poised
Member
- Μηνύματα
- 1.058
- Likes
- 8.860
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η (παραλίγο μη-) αναχώρηση και η άφιξη
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ - Από το χαλαρά στο όλα μέσα
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ (II)
- Δεύτερη μέρα στο Πουκέτ. Τουριστίλα με james bond island, κλπ
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta (II)
- Koh Phi Phi σε μια μέρα. Δηλαδή ούτε καν.
- Krabi και Raylay: Ημέρα υπερβολικής φυσικής δραστηριότητας και υπερβολικά αφύσικης ηλιθιότητας
- Krabi και Raylay (II)
- Krabi και Raylay (III)
- Koh Samui όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια.
- Koh Samui (II)
- Koh Samui (III)
- Koh Pha Ngan: Στη σπίντα (έτσι από συνήθεια) και το ατύχημα
- Koh Pha Ngan (II)
- Koh Pha Ngan (III)
- Koh Tao: Ω είναι ωραία στον παράδεισο
- Koh Tao (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο(III)
- Koh Tao (IV)
- Προς Μπανκόκ: Όταν κάτι είναι να πάει στραβά θα πάει
- Μπανγκόκ (II)
- Εμβόλιμες Σκέψεις: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
- Μπανγκόκ: Παλάτια και φτωχογειτονιές
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙV)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (V)
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ (ΙΙ)
- Χούα Χιν: Κατά λάθος όμως έτσι;
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία (ΙΙ)
- Chiang Mai: Αφού το λέτε έτσι θα είναι
- Chiang Mai: Τώρα κάτι γίνεται
- Chiang Mai - Τώρα κάτι γίνεται (ΙΙ)
- Chiang Mai: Το αληθινόν
- Chiang Rai: Φύση (και κάτι "κακές" σκέψεις)
- Chiang Rai (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (III)
- Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (ή και όχι)
- Μπανγκόκ και πάλι: H μεγαλούπολη (και βαθιά εκπνοή απελπισίας)
- Μπανγκόκ κ πάλι (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙV)
- Μέρα αποφάσεων: Να πα να -μπιπ- όλα, συνεχίζω
- Poi Pet: Καλώς ήλθε το δολάριο, καμπόντιαν εντίσιον
- Poi Pet (II)
- Siem Reap
- Άνγκορ Βατ: Η πρώτη επαφή
- Άνκορ Βατ (ΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙV)
- Άνγκορ Βατ: Ουά ντόλα σεεε
- Άνκορ Βατ (V)
- Άνκορ Βατ (VI)
- Άνκορ Βατ (VII)
- Άνκορ Βάτ (VIII)
- Siem Riep: Όχι άλλους ναούς, φτάνει!
- Siem Reap by night
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ (II)
- Μπάταμπανγκ
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες (II)
- Φεύγοντας από Μπάταμπανγκ: Συμφωνία εθνικής οδού αρ. 5 σε θανατηφόρο μείζονα
- Φεύγοντας απο Μπαταμπάνγκ (ΙΙ)
- Στο δρόμο για Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος
- Νύχτα στην Πνομ Πεν
- Job Interview
- Πνομ Πεν (ΙΙ)
- Πνομ Πεν: Σιχαμάρα για το ανθρώπινο γένος
- Πνομ Πεν (ΙΙΙ)
- Σιχανουκβιλ: Πόλη όνομα και πράμα (και η τρελή)
- Σιχανούκβιλ
- Σιχανούκβιλ (ΙΙ)
- Σιχανκουκβιλ: Φτωχονεοπλουτισμός (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ: 100 αποχρώσεις της βροχής (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ (συνέχεια)
- Σιχανούκβιλ: Δώσ' της άλλη μια ευκαιρία;
- Επιστροφή στην Πνομ Πεν
- Ho Chi Minh City: Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος
- Σχέδια για Βιετνάμ
- Χο Τσι Μινχ
- Τούνελ Κου Τσι: Και η κουτσή Μαρία
- Τούνελ (συνέχεια)
- Ho Chi Minh City: Μια θάλασσα παπάκια
- Theme Park κ επιστροφή στην πόλη
- Ho Chi Minh City: Στενοχώρια για το ανθρώπινο είδος και πάλι
- Τελευταίο βράδυ στη Σαϊγκόν
- Ho Chi Minh City και Μούι Νε: Παλάτι της Ανεξαρτησίας και αμμόλοφοι
- Μούι Νε
- Μούι νε: Πάλι αμμόλοφοι και μία από τις χειρότερες μεταφορές της ζωής μου
- Μούι Νε (ΙΙ)
- Διαδρομή προς Νταλάτ
- Ντα Λατ: Φταίω που αρέσω;
- Νταλάτ (ΙΙ)
- Ντα Λατ: Φύση, βροχή και μας πιάσανε τον κώλο
- Νια Τσάνγκ (Nha Trang): Ξανά στις παραλίες
- Νια Τσανγκ: Στα καφέ
- Ντα Νανγκ: Κλάμπινγκ μέχρι το πρωί (ε, καλά, όχι και ακριβώς)
- Ντα Νανγκ συνέχεια
- Ντα Νανγκ και Χόι Αν: Κάπως προ υπερτουρισμού
- Χόι Αν
- Κούι Νιον (Quy Nhon): Έι πειρατή!
- Κούι Νιον
- Πέρασμα Χάι Βαν και Σον Τσα (Hai Van/Son tra): Φύση, ηρεμία και θέες λίγο έξω από τη Ντα Νανγκ
- Χουέ (Hue): Χωρίς βροχή την βροχερή περίοδο, το λες και ότι πιάσαμε τζόκερ
- Χουε
- Hue σε Dong Hoi - Κρίντζι
- Quang Binh - Απίστευτες βόλτες και σπηλιές
- Quang Binh
- Quang Binh (ΙΙ)
- Ninh Binh - Όταν οι απατεωνιές σε φτάνουν στα όριά σου
- Ninh Binh
- Ninh Binh σε Sa Pa - Αφού ζήσαμε να το θυμόμαστε
- Σα Πα - Υπό βροχή, ομίχλη και κρύο
- Σα Πα
- Σα Πα: Πήραμε τα βουνά
- Ανόι: Πίσω στη ζέστη, βαβούρα και "πολιτισμό"
- Λεωφορείο
- Ανόι
- Ανόι: Βόλτες στη πόλη
- Ανόι (συνέχεια)
- Ανόι (συνέχεια ΙΙ)
- Ανόι: Μουσείο εθνολογίας
- Χα Λονγκ
- Χα Λονγκ: Όπως στα καρποστάλ
- Χα Λονγκ ΙΙ
- Χα Λονγκ ΙΙΙ
- Ανόι: Και τώρα τι;
- Ανόι: Τελευταίες ώρες
- Τέλος Ταξιδιού
- Επίλογος
Πριν ακόμα μπούμε στο ερκοντίσιον και αποφασίσουμε να μη βγούμε μέχρι να φύγουμε, είχα περάσει από το πρακτορείο να κλείσουμε το εισιτήριο για την Ντα Λατ. Είχα ρωτήσει την προηγούμενη αν είναι βανάκι ή μεγάλο λεωφορείο και μας είχε πει μεγάλο, το ξαναρώτησα και πάλι πριν βγάλουμε το εισιτήριο να το σιγουρέψω γιατί δεν ήθελα να πιεστώ σε βανάκι.
Είχαμε πάει ή περάσει 4-5 φορές συνολικά από εκεί μιας που ήταν κοντά και πάντα η κυρία του πρακτορείου φαινόταν πολύ απασχολημένη/αφοσιωμένη στον υπολογιστή, κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση.
Περιμένοντας το λεωφορείο έκανα μία γύρα το γραφείο και είδα το γιατί. Η κυρία είχε βάλει ένα τάμπλετ πίσω από την οθόνη του υπολογιστή να μη φαίνεται και έπαιζε online πόκερ.
Η υπάλληλος της χρονιάς
Κατά τα κλασικά περιμέναμε αρκετή ώρα το λεωφορείο από την απέναντι πλευρά του δρόμου που φαίνεται στην φώτο, δηλαδή στο πουθενά. Λίγο πιο δίπλα είχε ένα καφέ, δε μας άφηνε να πάμε εκεί να περιμένουμε γιατί θα πέρναγε από στιγμή σε στιγμή και θα το χάναμε. Ε αυτή η στιγμή μπορεί να ήταν και 45' λεπτά μετά, από ένα σημείο και μετά πήγαμε στο γραφείο της που είχε καλύτερη θερμοκρασία, δε γινόταν να καθόμαστε όρθιοι έτσι στο δρόμο σαν μαλάκες.
Κάποια στιγμή άρχισε να φωνάζει ότι έρχεται. Βγαίνω, δε βλέπω τίποτα, μόνο ένα βανάκι, δεν είπαμε μεγάλο λεωφορείο; Την ρώτησα, έκανε ότι δε κατάλαβε, είπα στη βιετναμέζα να τη ρωτήσει στη γλώσσα της, η οποία στο ενδιάμεσο είχε ήδη πάει απέναντι και έμπαινε μέσα, οπότε ευχόμουν να ήταν απλά το βανάκι που θα μας πήγαινε παρακάτω στο μεγάλο λεωφορείο, συνηθιζόταν.
Μπήκα λοιπόν και θα καταλάβατε ότι αυτό ήταν, άλλο δεν είχε. Στριμωχτήκαμε στις τελευταίες δύο διαθέσιμες θέσεις πίσω, μάλιστα δεν υπήρχε χώρος πουθενά για τα μπαγκάζια, έβαλα το ένα κάτω από το κάθισμα και τα άλλα μπροστά ανάμεσα στα πόδια μου και της βιετναμέζας, πακτωθήκαμε κανονικά.
Όσο περιμέναμε η βιετναμέζα είχε πάρει το χαπάκι της, το τελευταίο μάλιστα και χωρίς να πιστεύω ότι είχε προλάβει να κάνει δουλειά, πριν ακόμα κάνουμε 5 λεπτά είχε ξεραθεί. Αυτό θα πει μακαριότητα. Στο ενδιάμεσο παρόλο που ήμασταν γεμάτοι μπήκανε και άλλοι. Δε ξέρω που τα είχαν κάτι μικρά πλαστικά σκαμπό που τους τα έδιναν και κάθονταν πάνω σε αυτά στο διαδρομάκο.
Πήγαμε όλη τη διαδρομή που είχαμε κάνει το πρωί μέχρι τις άσπρες θίνες και εκεί στρίψαμε προς τα βουνά. Μετά από 2-3 χιλιόμετρα περάσαμε το τελευταίο (όπως αποδείχθηκε) χωριό και μπήκαμε σε έναν επαρχιακό δρόμο μέσα στα λιβάδια που σταδιακά μετατράπηκε σε αγροτικό χωματόδρομο. Και όσο πηγαίναμε άρχισαν οι λακκούβες που όσο πέρναγε η ώρα γίνονταν μεγαλύτερες και χειρότερες.
Από ένα σημείο και μετά χτυπιόμασταν σαν σε φραπεδιέρα.
Στην αρχή ήταν οριακά αστείο, δε με πιάνει ευτυχώς ο δρόμος, όμως από κάποια στιγμή και μετά ζαλίστηκα, με έπιασε πονοκέφαλος, έσφιξε το στομάχι και αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια γιατί και αν ήθελα δεν μπορούσα να κουνηθώ, αν έφευγε καμία ρουκέτα θα πήγαινε ή στον μπροστά ή μέσα στο μπάκπαπ.
Η βιετναμέζα εν τω μεταξύ τον ύπνο του δικαίου, δεν ενοχλήθηκε καθόλου παρόλο που κουνιόταν το κεφάλι της πέρα δώθε.
Αυτό το δράμα συνεχίστηκε για μία με μιάμιση ώρα. Όσο προχωράγαμε άλλαξε το περιβάλλον, από το αμμώδες και άνυδρο της παραλίας σε πιο πράσινο, ενώ μαζεύτηκαν σύννεφα που προμήνυαν καταιγίδα.
Με τα πολλά φτάσαμε στο σημείο που ξεκίναγε η πρώτη ανηφόρα και ευτυχώς λίγο νωρίτερα ο δρόμος είχε γίνει πάλι άσφαλτος.
Εκεί κατάφερα και έβγαλα μερικές φωτογραφίες
Νόμιζα ότι είχε πιάσει να νυχτώνει όμως απλά τα σύννεφα ήταν βαριά και κάπου 2.30-3 ώρες από την ώρα που ξεκινήσαμε το βανάκι σταμάτησε σε μία στάση rest stop στο βουνό που πραγματικά δεν υπήρχε τίποτε άλλο δίπλα του.
Εκεί ξύπνησε και η βιετναμέζα, σε φάση τι έγινε, σταματήσαμε; Με είδε κίτρινο και λέει όλα καλά τι έπαθες; Δεν είχε καταλάβει τίποτα, έπρεπε να της δείξω τα βίντεο μετά γιατί νόμιζε πως έλεγα υπερβολές. Μας πήρε - και δεν το λέω για πλάκα - κοντά 10 λεπτά να καταφέρουμε να βγούμε. Έπρεπε να βγει ο πρώτος, να βγάλει τις βαλίτσες του να κάνει χώρο για τον δεύτερο, μετά ο δεύτερος για τον τρίτο, μέχρι να φτάσει σε εμάς να έχουμε χώρο να κουνηθούμε. Έτσι και είχαμε ατύχημα δε ξέρω τι θα κάναμε.
Όταν βγήκα έξω στον καθαρό αέρα πήρα την πρώτη ανάσα και συνήλθα λίγο. Προχώρησα προς το κατάστημα το οποίο έβλεπε μία υπέροχη λίμνη πάνω στα βουνά.
Είχε και κάτι αιώρες, χωρίς να ρωτήσω κανέναν έβγαλα τα παπούτσια και απλώθηκα, μισή ντροπή δική μου μισή δική τους αν δεν ήταν για τους πελάτες.
Δε πέρασαν ούτε δύο λεπτά και ξεκίνησε ένας δυνατός βόμβος που γινόταν όλο και πιο δυνατός ήταν από την καταρρακτώδη βροχή.
Από την ώρα που είχαμε κατέβει είχα χάσει τη βιετναμέζα η οποία μετά από λίγο εμφανίστηκε με κάτι περίεργα ριζοκρακεράκια, ότι έπρεπε.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε πήγα να ρίξω και ένα κατούρημα μη με πιάσει μετά πάνω στο βουνό γιατί απλά θα τα έκανα επάνω μου, δε θα μπορούσα να βγω από κει πίσω με τίποτα πάλι.
Να και οι τουαλέτες των αντρών. Απλά πράγματα, το ρυάκι απλά έβγαινε απ' έξω προς το γκρεμό.
Ξεκινήσαμε πάλι την είσοδο αργά ένας ένας αγκαλιά με τα πράγματα. Χρειάζεται να το πω ή το καταλάβατε; Η βιετναμέζα κοιμήθηκε πάλι. Παρόλο που δρόμος ήταν ανηφορικός και με αρκετές στροφές δε με πείραξε καθόλου, δεν συγκρινόταν με το δράμα που είχα περάσει πριν. Άσε που σε κάποια σημεία είχε υπέροχες θέες, τις οποίες λόγω θέσης και χαμηλού φωτισμού δεν μπορούσα να φωτογραφίσω.
Μετά τις στροφές μπήκαμε σε ένα δρόμο σχετικά ευθεία και με σχετική κίνηση. Υποθέτω ότι ήταν ο "φυσιολογικός" που συνέδεε την πόλη με την HCMC. Νόμιζα ότι φτάναμε αλλά κάναμε άλλη μία ώρα έτσι.
Φτάσαμε στη Ντα Λατ εν μέσω καταρρακτώδους βροχής και ναι, μπορώ να το πω, ΚΡΥΟΥ! Για πρώτη φορά από την αναχώρηση ένιωσα την ανάγκη να βάλω κάτι πάνω από το t-shirt. Η πόλη είναι ψηλά στα βουνά, την είχαν επίτηδες φτιάξει οι Γάλλοι εκεί επί αποικιοκρατικής εποχής για να ξεφεύγουν από τη ζέστη.
Εκεί που μας άφησε το λεωφορείο ήταν απλά το τέρμα ενός αδιέξοδου, ούτε υποτυπώδης σταθμός, ούτε υπόστεγο. Βγαίναμε ένας ένας και τρέχαμε στο διπλανό πρακτορείο προσπαθώντας 20 μισοβρεγμένα άτομα με μπαγκάζια να χωρέσουμε σε ένα χώρο για 5, άντε 10.
Το ξενοδοχείο που είχε κλείσει η βιετναμέζα δεν ήταν κοντά στο κέντρο αλλά σύμφωνα με το χάρτη από εκεί που ήμασταν ήταν κάπου 20 λεπτά περπάτημα. Βέβαια που να πας με αυτή τη βροχή. Είπαμε να βρούμε grab να μη μας πιάσουν τον κώλο οι ταξιτζήδες που ήταν εκεί, δεν υπήρχε τίποτα, όπως και με τα uber και τέτοια δεν το δουλεύουν σε όλες τις πόλεις. Η βροχή κάποια στιγμή περιορίστηκε από καταρρακτώδης σε κανονική, εγώ να πω την αλήθεια το σκεφτόμουν να πάμε με τα πόδια, κυρίως γιατί είχε φοβηθεί το μάτι μου τους ταξιτζήδες/τουκτουκτατζήδες από τις άλλες χώρες και προτιμούσα να περπατήσω από το να χαλαστώ.
Κοιτώντας όμως έξω κατάλαβα ότι για να βγούμε στο δρόμο που ήταν το ξενοδοχείο έπρεπε να ανεβούμε μία τεράστια σκάλα, από κάτω φαινόταν σε ύψος σαν πολυκατοικία 5 ορόφων. Και μετά από εκεί φαινόταν και άλλη ανηφόρα. Η πόλη είναι πολύ ανισόπεδη ενώ έχουν χτίσει άναρχα όπου βρουν (και συχνά τα κτήρια παίρνουν τα νερά με αρκετούς νεκρούς). Ε αυτό θα ήταν εξτρήμ με όλα τα μπαγκάζια και οι υπόλοιπες συνθήκες να ήταν άψογες, οπότε κάμφθηκαν οι (αντικειμενικά όχι πολύ λογικές) προηγούμενες αντιρρήσεις μου και πήραμε ταξί. Στην αρχή μου φάνηκε ότι μας έκανε ένα τεράστιο κύκλο αλλά τελικά όντως για να βγει επάνω δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο που ήταν στη κορυφή σχεδόν μίας τεράστιας ανηφόρας, αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε αμέσως για φαγητό. Ξέρεις μου λέει τι τρώνε οι βιετναμέζοι όταν έχει κρύο; Τι της λέω; Hot Pot είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο.
Για καλή μας τύχη είχε ένα εκεί κοντά, στα 5 λεπτά από το ξενοδοχείο. Ήταν σαν παραδοσιακή ταβέρνα σε χωριό. Οι άλλοι πελάτες, που φαίνονταν όλοι να ξέρουν τους άλλους όπως σε καφενείο χωριού με κοίταζαν περίεργα, σίγουρα δεν ήταν το τουριστικό μέρος που πήγαιναν ξένοι. Όχι ότι με πείραξε, ίσα ίσα μου άρεσε που ήταν μη τουριστικό.
Το hot pot είναι μία κατσαρόλα με ζωμό τον οποίο βάζουν σε εστία (με φλόγα ή ηλεκτρική) στο τραπέζι σου για να βράσει. Παραγγέλνεις και τα υλικά που θες για να φτιάξεις μόνος σου, συνήθως πιάτα από κρέας ή ψαρικά και πιάνεις δουλειά.
Συνήθως το hot pot είναι για περισσότερα των δύο άτομα, το καταφέραμε όμως. Βγήκαμε από το μαγαζί για τα 3 λεπτά ως το ξενοδοχείο (ήταν κατηφόρα, πιο γρήγορα από το πήγαινε) και δεν θυμάμαι ούτε εγώ πόσα μπρρρ άκουσα από την βιετναμέζα. Για εμένα η δροσιά που είχε δεν ήταν απλά υποφερτή αλλά αγαλλίαση.
Είχαμε πάει ή περάσει 4-5 φορές συνολικά από εκεί μιας που ήταν κοντά και πάντα η κυρία του πρακτορείου φαινόταν πολύ απασχολημένη/αφοσιωμένη στον υπολογιστή, κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση.
Περιμένοντας το λεωφορείο έκανα μία γύρα το γραφείο και είδα το γιατί. Η κυρία είχε βάλει ένα τάμπλετ πίσω από την οθόνη του υπολογιστή να μη φαίνεται και έπαιζε online πόκερ.
Η υπάλληλος της χρονιάς
Κατά τα κλασικά περιμέναμε αρκετή ώρα το λεωφορείο από την απέναντι πλευρά του δρόμου που φαίνεται στην φώτο, δηλαδή στο πουθενά. Λίγο πιο δίπλα είχε ένα καφέ, δε μας άφηνε να πάμε εκεί να περιμένουμε γιατί θα πέρναγε από στιγμή σε στιγμή και θα το χάναμε. Ε αυτή η στιγμή μπορεί να ήταν και 45' λεπτά μετά, από ένα σημείο και μετά πήγαμε στο γραφείο της που είχε καλύτερη θερμοκρασία, δε γινόταν να καθόμαστε όρθιοι έτσι στο δρόμο σαν μαλάκες.
Κάποια στιγμή άρχισε να φωνάζει ότι έρχεται. Βγαίνω, δε βλέπω τίποτα, μόνο ένα βανάκι, δεν είπαμε μεγάλο λεωφορείο; Την ρώτησα, έκανε ότι δε κατάλαβε, είπα στη βιετναμέζα να τη ρωτήσει στη γλώσσα της, η οποία στο ενδιάμεσο είχε ήδη πάει απέναντι και έμπαινε μέσα, οπότε ευχόμουν να ήταν απλά το βανάκι που θα μας πήγαινε παρακάτω στο μεγάλο λεωφορείο, συνηθιζόταν.
Μπήκα λοιπόν και θα καταλάβατε ότι αυτό ήταν, άλλο δεν είχε. Στριμωχτήκαμε στις τελευταίες δύο διαθέσιμες θέσεις πίσω, μάλιστα δεν υπήρχε χώρος πουθενά για τα μπαγκάζια, έβαλα το ένα κάτω από το κάθισμα και τα άλλα μπροστά ανάμεσα στα πόδια μου και της βιετναμέζας, πακτωθήκαμε κανονικά.
Όσο περιμέναμε η βιετναμέζα είχε πάρει το χαπάκι της, το τελευταίο μάλιστα και χωρίς να πιστεύω ότι είχε προλάβει να κάνει δουλειά, πριν ακόμα κάνουμε 5 λεπτά είχε ξεραθεί. Αυτό θα πει μακαριότητα. Στο ενδιάμεσο παρόλο που ήμασταν γεμάτοι μπήκανε και άλλοι. Δε ξέρω που τα είχαν κάτι μικρά πλαστικά σκαμπό που τους τα έδιναν και κάθονταν πάνω σε αυτά στο διαδρομάκο.
Πήγαμε όλη τη διαδρομή που είχαμε κάνει το πρωί μέχρι τις άσπρες θίνες και εκεί στρίψαμε προς τα βουνά. Μετά από 2-3 χιλιόμετρα περάσαμε το τελευταίο (όπως αποδείχθηκε) χωριό και μπήκαμε σε έναν επαρχιακό δρόμο μέσα στα λιβάδια που σταδιακά μετατράπηκε σε αγροτικό χωματόδρομο. Και όσο πηγαίναμε άρχισαν οι λακκούβες που όσο πέρναγε η ώρα γίνονταν μεγαλύτερες και χειρότερες.
Από ένα σημείο και μετά χτυπιόμασταν σαν σε φραπεδιέρα.
Στην αρχή ήταν οριακά αστείο, δε με πιάνει ευτυχώς ο δρόμος, όμως από κάποια στιγμή και μετά ζαλίστηκα, με έπιασε πονοκέφαλος, έσφιξε το στομάχι και αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια γιατί και αν ήθελα δεν μπορούσα να κουνηθώ, αν έφευγε καμία ρουκέτα θα πήγαινε ή στον μπροστά ή μέσα στο μπάκπαπ.
Η βιετναμέζα εν τω μεταξύ τον ύπνο του δικαίου, δεν ενοχλήθηκε καθόλου παρόλο που κουνιόταν το κεφάλι της πέρα δώθε.
Αυτό το δράμα συνεχίστηκε για μία με μιάμιση ώρα. Όσο προχωράγαμε άλλαξε το περιβάλλον, από το αμμώδες και άνυδρο της παραλίας σε πιο πράσινο, ενώ μαζεύτηκαν σύννεφα που προμήνυαν καταιγίδα.
Με τα πολλά φτάσαμε στο σημείο που ξεκίναγε η πρώτη ανηφόρα και ευτυχώς λίγο νωρίτερα ο δρόμος είχε γίνει πάλι άσφαλτος.
Εκεί κατάφερα και έβγαλα μερικές φωτογραφίες
Νόμιζα ότι είχε πιάσει να νυχτώνει όμως απλά τα σύννεφα ήταν βαριά και κάπου 2.30-3 ώρες από την ώρα που ξεκινήσαμε το βανάκι σταμάτησε σε μία στάση rest stop στο βουνό που πραγματικά δεν υπήρχε τίποτε άλλο δίπλα του.
Εκεί ξύπνησε και η βιετναμέζα, σε φάση τι έγινε, σταματήσαμε; Με είδε κίτρινο και λέει όλα καλά τι έπαθες; Δεν είχε καταλάβει τίποτα, έπρεπε να της δείξω τα βίντεο μετά γιατί νόμιζε πως έλεγα υπερβολές. Μας πήρε - και δεν το λέω για πλάκα - κοντά 10 λεπτά να καταφέρουμε να βγούμε. Έπρεπε να βγει ο πρώτος, να βγάλει τις βαλίτσες του να κάνει χώρο για τον δεύτερο, μετά ο δεύτερος για τον τρίτο, μέχρι να φτάσει σε εμάς να έχουμε χώρο να κουνηθούμε. Έτσι και είχαμε ατύχημα δε ξέρω τι θα κάναμε.
Όταν βγήκα έξω στον καθαρό αέρα πήρα την πρώτη ανάσα και συνήλθα λίγο. Προχώρησα προς το κατάστημα το οποίο έβλεπε μία υπέροχη λίμνη πάνω στα βουνά.
Είχε και κάτι αιώρες, χωρίς να ρωτήσω κανέναν έβγαλα τα παπούτσια και απλώθηκα, μισή ντροπή δική μου μισή δική τους αν δεν ήταν για τους πελάτες.
Δε πέρασαν ούτε δύο λεπτά και ξεκίνησε ένας δυνατός βόμβος που γινόταν όλο και πιο δυνατός ήταν από την καταρρακτώδη βροχή.
Από την ώρα που είχαμε κατέβει είχα χάσει τη βιετναμέζα η οποία μετά από λίγο εμφανίστηκε με κάτι περίεργα ριζοκρακεράκια, ότι έπρεπε.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε πήγα να ρίξω και ένα κατούρημα μη με πιάσει μετά πάνω στο βουνό γιατί απλά θα τα έκανα επάνω μου, δε θα μπορούσα να βγω από κει πίσω με τίποτα πάλι.
Να και οι τουαλέτες των αντρών. Απλά πράγματα, το ρυάκι απλά έβγαινε απ' έξω προς το γκρεμό.
Ξεκινήσαμε πάλι την είσοδο αργά ένας ένας αγκαλιά με τα πράγματα. Χρειάζεται να το πω ή το καταλάβατε; Η βιετναμέζα κοιμήθηκε πάλι. Παρόλο που δρόμος ήταν ανηφορικός και με αρκετές στροφές δε με πείραξε καθόλου, δεν συγκρινόταν με το δράμα που είχα περάσει πριν. Άσε που σε κάποια σημεία είχε υπέροχες θέες, τις οποίες λόγω θέσης και χαμηλού φωτισμού δεν μπορούσα να φωτογραφίσω.
Μετά τις στροφές μπήκαμε σε ένα δρόμο σχετικά ευθεία και με σχετική κίνηση. Υποθέτω ότι ήταν ο "φυσιολογικός" που συνέδεε την πόλη με την HCMC. Νόμιζα ότι φτάναμε αλλά κάναμε άλλη μία ώρα έτσι.
Φτάσαμε στη Ντα Λατ εν μέσω καταρρακτώδους βροχής και ναι, μπορώ να το πω, ΚΡΥΟΥ! Για πρώτη φορά από την αναχώρηση ένιωσα την ανάγκη να βάλω κάτι πάνω από το t-shirt. Η πόλη είναι ψηλά στα βουνά, την είχαν επίτηδες φτιάξει οι Γάλλοι εκεί επί αποικιοκρατικής εποχής για να ξεφεύγουν από τη ζέστη.
Εκεί που μας άφησε το λεωφορείο ήταν απλά το τέρμα ενός αδιέξοδου, ούτε υποτυπώδης σταθμός, ούτε υπόστεγο. Βγαίναμε ένας ένας και τρέχαμε στο διπλανό πρακτορείο προσπαθώντας 20 μισοβρεγμένα άτομα με μπαγκάζια να χωρέσουμε σε ένα χώρο για 5, άντε 10.
Το ξενοδοχείο που είχε κλείσει η βιετναμέζα δεν ήταν κοντά στο κέντρο αλλά σύμφωνα με το χάρτη από εκεί που ήμασταν ήταν κάπου 20 λεπτά περπάτημα. Βέβαια που να πας με αυτή τη βροχή. Είπαμε να βρούμε grab να μη μας πιάσουν τον κώλο οι ταξιτζήδες που ήταν εκεί, δεν υπήρχε τίποτα, όπως και με τα uber και τέτοια δεν το δουλεύουν σε όλες τις πόλεις. Η βροχή κάποια στιγμή περιορίστηκε από καταρρακτώδης σε κανονική, εγώ να πω την αλήθεια το σκεφτόμουν να πάμε με τα πόδια, κυρίως γιατί είχε φοβηθεί το μάτι μου τους ταξιτζήδες/τουκτουκτατζήδες από τις άλλες χώρες και προτιμούσα να περπατήσω από το να χαλαστώ.
Κοιτώντας όμως έξω κατάλαβα ότι για να βγούμε στο δρόμο που ήταν το ξενοδοχείο έπρεπε να ανεβούμε μία τεράστια σκάλα, από κάτω φαινόταν σε ύψος σαν πολυκατοικία 5 ορόφων. Και μετά από εκεί φαινόταν και άλλη ανηφόρα. Η πόλη είναι πολύ ανισόπεδη ενώ έχουν χτίσει άναρχα όπου βρουν (και συχνά τα κτήρια παίρνουν τα νερά με αρκετούς νεκρούς). Ε αυτό θα ήταν εξτρήμ με όλα τα μπαγκάζια και οι υπόλοιπες συνθήκες να ήταν άψογες, οπότε κάμφθηκαν οι (αντικειμενικά όχι πολύ λογικές) προηγούμενες αντιρρήσεις μου και πήραμε ταξί. Στην αρχή μου φάνηκε ότι μας έκανε ένα τεράστιο κύκλο αλλά τελικά όντως για να βγει επάνω δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο που ήταν στη κορυφή σχεδόν μίας τεράστιας ανηφόρας, αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε αμέσως για φαγητό. Ξέρεις μου λέει τι τρώνε οι βιετναμέζοι όταν έχει κρύο; Τι της λέω; Hot Pot είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο.
Για καλή μας τύχη είχε ένα εκεί κοντά, στα 5 λεπτά από το ξενοδοχείο. Ήταν σαν παραδοσιακή ταβέρνα σε χωριό. Οι άλλοι πελάτες, που φαίνονταν όλοι να ξέρουν τους άλλους όπως σε καφενείο χωριού με κοίταζαν περίεργα, σίγουρα δεν ήταν το τουριστικό μέρος που πήγαιναν ξένοι. Όχι ότι με πείραξε, ίσα ίσα μου άρεσε που ήταν μη τουριστικό.
Το hot pot είναι μία κατσαρόλα με ζωμό τον οποίο βάζουν σε εστία (με φλόγα ή ηλεκτρική) στο τραπέζι σου για να βράσει. Παραγγέλνεις και τα υλικά που θες για να φτιάξεις μόνος σου, συνήθως πιάτα από κρέας ή ψαρικά και πιάνεις δουλειά.
Συνήθως το hot pot είναι για περισσότερα των δύο άτομα, το καταφέραμε όμως. Βγήκαμε από το μαγαζί για τα 3 λεπτά ως το ξενοδοχείο (ήταν κατηφόρα, πιο γρήγορα από το πήγαινε) και δεν θυμάμαι ούτε εγώ πόσα μπρρρ άκουσα από την βιετναμέζα. Για εμένα η δροσιά που είχε δεν ήταν απλά υποφερτή αλλά αγαλλίαση.
Last edited by a moderator: