poised
Member
- Μηνύματα
- 1.058
- Likes
- 8.860
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η (παραλίγο μη-) αναχώρηση και η άφιξη
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ - Από το χαλαρά στο όλα μέσα
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ (II)
- Δεύτερη μέρα στο Πουκέτ. Τουριστίλα με james bond island, κλπ
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta (II)
- Koh Phi Phi σε μια μέρα. Δηλαδή ούτε καν.
- Krabi και Raylay: Ημέρα υπερβολικής φυσικής δραστηριότητας και υπερβολικά αφύσικης ηλιθιότητας
- Krabi και Raylay (II)
- Krabi και Raylay (III)
- Koh Samui όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια.
- Koh Samui (II)
- Koh Samui (III)
- Koh Pha Ngan: Στη σπίντα (έτσι από συνήθεια) και το ατύχημα
- Koh Pha Ngan (II)
- Koh Pha Ngan (III)
- Koh Tao: Ω είναι ωραία στον παράδεισο
- Koh Tao (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο(III)
- Koh Tao (IV)
- Προς Μπανκόκ: Όταν κάτι είναι να πάει στραβά θα πάει
- Μπανγκόκ (II)
- Εμβόλιμες Σκέψεις: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
- Μπανγκόκ: Παλάτια και φτωχογειτονιές
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙV)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (V)
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ (ΙΙ)
- Χούα Χιν: Κατά λάθος όμως έτσι;
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία (ΙΙ)
- Chiang Mai: Αφού το λέτε έτσι θα είναι
- Chiang Mai: Τώρα κάτι γίνεται
- Chiang Mai - Τώρα κάτι γίνεται (ΙΙ)
- Chiang Mai: Το αληθινόν
- Chiang Rai: Φύση (και κάτι "κακές" σκέψεις)
- Chiang Rai (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (III)
- Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (ή και όχι)
- Μπανγκόκ και πάλι: H μεγαλούπολη (και βαθιά εκπνοή απελπισίας)
- Μπανγκόκ κ πάλι (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙV)
- Μέρα αποφάσεων: Να πα να -μπιπ- όλα, συνεχίζω
- Poi Pet: Καλώς ήλθε το δολάριο, καμπόντιαν εντίσιον
- Poi Pet (II)
- Siem Reap
- Άνγκορ Βατ: Η πρώτη επαφή
- Άνκορ Βατ (ΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙV)
- Άνγκορ Βατ: Ουά ντόλα σεεε
- Άνκορ Βατ (V)
- Άνκορ Βατ (VI)
- Άνκορ Βατ (VII)
- Άνκορ Βάτ (VIII)
- Siem Riep: Όχι άλλους ναούς, φτάνει!
- Siem Reap by night
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ (II)
- Μπάταμπανγκ
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες (II)
- Φεύγοντας από Μπάταμπανγκ: Συμφωνία εθνικής οδού αρ. 5 σε θανατηφόρο μείζονα
- Φεύγοντας απο Μπαταμπάνγκ (ΙΙ)
- Στο δρόμο για Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος
- Νύχτα στην Πνομ Πεν
- Job Interview
- Πνομ Πεν (ΙΙ)
- Πνομ Πεν: Σιχαμάρα για το ανθρώπινο γένος
- Πνομ Πεν (ΙΙΙ)
- Σιχανουκβιλ: Πόλη όνομα και πράμα (και η τρελή)
- Σιχανούκβιλ
- Σιχανούκβιλ (ΙΙ)
- Σιχανκουκβιλ: Φτωχονεοπλουτισμός (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ: 100 αποχρώσεις της βροχής (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ (συνέχεια)
- Σιχανούκβιλ: Δώσ' της άλλη μια ευκαιρία;
- Επιστροφή στην Πνομ Πεν
- Ho Chi Minh City: Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος
- Σχέδια για Βιετνάμ
- Χο Τσι Μινχ
- Τούνελ Κου Τσι: Και η κουτσή Μαρία
- Τούνελ (συνέχεια)
- Ho Chi Minh City: Μια θάλασσα παπάκια
- Theme Park κ επιστροφή στην πόλη
- Ho Chi Minh City: Στενοχώρια για το ανθρώπινο είδος και πάλι
- Τελευταίο βράδυ στη Σαϊγκόν
- Ho Chi Minh City και Μούι Νε: Παλάτι της Ανεξαρτησίας και αμμόλοφοι
- Μούι Νε
- Μούι νε: Πάλι αμμόλοφοι και μία από τις χειρότερες μεταφορές της ζωής μου
- Μούι Νε (ΙΙ)
- Διαδρομή προς Νταλάτ
- Ντα Λατ: Φταίω που αρέσω;
- Νταλάτ (ΙΙ)
- Ντα Λατ: Φύση, βροχή και μας πιάσανε τον κώλο
- Νια Τσάνγκ (Nha Trang): Ξανά στις παραλίες
- Νια Τσανγκ: Στα καφέ
- Ντα Νανγκ: Κλάμπινγκ μέχρι το πρωί (ε, καλά, όχι και ακριβώς)
- Ντα Νανγκ συνέχεια
- Ντα Νανγκ και Χόι Αν: Κάπως προ υπερτουρισμού
- Χόι Αν
- Κούι Νιον (Quy Nhon): Έι πειρατή!
- Κούι Νιον
- Πέρασμα Χάι Βαν και Σον Τσα (Hai Van/Son tra): Φύση, ηρεμία και θέες λίγο έξω από τη Ντα Νανγκ
- Χουέ (Hue): Χωρίς βροχή την βροχερή περίοδο, το λες και ότι πιάσαμε τζόκερ
- Χουε
- Hue σε Dong Hoi - Κρίντζι
- Quang Binh - Απίστευτες βόλτες και σπηλιές
- Quang Binh
- Quang Binh (ΙΙ)
- Ninh Binh - Όταν οι απατεωνιές σε φτάνουν στα όριά σου
- Ninh Binh
- Ninh Binh σε Sa Pa - Αφού ζήσαμε να το θυμόμαστε
- Σα Πα - Υπό βροχή, ομίχλη και κρύο
- Σα Πα
- Σα Πα: Πήραμε τα βουνά
- Ανόι: Πίσω στη ζέστη, βαβούρα και "πολιτισμό"
- Λεωφορείο
- Ανόι
- Ανόι: Βόλτες στη πόλη
- Ανόι (συνέχεια)
- Ανόι (συνέχεια ΙΙ)
- Ανόι: Μουσείο εθνολογίας
- Χα Λονγκ
- Χα Λονγκ: Όπως στα καρποστάλ
- Χα Λονγκ ΙΙ
- Χα Λονγκ ΙΙΙ
- Ανόι: Και τώρα τι;
- Ανόι: Τελευταίες ώρες
- Τέλος Ταξιδιού
- Επίλογος
Ξεκίνησα την βόλτα μου χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο νου. Γενικά για την πόλη, το κέντρο δηλαδή δεν είχα βρει κάτι σε οδηγούς, πέρα από μία αναφορά κάπου ότι ο σταθμός τρένων της πόλης ήταν κάπως αξιόλογος. δηλαδή ήταν αξιόλογο σαν χάλασμα γιατί η γραμμή δε λειτουργούσε (η ίδια που κάποτε κατέληγε στη Μιανμάρ μέσω Ταϊλάνδης και της γέφυρας του ποταμού "Κβάι" που είχα δει).
Οπότε το πήρα παράλληλα με το ποτάμι, κάνοντας μικρές αλλαγές δρόμων αριστερά και δεξιά όπως μου κέντριζαν το ενδιαφέρον.
Υπήρχε κάτι παρακμιακό σε αυτή τη πόλη που όμως ήταν ωραίο.
Γενικά σε πολλά μέρη που είχα περάσει ο κόσμος με κοίταζε με δέος και μερικές φορές ζήταγαν να βγουν σέλφι μαζί μου. Εν μέρη φταίγανε τα γένια μου, είναι σπάνιο στην Ασία να δεις κάποιον με γένια, συνήθως μόνο καλλιτέχνες, ιδιόρρυθμοι και μεγάλοι σε ηλικία αφήνουν γένια και αυτά όχι πολύ φουντωτά (εκτός του ότι δύσκολα το πρόσωπό τους βγάζει τόση τρίχα, είναι και αντικειμενικά άβολο λόγω ζέστης). Οπότε εγώ ήμουν σαν τον Αη Βασίλη στα μάτια τους και τους έκανε εντύπωση.
Εκεί στην Μπάταμπανγκ ήταν ακόμα πιο έντονο, ένιωθα σαν σταρ του σινεμά. Η πόλη άλλωστε ήταν ελάχιστα τουριστική, εκτός από το δικό μου χοστέλ υπήρχαν μόνο άλλα δύο τότε και απ' ότι ρώτησα (είχα ανταλλάξει τηλέφωνα με τις Ολλανδέζες) όσοι είχαμε έρθει εκείνη τη μέρα, άντε άλλοι τόσοι να ήμασταν στη πόλη. Την δεύτερη μεγαλύτερη της Καμπότζης παρακαλώ.
Το κτήριο της κεντρικής αγοράς, που εκτός από αυτή την οπτική δεν έλεγε τίποτα
Ηλικιωμένοι, κάνουν στράτα στρατούλα γύρω γύρω το κάγκελο.
Ούτε θυμάμαι πόσες φορές με χαιρέτησαν ή σταμάτησαν στο δρόμο, με ειλικρινή απορία και μάλλον καλοσύνη.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και ήθελα να πάω προς τον σταθμό πριν την δύση. Όμως μου άρεσε και το πάρκο δίπλα στο ποτάμι, οπότε συνέχισα με λίγο πιο γρήγορα βήμα
Αυτό ήταν το κτήριο των δικαστηρίων
Αυτό με έμβλημα το κοκόρι δεν έχω ιδέα, υπουργείο εθνικής αφύπνισης ίσως;
Κάπου σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα ότι αν δεν το έπαιρνα προς τα πίσω δε θα προλάβαινα το φως και μου ήρθε η φαενή αντί να γυρίσω από τον ίδιο δρόμο, να πάω μία κάθετη στο κεντρικό που βλέπουμε και να βγω από πίσω από τον σταθμό, το maps.me έδειχνε ότι το συνέδεε δρόμος.
Ο οποίος δρόμος ξεκίναγε έτσι.
Κουνημένη η φωτογραφία γιατί την έβγαλα στα γρήγορα προσπαθώντας να μην δίνω στόχο. Δεν το κατάλαβα εκείνη την ώρα (η αλήθεια είναι ότι κάτι μου το έλεγε αλλά το αγνόησα), έμπαινα μέσα σε γειτονιές τύπου φαβέλας.
Περπάταγα προσπαθώντας να το παίξω όσο πιο αθώος μπορούσα μέσα από αυλές σπιτιών, που δηλαδή τι σπίτια να τα πεις, καλύβες με λαμαρίνες ήταν τα περισσότερα. Οι γυναίκες μαγείρευαν, τα παιδιά έπαιζαν, γέροι έμεναν άναυδοι με εμένα, άκουγα φωνές όπως πέρναγα, υποθέτω "ξένος ξένος" και μετά από 1-2 λεπτά είχα ένα παιδομάνι από δεκάδες πιτσιρίκια να με έχει περιτριγυρίσει και να φωνάζει, φυσικά όλοι είχαν βγει έξω και κοίταζαν, κάποιοι προβληματισμένοι, κάποιοι χαμογελώντας, κάποιοι σκωπτικοί.
Καθώς δεν ήμουν προετοιμασμένος δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ όλο αυτό και ενώ γενικά οι άνθρωποι είναι ευγενικοί και συγχωρούν πολλά, ένιωθα σαν να είχα εμφανιστεί φάντης μπαστούνι σε καταυλισμό και μπορούσε να πάει εξίσου καλά ή άσχημα, με το άσχημα να είναι "τι θέλει αυτός εδώ, δεν είμαστε ζώα σε τσίρκο να μας δει".
Με τα παιδιά να έχουν αρχίσει να γίνονται ασυγκράτητα γύρω μου, κέντραρα με το βλέμμα έναν από τους μεγαλύτερους που φαινόταν να το διασκεδάζει, του έκανα ένα νόημα τύπου περίμενε και έβγαλα από την τσάντα κάτι σοκολατογκοφρέτες και κάτι τσίχλες που όλως τυχαίως είχα πάρει για το ταξίδι αλλά δεν είχα φάει. Με την "άδεια" του τύπου άρχισα να δίνω από ένα σε κάθε παιδί, προσπαθώντας να φτάσει για όλους, ήταν και πολλά τα διαολεμένα.
Και αφού πήγε καλά όλο αυτό, χαιρέτισα και συνέχισα να περπατάω, με τα παιδιά φυσικά να ακολουθούν, αρκετά ανακουφισμένος. Βγαίνοντας από την γειτονιά τους μείνανε και εκεί και ανάσανα κάπως.
Συνέχισα με την βοήθεια του GPS προς τον σταθμό. Πια ήταν ξεκάθαρο πως ήμουν "λάθος". Δεν υπήρχε δρόμος και αν το θυμάμαι καλά ήμουν από την εξωτερική πλευρά της περιφραγμένης με λαμαρίνες περιοχής που από πίσω ήταν ο σταθμός. Εκεί κάτι χωματουργικά έργα γινόντουσαν, με μεγάλους λόφους από χώμα ή πέτρες και εγώ να περπατάω μόνος στην ερημιά γιατί είδα ότι υπήρχε άνοιγμα στις λαμαρίνες μέσα από το οποίο μπορούσα να δω το κτήριο του σταθμού. Ευχόμουν ότι θα μπορούσα να το πάρω ευθεία και να βγω από μπροστά γιατί αν έπρεπε να γυρίσω πίσω θα περπάταγα νύχτα και θα έκανα άλλα 45' δρόμο.
Σε ένα από τους λόφους ήταν γύρω στα 5 μικρά παιδάκια που παίζανε ξυπόλητα, υπέθεσα ότι ήταν από το προηγούμενο καταυλισμό και χωρίς να το σκεφτώ πολύ πλησίασα κοντά με χαμόγελο με στόχο να δώσω και σε αυτά ότι μου είχε μείνει. Όμως το μικρότερο από αυτά, ίσως λιγότερο από 2 ετών άρχισε να κλαίει γοερά, το παρουσιαστικό μου το είχε τρομάξει. Απογοητεύτηκα γιατί δεν ήθελα να το στενοχωρήσω και ξεκίνησα να φεύγω ενώ αυτό έκλαιγε έντονα απαρηγόρητο. Πριν προλάβω να απομακρυνθώ πολύ βγήκε από μία καλύβα μέσα στους λόφους που δεν είχα δει ένας ενήλικας και μου έβαλε μία φωνή. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι αυτό που είχε γίνει ήταν ένας μαλάκας ξένος με μούσια είχε πλησιάσει κάτι παιδιά στην ερημιά και προσπάθησε να τους δώσει γλυκά. Ότι γλώσσα να μιλάς, που σιγά μη μπορούσα να επικοινωνήσω στη δική του, τι να εξηγήσεις, ότι και να πεις λάθος ακούγεται. Πήγα προς το μέρος του ώστε να μη νομίζει ότι προσπαθώ να ξεφύγω και αν θυμάμαι καλά του είπα κάτι τύπου "νο πρόμπλεμ, στέισον" δείχνοντας με νοήματα ότι φεύγω. Ήταν αγριεμένος αλλά δεν έκανε κάτι, νομίζω φθηνά την είχα γλιτώσει.
Πέρασα τις γραμμές και έκανα τον κύκλο του σταθμού ο οποίος ανακαινιζόταν. Δεν ξέρω γιατί, νομίζω ακόμα η γραμμή δε λειτουργεί.
Ευτυχώς η μπροστά πλευρά ήταν ανοιχτή και έτσι έφυγα προς τον "πολιτισμό". Πάντως το κτήριο εμένα δε μου είπε τίποτα, δεν ξέρω γιατί το θεωρούσαν αξιοθέατο.
Στο δρόμο της επιστροφής, νύχτα πια, μου μίλησε στα Αγγλικά ένας κύριος που περπάταγε με τον γιο του, γύρω στα 10-12. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός γιατί δε μου αρέσουν αυτά τα αυθόρμητα, συνήθως βρωμάνε απάτη. Με ρώτησε τι κάνω εκεί και που πάω, του είπα ότι γυρνάω στο ξενοδοχείο (που θυμίζω ήταν και χοστέλ) λίγο για να τον αποφύγω με ρώτησε αν έχω φάει, του είπα ναι και αποφάσισε να με περπατήσει όλο το δρόμο μέχρι εκεί παρόλο που προσπάθησα να το αρνηθώ.
Μου συστήθηκε σαν καθηγητής του τοπικού πανεπιστημίου, μου έδωσε και την κάρτα του, την οποία πρέπει να παραλάβεις σαν να σου δίνουν κάτι πολύτιμο πιάνοντάς τη και με τα δύο χέρια. Μου είπε πολλές πληροφορίες για την πόλη, το πανεπιστήμιο και την ζωή, να πω την αλήθεια δε θυμάμαι λεπτομέρειες, πέρα του ότι με ξεθέωσε με γρήγορο βήμα (είχα κουραστεί και λίγο από το περπάτημα νωρίτερα και πείναγα αλλά ντράπηκα να του πω ότι του είχα πει ψέμματα). Μου πρότεινε αν έμενα δύο μέρες (γιατί την επόμενη είχε δουλειά εκτός πόλης) να μου έκανε το τραπέζι σπίτι του.
Τον ευχαρίστησα, εγώ δεν ήξερα αν θα έμενα τόσο μιας που δε φαινόταν να με τραβάει τόσο η πόλη - δηλαδή ωραία ήταν αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνεις και ανταλλάξαμε τηλέφωνα σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι ή έμενα να βρεθούμε. Με άφησε στο ξενοδοχείο, μπήκα και αφού περίμενα λίγο να απομακρυνθεί ξαναβγήκα να βρω κάτι εκεί τριγύρω να φάω, το οποίο δε θυμάμαι καθόλου τι ήταν.
Οπότε το πήρα παράλληλα με το ποτάμι, κάνοντας μικρές αλλαγές δρόμων αριστερά και δεξιά όπως μου κέντριζαν το ενδιαφέρον.
Υπήρχε κάτι παρακμιακό σε αυτή τη πόλη που όμως ήταν ωραίο.
Γενικά σε πολλά μέρη που είχα περάσει ο κόσμος με κοίταζε με δέος και μερικές φορές ζήταγαν να βγουν σέλφι μαζί μου. Εν μέρη φταίγανε τα γένια μου, είναι σπάνιο στην Ασία να δεις κάποιον με γένια, συνήθως μόνο καλλιτέχνες, ιδιόρρυθμοι και μεγάλοι σε ηλικία αφήνουν γένια και αυτά όχι πολύ φουντωτά (εκτός του ότι δύσκολα το πρόσωπό τους βγάζει τόση τρίχα, είναι και αντικειμενικά άβολο λόγω ζέστης). Οπότε εγώ ήμουν σαν τον Αη Βασίλη στα μάτια τους και τους έκανε εντύπωση.
Εκεί στην Μπάταμπανγκ ήταν ακόμα πιο έντονο, ένιωθα σαν σταρ του σινεμά. Η πόλη άλλωστε ήταν ελάχιστα τουριστική, εκτός από το δικό μου χοστέλ υπήρχαν μόνο άλλα δύο τότε και απ' ότι ρώτησα (είχα ανταλλάξει τηλέφωνα με τις Ολλανδέζες) όσοι είχαμε έρθει εκείνη τη μέρα, άντε άλλοι τόσοι να ήμασταν στη πόλη. Την δεύτερη μεγαλύτερη της Καμπότζης παρακαλώ.
Το κτήριο της κεντρικής αγοράς, που εκτός από αυτή την οπτική δεν έλεγε τίποτα
Ηλικιωμένοι, κάνουν στράτα στρατούλα γύρω γύρω το κάγκελο.
Ούτε θυμάμαι πόσες φορές με χαιρέτησαν ή σταμάτησαν στο δρόμο, με ειλικρινή απορία και μάλλον καλοσύνη.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και ήθελα να πάω προς τον σταθμό πριν την δύση. Όμως μου άρεσε και το πάρκο δίπλα στο ποτάμι, οπότε συνέχισα με λίγο πιο γρήγορα βήμα
Αυτό ήταν το κτήριο των δικαστηρίων
Αυτό με έμβλημα το κοκόρι δεν έχω ιδέα, υπουργείο εθνικής αφύπνισης ίσως;
Κάπου σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα ότι αν δεν το έπαιρνα προς τα πίσω δε θα προλάβαινα το φως και μου ήρθε η φαενή αντί να γυρίσω από τον ίδιο δρόμο, να πάω μία κάθετη στο κεντρικό που βλέπουμε και να βγω από πίσω από τον σταθμό, το maps.me έδειχνε ότι το συνέδεε δρόμος.
Ο οποίος δρόμος ξεκίναγε έτσι.
Κουνημένη η φωτογραφία γιατί την έβγαλα στα γρήγορα προσπαθώντας να μην δίνω στόχο. Δεν το κατάλαβα εκείνη την ώρα (η αλήθεια είναι ότι κάτι μου το έλεγε αλλά το αγνόησα), έμπαινα μέσα σε γειτονιές τύπου φαβέλας.
Περπάταγα προσπαθώντας να το παίξω όσο πιο αθώος μπορούσα μέσα από αυλές σπιτιών, που δηλαδή τι σπίτια να τα πεις, καλύβες με λαμαρίνες ήταν τα περισσότερα. Οι γυναίκες μαγείρευαν, τα παιδιά έπαιζαν, γέροι έμεναν άναυδοι με εμένα, άκουγα φωνές όπως πέρναγα, υποθέτω "ξένος ξένος" και μετά από 1-2 λεπτά είχα ένα παιδομάνι από δεκάδες πιτσιρίκια να με έχει περιτριγυρίσει και να φωνάζει, φυσικά όλοι είχαν βγει έξω και κοίταζαν, κάποιοι προβληματισμένοι, κάποιοι χαμογελώντας, κάποιοι σκωπτικοί.
Καθώς δεν ήμουν προετοιμασμένος δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ όλο αυτό και ενώ γενικά οι άνθρωποι είναι ευγενικοί και συγχωρούν πολλά, ένιωθα σαν να είχα εμφανιστεί φάντης μπαστούνι σε καταυλισμό και μπορούσε να πάει εξίσου καλά ή άσχημα, με το άσχημα να είναι "τι θέλει αυτός εδώ, δεν είμαστε ζώα σε τσίρκο να μας δει".
Με τα παιδιά να έχουν αρχίσει να γίνονται ασυγκράτητα γύρω μου, κέντραρα με το βλέμμα έναν από τους μεγαλύτερους που φαινόταν να το διασκεδάζει, του έκανα ένα νόημα τύπου περίμενε και έβγαλα από την τσάντα κάτι σοκολατογκοφρέτες και κάτι τσίχλες που όλως τυχαίως είχα πάρει για το ταξίδι αλλά δεν είχα φάει. Με την "άδεια" του τύπου άρχισα να δίνω από ένα σε κάθε παιδί, προσπαθώντας να φτάσει για όλους, ήταν και πολλά τα διαολεμένα.
Και αφού πήγε καλά όλο αυτό, χαιρέτισα και συνέχισα να περπατάω, με τα παιδιά φυσικά να ακολουθούν, αρκετά ανακουφισμένος. Βγαίνοντας από την γειτονιά τους μείνανε και εκεί και ανάσανα κάπως.
Συνέχισα με την βοήθεια του GPS προς τον σταθμό. Πια ήταν ξεκάθαρο πως ήμουν "λάθος". Δεν υπήρχε δρόμος και αν το θυμάμαι καλά ήμουν από την εξωτερική πλευρά της περιφραγμένης με λαμαρίνες περιοχής που από πίσω ήταν ο σταθμός. Εκεί κάτι χωματουργικά έργα γινόντουσαν, με μεγάλους λόφους από χώμα ή πέτρες και εγώ να περπατάω μόνος στην ερημιά γιατί είδα ότι υπήρχε άνοιγμα στις λαμαρίνες μέσα από το οποίο μπορούσα να δω το κτήριο του σταθμού. Ευχόμουν ότι θα μπορούσα να το πάρω ευθεία και να βγω από μπροστά γιατί αν έπρεπε να γυρίσω πίσω θα περπάταγα νύχτα και θα έκανα άλλα 45' δρόμο.
Σε ένα από τους λόφους ήταν γύρω στα 5 μικρά παιδάκια που παίζανε ξυπόλητα, υπέθεσα ότι ήταν από το προηγούμενο καταυλισμό και χωρίς να το σκεφτώ πολύ πλησίασα κοντά με χαμόγελο με στόχο να δώσω και σε αυτά ότι μου είχε μείνει. Όμως το μικρότερο από αυτά, ίσως λιγότερο από 2 ετών άρχισε να κλαίει γοερά, το παρουσιαστικό μου το είχε τρομάξει. Απογοητεύτηκα γιατί δεν ήθελα να το στενοχωρήσω και ξεκίνησα να φεύγω ενώ αυτό έκλαιγε έντονα απαρηγόρητο. Πριν προλάβω να απομακρυνθώ πολύ βγήκε από μία καλύβα μέσα στους λόφους που δεν είχα δει ένας ενήλικας και μου έβαλε μία φωνή. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι αυτό που είχε γίνει ήταν ένας μαλάκας ξένος με μούσια είχε πλησιάσει κάτι παιδιά στην ερημιά και προσπάθησε να τους δώσει γλυκά. Ότι γλώσσα να μιλάς, που σιγά μη μπορούσα να επικοινωνήσω στη δική του, τι να εξηγήσεις, ότι και να πεις λάθος ακούγεται. Πήγα προς το μέρος του ώστε να μη νομίζει ότι προσπαθώ να ξεφύγω και αν θυμάμαι καλά του είπα κάτι τύπου "νο πρόμπλεμ, στέισον" δείχνοντας με νοήματα ότι φεύγω. Ήταν αγριεμένος αλλά δεν έκανε κάτι, νομίζω φθηνά την είχα γλιτώσει.
Πέρασα τις γραμμές και έκανα τον κύκλο του σταθμού ο οποίος ανακαινιζόταν. Δεν ξέρω γιατί, νομίζω ακόμα η γραμμή δε λειτουργεί.
Ευτυχώς η μπροστά πλευρά ήταν ανοιχτή και έτσι έφυγα προς τον "πολιτισμό". Πάντως το κτήριο εμένα δε μου είπε τίποτα, δεν ξέρω γιατί το θεωρούσαν αξιοθέατο.
Στο δρόμο της επιστροφής, νύχτα πια, μου μίλησε στα Αγγλικά ένας κύριος που περπάταγε με τον γιο του, γύρω στα 10-12. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός γιατί δε μου αρέσουν αυτά τα αυθόρμητα, συνήθως βρωμάνε απάτη. Με ρώτησε τι κάνω εκεί και που πάω, του είπα ότι γυρνάω στο ξενοδοχείο (που θυμίζω ήταν και χοστέλ) λίγο για να τον αποφύγω με ρώτησε αν έχω φάει, του είπα ναι και αποφάσισε να με περπατήσει όλο το δρόμο μέχρι εκεί παρόλο που προσπάθησα να το αρνηθώ.
Μου συστήθηκε σαν καθηγητής του τοπικού πανεπιστημίου, μου έδωσε και την κάρτα του, την οποία πρέπει να παραλάβεις σαν να σου δίνουν κάτι πολύτιμο πιάνοντάς τη και με τα δύο χέρια. Μου είπε πολλές πληροφορίες για την πόλη, το πανεπιστήμιο και την ζωή, να πω την αλήθεια δε θυμάμαι λεπτομέρειες, πέρα του ότι με ξεθέωσε με γρήγορο βήμα (είχα κουραστεί και λίγο από το περπάτημα νωρίτερα και πείναγα αλλά ντράπηκα να του πω ότι του είχα πει ψέμματα). Μου πρότεινε αν έμενα δύο μέρες (γιατί την επόμενη είχε δουλειά εκτός πόλης) να μου έκανε το τραπέζι σπίτι του.
Τον ευχαρίστησα, εγώ δεν ήξερα αν θα έμενα τόσο μιας που δε φαινόταν να με τραβάει τόσο η πόλη - δηλαδή ωραία ήταν αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνεις και ανταλλάξαμε τηλέφωνα σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάτι ή έμενα να βρεθούμε. Με άφησε στο ξενοδοχείο, μπήκα και αφού περίμενα λίγο να απομακρυνθεί ξαναβγήκα να βρω κάτι εκεί τριγύρω να φάω, το οποίο δε θυμάμαι καθόλου τι ήταν.
Last edited by a moderator: