travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.901
- Likes
- 16.518
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση-Άφιξη στην Αστάνα.
- Δεύτερη μέρα στην Αστάνα και πτήση για Αλμάτι. Πρώτη μέρα στο Αλμάτι.
- Αλμάτι, δεύτερη μέρα.
- Φύγαμε από το Αλμάτι με τις καλύτερες εντυπώσεις, για τα βουνά.
- Δεύτερη μέρα στο Saty, Λίμνη Kaindy.
- Δεύτερη μέρα στο Saty, Λίμνες Kolsay.
- Ο δρόμος για το Καρακόλ. Κιργιστάν.
- Στα νότια μέρη της λίμνης Ισσύκ Κουλ, Issyk-Kul, Ζεστό-Νερό.
- Αλλαγή προγράμματος. Πύργος Μπουράνα.
- Στην ύπαιθρο του Κιργιστάν. Κοτσκόρ.
- Tash Rabat και Naryn.
- Από το Naryn στη λίμνη Song Kul
- Από τη Song Kul στο Kazarman.
- Στην Osh.
- Υπέροχη διαδρομή για την περιοχή Sary Chelek.
- Από λίμνες σε ποτάμια και πάλι λίμνες.
- Πάμε Bishkek.
- Βόλτες στο Bishkek.
- Επιστροφή στην Αθήνα.
- Βίντεο Ι
- Βίντεο ΙΙ
Δεύτερη μέρα στο Saty, Λίμνες Kolsay.
Λίγο αργότερα ο οδηγός μας μάς πήγε μισή ώρα δρόμο για να δούμε μία άλλη λίμνη, την Kolsay. Αυτές τις δυο λίμνες έρχεται όλος ο κόσμος στο Σάτι για να επισκεφτεί.
Φτάσαμε στο πάρκιν του συμπλέγματος των λιμνών Kolsay στις 12:30 και δώσαμε ραντεβού με τον οδηγό μας να επιστρέψουμε από εκεί στις τρεις ή νωρίτερα. Δεν είχε πάντως πρόβλημα να επιστρέφαμε και αργότερα. Γενικά οι οδηγοί σε αυτό το ταξίδι δεν κοιτούσαν ποτέ το ρολόι τους. Αρκεί να ήξεραν πότε περίπου θα γυρνούσαμε για να μη μας ψάχνουν. Για παράδειγμα στο φαράγγι Charyn ενώ είχαμε πει να μείνουμε το πολύ δυο ώρες, μείναμε πάνω από τρεις. Κι αυτοί οι καημένοι όταν φτάναμε στα μέρη που θα κοιμόμασταν έφευγαν και λογικά δεν είχαν τίποτα να κάνουν εκτός από το να ξεκουραστούν. Και συνήθως δεν έμεναν στο ξενοδοχείο που μέναμε εμείς. Ίσως να κοιμόντουσαν και στο αμάξι μέσα για οικονομικούς λόγους. Άρα λογικά δεν βιάζονταν να φτάσουν στα χωριά που μέναμε.
Πολλοί άνθρωποι που πηγαίνουν στη λίμνη Kolsay ανεβαίνουν σε άλογα και είτε κάνουν μία βόλτα γύρω από τη λίμνη, που τους παίρνει σίγουρα μία ώρα, ή πηγαίνουν με τα άλογα στην δεύτερη λίμνη, η οποία όμως απέχει τουλάχιστο μιάμιση ώρα, είτε με τα πόδια είτε με τα άλογα. Εμείς δεν είχαμε καμία διάθεση να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μείναμε στην πρώτη λίμνη, που είχε και υποδομές για βόλτες και έμεναν πιστεύω και οι περισσότεροι επισκέπτες.
Από το σημείο του πάρκινγκ κατέβαινες έναν πολύ καλό δρόμο μέχρι τη λίμνη και εκεί μπορούσες να κάνεις βόλτα είτε προς τη μία πλευρά είτε προς την άλλην, πάνω σε μικρές εξέδρες που είχαν στήσει για τον κόσμο να κάνει βόλτα. Όταν λέω εξέδρες εννοώ μονοπάτι με ξύλα που σε πολλά σημεία είχε και πραγματικές εξέδρες, δηλαδή μεγάλα τετράγωνα που επέπλεαν ή ήταν στερεωμένα στο βυθό της λίμνης. Πάνω σε αυτές τις εξέδρες ο κόσμος στηνόταν και έβγαζαν φωτογραφίες. Λόγω της ημέρας, που ήταν Κυριακή, είχε πάρα πολύ κόσμο. Δεν μας ενόχλησε ιδιαίτερα παρά μονάχα στις φωτογραφίες, που μερικές φορές περιμέναμε για να βρούμε λίγο άδειο χώρο στα καλά σημεία. Εξαντλήσαμε όλο το χρόνο που είχαμε για το ραντεβού μας με τον οδηγό. Μερικές φορές έπεφταν λίγες σταγόνες και φοβηθήκαμε μήπως βρέξει για τα καλά. Ευτυχώς αυτό έγινε μία φορά μονάχα για 5 λεπτά, αλλά προλάβαμε και σταθήκαμε κάτω από δέντρα και ένα κιόσκι και δεν βραχήκαμε ιδιαίτερα. Κάναμε βόλτα και από τις δύο πλευρές της λίμνης και το ευχαριστηθήκαμε.
Σίγουρα ήταν όμορφα, αλλά αν είχαμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε αυτή τη μέρα θα ήμασταν πιο σύντομοι. Όμως επειδή δεν είχαμε κάτι άλλο μετά για να κάνουμε, το τραβήξαμε όσο πήγαινε και έτσι σίγουρα το απολαύσαμε. Αν και ο γυρισμός στο Σάτι ήταν μονάχα μισή ώρα, εμείς κάναμε το διπλάσιο χρόνο αφού σταματήσαμε μερικές φορές για να φωτογραφίσουμε κάποια πράγματα. Αυτά ήταν είτε κάποιο ποτάμι, είτε μερικές γιούρτες, είτε τα βουνά. Μάλιστα δύο φορές τουλάχιστον για να σταματήσουμε, την πρόταση μας την έκανε ο ίδιος ο οδηγός μας. Γενικά είχε πολύ καλή συμπεριφορά απέναντί μας, μόνο που τα αγγλικά του ήταν πολύ φτωχά. Συνήθως με μεγάλη δυσκολία επικοινωνούσαμε για πράγματα που δεν ήταν τα κλασικά. Δηλαδή αν είναι να τον ρωτήσουμε για κάτι, όπως ας πούμε που θα πάμε ή τι ώρα θα πάμε ή πόσο κάνει, σε αυτά είναι μία χαρά. Μην το ρωτήσουμε όμως κάτι πιο σύνθετο, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι αυτό που θα καταλάβουμε ότι μας είπε είναι και αυτό που ήθελε να μας πει.
Στις 4:00 το απόγευμα ήμασταν στα δωμάτια μας για μία μικρή ξεκούραση μέχρι τις 8, που θα παίρναμε το βραδινό μας στο ξενοδοχείο που μένανε.
Κατά τις 6:00, μετά την ξεκούραση, εγώ και η Ντίνα βγήκαμε έξω και πήραμε ένα δρόμο να πάμε προς τα ανατολικά του χωριού αυτή τη φορά. Βέβαια δεν μπορείς να το πεις και τελείως χωριό, γιατί έχει πάρα πολλούς κατοίκους μιας και έχει τόσο πολλά σπίτια. Έχει τον κεντρικό δρόμο, μήκους δύο περίπου χιλιομέτρων. Από τις δύο του πλευρές υπάρχουν πάρα πολλά σπίτια. Βέβαια κανένα δεν είναι κολλητό με το διπλανό του. Όλα έχουν πολύ μεγάλες αυλές και πολλά εξ αυτών έχουν και μία ή δύο γιούρτες, τις οποίες δεν ξέρω για ποιο λόγο τις έχουν. Ίσως τις έχουν για να κοιμούνται κάποιοι επισκέπτες ή να είναι αποθήκες. Βέβαια όλα τα Guest House που έχουν μία γιούρτα, σίγουρα την έχουν για να κοιμίσουν κάποιους από τους πελάτες τους.
Το χωριό δεν μπορείς να το πεις και όμορφο, ούτε και τα σπίτια έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όμως τα γύρω βουνά, που είναι πολύ όμορφα και καταπράσινα, δίνουν μία ιδιαίτερη ομορφιά σε όλο αυτό το μέρος. Το χωριό είναι διάσημο και έχει πολλούς επισκέπτες, αφού είναι το μεγαλύτερο της περιοχής και κυρίως επειδή οι επισκέπτες θέλουν να δουν τις λίμνες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ντόπιοι με τις οικογένειές τους. Κάναμε τη βόλτα μας με τα πόδια σχεδόν μέχρι τις 8 και αφού ψωνίσαμε με τα τελευταία μας χρήματα (την επόμενη μέρα πηγαίναμε στο Κιργιστάν) εμφιαλωμένο νερό, ένα σαπούνι και μία μπύρα, πήγαμε για το φαγητό στον ξενώνα μας, όπως είχαμε κανονίσει.
Μας έφερε ένα ντόπιο φαγητό σε μία μεγάλη πιατέλα, που είχε μέσα ένα ζυμαρικό σε μεγάλα κομμάτια, μερικές βραστές πατάτες καθαρισμένες ολόκληρες, γύρω-γύρω στην πιατέλα και αρκετά μικρά κομμάτια από μοσχάρι. Φάγαμε αρκετό από αυτό και θεωρώ ότι ήταν και νόστιμο. Η Ντίνα βέβαια δεν έφαγε, αφού φοβάται όλα αυτά τα φαγητά. Όμως μαζί μας ήρθε για λίγο και τσίμπησε κάτι και ο οδηγός μας. Τότε μας δήλωσε ότι η ιδιοκτήτρια του Guest House δεν δέχεται δολάρια αλλά θα πρέπει να την πληρώσουμε με ντόπια χρήματα. Εγώ την προηγούμενη μέρα το δωμάτιό μου για τις δύο βραδιές το είχα πληρώσει με δολάρια, αφού είχα δώσει αρκετά από τα ντόπια νομίσματά μου στον οδηγό μας. Πίστευα ότι θα μπορούσα να πληρώσω και το φαγητό μου. Αφού όμως δεν γινόταν ζήτησα από τον οδηγό να μου αλλάξει πέντε δολάρια. Μου άλλαξε από τα χρήματα που του είχα δώσει την προηγούμενη μέρα εγώ.
Εμείς ξέραμε ότι το φαγητό κόστιζε τρεις χιλιάδες τέγκε για κάθε άτομο. Όταν όμως πήγαμε να της δώσουμε 9.000, αυτή είπε ότι το φαγητό κόστιζε όχι τρεις αλλά 3,500 για κάθε έναν, οπότε ήθελε άλλα 1.500 (τρία ευρώ ρε παιδιά!), τα οποία όμως εμείς δεν είχαμε σε ντόπιο νόμισμα. Την παρακαλέσαμε να πάρει δολάρια αλλά εκείνη δεν ήθελε με τίποτα. Πήρε τηλέφωνο τον οδηγό μας, ο οποίος είχε φύγει, όμως ενώ περιμέναμε περίπου 15 λεπτά, αλλά δεν ήρθε ο Άιμπεκ, μήπως φέρει κάποια ντόπια χρήματα. Εμείς είχαμε τσατιστεί πάρα πολύ. Είπαμε να πάμε μία βόλτα, παρότι ήταν αργά για την περιοχή, να δούμε και τι γίνεται αλλά και να δούμε αν μπορούσαμε κάπου να αλλάξουμε αυτά τα πέντε δολάρια που μας χρειάζονταν. Αφού ρωτήσαμε σε ένα σουπερμάρκετ και σε ένα εστιατόριο και δεν βρήκαμε άκρη, η Ντίνα πήγε σε ένα ξενοδοχείο και εκεί κάποιος την εξυπηρέτησε. Έτσι πήραμε τα λεφτά και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας, αλλά ήδη το εστιατόριο και η ρεσεψιόν, ας πούμε, ήταν κλειστά. Κοιμόνται οι άνθρωποι νωρίς. Έτσι τα λεφτά θα τα δίναμε την άλλη μέρα το πρωί.
Αυτή η κατάσταση με τα λεφτά μας αναστάτωσε, αφού ενώ είχαμε τόσα χρήματα μαζί μας, δεν μπορούμε να βρούμε ελάχιστα ντόπια νομίσματα. Εμείς ουσιαστικά είχαμε εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειαζόμασταν για το φαγητό μας και οτιδήποτε άλλο. Όμως έπρεπε να δώσουμε την πρώτη μέρα, όπως ήδη ανέφερα, κάποια ντόπια χρήματα στον οδηγό, αφού είπε ότι κάτι του έτυχε και δεν είχε. Μετά έπρεπε να πληρώσουμε και το όχημα που μας πήγε στην πρώτη λίμνη, την Kaindy, και δώσαμε 25 δολάρια το κάθε ζευγάρι, αλλά σε ντόπια χρήματα. Και μετά από όλα αυτά δώσαμε περίπου 6,5€ όλοι μαζί για να μπούμε στις λίμνες Kolsai. Επόμενο ήταν να έχουμε πρόβλημα με τα ντόπια λεφτά. Και στο τέλος να ζητάμε να μας αλλάξει ο οδηγός μας τα χρήματα που του είχα δώσει εγώ και να ψάχνουμε στους δρόμους να αλλάξουμε αυτά τα πέντε δολάρια.
Στον επόμενο χάρτη φαίνονται οι λίμνες σε σχέση με το χωριό Σάτι:
Λίγο αργότερα ο οδηγός μας μάς πήγε μισή ώρα δρόμο για να δούμε μία άλλη λίμνη, την Kolsay. Αυτές τις δυο λίμνες έρχεται όλος ο κόσμος στο Σάτι για να επισκεφτεί.
Φτάσαμε στο πάρκιν του συμπλέγματος των λιμνών Kolsay στις 12:30 και δώσαμε ραντεβού με τον οδηγό μας να επιστρέψουμε από εκεί στις τρεις ή νωρίτερα. Δεν είχε πάντως πρόβλημα να επιστρέφαμε και αργότερα. Γενικά οι οδηγοί σε αυτό το ταξίδι δεν κοιτούσαν ποτέ το ρολόι τους. Αρκεί να ήξεραν πότε περίπου θα γυρνούσαμε για να μη μας ψάχνουν. Για παράδειγμα στο φαράγγι Charyn ενώ είχαμε πει να μείνουμε το πολύ δυο ώρες, μείναμε πάνω από τρεις. Κι αυτοί οι καημένοι όταν φτάναμε στα μέρη που θα κοιμόμασταν έφευγαν και λογικά δεν είχαν τίποτα να κάνουν εκτός από το να ξεκουραστούν. Και συνήθως δεν έμεναν στο ξενοδοχείο που μέναμε εμείς. Ίσως να κοιμόντουσαν και στο αμάξι μέσα για οικονομικούς λόγους. Άρα λογικά δεν βιάζονταν να φτάσουν στα χωριά που μέναμε.
Πολλοί άνθρωποι που πηγαίνουν στη λίμνη Kolsay ανεβαίνουν σε άλογα και είτε κάνουν μία βόλτα γύρω από τη λίμνη, που τους παίρνει σίγουρα μία ώρα, ή πηγαίνουν με τα άλογα στην δεύτερη λίμνη, η οποία όμως απέχει τουλάχιστο μιάμιση ώρα, είτε με τα πόδια είτε με τα άλογα. Εμείς δεν είχαμε καμία διάθεση να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μείναμε στην πρώτη λίμνη, που είχε και υποδομές για βόλτες και έμεναν πιστεύω και οι περισσότεροι επισκέπτες.
Από το σημείο του πάρκινγκ κατέβαινες έναν πολύ καλό δρόμο μέχρι τη λίμνη και εκεί μπορούσες να κάνεις βόλτα είτε προς τη μία πλευρά είτε προς την άλλην, πάνω σε μικρές εξέδρες που είχαν στήσει για τον κόσμο να κάνει βόλτα. Όταν λέω εξέδρες εννοώ μονοπάτι με ξύλα που σε πολλά σημεία είχε και πραγματικές εξέδρες, δηλαδή μεγάλα τετράγωνα που επέπλεαν ή ήταν στερεωμένα στο βυθό της λίμνης. Πάνω σε αυτές τις εξέδρες ο κόσμος στηνόταν και έβγαζαν φωτογραφίες. Λόγω της ημέρας, που ήταν Κυριακή, είχε πάρα πολύ κόσμο. Δεν μας ενόχλησε ιδιαίτερα παρά μονάχα στις φωτογραφίες, που μερικές φορές περιμέναμε για να βρούμε λίγο άδειο χώρο στα καλά σημεία. Εξαντλήσαμε όλο το χρόνο που είχαμε για το ραντεβού μας με τον οδηγό. Μερικές φορές έπεφταν λίγες σταγόνες και φοβηθήκαμε μήπως βρέξει για τα καλά. Ευτυχώς αυτό έγινε μία φορά μονάχα για 5 λεπτά, αλλά προλάβαμε και σταθήκαμε κάτω από δέντρα και ένα κιόσκι και δεν βραχήκαμε ιδιαίτερα. Κάναμε βόλτα και από τις δύο πλευρές της λίμνης και το ευχαριστηθήκαμε.
Σίγουρα ήταν όμορφα, αλλά αν είχαμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε αυτή τη μέρα θα ήμασταν πιο σύντομοι. Όμως επειδή δεν είχαμε κάτι άλλο μετά για να κάνουμε, το τραβήξαμε όσο πήγαινε και έτσι σίγουρα το απολαύσαμε. Αν και ο γυρισμός στο Σάτι ήταν μονάχα μισή ώρα, εμείς κάναμε το διπλάσιο χρόνο αφού σταματήσαμε μερικές φορές για να φωτογραφίσουμε κάποια πράγματα. Αυτά ήταν είτε κάποιο ποτάμι, είτε μερικές γιούρτες, είτε τα βουνά. Μάλιστα δύο φορές τουλάχιστον για να σταματήσουμε, την πρόταση μας την έκανε ο ίδιος ο οδηγός μας. Γενικά είχε πολύ καλή συμπεριφορά απέναντί μας, μόνο που τα αγγλικά του ήταν πολύ φτωχά. Συνήθως με μεγάλη δυσκολία επικοινωνούσαμε για πράγματα που δεν ήταν τα κλασικά. Δηλαδή αν είναι να τον ρωτήσουμε για κάτι, όπως ας πούμε που θα πάμε ή τι ώρα θα πάμε ή πόσο κάνει, σε αυτά είναι μία χαρά. Μην το ρωτήσουμε όμως κάτι πιο σύνθετο, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι αυτό που θα καταλάβουμε ότι μας είπε είναι και αυτό που ήθελε να μας πει.
Στις 4:00 το απόγευμα ήμασταν στα δωμάτια μας για μία μικρή ξεκούραση μέχρι τις 8, που θα παίρναμε το βραδινό μας στο ξενοδοχείο που μένανε.
Κατά τις 6:00, μετά την ξεκούραση, εγώ και η Ντίνα βγήκαμε έξω και πήραμε ένα δρόμο να πάμε προς τα ανατολικά του χωριού αυτή τη φορά. Βέβαια δεν μπορείς να το πεις και τελείως χωριό, γιατί έχει πάρα πολλούς κατοίκους μιας και έχει τόσο πολλά σπίτια. Έχει τον κεντρικό δρόμο, μήκους δύο περίπου χιλιομέτρων. Από τις δύο του πλευρές υπάρχουν πάρα πολλά σπίτια. Βέβαια κανένα δεν είναι κολλητό με το διπλανό του. Όλα έχουν πολύ μεγάλες αυλές και πολλά εξ αυτών έχουν και μία ή δύο γιούρτες, τις οποίες δεν ξέρω για ποιο λόγο τις έχουν. Ίσως τις έχουν για να κοιμούνται κάποιοι επισκέπτες ή να είναι αποθήκες. Βέβαια όλα τα Guest House που έχουν μία γιούρτα, σίγουρα την έχουν για να κοιμίσουν κάποιους από τους πελάτες τους.
Το χωριό δεν μπορείς να το πεις και όμορφο, ούτε και τα σπίτια έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όμως τα γύρω βουνά, που είναι πολύ όμορφα και καταπράσινα, δίνουν μία ιδιαίτερη ομορφιά σε όλο αυτό το μέρος. Το χωριό είναι διάσημο και έχει πολλούς επισκέπτες, αφού είναι το μεγαλύτερο της περιοχής και κυρίως επειδή οι επισκέπτες θέλουν να δουν τις λίμνες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ντόπιοι με τις οικογένειές τους. Κάναμε τη βόλτα μας με τα πόδια σχεδόν μέχρι τις 8 και αφού ψωνίσαμε με τα τελευταία μας χρήματα (την επόμενη μέρα πηγαίναμε στο Κιργιστάν) εμφιαλωμένο νερό, ένα σαπούνι και μία μπύρα, πήγαμε για το φαγητό στον ξενώνα μας, όπως είχαμε κανονίσει.
Μας έφερε ένα ντόπιο φαγητό σε μία μεγάλη πιατέλα, που είχε μέσα ένα ζυμαρικό σε μεγάλα κομμάτια, μερικές βραστές πατάτες καθαρισμένες ολόκληρες, γύρω-γύρω στην πιατέλα και αρκετά μικρά κομμάτια από μοσχάρι. Φάγαμε αρκετό από αυτό και θεωρώ ότι ήταν και νόστιμο. Η Ντίνα βέβαια δεν έφαγε, αφού φοβάται όλα αυτά τα φαγητά. Όμως μαζί μας ήρθε για λίγο και τσίμπησε κάτι και ο οδηγός μας. Τότε μας δήλωσε ότι η ιδιοκτήτρια του Guest House δεν δέχεται δολάρια αλλά θα πρέπει να την πληρώσουμε με ντόπια χρήματα. Εγώ την προηγούμενη μέρα το δωμάτιό μου για τις δύο βραδιές το είχα πληρώσει με δολάρια, αφού είχα δώσει αρκετά από τα ντόπια νομίσματά μου στον οδηγό μας. Πίστευα ότι θα μπορούσα να πληρώσω και το φαγητό μου. Αφού όμως δεν γινόταν ζήτησα από τον οδηγό να μου αλλάξει πέντε δολάρια. Μου άλλαξε από τα χρήματα που του είχα δώσει την προηγούμενη μέρα εγώ.
Εμείς ξέραμε ότι το φαγητό κόστιζε τρεις χιλιάδες τέγκε για κάθε άτομο. Όταν όμως πήγαμε να της δώσουμε 9.000, αυτή είπε ότι το φαγητό κόστιζε όχι τρεις αλλά 3,500 για κάθε έναν, οπότε ήθελε άλλα 1.500 (τρία ευρώ ρε παιδιά!), τα οποία όμως εμείς δεν είχαμε σε ντόπιο νόμισμα. Την παρακαλέσαμε να πάρει δολάρια αλλά εκείνη δεν ήθελε με τίποτα. Πήρε τηλέφωνο τον οδηγό μας, ο οποίος είχε φύγει, όμως ενώ περιμέναμε περίπου 15 λεπτά, αλλά δεν ήρθε ο Άιμπεκ, μήπως φέρει κάποια ντόπια χρήματα. Εμείς είχαμε τσατιστεί πάρα πολύ. Είπαμε να πάμε μία βόλτα, παρότι ήταν αργά για την περιοχή, να δούμε και τι γίνεται αλλά και να δούμε αν μπορούσαμε κάπου να αλλάξουμε αυτά τα πέντε δολάρια που μας χρειάζονταν. Αφού ρωτήσαμε σε ένα σουπερμάρκετ και σε ένα εστιατόριο και δεν βρήκαμε άκρη, η Ντίνα πήγε σε ένα ξενοδοχείο και εκεί κάποιος την εξυπηρέτησε. Έτσι πήραμε τα λεφτά και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας, αλλά ήδη το εστιατόριο και η ρεσεψιόν, ας πούμε, ήταν κλειστά. Κοιμόνται οι άνθρωποι νωρίς. Έτσι τα λεφτά θα τα δίναμε την άλλη μέρα το πρωί.
Αυτή η κατάσταση με τα λεφτά μας αναστάτωσε, αφού ενώ είχαμε τόσα χρήματα μαζί μας, δεν μπορούμε να βρούμε ελάχιστα ντόπια νομίσματα. Εμείς ουσιαστικά είχαμε εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειαζόμασταν για το φαγητό μας και οτιδήποτε άλλο. Όμως έπρεπε να δώσουμε την πρώτη μέρα, όπως ήδη ανέφερα, κάποια ντόπια χρήματα στον οδηγό, αφού είπε ότι κάτι του έτυχε και δεν είχε. Μετά έπρεπε να πληρώσουμε και το όχημα που μας πήγε στην πρώτη λίμνη, την Kaindy, και δώσαμε 25 δολάρια το κάθε ζευγάρι, αλλά σε ντόπια χρήματα. Και μετά από όλα αυτά δώσαμε περίπου 6,5€ όλοι μαζί για να μπούμε στις λίμνες Kolsai. Επόμενο ήταν να έχουμε πρόβλημα με τα ντόπια λεφτά. Και στο τέλος να ζητάμε να μας αλλάξει ο οδηγός μας τα χρήματα που του είχα δώσει εγώ και να ψάχνουμε στους δρόμους να αλλάξουμε αυτά τα πέντε δολάρια.
Στον επόμενο χάρτη φαίνονται οι λίμνες σε σχέση με το χωριό Σάτι: