poised
Member
- Μηνύματα
- 1.058
- Likes
- 8.860
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η (παραλίγο μη-) αναχώρηση και η άφιξη
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ - Από το χαλαρά στο όλα μέσα
- Πρώτη μέρα στο Πουκέτ (II)
- Δεύτερη μέρα στο Πουκέτ. Τουριστίλα με james bond island, κλπ
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta
- Τρέχουμε τώρα τρέχουμε: Koh Lanta (II)
- Koh Phi Phi σε μια μέρα. Δηλαδή ούτε καν.
- Krabi και Raylay: Ημέρα υπερβολικής φυσικής δραστηριότητας και υπερβολικά αφύσικης ηλιθιότητας
- Krabi και Raylay (II)
- Krabi και Raylay (III)
- Koh Samui όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια.
- Koh Samui (II)
- Koh Samui (III)
- Koh Pha Ngan: Στη σπίντα (έτσι από συνήθεια) και το ατύχημα
- Koh Pha Ngan (II)
- Koh Pha Ngan (III)
- Koh Tao: Ω είναι ωραία στον παράδεισο
- Koh Tao (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο (II)
- Koh Tao: Σαν να κολυμπάς σε τροπικό ενυδρείο(III)
- Koh Tao (IV)
- Προς Μπανκόκ: Όταν κάτι είναι να πάει στραβά θα πάει
- Μπανγκόκ (II)
- Εμβόλιμες Σκέψεις: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
- Μπανγκόκ: Παλάτια και φτωχογειτονιές
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙΙΙ)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (ΙV)
- Μπανγκοκ - Παλάτια κ Φτωχογειτονιές (V)
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ
- Μπανγκόκ: Τσάτουτσακ (ΙΙ)
- Χούα Χιν: Κατά λάθος όμως έτσι;
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία
- Αγιουτάγια: Ποδηλατώντας στα αρχαία (ΙΙ)
- Chiang Mai: Αφού το λέτε έτσι θα είναι
- Chiang Mai: Τώρα κάτι γίνεται
- Chiang Mai - Τώρα κάτι γίνεται (ΙΙ)
- Chiang Mai: Το αληθινόν
- Chiang Rai: Φύση (και κάτι "κακές" σκέψεις)
- Chiang Rai (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (II)
- Τσιανγκ Ράι και Τσιανγκ Μάι και το πλάνο πάει δε πάει (III)
- Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (ή και όχι)
- Μπανγκόκ και πάλι: H μεγαλούπολη (και βαθιά εκπνοή απελπισίας)
- Μπανγκόκ κ πάλι (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙΙΙ)
- Mae Khlong: Η αγορά του τρένου (ΙV)
- Μέρα αποφάσεων: Να πα να -μπιπ- όλα, συνεχίζω
- Poi Pet: Καλώς ήλθε το δολάριο, καμπόντιαν εντίσιον
- Poi Pet (II)
- Siem Reap
- Άνγκορ Βατ: Η πρώτη επαφή
- Άνκορ Βατ (ΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙΙΙ)
- Άνκορ Βατ (ΙV)
- Άνγκορ Βατ: Ουά ντόλα σεεε
- Άνκορ Βατ (V)
- Άνκορ Βατ (VI)
- Άνκορ Βατ (VII)
- Άνκορ Βάτ (VIII)
- Siem Riep: Όχι άλλους ναούς, φτάνει!
- Siem Reap by night
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ
- Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ (II)
- Μπάταμπανγκ
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες
- Μπάταμπανγκ: Νυχτερίδες (II)
- Φεύγοντας από Μπάταμπανγκ: Συμφωνία εθνικής οδού αρ. 5 σε θανατηφόρο μείζονα
- Φεύγοντας απο Μπαταμπάνγκ (ΙΙ)
- Στο δρόμο για Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν
- Πνομ Πεν: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος
- Νύχτα στην Πνομ Πεν
- Job Interview
- Πνομ Πεν (ΙΙ)
- Πνομ Πεν: Σιχαμάρα για το ανθρώπινο γένος
- Πνομ Πεν (ΙΙΙ)
- Σιχανουκβιλ: Πόλη όνομα και πράμα (και η τρελή)
- Σιχανούκβιλ
- Σιχανούκβιλ (ΙΙ)
- Σιχανκουκβιλ: Φτωχονεοπλουτισμός (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ: 100 αποχρώσεις της βροχής (και η τρελή)
- Σιχανουκβιλ (συνέχεια)
- Σιχανούκβιλ: Δώσ' της άλλη μια ευκαιρία;
- Επιστροφή στην Πνομ Πεν
- Ho Chi Minh City: Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος
- Σχέδια για Βιετνάμ
- Χο Τσι Μινχ
- Τούνελ Κου Τσι: Και η κουτσή Μαρία
- Τούνελ (συνέχεια)
- Ho Chi Minh City: Μια θάλασσα παπάκια
- Theme Park κ επιστροφή στην πόλη
- Ho Chi Minh City: Στενοχώρια για το ανθρώπινο είδος και πάλι
- Τελευταίο βράδυ στη Σαϊγκόν
- Ho Chi Minh City και Μούι Νε: Παλάτι της Ανεξαρτησίας και αμμόλοφοι
- Μούι Νε
- Μούι νε: Πάλι αμμόλοφοι και μία από τις χειρότερες μεταφορές της ζωής μου
- Μούι Νε (ΙΙ)
- Διαδρομή προς Νταλάτ
- Ντα Λατ: Φταίω που αρέσω;
- Νταλάτ (ΙΙ)
- Ντα Λατ: Φύση, βροχή και μας πιάσανε τον κώλο
- Νια Τσάνγκ (Nha Trang): Ξανά στις παραλίες
- Νια Τσανγκ: Στα καφέ
- Ντα Νανγκ: Κλάμπινγκ μέχρι το πρωί (ε, καλά, όχι και ακριβώς)
- Ντα Νανγκ συνέχεια
- Ντα Νανγκ και Χόι Αν: Κάπως προ υπερτουρισμού
- Χόι Αν
- Κούι Νιον (Quy Nhon): Έι πειρατή!
- Κούι Νιον
- Πέρασμα Χάι Βαν και Σον Τσα (Hai Van/Son tra): Φύση, ηρεμία και θέες λίγο έξω από τη Ντα Νανγκ
- Χουέ (Hue): Χωρίς βροχή την βροχερή περίοδο, το λες και ότι πιάσαμε τζόκερ
- Χουε
- Hue σε Dong Hoi - Κρίντζι
- Quang Binh - Απίστευτες βόλτες και σπηλιές
- Quang Binh
- Quang Binh (ΙΙ)
- Ninh Binh - Όταν οι απατεωνιές σε φτάνουν στα όριά σου
- Ninh Binh
- Ninh Binh σε Sa Pa - Αφού ζήσαμε να το θυμόμαστε
- Σα Πα - Υπό βροχή, ομίχλη και κρύο
- Σα Πα
- Σα Πα: Πήραμε τα βουνά
- Ανόι: Πίσω στη ζέστη, βαβούρα και "πολιτισμό"
- Λεωφορείο
- Ανόι
- Ανόι: Βόλτες στη πόλη
- Ανόι (συνέχεια)
- Ανόι (συνέχεια ΙΙ)
- Ανόι: Μουσείο εθνολογίας
- Χα Λονγκ
- Χα Λονγκ: Όπως στα καρποστάλ
- Χα Λονγκ ΙΙ
- Χα Λονγκ ΙΙΙ
- Ανόι: Και τώρα τι;
- Ανόι: Τελευταίες ώρες
- Τέλος Ταξιδιού
- Επίλογος
Μπάταμπανγκ μέσα από την λίμνη Τόνλε Σαπ
Η επόμενη ήταν και η τελευταία μέρα για εμένα και για την Ισπανίδα. Όπως έχω ξαναπεί, αυτή είχε πλήρως προγραμματισμένο ταξίδι. Από Σίεμ Ρίεπ θα πήγαινε για λίγες μέρες αεροπορικώς στο νησί Φου Κουόκ του Βιετνάμ να μείνει σε ένα resort και μετά θα συνέχιζε πάλι αεροπορικώς για Σαιγκόν. Όταν τη ρώτησα γιατί είχε κλείσει να πάει σε resort μόνη της και τι θα έκανε εκεί όλη μέρα, μου απάντησε "dormir y leer" δηλαδή ύπνο και διάβασμα. Δεν θα σκεφτόμουν να το κάνω αυτό ποτέ σε ξένη χώρα. Ακόμα και μετά από δύσκολες φάσεις που το λογικό θα ήταν να πάω κάπου να ξεκουραζόμουν τελικά καταλήγω να σκίζομαι να γυρνάω και να βλέπω πράγματα. Όπως την βρίσκει ο καθένας, εμένα με ξεκουράζει να γεμίζω το μυαλό με εικόνες και να ξεχνάω την προηγούμενη καθημερινότητά μου.
Μπορούσα να κάτσω και άλλο στην Σίεμ Ριεπ αν ήθελα. Βέβαια ο μόνος λόγος θα ήταν τα αρχαία, η πόλη δεν τράβαγε για τίποτε άλλο. Παρόλο που είχα βγάλει εβδομαδιαίο εισιτήριο και είχα την δυνατότητα να δω κι άλλα, θεωρούσα πως ότι είχα δει έφτανε. Κανόνισα να φύγω και εγώ προς Μπάταμπανγκ, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Καμπότζης. Θα το έκανα με την "υπεραστική" βάρκα μέσα από την λίμνη. Η καλύτερη και πιο γρήγορη λύση είναι φυσικά οδικώς, σύνδεση που δουλεύει όλο το χρόνο, με όλες τις καιρικές συνθήκες και έχεις και ερκοντίσιον. Η επιλογή της βάρκας ήταν ξεκάθαρα για τουριστικούς λόγους.
Η Ισπανίδα έφευγε λίγο νωρίτερα από εμένα για το αεροδρόμιο. Ε, τελευταίο βράδυ το ξενυχτίσαμε λίγο, το πρωί ξύπνησα και εγώ μαζί της νωρίτερα να μην φανώ εντελώς βόδι αυτή να ετοιμάζεται και εγώ να κοιμάμαι, δηλαδή για άλλη μία φορά πάλι δεν κοιμήθηκα πολύ. Αποχαιρετιστήκαμε, την πήρε ο οδηγός με το τουκ τουκ και εγώ μάζεψα τα πράγματά μου και κατέβηκα να περιμένω το βανάκι που θα μας μάζευε για τη λίμνη.
Δεν ρίσκαρα να βγω έξω για καφέ μήπως και αργήσω. Φάγαμε ώρα στα γύρω γύρω να μαζέψουμε και άλλους και μετά πάλι να πάμε στην αποβάθρα. Είχα γλαρώσει σοβαρά, με είχε πιάσει ένας μικρός πονοκέφαλος και ήμουν έτοιμος να πέσω κάτω από την νύστα. Η βάρκα ήταν του ίδιου τύπου με αυτή που είχαμε χρησιμοποιήσει την προηγούμενη, δηλαδή με μηχανή αυτοκινήτου και κάπου 20 ξύλινες θέσεις κάτω και ξύλινο ταβάνι από πάνω. Από την αποβάθρα αν θυμάμαι καλά ξεκινάγαμε μόνο 4-5 ξένοι, όλοι για Μπάνταμπανγκ, δείγμα του ότι κανένας λογικός δεν θα ξεκίναγε να πάει στη Μπάταμπανγκ με αυτό τον τρόπο αν ο στόχος του δεν ήταν η διαδρομή.
Βρήκα μία καλή θέση να την πιάνει η σκιά, υπολογίζοντας λίγο προς τα που θα είναι ο ήλιος αν πηγαίναμε προς την κατεύθυνση που περίμενα. Στην απέναντι πλευρά κάθησε μία θηριώδης σε μέγεθος (πλάτος και ύψος) κοπέλα, της έκανα ένα νόημα γεια, με ρώτησε από που είμαι, της είπα Ελλάδα, αλλά δεν την ρώτησα καν αυτή γιατί ήμουν εξουθενωμένος και δεν ήθελα κουβέντα, ίσως να της είπα ότι είμαι πολύ νυσταγμένος και θέλω να κοιμηθώ ίσως και όχι. Μπορεί και να παρεξηγήθηκε λίγο και να με πήρε για αντικοινωνικό, μπορεί και να μη της άρεσε το από που ήμουν.
Έβαλα τα γυαλιά ηλίου, έριξα τα πράγματα πάνω στη θέση και έγειρα πάνω τους για λίγο ύπνο. Δεν πρόλαβα όμως γιατί την ώρα που πέρναγε μία άλλη κοπέλα που ήταν πιο πίσω στο βανάκι ξεκίνησε να μιλάει δυνατά μαζί της. Δεν ήταν μόνο ότι μίλαγαν δυνατά, ήταν το είδος της συνομιλίας που δεν μπορούσες να αγνοήσεις να κοιμηθείς και η γλώσσα κάπως ενοχλητική που δε μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, ευρωπαϊκή αλλά περίεργη.
Μάλλον ήμουν στραβωμένος από την έλλειψη ύπνου και το βρήκα πολύ άσχημο αυτό που γινόταν. Άρχισα να σκέφτομαι "λένε για τους Έλληνες ή τους Ιταλούς ότι είναι απολίτιστοι και μιλάνε δυνατά και ενοχλούν, τα στερεότυπα μας φάγανε". Αυτές δώστου γελάκια, σέλφι, ξανά γελάκια και φωνές, αλλά τώρα τι παρατήρηση να τους κάνω, ξεφτίλα, είχαμε και πόσες ώρες να κάνουμε μαζί (το ταξίδι εξαρτάται από τα νερά αλλά συνήθως είναι 4 με 6 ώρες).
Αφού καταλάγιασαν λίγο και το πήρα απόφαση ότι δεν θα κοιμόμουν, απλά τις ρώτησα τι γλώσσα μίλαγαν, κυρίως για να μάθω την εθνικότητα για να έχω να λέω μετά. Ήταν κάποια φλαμανδική διάλεκτος, αφού τελικά ολλανδές ήταν και ο λόγος της όλης χαράς ήταν ότι δούλευαν στην ίδια εταιρία, στο ίδιο κτήριο και δεν ήξερε καμία από τις δύο ότι πήγαιναν καμπότζη, είχαν βρεθεί στη βάρκα τυχαία.
Αυτό μου θύμισε το ανέκδοτο που σε ένα μπαρ στην Αμερική κάθονται διάφοροι καμένοι στη μπάρα και πίνουν μόνοι τους, οπότε ο ένας αναστενάζει στα ελληνικά "αχ παναγία μου". Τον ακούει ο διπλανός του και του λέει "ρε πατρίδα;!;". Αρχίζουν τις αγκαλιές, τα φιλιά, "από που είσαι ρε φίλε;", "από Λάρισα". "Τι λες τώρα σοβαρά; Λαρισιώτης και εγώ, barman bring us two". Πίνουν στην υγειά της Λάρισας. "Και για πες που έμενες;", "στη πλατεία Ταχυδρομείου". "τιιιιι; και εγώ, barman bring us two more". Να μη τα πολυλογώ, βρήκανε ότι μένανε στην ίδια οδό, στον ίδο αριθμό, στο ίδιο όροφο, στο ενδιάμεσο πίνανε και μία γύρα κάθε φορά, οπότε κάποιος άλλος καμένος λέει στον barman, "what's the deal with these two?", "I don't know, they're father and son and come here every night to get wasted".
Πίσω λοιπόν στην ιστορία. Ξεκινήσαμε την διαδρομή. Η μέρα στις φωτογραφίες φαινόταν βαριά συννεφιασμένη αλλά έκανε ανυπόφορη ζέστη, κουφόβραση θα λέγαμε, ίσως να είχε 35 βαθμούς κάτω από το στέγαστρο, ίδρωνα ακατάπαυστα. Πότε πότε έβαζα το χέρι στο νερό να δροσιστώ αλλά δεν έκανε και πολλά, άσε που φοβόμουν για το πόσο καθαρό ήταν μη πάθω τίποτα.
Η πρώτη στάση ήταν το ίδιο ακριβώς χωριό που είχαμε πάει την προηγούμενη με την Ισπανίδα, δηλαδή δεν θα είχα χάσει απολύτως τίποτα αν δεν είχα πάει την προηγούμενη. Βέβαια αν δεν το είχα κάνει δεν θα το ήξερα κιόλας. Από εκεί και μετά αρχίσαμε να μαζεύουμε ντόπιο κόσμο που ανέβαινε στην βάρκα για μερικές ή περισσότερες στάσεις, με ή χωρίς πράγματα. Όταν άρχισε να γεμίζει αναγκάστηκα να μαζέψω τα δικά μου να μην πιάνουν έξτρα θέση και προσπαθούσα να βολευτώ στο σανίδι, αλλά μία με πόναγε ο κώλος μου, μία η μέση μου, μία η ζέστη, γενικά δε βολευόμουν.
Οπότε πρόσεξα ότι υπήρχε μία εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην οροφή της βάρκας και με νοήματα προσπάθησα να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω εκεί. Με άφησαν ή απλά δεν τους ενόχλησε που θα τους άδειαζα την θέση κάτω, οπότε πήρα τα πράγματα και ξάπλωσα πάνω, το καλύτερο πράγμα που έκανα εκείνη τη μέρα, επιτέλους ίσιωσα, άσε που το αεράκι από την πορεία της βάρκας ήταν ότι έπρεπε για να σταματήσει ο ακατάσχετος ιδρώτας. Αν δεν είχα ανέβει νομίζω θα είχα υποφέρει πολύ. Βέβαια επάνω ήσουν απροστάτευτος από την ηλιακή ακτινοβολία, που μπορεί να φαίνεται από τις φωτογραφίες βαριά συνεφιά αλλά το καταλάβαινες ότι σε έκαιγε, οπότε κάθε 15-20 λεπτά πλακωνόμουν στα αντιηλιακά και προσπαθούσα να καλύψω ότι μέρος του σώματός μου μπορούσα. Έτσι και είχε ηλιοφάνεια δεν θα γινόταν να μείνεις ούτε 5 λεπτά επάνω.
Μετά από λίγη ώρα τσούκου τσούκου ήρθαν όλοι οι ξένοι επάνω, πάλι την καλύτερη λύση δείξαμε εμείς οι πολυμήχανοι Έλληνες, όχι να τα βλέπετε αυτά.
Πρόλαβα ένα σύντομο ύπνο, είχε περάσει και η ώρα οπότε είχα κάπως καλύτερη διάθεση, χτύπησα και ένα καραβίσιο φραπέ, μιλήσαμε λίγο με όλους. Μαζί ήταν και ένας γερμανός, με πολύ βαριά προφορά και χαμηλή κατανόηση στα αγγλικά, λίγο σπάνιο για γερμανό που ταξιδεύει. Φαινόταν καλό παιδί, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατο να συννενοηθείς στα αγγλικά και ο ίδιος το έλεγε ότι δε μπορούσε. Τα γερμανικά μου τα έχω ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό, άσε που είχε γυρίσει διακόπτη το μυαλό μου σε ισπανικά σαν τρίτη γλώσσα εκείνες της μέρες οπότε μου ήταν ακόμα πιο δύσκολο να του μιλήσω και δε θυμάμαι καθόλου την ιστορία του (ή ότι είχα καταλάβει από αυτή).
Ο γερμανός είχε φέρει και την κιθάρα του και μετά από λίγο πήγε πιο πέρα και ξεκίνησε να παίζει τραγούδια στα αγγλικά, υποθέτω προσπαθώντας να μας φέρει να γίνουμε μία ωραία παρέα.
Γενικά το έκανε με τακτ, δεν ήταν ναμαγαπάς, αλλά εκτός του ότι δεν φάνηκε να ψήνεται κανείς, η προφορά και τα αγγλικά του με έκαναν να θυμηθώ το παρακάτω τραγούδι και άπαξ και μπήκε στο μυαλό μου μετά δε μπορούσα να το βγάλω.
Έβλεπα τον γερμανό και σκεφτόμουν από μέσα μου "γκιτάρ γκιτάρ γκιτάρ καμ του μάι μπουντουάρ" και να μην έχω κάποιον να το μοιραστώ εκείνη την ώρα γιατί δικαίως θα με παίρνανε ως πολύ κακιασμένο έτσι και το έκανα.
Η επόμενη ήταν και η τελευταία μέρα για εμένα και για την Ισπανίδα. Όπως έχω ξαναπεί, αυτή είχε πλήρως προγραμματισμένο ταξίδι. Από Σίεμ Ρίεπ θα πήγαινε για λίγες μέρες αεροπορικώς στο νησί Φου Κουόκ του Βιετνάμ να μείνει σε ένα resort και μετά θα συνέχιζε πάλι αεροπορικώς για Σαιγκόν. Όταν τη ρώτησα γιατί είχε κλείσει να πάει σε resort μόνη της και τι θα έκανε εκεί όλη μέρα, μου απάντησε "dormir y leer" δηλαδή ύπνο και διάβασμα. Δεν θα σκεφτόμουν να το κάνω αυτό ποτέ σε ξένη χώρα. Ακόμα και μετά από δύσκολες φάσεις που το λογικό θα ήταν να πάω κάπου να ξεκουραζόμουν τελικά καταλήγω να σκίζομαι να γυρνάω και να βλέπω πράγματα. Όπως την βρίσκει ο καθένας, εμένα με ξεκουράζει να γεμίζω το μυαλό με εικόνες και να ξεχνάω την προηγούμενη καθημερινότητά μου.
Μπορούσα να κάτσω και άλλο στην Σίεμ Ριεπ αν ήθελα. Βέβαια ο μόνος λόγος θα ήταν τα αρχαία, η πόλη δεν τράβαγε για τίποτε άλλο. Παρόλο που είχα βγάλει εβδομαδιαίο εισιτήριο και είχα την δυνατότητα να δω κι άλλα, θεωρούσα πως ότι είχα δει έφτανε. Κανόνισα να φύγω και εγώ προς Μπάταμπανγκ, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Καμπότζης. Θα το έκανα με την "υπεραστική" βάρκα μέσα από την λίμνη. Η καλύτερη και πιο γρήγορη λύση είναι φυσικά οδικώς, σύνδεση που δουλεύει όλο το χρόνο, με όλες τις καιρικές συνθήκες και έχεις και ερκοντίσιον. Η επιλογή της βάρκας ήταν ξεκάθαρα για τουριστικούς λόγους.
Η Ισπανίδα έφευγε λίγο νωρίτερα από εμένα για το αεροδρόμιο. Ε, τελευταίο βράδυ το ξενυχτίσαμε λίγο, το πρωί ξύπνησα και εγώ μαζί της νωρίτερα να μην φανώ εντελώς βόδι αυτή να ετοιμάζεται και εγώ να κοιμάμαι, δηλαδή για άλλη μία φορά πάλι δεν κοιμήθηκα πολύ. Αποχαιρετιστήκαμε, την πήρε ο οδηγός με το τουκ τουκ και εγώ μάζεψα τα πράγματά μου και κατέβηκα να περιμένω το βανάκι που θα μας μάζευε για τη λίμνη.
Δεν ρίσκαρα να βγω έξω για καφέ μήπως και αργήσω. Φάγαμε ώρα στα γύρω γύρω να μαζέψουμε και άλλους και μετά πάλι να πάμε στην αποβάθρα. Είχα γλαρώσει σοβαρά, με είχε πιάσει ένας μικρός πονοκέφαλος και ήμουν έτοιμος να πέσω κάτω από την νύστα. Η βάρκα ήταν του ίδιου τύπου με αυτή που είχαμε χρησιμοποιήσει την προηγούμενη, δηλαδή με μηχανή αυτοκινήτου και κάπου 20 ξύλινες θέσεις κάτω και ξύλινο ταβάνι από πάνω. Από την αποβάθρα αν θυμάμαι καλά ξεκινάγαμε μόνο 4-5 ξένοι, όλοι για Μπάνταμπανγκ, δείγμα του ότι κανένας λογικός δεν θα ξεκίναγε να πάει στη Μπάταμπανγκ με αυτό τον τρόπο αν ο στόχος του δεν ήταν η διαδρομή.
Βρήκα μία καλή θέση να την πιάνει η σκιά, υπολογίζοντας λίγο προς τα που θα είναι ο ήλιος αν πηγαίναμε προς την κατεύθυνση που περίμενα. Στην απέναντι πλευρά κάθησε μία θηριώδης σε μέγεθος (πλάτος και ύψος) κοπέλα, της έκανα ένα νόημα γεια, με ρώτησε από που είμαι, της είπα Ελλάδα, αλλά δεν την ρώτησα καν αυτή γιατί ήμουν εξουθενωμένος και δεν ήθελα κουβέντα, ίσως να της είπα ότι είμαι πολύ νυσταγμένος και θέλω να κοιμηθώ ίσως και όχι. Μπορεί και να παρεξηγήθηκε λίγο και να με πήρε για αντικοινωνικό, μπορεί και να μη της άρεσε το από που ήμουν.
Έβαλα τα γυαλιά ηλίου, έριξα τα πράγματα πάνω στη θέση και έγειρα πάνω τους για λίγο ύπνο. Δεν πρόλαβα όμως γιατί την ώρα που πέρναγε μία άλλη κοπέλα που ήταν πιο πίσω στο βανάκι ξεκίνησε να μιλάει δυνατά μαζί της. Δεν ήταν μόνο ότι μίλαγαν δυνατά, ήταν το είδος της συνομιλίας που δεν μπορούσες να αγνοήσεις να κοιμηθείς και η γλώσσα κάπως ενοχλητική που δε μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, ευρωπαϊκή αλλά περίεργη.
Μάλλον ήμουν στραβωμένος από την έλλειψη ύπνου και το βρήκα πολύ άσχημο αυτό που γινόταν. Άρχισα να σκέφτομαι "λένε για τους Έλληνες ή τους Ιταλούς ότι είναι απολίτιστοι και μιλάνε δυνατά και ενοχλούν, τα στερεότυπα μας φάγανε". Αυτές δώστου γελάκια, σέλφι, ξανά γελάκια και φωνές, αλλά τώρα τι παρατήρηση να τους κάνω, ξεφτίλα, είχαμε και πόσες ώρες να κάνουμε μαζί (το ταξίδι εξαρτάται από τα νερά αλλά συνήθως είναι 4 με 6 ώρες).
Αφού καταλάγιασαν λίγο και το πήρα απόφαση ότι δεν θα κοιμόμουν, απλά τις ρώτησα τι γλώσσα μίλαγαν, κυρίως για να μάθω την εθνικότητα για να έχω να λέω μετά. Ήταν κάποια φλαμανδική διάλεκτος, αφού τελικά ολλανδές ήταν και ο λόγος της όλης χαράς ήταν ότι δούλευαν στην ίδια εταιρία, στο ίδιο κτήριο και δεν ήξερε καμία από τις δύο ότι πήγαιναν καμπότζη, είχαν βρεθεί στη βάρκα τυχαία.
Αυτό μου θύμισε το ανέκδοτο που σε ένα μπαρ στην Αμερική κάθονται διάφοροι καμένοι στη μπάρα και πίνουν μόνοι τους, οπότε ο ένας αναστενάζει στα ελληνικά "αχ παναγία μου". Τον ακούει ο διπλανός του και του λέει "ρε πατρίδα;!;". Αρχίζουν τις αγκαλιές, τα φιλιά, "από που είσαι ρε φίλε;", "από Λάρισα". "Τι λες τώρα σοβαρά; Λαρισιώτης και εγώ, barman bring us two". Πίνουν στην υγειά της Λάρισας. "Και για πες που έμενες;", "στη πλατεία Ταχυδρομείου". "τιιιιι; και εγώ, barman bring us two more". Να μη τα πολυλογώ, βρήκανε ότι μένανε στην ίδια οδό, στον ίδο αριθμό, στο ίδιο όροφο, στο ενδιάμεσο πίνανε και μία γύρα κάθε φορά, οπότε κάποιος άλλος καμένος λέει στον barman, "what's the deal with these two?", "I don't know, they're father and son and come here every night to get wasted".
Πίσω λοιπόν στην ιστορία. Ξεκινήσαμε την διαδρομή. Η μέρα στις φωτογραφίες φαινόταν βαριά συννεφιασμένη αλλά έκανε ανυπόφορη ζέστη, κουφόβραση θα λέγαμε, ίσως να είχε 35 βαθμούς κάτω από το στέγαστρο, ίδρωνα ακατάπαυστα. Πότε πότε έβαζα το χέρι στο νερό να δροσιστώ αλλά δεν έκανε και πολλά, άσε που φοβόμουν για το πόσο καθαρό ήταν μη πάθω τίποτα.
Η πρώτη στάση ήταν το ίδιο ακριβώς χωριό που είχαμε πάει την προηγούμενη με την Ισπανίδα, δηλαδή δεν θα είχα χάσει απολύτως τίποτα αν δεν είχα πάει την προηγούμενη. Βέβαια αν δεν το είχα κάνει δεν θα το ήξερα κιόλας. Από εκεί και μετά αρχίσαμε να μαζεύουμε ντόπιο κόσμο που ανέβαινε στην βάρκα για μερικές ή περισσότερες στάσεις, με ή χωρίς πράγματα. Όταν άρχισε να γεμίζει αναγκάστηκα να μαζέψω τα δικά μου να μην πιάνουν έξτρα θέση και προσπαθούσα να βολευτώ στο σανίδι, αλλά μία με πόναγε ο κώλος μου, μία η μέση μου, μία η ζέστη, γενικά δε βολευόμουν.
Οπότε πρόσεξα ότι υπήρχε μία εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην οροφή της βάρκας και με νοήματα προσπάθησα να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω εκεί. Με άφησαν ή απλά δεν τους ενόχλησε που θα τους άδειαζα την θέση κάτω, οπότε πήρα τα πράγματα και ξάπλωσα πάνω, το καλύτερο πράγμα που έκανα εκείνη τη μέρα, επιτέλους ίσιωσα, άσε που το αεράκι από την πορεία της βάρκας ήταν ότι έπρεπε για να σταματήσει ο ακατάσχετος ιδρώτας. Αν δεν είχα ανέβει νομίζω θα είχα υποφέρει πολύ. Βέβαια επάνω ήσουν απροστάτευτος από την ηλιακή ακτινοβολία, που μπορεί να φαίνεται από τις φωτογραφίες βαριά συνεφιά αλλά το καταλάβαινες ότι σε έκαιγε, οπότε κάθε 15-20 λεπτά πλακωνόμουν στα αντιηλιακά και προσπαθούσα να καλύψω ότι μέρος του σώματός μου μπορούσα. Έτσι και είχε ηλιοφάνεια δεν θα γινόταν να μείνεις ούτε 5 λεπτά επάνω.
Μετά από λίγη ώρα τσούκου τσούκου ήρθαν όλοι οι ξένοι επάνω, πάλι την καλύτερη λύση δείξαμε εμείς οι πολυμήχανοι Έλληνες, όχι να τα βλέπετε αυτά.
Πρόλαβα ένα σύντομο ύπνο, είχε περάσει και η ώρα οπότε είχα κάπως καλύτερη διάθεση, χτύπησα και ένα καραβίσιο φραπέ, μιλήσαμε λίγο με όλους. Μαζί ήταν και ένας γερμανός, με πολύ βαριά προφορά και χαμηλή κατανόηση στα αγγλικά, λίγο σπάνιο για γερμανό που ταξιδεύει. Φαινόταν καλό παιδί, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατο να συννενοηθείς στα αγγλικά και ο ίδιος το έλεγε ότι δε μπορούσε. Τα γερμανικά μου τα έχω ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό, άσε που είχε γυρίσει διακόπτη το μυαλό μου σε ισπανικά σαν τρίτη γλώσσα εκείνες της μέρες οπότε μου ήταν ακόμα πιο δύσκολο να του μιλήσω και δε θυμάμαι καθόλου την ιστορία του (ή ότι είχα καταλάβει από αυτή).
Ο γερμανός είχε φέρει και την κιθάρα του και μετά από λίγο πήγε πιο πέρα και ξεκίνησε να παίζει τραγούδια στα αγγλικά, υποθέτω προσπαθώντας να μας φέρει να γίνουμε μία ωραία παρέα.
Γενικά το έκανε με τακτ, δεν ήταν ναμαγαπάς, αλλά εκτός του ότι δεν φάνηκε να ψήνεται κανείς, η προφορά και τα αγγλικά του με έκαναν να θυμηθώ το παρακάτω τραγούδι και άπαξ και μπήκε στο μυαλό μου μετά δε μπορούσα να το βγάλω.
Έβλεπα τον γερμανό και σκεφτόμουν από μέσα μου "γκιτάρ γκιτάρ γκιτάρ καμ του μάι μπουντουάρ" και να μην έχω κάποιον να το μοιραστώ εκείνη την ώρα γιατί δικαίως θα με παίρνανε ως πολύ κακιασμένο έτσι και το έκανα.
Last edited by a moderator: