Hai Van/Son tra): Φύση, ηρεμία και θέες λίγο έξω από τη Ντα Νανγκ
- Χουέ (Hue): Χωρίς βροχή την βροχερή περίοδο, το λες και ότι πιάσαμε τζόκερ
- Χουε
- Hue σε Dong Hoi - Κρίντζι
- Quang Binh - Απίστευτες βόλτες και σπηλιές
- Quang Binh
- Quang Binh (ΙΙ)
- Ninh Binh - Όταν οι απατεωνιές σε φτάνουν στα όριά σου
- Ninh Binh
- Ninh Binh σε Sa Pa - Αφού ζήσαμε να το θυμόμαστε
- Σα Πα - Υπό βροχή, ομίχλη και κρύο
- Σα Πα
- Σα Πα: Πήραμε τα βουνά
- Ανόι: Πίσω στη ζέστη, βαβούρα και "πολιτισμό"
- Λεωφορείο
- Ανόι
- Ανόι: Βόλτες στη πόλη
- Ανόι (συνέχεια)
- Ανόι (συνέχεια ΙΙ)
- Ανόι: Μουσείο εθνολογίας
- Χα Λονγκ
- Χα Λονγκ: Όπως στα καρποστάλ
- Χα Λονγκ ΙΙ
- Χα Λονγκ ΙΙΙ
- Ανόι: Και τώρα τι;
- Ανόι: Τελευταίες ώρες
- Τέλος Ταξιδιού
- Επίλογος
Φύγαμε από την πίσω πόρτα αυτή τη φορά και πήγαμε στο μαγαζί που νοίκιαζε μηχανάκια. Ο τύπος μας ζήτησε 30 δολάρια και μάλιστα μέχρι το βράδυ που έκλεινε καθώς η ενοικίαση ήταν με την μέρα και όχι 24 ώρες και το διαβατήριο ενέχυρο. Τι λες ρε φίλε λέω, μηχανάκι θέλω όχι αυτοκίνητο.
Η ώρα είχε περάσει, δεν είχα δει κανένα άλλο μαγαζί να νοικιάζει και σκεφτόμουν ότι αν έπρεπε να περπατήσω άλλη μισή και βάλε ώρα μέχρι την αγορά που μας είχε αφήσει το λεωφορείο για να ψάξω εκεί, που δεν ήξερα αν θα έβρισκα κιόλας, δε θα προλαβαίναμε καθόλου το φως.
Τον πίεσα, δε το έριχνε με τίποτα κάτω από 25 δολάρια, το οποίο το θεώρησα απαράδεκτο. Μου πρότεινε ποδήλατο με 5 δολάρια, θα θέλαμε δύο. Ρώτησα τη βιετναμέζα αν είχε πρόβλημα, "ότι θέλεις". Ναι ότι θέλω, εσύ τι θέλεις; Τα λεφτά που ζητάει για το μηχανάκι είναι πολλά. Άρα να πάρουμε ποδήλατο; "Ότι θέλεις". Πήρα τα ποδήλατα με μισή καρδιά γιατί ήξερα ότι έκανα τον τύπο μάγκα, αλλά έλα που με είχε βρει στην ανάγκη.
Είχα δει κάπου στο ίντερνετ ότι υπήρχε μία μεγάλη γέφυρα κάπου 500 μέτρων πάνω από τη θάλασσα που συνέδεε τη πόλη με ένα μικρό νησάκι απέναντι. Το νησάκι ήταν παρθένο και τόσο η βόλτα πάνω στη γέφυρα όσο και εκεί ήταν ενδιαφέρουσα με ωραία θέα προς το ηλιοβασίλεμα. Τη γέφυρα την είχαν κατασκευάσει κινέζοι ως τμήμα ενός τουριστικού μεγκαπρότζεκτ που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και είχε εγκαταλειφθεί.
Ξεκινήσαμε προς τα εκεί, κάπου 6χλμ μακριά, τίποτα ιδιαίτερο για ποδηλατάδα με εξαίρεση μία απότομη ανηφόρα στην αρχή, βρήκε να έχει και λιακάδα εκείνη την ώρα είχα γίνει μούσκεμα από πάνω ως κάτω. Έκανα μία στάση να πάρουμε μία ανάσα στη κορυφή της και ρώτησα τη βιετναμέζα πως πάει. Μου είπε ότι όταν ήταν στο αντίστοιχο λύκειο είχε περάσει με εξετάσεις σε ένα κορυφαίο σχολείο το οποίο ήταν μακριά από το σπίτι της και κάθε μέρα έπρεπε να πηγαίνει κάμποσα χιλιόμετρα πηγαινέλα. Ο πατέρας της δεν της έπαιρνε μηχανάκι για να μη ξεστρατήσει το κορίτσι και έτσι έπρεπε να πηγαίνει με ποδήλατο. Από τότε σιχαινόταν το ποδήλατο. Και γιατί δε μου είπες τότε να μη το πάρουμε; Σου είπα "ότι θες". Ναι αλλά αυτό δε σημαίν- και με έκοψε απότομα, "άστο τώρα και προχώρα". Γυναίκες.
Ευτυχώς όλο το υπόλοιπο ήταν ψιλοκατηφόρα. Περάσαμε (με τη βοήθεια του GPS) από μέρη που εναλλάσσονταν μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Δηλαδή τη μια στιγμή ήσουν ανάμεσα στα σπίτια, έκανες μία δεξιά και ξαφνικά ήσουν σε χωράφια. Δύο χωματόδρομους μετά πάλι ξαφνικά μέσα σε σπίτια. Βέβαια τόσο τα χωράφια όσο και οι δρόμοι δεν είχαν μεγάλη διαφορά από σκουπιδότοπους. Μπάζα, σκουπίδια, πλαστικά. Σιχαμα-κβιλ.
Έπεφτε ο ήλιος, ίσως οριακά να προλαβαίναμε το νησί πάντως σίγουρα προλαβαίναμε το ηλιοβασίλεμα από την γέφυρα, κάτι ήταν και αυτό. Το είχα πάρει πιο γρήγορα από τη βιετναμέζα να μας δίνω ρυθμό (και να μην ακούω ότι μου έσουρνε). Σε μία στροφή μπροστά σε ένα μεγαλοξενοδοχείο για κινέζους (πινακίδες μόνο σε καμποτζιανά και κινέζικα) που έκλεινε όλη τη θέα, ίσως 5 λεπτά πριν τη γέφυρα, ξαφνικά κολλάνε τα πετάλια και σπινιάρει η ρόδα.
Κατεβαίνω και βλέπω ότι είχε πετάξει αλυσίδα. Προσπάθησα να την ξεκολλήσω, είχε σφηνώσει ανάμεσα στα γρανάζια και το σκελετό και δεν έβγαινε με τίποτα. Δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο, μιλάμε να τραβάω με όλη μου τη δύναμη, να προσπαθώ να κάνω και πετάλι να την σπρώξω, τίποτα. Είχα γεμίσει γράσα, κάποια στιγμή κόπηκα και τρέχανε αίματα, κάτι η κούραση, ο ιδρώτας, το ότι είχα φτάσει τόσο κοντά στο στόχο και τελικά θα τον έχανα, είχα αρχίσει τα βαριά καντήλια για το ποδήλατο και αυτόν που μου το νοίκιασε στα ελληνικά.
Αφού είδα ότι δεν υπάρχει σωτηρία, πήρα τηλέφωνο τον μαλάκα με τα ποδήλατα, ο οποίος μου την είπε κιόλας "ε και τι, δε μπορείς να τη φτιάξεις μια αλυσίδα, σήκωσέ τη και βάλτη πίσω". Τα είδα όλα κόκκινα, δε θυμάμαι ακριβώς τι του είπα αλλά δεν θα ήταν και πολύ ευγενικό.
Με ρώτησε που είμαι να έρθει να το φτιάξει. Έλα ντε. Το ξενοδοχείο δεν είχε καμία επιγραφή στα αγγλικά, φυσικά ονόματα οδών δεν υπήρχαν. Όπως ήμουν ακόμα φορτωμένος, βλέπω έναν κοντό ασιάτη που πέρναγε μπροστά μου και του δίνω το τηλέφωνο κάνοντας νόημα να συνεννοηθεί. Δείχνει μπερδεμένος, μιλάει για 5 δευτερόλεπτα και μου το δίνει πίσω με ύφος "παράτα με". Είχα πέσει σε κινέζο γαμώ τη τύχη μου. Βρήκα ένα μικρό μαγαζάκι σαν περίπτερο, το έδωσα σε έναν παππού εκεί, μιλήσανε για λίγο και μου έδωσε το κινητό πίσω ο παππούς κάνοντας μου νόημα να περιμένω.
Μετά από λίγο βγήκε έξω από το μαγαζί, έβγαλε δύο μικρές πλαστικές καρέκλες και μας έκανε νόημα εμένα και της βιετναμέζας να κάτσουμε. Δεν είχε καμία υποχρέωση να το κάνει, απλά ήταν καλούλης. Είπα να πάρω κάτι παγωμένο από αυτόν να πιω, νομίζω δεν είχε ψυγείο και επέμενε να μου δώσει κάτι σνακ και μάλιστα δωρεάν. Δε θυμάμαι αν τελικά τον κατάφερα και του τα πλήρωσα ή δεν τα άνοιξα με τη δικαιολογία ότι είμαι χορτάτος και τα άφησα πίσω, δεν ήθελα και να τον προσβάλλω.
Όσο καθόμασταν εκεί χάλασα όσα υγρά μαντιλάκια είχα στη τσάντα για να καθαριστώ και κυρίως τριγύρω από εκεί που είχα κοπεί μη τρέχουμε με καμία μόλυνση. Το πήρα απόφαση ότι ηλιοβασίλεμα τέλος και ηρέμησα.
Μετά από πολύ ώρα και αφού τον είχα ήδη πάρει τηλ ξανά, ήρθε ο τύπος με ένα δεύτερο ποδήλατο πάνω στο μηχανάκι. Είδε την αλυσίδα πως είχε κολλήσει άσχημα, μου αφήνει το καινούριο και φορτώνει το παλιό. Που πας του λέω, μου είπες ότι μπορείς να το φτιάξεις, για να σε δω να το φτιάχνεις. Μπορώ λέει, αλλά δε θέλω να λερωθώ. Ιιιιιιιιι. Χαμογέλασε ασιατικά φεύγοντας ενώ εγώ του έσουρνα καντήλια.
Συνεχίσαμε, με αργούς ρυθμούς πια αφού είχε νυχτώσει. Δε μπόρεσα να βρω την είσοδο για την γέφυρα, ήταν ήδη σκοτάδι και δεν υπήρχε τίποτα από πολιτισμό τριγύρω. Συνεχίσαμε κάνοντας το κύκλο προς την παραλία independence, περνώντας από ένα σημείο που είχε πινακίδες για μαϊμούδες αλλά τέτοια ώρα μάλλον κοιμόντουσαν και μάλλον καλύτερα.
Στη παραλία κάναμε στάση δίπλα στο ξενοδοχείο που είχε και μία φωτισμένη αποβάθρα.
Ήταν ήρεμη η θάλασσα, καλύτερη η θερμοκρασία και μπορώ να πω χαλαρωτικά. Δίπλα ήταν το beach bar από το ξενοδοχείο.
Είπα στη βιετναμέζα να πάμε να κόψουμε κίνηση, αλλά δε κάναμε ούτε 5 μέτρα και κάτι σεκουριτάδες μας σταμάτησαν. Τους λέω πάμε για ποτό στο μπαρ. Μένετε στο ξενοδοχείο; Όχι. Τότε δεν επιτρέπεται. Ούτε να περπατήσουμε στη παραλία; Ούτε.
Φάγαμε σε κάποιο πάγκο πιο πέρα στο δρόμο και πήραμε και ένα δροσιστικότατο χυμό από ζαχαροκάλαμο. Μου έκανε εντύπωση ότι το μηχάνημα που τον έλιωνε ήταν χειροκίνητο, σε όλη την ασία είχα δει μέχρι τότε μηχανικά, έχει αρκετό ζόρι η χειροκίνητη πρέσα. Υποθέτω δεν υπήρχαν λεφτά ούτε για τη μηχανή εκεί.
Αν δεν είχαμε άλλα 5-6 χιλιόμετρα για την επιστροφή θα ήθελα να κάτσουμε και άλλο εκεί στη παραλία, αλλά σκέφτηκα ότι αν γλάρωνα άντε να κάνω πετάλι μετά να γυρίσω, οπότε το πήραμε για πίσω. Αυτό ήταν το μόνο ενδιαφέρον που υπήρχε πάνω στο δρόμο, φαίνεται άλλωστε και από το πόσο λίγες φωτογραφίες τράβηξα (για το οποίο έφταιγε βέβαια και το ότι είναι πιο δύσκολο με ποδήλατο)
Μετά από αυτό με την αλυσίδα δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω τα ποδήλατα το ίδιο βράδυ, του το είχα πει νωρίτερα του μαγαζάτορα. Τα αφήσαμε δίπλα στα υλικά κατασκευής στην αυλή, τα έδεσα μεταξύ τους με το λουκέτο από το δωμάτιό μας και πήγαμε για ύπνο.
Η ώρα είχε περάσει, δεν είχα δει κανένα άλλο μαγαζί να νοικιάζει και σκεφτόμουν ότι αν έπρεπε να περπατήσω άλλη μισή και βάλε ώρα μέχρι την αγορά που μας είχε αφήσει το λεωφορείο για να ψάξω εκεί, που δεν ήξερα αν θα έβρισκα κιόλας, δε θα προλαβαίναμε καθόλου το φως.
Τον πίεσα, δε το έριχνε με τίποτα κάτω από 25 δολάρια, το οποίο το θεώρησα απαράδεκτο. Μου πρότεινε ποδήλατο με 5 δολάρια, θα θέλαμε δύο. Ρώτησα τη βιετναμέζα αν είχε πρόβλημα, "ότι θέλεις". Ναι ότι θέλω, εσύ τι θέλεις; Τα λεφτά που ζητάει για το μηχανάκι είναι πολλά. Άρα να πάρουμε ποδήλατο; "Ότι θέλεις". Πήρα τα ποδήλατα με μισή καρδιά γιατί ήξερα ότι έκανα τον τύπο μάγκα, αλλά έλα που με είχε βρει στην ανάγκη.
Είχα δει κάπου στο ίντερνετ ότι υπήρχε μία μεγάλη γέφυρα κάπου 500 μέτρων πάνω από τη θάλασσα που συνέδεε τη πόλη με ένα μικρό νησάκι απέναντι. Το νησάκι ήταν παρθένο και τόσο η βόλτα πάνω στη γέφυρα όσο και εκεί ήταν ενδιαφέρουσα με ωραία θέα προς το ηλιοβασίλεμα. Τη γέφυρα την είχαν κατασκευάσει κινέζοι ως τμήμα ενός τουριστικού μεγκαπρότζεκτ που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και είχε εγκαταλειφθεί.
Ξεκινήσαμε προς τα εκεί, κάπου 6χλμ μακριά, τίποτα ιδιαίτερο για ποδηλατάδα με εξαίρεση μία απότομη ανηφόρα στην αρχή, βρήκε να έχει και λιακάδα εκείνη την ώρα είχα γίνει μούσκεμα από πάνω ως κάτω. Έκανα μία στάση να πάρουμε μία ανάσα στη κορυφή της και ρώτησα τη βιετναμέζα πως πάει. Μου είπε ότι όταν ήταν στο αντίστοιχο λύκειο είχε περάσει με εξετάσεις σε ένα κορυφαίο σχολείο το οποίο ήταν μακριά από το σπίτι της και κάθε μέρα έπρεπε να πηγαίνει κάμποσα χιλιόμετρα πηγαινέλα. Ο πατέρας της δεν της έπαιρνε μηχανάκι για να μη ξεστρατήσει το κορίτσι και έτσι έπρεπε να πηγαίνει με ποδήλατο. Από τότε σιχαινόταν το ποδήλατο. Και γιατί δε μου είπες τότε να μη το πάρουμε; Σου είπα "ότι θες". Ναι αλλά αυτό δε σημαίν- και με έκοψε απότομα, "άστο τώρα και προχώρα". Γυναίκες.
Ευτυχώς όλο το υπόλοιπο ήταν ψιλοκατηφόρα. Περάσαμε (με τη βοήθεια του GPS) από μέρη που εναλλάσσονταν μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών. Δηλαδή τη μια στιγμή ήσουν ανάμεσα στα σπίτια, έκανες μία δεξιά και ξαφνικά ήσουν σε χωράφια. Δύο χωματόδρομους μετά πάλι ξαφνικά μέσα σε σπίτια. Βέβαια τόσο τα χωράφια όσο και οι δρόμοι δεν είχαν μεγάλη διαφορά από σκουπιδότοπους. Μπάζα, σκουπίδια, πλαστικά. Σιχαμα-κβιλ.
Έπεφτε ο ήλιος, ίσως οριακά να προλαβαίναμε το νησί πάντως σίγουρα προλαβαίναμε το ηλιοβασίλεμα από την γέφυρα, κάτι ήταν και αυτό. Το είχα πάρει πιο γρήγορα από τη βιετναμέζα να μας δίνω ρυθμό (και να μην ακούω ότι μου έσουρνε). Σε μία στροφή μπροστά σε ένα μεγαλοξενοδοχείο για κινέζους (πινακίδες μόνο σε καμποτζιανά και κινέζικα) που έκλεινε όλη τη θέα, ίσως 5 λεπτά πριν τη γέφυρα, ξαφνικά κολλάνε τα πετάλια και σπινιάρει η ρόδα.
Κατεβαίνω και βλέπω ότι είχε πετάξει αλυσίδα. Προσπάθησα να την ξεκολλήσω, είχε σφηνώσει ανάμεσα στα γρανάζια και το σκελετό και δεν έβγαινε με τίποτα. Δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο, μιλάμε να τραβάω με όλη μου τη δύναμη, να προσπαθώ να κάνω και πετάλι να την σπρώξω, τίποτα. Είχα γεμίσει γράσα, κάποια στιγμή κόπηκα και τρέχανε αίματα, κάτι η κούραση, ο ιδρώτας, το ότι είχα φτάσει τόσο κοντά στο στόχο και τελικά θα τον έχανα, είχα αρχίσει τα βαριά καντήλια για το ποδήλατο και αυτόν που μου το νοίκιασε στα ελληνικά.
Αφού είδα ότι δεν υπάρχει σωτηρία, πήρα τηλέφωνο τον μαλάκα με τα ποδήλατα, ο οποίος μου την είπε κιόλας "ε και τι, δε μπορείς να τη φτιάξεις μια αλυσίδα, σήκωσέ τη και βάλτη πίσω". Τα είδα όλα κόκκινα, δε θυμάμαι ακριβώς τι του είπα αλλά δεν θα ήταν και πολύ ευγενικό.
Με ρώτησε που είμαι να έρθει να το φτιάξει. Έλα ντε. Το ξενοδοχείο δεν είχε καμία επιγραφή στα αγγλικά, φυσικά ονόματα οδών δεν υπήρχαν. Όπως ήμουν ακόμα φορτωμένος, βλέπω έναν κοντό ασιάτη που πέρναγε μπροστά μου και του δίνω το τηλέφωνο κάνοντας νόημα να συνεννοηθεί. Δείχνει μπερδεμένος, μιλάει για 5 δευτερόλεπτα και μου το δίνει πίσω με ύφος "παράτα με". Είχα πέσει σε κινέζο γαμώ τη τύχη μου. Βρήκα ένα μικρό μαγαζάκι σαν περίπτερο, το έδωσα σε έναν παππού εκεί, μιλήσανε για λίγο και μου έδωσε το κινητό πίσω ο παππούς κάνοντας μου νόημα να περιμένω.
Μετά από λίγο βγήκε έξω από το μαγαζί, έβγαλε δύο μικρές πλαστικές καρέκλες και μας έκανε νόημα εμένα και της βιετναμέζας να κάτσουμε. Δεν είχε καμία υποχρέωση να το κάνει, απλά ήταν καλούλης. Είπα να πάρω κάτι παγωμένο από αυτόν να πιω, νομίζω δεν είχε ψυγείο και επέμενε να μου δώσει κάτι σνακ και μάλιστα δωρεάν. Δε θυμάμαι αν τελικά τον κατάφερα και του τα πλήρωσα ή δεν τα άνοιξα με τη δικαιολογία ότι είμαι χορτάτος και τα άφησα πίσω, δεν ήθελα και να τον προσβάλλω.
Όσο καθόμασταν εκεί χάλασα όσα υγρά μαντιλάκια είχα στη τσάντα για να καθαριστώ και κυρίως τριγύρω από εκεί που είχα κοπεί μη τρέχουμε με καμία μόλυνση. Το πήρα απόφαση ότι ηλιοβασίλεμα τέλος και ηρέμησα.
Μετά από πολύ ώρα και αφού τον είχα ήδη πάρει τηλ ξανά, ήρθε ο τύπος με ένα δεύτερο ποδήλατο πάνω στο μηχανάκι. Είδε την αλυσίδα πως είχε κολλήσει άσχημα, μου αφήνει το καινούριο και φορτώνει το παλιό. Που πας του λέω, μου είπες ότι μπορείς να το φτιάξεις, για να σε δω να το φτιάχνεις. Μπορώ λέει, αλλά δε θέλω να λερωθώ. Ιιιιιιιιι. Χαμογέλασε ασιατικά φεύγοντας ενώ εγώ του έσουρνα καντήλια.
Συνεχίσαμε, με αργούς ρυθμούς πια αφού είχε νυχτώσει. Δε μπόρεσα να βρω την είσοδο για την γέφυρα, ήταν ήδη σκοτάδι και δεν υπήρχε τίποτα από πολιτισμό τριγύρω. Συνεχίσαμε κάνοντας το κύκλο προς την παραλία independence, περνώντας από ένα σημείο που είχε πινακίδες για μαϊμούδες αλλά τέτοια ώρα μάλλον κοιμόντουσαν και μάλλον καλύτερα.
Στη παραλία κάναμε στάση δίπλα στο ξενοδοχείο που είχε και μία φωτισμένη αποβάθρα.
Ήταν ήρεμη η θάλασσα, καλύτερη η θερμοκρασία και μπορώ να πω χαλαρωτικά. Δίπλα ήταν το beach bar από το ξενοδοχείο.
Είπα στη βιετναμέζα να πάμε να κόψουμε κίνηση, αλλά δε κάναμε ούτε 5 μέτρα και κάτι σεκουριτάδες μας σταμάτησαν. Τους λέω πάμε για ποτό στο μπαρ. Μένετε στο ξενοδοχείο; Όχι. Τότε δεν επιτρέπεται. Ούτε να περπατήσουμε στη παραλία; Ούτε.
Φάγαμε σε κάποιο πάγκο πιο πέρα στο δρόμο και πήραμε και ένα δροσιστικότατο χυμό από ζαχαροκάλαμο. Μου έκανε εντύπωση ότι το μηχάνημα που τον έλιωνε ήταν χειροκίνητο, σε όλη την ασία είχα δει μέχρι τότε μηχανικά, έχει αρκετό ζόρι η χειροκίνητη πρέσα. Υποθέτω δεν υπήρχαν λεφτά ούτε για τη μηχανή εκεί.
Αν δεν είχαμε άλλα 5-6 χιλιόμετρα για την επιστροφή θα ήθελα να κάτσουμε και άλλο εκεί στη παραλία, αλλά σκέφτηκα ότι αν γλάρωνα άντε να κάνω πετάλι μετά να γυρίσω, οπότε το πήραμε για πίσω. Αυτό ήταν το μόνο ενδιαφέρον που υπήρχε πάνω στο δρόμο, φαίνεται άλλωστε και από το πόσο λίγες φωτογραφίες τράβηξα (για το οποίο έφταιγε βέβαια και το ότι είναι πιο δύσκολο με ποδήλατο)
Μετά από αυτό με την αλυσίδα δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω τα ποδήλατα το ίδιο βράδυ, του το είχα πει νωρίτερα του μαγαζάτορα. Τα αφήσαμε δίπλα στα υλικά κατασκευής στην αυλή, τα έδεσα μεταξύ τους με το λουκέτο από το δωμάτιό μας και πήγαμε για ύπνο.
Last edited by a moderator: