Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.373
- Likes
- 28.876
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Δημητσάνα-Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης-Μονή Φιλοσόφου-Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Μια εξόρμηση με αφετηρία το Δάρα Αρκαδίας ξεκίνησε το Σάββατο 10/10/2020 για τη Δημητσάνα Αρκαδίας. Ακολουθήσαμε την επαρχιακή οδό Τρίπολης-Ολυμπίας, η οποία περνάει λίγο έξω από τη Βυτίνα και όταν φτάσαμε στον οικισμό Καρκαλού, ο οποίος σηματοδοτεί την Πύλη εισόδου στη Δημητσάνα, στρίψαμε αριστερά, ακολουθώντας πλέον την επαρχιακή οδό Δημητσάνας-Καρκαλούς.
Λίγο πριν μπούμε στο χωριό είδαμε στα δεξιά του δρόμου ένα view point, δηλαδή ένα πέτρινο μπαλκόνι χτισμένο στην άκρη της χαράδρας. Κατεβήκαμε και φτάνοντας στην άκρη της πεζούλας, η πρώτη αίσθηση που ενεργοποιήθηκε ήταν αυτή της ακοής, αφού έφτασε στα αυτιά μας το βουητό του νερού, που κυλάει αδάμαστο, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, κάτω χαμηλά στη χαράδρα. Αμέσως μετά σειρά είχε η αίσθηση της όρασης, αφού μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώθηκε η Δημητσάνα, η οποία είναι σκαρφαλωμένη πάνω στη λοφοράχη, σε υψόμετρο 946 μέτρων.
Η Δημητσάνα είναι ιστορικό χωριό, πρωτεύουσα της επαρχίας Γορτυνίας του Νομού Αρκαδίας. Με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης αποτελεί έδρα του Δήμου Γορτυνίας. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 342 κάτοικοι, ενώ το 2001 είχε 611 κατοίκους. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
Στη θέση της σημερινής Δημητσάνας υπήρχε η αρχαία Αρκαδική πόλη Τεύθις, η οποία είχε συμμετάσχει στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά και στον εποικισμό της Μεγαλόπολης. Η χρονική περίοδος που μετονομάστηκε η Τεύθις σε Δημητσάνα δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, η ονομασία Δημητσάνα θεωρείται ότι έχει σλαβική προέλευση. Πολλοί ερευνητές διαφωνούν, ενώ άλλοι είναι υπέρμαχοι αυτής της άποψης, δεδομένου ότι σλαβική ρίζα έχουν οι ονομασίες και άλλων κοντινών χωριών, όπως το Ζιγοβίστι, η Ζάτουνα, η Στεμνίτσα κ.ά.
Από τα τμήματα του τείχους της αρχαίας Τεύθιδος που εντοπίζονται μέσα στο χωριό φαίνεται πως η Δημητσάνα κατέχει ακριβώς την ίδια θέση με την αρχαία πόλη, η ακρόπολη της οποίας βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, στις συνοικίες του Κάστρου και της Πλάτσας.
Διασχίσαμε το πέτρινο γεφύρι που φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία και μπήκαμε στο χωριό.
Ο δρόμος μετά το γεφύρι γίνεται ανηφορικός, αφού όπως περιέγραψα λίγο πριν, η Δημητσάνα είναι σκαρφαλωμένη και απλωμένη μεταξύ δύο λόφων και οδηγεί στην καρδιά του πέτρινου κοσμήματος του Νομού Αρκαδίας. Εδώ είναι αραδιασμένα στη σειρά καλόγουστα μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα και γλυκά, σουβενίρ, ταβέρνες, καφέ και μπαράκια.
Το χωριό ήταν ολοζώντανο, με πολλούς επισκέπτες να γεμίζουν όλα τα μαγαζιά. Από τη μια ενθουσιαστήκαμε που είδαμε τον κόσμο να χαίρεται τις βόλτες του και να απολαμβάνει το φαγητό του στις ταβέρνες, από την άλλη όμως δυσκολευτήκαμε λίγο με το parking του αυτοκινήτου, αφού στο χωριό οι χώροι στάθμευσης είναι πολύ περιορισμένοι.
Ξεκινήσαμε τη γνωριμία μας με τη Δημητσάνα ανηφορίζοντας στα στενά πέτρινα δρομάκια. Η βόλτα στα σοκάκια, μας έκανε να κατανοήσουμε την αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική, με τα αρχοντικά πέτρινα σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία είναι αναστηλωμένα και σήμερα στεγάζουν σύγχρονους ξενώνες.
Ολόκληρο το χωριό κυριαρχείται από καλοφτιαγμένα δαιδαλώδη, πέτρινα καλντερίμια και πολλά σκαλιά ιδανικά για ατελείωτους περιπάτους.
Στο κέντρο της αγοράς της Δημητσάνας βρίσκεται το καλλιμάρμαρο και μεγαλοπρεπές ωρολογοστάσιο, που φιλοξενεί το “Ρολόι της Δημητσάνας”. Το ρολόι στάλθηκε από τους Δημητσανίτες της Νέας Υόρκης γύρω στα 1900. Η θεμελίωση του έργου έγινε το έτος 1928, ενώ ολοκληρώθηκε το 1934. Ανηφορίσαμε για να το θαυμάσουμε από κοντά.
Στη συνέχεια συναντήσαμε τη Βιβλιοθήκη & το Λαογραφικό Μουσείο με τα ανεκτίμητης αξίας ιστορικά χειρόγραφα και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στην Πλατεία της Δημητσάνας δίπλα στο δημοτικό σχολείο.
Στο ίδιο σημείο δεσπόζει η Μητρόπολη του χωριού, η Αγία Κυριακή, κτίσμα του 1834 που αντικατέστησε το παλιό του 1603.
Η θέα από τον χώρο της Βιβλιοθήκης προς το χωριό και τις ψηλές βουνοκορφές της Πελοποννήσου:
Πήραμε να ανηφορίζουμε προς τον άλλο λόφο της Δημητσάνας, τον λόφο του Κάστρου
και συναντήσαμε τον ναό του Αγίου Χαραλάμπους. Την πετρόκτιστη εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στη Δημητσάνα έχτισαν Λαγκαδιανοί μάστορες, το 1832-34. Ήταν ο πρώτος Καθεδρικός Ναός της πόλης. Το Καμπαναριό του χτίστηκε το 1868.
Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, αλλά μετά από κάποιο θαύμα που αποδόθηκε στον Άγιο Χαράλαμπο, παρέμεινε πλέον ως ναός του Αγίου Χαραλάμπους. Έτσι, σήμερα ακόμη πανηγυρίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, αλλά και η μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους στις 10 Φεβρουαρίου.
Η αφιέρωση της εκκλησίας της Παναγίας στον Άγιο Χαράλαμπο πρέπει να συνέβη στα τέλη του 17ου (1687-1688) ή στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν επιδημία πανώλης είχε αφανίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Πελοπόννησο. Τότε, πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια χτίστηκαν ή αφιερώθηκαν στον Άγιο Χαράλαμπο γιατί, όπως αναφέρουν οι συναξαριστές, ο Άγιος είχε «θεόθεν» το χάρισμα να διώχνει τον «μαύρο θάνατο», δηλαδή την πανώλη.
Από το σημείο που βρίσκεται ο ναός απολαύσαμε την πολύ όμορφη θέα της Δημητσάνας, με κυρίαρχο τον Πύργο του Ρολογιού.
Στη συνοικία του Κάστρου της Δημητσάνας ορθώνεται ο ιερός ναός των Ταξιαρχών χτισμένος το 1635. Στον περίβολο του ναού κατά την Επανάσταση υπήρχαν εργαστήρια υποδημάτων και φούρνοι, που τροφοδοτούσαν τα επαναστατημένα τμήματα των Ελλήνων. Ο χώρος ανήκε στην Οικογένεια Καράκαλου, από την οποία προήλθαν 4 Πατριάρχες Ιεροσολύμων, μεταξύ των οποίων και ο Πατριάρχης Παΐσιος, το όνομα του οποίου φέρεται γραμμένο στην είσοδο του Ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.
Ο ναός έχει χτιστεί στη θέση παλαιότερου ναού κατασκευασμένου το 1635, από τον Δημητσανίτη επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκαλο, όπως φαίνεται στην κτητορική επιγραφή, που είναι εντοιχισμένη στον σύγχρονο ναό. Ανήκει στον οκταγώνιο τύπο, στον οποίο ανήκει και ο ναός της Αγίας Κυριακής και έχει ισχυρή τοιχοποιία, πάχους 1,20 μέτρων.
Ανεβήκαμε τη σιδερένια θεόστενη σκάλα που οδηγεί στο πέτρινο Καμπαναριό του ναού και απολαύσαμε ολόγυρά μας την πανοραμική θέα.
Αριστερά από τον ναό κάμποσα ανηφορικά σκαλιά οδηγούν έξω από το σπίτι του Παλαιών Πατρών Γερμανού.
Στη Δημητσάνα λειτουργούσε ιερατική σχολή που έγινε γνωστή με το όνομα «Φροντιστήριο Ελληνικών Γραμμάτων». Η σχολή λειτούργησε το 1764 και από αυτήν αποφοίτησαν πολλοί μητροπολίτες και λόγιοι, ανάμεσά τους, ο Γρηγόριος ο Ε' και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν Έλληνας ιεράρχης, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.
Αγοράσαμε παραδοσιακά γλυκά από ένα εργαστήριο, το οποίο βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο και λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια. Εγώ το θυμάμαι να υπάρχει στο ίδιο σημείο από τα νιάτα μου. Όταν χορτάσαμε τις βόλτες μας στις συνοικίες του χωριού κινήσαμε για να επισκεφθούμε το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης.
Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία, παρουσιάζοντας τις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που χρησιμοποιούν το νερό ως κύρια πηγή ενέργειας για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων. Μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα τρεχούμενα νερά έχουν αποκατασταθεί εγκαταστάσεις και υδροκίνητοι μηχανισμοί, με σκοπό τη μουσειακή αξιοποίησή τους. Κάθε αναστηλωμένο κτίριο των παλιών παραδοσιακών εργαστηρίων φιλοξενεί μόνιμη έκθεση με θεματικό περιεχόμενο, σχετικό με το εργαστήριο στο οποίο στεγάζεται.
Ωράριο λειτουργίας:
Από 1 Μαρτίου έως 15 Οκτωβρίου:
Καθημερινά (εκτός από Τρίτη) 10:00-18:00
Από 16 Οκτωβρίου έως 28 Φεβρουαρίου:
Καθημερινά (εκτός από Τρίτη) 10:00-17:00
Κλειστό: Κάθε Τρίτη, 1η Ιανουαρίου, Μεγάλη Παρασκευή (έως τις 12:00), Κυριακή του Πάσχα, 1η Μαΐου, 7 Ιουλίου (εορτή πολιούχου), 15 Αυγούστου, 25 και 26 Δεκεμβρίου.
Εισιτήριο:
Γενική είσοδος: 4 ευρώ
Το πρώτο κτίριο που συναντήσαμε στεγάζει νεροτριβή και νερόμυλο με οριζόντια φτερωτή. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να ρίξει σπόρους καλαμποκιού στη σκαφίδα και να παρακολουθήσει πως ο καρπός αλέθεται από τις μυλόπετρες και πέφτει στην αλευροδόχη.
Στο διπλανό δωμάτιο με το τζάκι στεγαζόταν το σπίτι του μυλωνά.
Απέναντι από τον μύλο κατασκευάστηκε πρόχειρο στέγαστρο, όπως αυτό που προφύλασσε το ρακοκάζανο, το οποίο στηνόταν στο ύπαιθρο μετά τον τρύγο, για την παραγωγή τσίπουρου από τα στέμφυλα.
Απέναντι από το ρακοκάζανο βρίσκεται ένα διώροφο κτίριο, η πρώην κατοικία του βυρσοδέψη, που σήμερα στεγάζει το κυλικείο του Μουσείου. Πιο χαμηλά συναντήσαμε το βυρσοδεψείο, το εσωτερικό του οποίου είναι χωρισμένο σε ζώνες, που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων.
Η @malysa σε σχόλιό της πρότεινε πολύ σωστά, στον επισκέπτη του βυρσοδεψείου, να διαθέσει χρόνο, ώστε να παρακολουθήσει το video που προβάλλεται και αναλύει όλες τις φάσεις της επεξεργασίας των δερμάτων. Εγώ στην ιστορία μπορεί να μη διαθέτω το video, αλλά μπορώ να σας παρουσιάσω με λόγια και εικόνες, ό,τι ακριβώς θα βλέπατε να περιγράφεται στο οπτικό υλικό του Μουσείου:
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Η επεξεργασία και οι χρήσεις του
Η χρήση των δερμάτων για ένδυση και υπόδηση αρχίζει από την προϊστορία. Η Γένεσις αναφέρει ότι “εποίησε Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερμάτινους και ενέδυσεν αυτούς”, ενώ πολύ αργότερα (2ος αιώνας μ.Χ. ο Παυσανίας μνημονεύει ότι οι Οζολοί Λοκροί “επειδή δεν ήξεραν να υφαίνουν ενδύματα χρησιμοποιούσαν για να προφυλάσσονται από το κρύο, ακατέργαστα δέρματα ζώων, έχοντας γυρισμένο προς τα έξω το τριχωτό μέρος".
Η βυρσοδεψία (επεξεργασία της βύρσας=δέρματος) και η χρήση των προϊόντων της ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από τα Ομηρικά χρόνια. Οι κλασικοί συγγραφείς παρέχουν πληροφορίες για τις μεθόδους της δέψης, την υποβαθμισμένη κοινωνική θέση των βυρσοδεψών και τις χρήσεις των δερμάτων. Οι ελάχιστες παραστάσεις στην αττική αγγειογραφία πληροφορούν για την οργάνωση των εργαστηρίων, τα είδη των εργαλείων και τον τρόπο κατασκευής των υποδημάτων.
Οι Βυζαντινές πηγές πληροφορούν για την ευρύτατη χρήση των δερμάτων, το εμπόριό τους, τις συντεχνίες των τεχνητών του δέρματος, τη χαμηλή κοινωνική θέση τους, αλλά και τη σημασία του δέρματος για την οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή περγαμηνών, πανάκριβης γραφικής ύλης από ειδικά δέρματα, ήταν σημαντικός κλάδος, που κάλυπτε τις ανάγκες παραγωγής κειμένων και σύνταξης εγγράφων και μετά την υιοθέτηση του χαρτιού (12ος-13ος αιώνας).
Η μεσοβυζαντινή Πελοπόννησος διέθετε σημαντικά εργαστήρια βυρσοδεψείων και βαφεία στην Πάτρα, την Κόρινθο και τη Σπάρτη. Τα τοπωνύμια “Tαμπάκικα” που διατηρούνται και σήμερα σε πολλές πόλεις, μαρτυρούν την ακμή των εργαστηρίων της βυρσοδεψίας κατά τα Nεότερα Xρόνια (15ος-19ος αιώνας) στις παρυφές πολλών πόλεων. Η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα και η Λάρισα ήταν κέντρα παραγωγής γνωστών ειδών δερμάτων και εμπορίας τομαριών. Η Θεσσαλονίκη μάλιστα ήταν και σημαντικό εξαγωγικό κέντρο. Αντίστοιχη δραστηριότητα ανέπτυσσαν για τη μικρά Ασία τα μεγάλα λιμάνια Τραπεζούς, Σινώπη, Σαμψούς και Σμύρνη. Παραγωγή, χρήση, διακίνηση και εξαγωγή των ακατέργαστων και κατεργασμένων δερμάτων ήταν αυστηρά νομοθετημένες.
Το άλμα από το παραδοσιακό ταμπάκικο σε βυρσοδεψικό εργοστάσιο έγινε τον 19ο αιώνα με την εισαγωγή νέου τύπου δερμάτων και την επέκταση των σχετικών εξαγωγών. Την περίοδο 1860-70 λειτουργούσαν στην Ερμούπολη 10-12 βυρσοδεψεία. Από αυτά τα 6 μεγαλύτερα είχαν 50-200 εργάτες. Ακολούθησε (τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα) συρρίκνωση της δραστηριότητας στη Σύρο, διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, εφαρμογή νέων μεθόδων κατεργασίας των δερμάτων και εκμηχάνιση των διαδικασιών. Σε σημαντικά κέντρα αναδεικνύονται η Αθήνα και ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και το Καρλόβασι της Σάμου.
Στον μεσοπόλεμο λειτουργούν 500-600 βυρσοδεψεία, αλλά το 80-85% είναι μικρές μονάδες με 1-5 εργαζόμενους. Από τις 80-90 μεγάλες μονάδες, οι 60 είναι εκμηχανισμένες. Ο συνολικός όγκος όμως παραγωγής παραμένει μικρός (8-10.000 τόνοι).
Το 1960 τα παλαιού τύπου εργοστάσια με τις δεξαμενές, τα εκχυλίσματα και τις ιμαντοκίνητες βαρέλες, όπως και τα παραδοσιακά ταμπάκικα έχουν ήδη παραχωρήσει τη θέση τους στη σύγχρονη βυρσοδεψική βιομηχανία, η οποία είναι εξοπλισμένη με ηλεκτρικά μηχανήματα και εξελιγμένες χημικές ύλες.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Για τη βυρσοδεψία δέρμα είναι η κατεργασμένη βύρσα (το τομάρι) ενός ζώου. Για να παραχθεί το δέρμα αυτό πρέπει το ακατέργαστο τομάρι να υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία, τη δέψη. Αυτή σταματά τη σήψη και το καθιστά αδιάβροχο και ανθεκτικό, εύκαμπτο και ελαστικό. Το δέρμα ενός θηλαστικού, στη φυσική του κατάσταση, αποτελείται από τρεις στιβάδες: την επιδερμίδα, τη δερμίδα ή χόριο και την υποδερμίδα ή υποδόριο ιστό. Η μεσαία στιβάδα, το χόριο, πυκνό δίκτυο ινών πρωτεϊνικής σύστασης με βάση το κολλαγόνο, είναι το καθεαυτό δέρμα. Κατά τις διαδικασίες της προπαρασκευής, το χόριο αποχωρίζεται από την εσωτερική και εξωτερική στιβάδα, μαλακώνει και φουσκώνει απορροφώντας νερό και ασβέστη (ή άλλες χημικές ουσίες, ανάλογα με τον τρόπο κατεργασίας). Παράλληλα αφαιρούνται οι ρίζες των τριχών από τους θυλάκους. Κατά τη δέψη, το δέρμα απορροφά τανίνη ή άλλα δεψικά υλικά, που του προσδίδουν τις απαιτούμενες ιδιότητες. Τέλος κατά τη μετάδεψη βελτιώνεται η όψη του: γυαλίζεται, βάφεται και καλλωπίζεται ανάλογα με τον τελικό προορισμό του.
Παραδοσιακές μέθοδοι δέψης είναι η φυτική κατεργασία με τανίνη, η δέψη με στύψη (εφαρμόζεται και στη γουνοποιία) και η δέψη με λίπη και έλαια, με την οποία παράγονται τα σαμουά. Σήμερα με τη συμβολή της χημείας και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων έχουν τροποποιηθεί σημαντικά οι διαδικασίες και έχει μειωθεί θεαματικά ο χρόνος κατεργασίας του δέρματος. Ο συνδυασμός κατηγορίας δέρματος και κατεργασίας δίνει μεγάλη ποικιλία τύπων και χρήσεων: δέρματα βιβλιοδεσίας, βακέτες, περγαμηνές, ιμάντες, σολοδέρματα, μαροκέν, σαμουά, σουέντ, νάπες και φόδρες. Στην έκθεση παρουσιάζονται οι προβιομηχανικές διαδικασίες κατεργασίας λεπτών δερμάτων με φυτικές δεψικές ύλες.
ΤΟ ΤΑΜΠΑΚΙΚΟ
Ένα παραδοσιακό ταμπάκικο είναι έτσι μελετημένο και κατασκευασμένο, ώστε να αξιοποιεί το νερό, τον αέρα και το φως με τον προσφορότερο τρόπο. Η συνεχής ανάγκη για νερό επιβάλλει τη χωροθέτηση των εργαστηρίων δίπλα σε ποτάμι, πηγή ή ακόμη και τη θάλασσα. Το εσωτερικό του εργαστηρίου είναι χωρισμένο σε ζώνες, που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας. Μια ζώνη είναι για τα “νερά”, τις πρώτες δουλειές της προπαρασκευής. Στην επόμενη ζώνη είναι η σειρά με τις “λίμπες” για τη δέψη. Το εργαστήριο πρέπει επίσης να διαθέτει μια ευάερη ζώνη, για το άπλωμα και το στέγνωμα των δερμάτων στη σκιά. Και τέλος πρέπει να διαθέτει μια καλά φωτισμένη γωνία για τις λεγόμενες εργασίες του πάγκου.
Η ΜΑΚΕΝΑ
Η μάκενα αποτελείται από το “μπράτσο” που είναι σπαστό και κινείται μπρος-πίσω και από το “τεζάχι” σανίδα σκεπασμένη με λωρίδα από πετσί καλά στερεωμένη σε τρίποδες. Στο “τεζάχι” τοποθετείται το δέρμα με την εξωτερική του όψη προς τα πάνω.
Το “μπράτσο” έχει κεφαλή από γυάλινο κύλινδρο, η οποία γυαλίζει το δέρμα καθώς το πιέζει με δύναμη πάνω στο “τεζάχι”. Το γυάλισμα γίνεται σε δύο χρόνους. Πρώτα ο βυρσοδέψης τοποθετεί πάνω στο δέρμα, (που το κρατά σταθερό στο “τεζάχι”) το “μπράτσο” με τον γυάλινο κύλινδρο, ενώ ένας εργάτης από απέναντι το τραβά μπροστά με σκοινί. Κατόπιν ο βυρσοδέψης “σπάει” το “μπράτσο”, δηλαδή το σηκώνει από το “τεζάχι”, το πάει πίσω και το ξανατοποθετεί πάνω στο δέρμα για να επαναληφθεί η πρώτη κίνηση. Η μάκενα ήταν στην αρχή χειροκίνητη. Μάλιστα μερικές φορές χρειάζονταν δύο άτομα να τραβούν με σκοινιά το “μπράτσο” με τον κύλινδρο. Αργότερα έγινε ιμαντοκίνητη και σήμερα είναι ηλεκτροκίνητη.
Η κατεργασία του δέρματος περιλαμβάνει τρία στάδια:
Την ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ που περιλαμβάνει 8 φάσεις.
Τη ΔΕΨΗ που περιλαμβάνει 3 φάσεις.
Τη ΜΕΤΑΔΕΨΗ που περιλαμβάνει 2 φάσεις.
ΣΤΑΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ:
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ημέρες
ΔΕΨΗ 20 ημέρες
ΜΕΤΑΔΕΨΗ 4 ημέρες
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Φάση 1η: Μαλάκωμα
Οι δορές καθαρίζονται και επανέρχεται η αρχική τους περιεκτικότητα σε νερό, ώστε να απορροφήσουν τα δεψικά υλικά.
Φάση 2η: Σκίσιμο
Το δέρμα είναι ολόκληρο ανάποδα, δηλαδή με την εσωτερική όψη προς τα έξω, όπως έχει βγει σαν "γάντι" από το σφαγμένο ζώο. Στο εσωτερικό υπάρχουν καλάμια, τα οποία έχει βάλει ο εκδορέας για να μείνει το δέρμα τεντωμένο, να μη "μαζέψει". Ο βυρσοδέψης για να το επεξεργαστεί από τις δύο όψεις πρέπει να το ανοίξει. Γι' αυτό το κρεμά από το κεφάλι σε στύλο και το σκίζει με φαλτσέτα από τον λαιμό προς την κοιλιά. Το δέρμα των ποδιών, του κεφαλιού και της ουράς κόβεται και πετιέται. Κατά το σκίσιμο ο βυρσοδέψης κάνει με τη φαλτσέτα τρύπες στην άκρη των ποδιών, για το κρέμασμα του δέρματος.
Φάση 3η: Ξελέσισμα
Η εσωτερική όψη του δέρματος (ο γουδουράς) πρέπει να καθαριστεί από τα λέσια, δηλαδή τα νεύρα, τα λίπη και τα υπολείμματα κρέατος. Τα λέσια είναι μέρος του υποδόριου ιστού. Τα μαλακά πλέον δέρματα απλώνονται στο καβαλέτο, όπου ο βυρσοδέψης ξύνει τον "γουδουρά" με το "σίδερο" δηλαδή με ένα καμπύλο, μακρύ και ελαφρώς ακονισμένο μαχαίρι με δύο λαβές, που το περνά κάθετα στην επιφάνεια, με προσοχή και επιδεξιότητα, για να μη ζοριστεί και κοπεί το δέρμα. Τα λέσια γενικά πετιούνται, εκτός από τα χοιρινά που περιέχουν αρκετό λίπος και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στην παρασκευή σαπουνιών.
Φάση 4η: Πλύσιμο
Ο βυρσοδέψης πλένει τα δέρματα καλά μετά το ξελέσισμα για να απαλλαγούν από τα υπολείμματα και να μαλακώσουν. Για τον σκοπό αυτό γεμίζει τη γούρνα με νερό, τοποθετεί λίγα-λίγα τα δέρματα και τα πατά με τα πόδια, ενώ κρατιέται από το ξύλο που κρέμεται από την οροφή. Η ίδια γούρνα χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δερμάτων και σε άλλες φάσεις της δουλειάς. Μετά το πλύσιμο, τα δέρματα στραγγίζουν στις "γαϊδάρες" μέχρι να μισοστεγνώσουν.
Φάση 5η: Αποτρίχωση
Η αποτρίχωση μιας παρτίδας δερμάτων διαρκεί 3 έως 5 ημέρες και περιλαμβάνει τις εξής διαδικασίες: ο βυρσοδέψης αλείφει τη μέσα όψη των δερμάτων με σβησμένο ασβέστη, που χαλαρώνει τους θυλάκους των τριχών και φουσκώνει τις ίνες. Κατόπιν διπλώνει τα δέρματα με την τρίχα προς τα έξω και τα στοιβάζει "να κοιμηθούν στη σκιά" για 3 ή 4 ημέρες. Έτσι διατηρούνται ζεστά για να μπορέσει να δράσει ο ασβέστης. Τον ασβέστη τον άπλωναν με τον "ντεβερέ" μια τρίχινη βούρτσα και μετά μαδούσαν τις τρίχες με τα χέρια. Ήταν μια διαδικασία στην οποία έπαιρναν μέρος όλα τα μέλη της οικογένειας (γυναίκες, παιδιά). Το μαλλί το πουλούσαν κερδίζοντας κάποια επιπλέον χρήματα.
Φάση 6η: Ασβέστωμα
Μετά την αποτρίχωση ακολουθεί το ασβέστωμα. Ο βυρσοδέψης τοποθετεί τα δέρματα, χωρίς να τα ξεπλύνει, ανοιχτά το ένα πάνω στο άλλο, στις "αβλισταριές" ή "ασβεστερά" δηλαδή σε στέρνες σκαμμένες στη γη, που περιέχουν σβησμένο ασβέστη. Ο ασβέστης δίνει πάχος στα δέρματα, δηλαδή τα φουσκώνει, αλλά και τα μαλακώνει. Ανάλογα με την τελική χρήση τους θα μείνουν εκεί από 3 έως 5 ή ακόμα και 8 ημέρες. Κάθε πρωί ο βυρσοδέψης τα "μπατάρει", τα ακουμπά δηλαδή στο χείλος του "ασβεστερού", τα ανακατεύει, ανανεώνει αν χρειάζεται τον ασβέστη και το βράδυ τα ξαναβουτά σε αυτόν.
Φάση 7η: Ξύρισμα
Ο ασβέστης έχει χαλαρώσει τους πόρους και έχει ανοίξει περισσότερο τους θυλάκους των τριχών ώστε να απαλλαγούν πλήρως από τις ρίζες που έχουν μείνει στο χόριο μετά το μάδημα. Επίσης πλέον απορροφάται καλύτερα η τανίνη. Η ρίζα της τρίχας, η "κάσα" αφαιρείται με μαχαίρι πολύ ακονισμένο, κοφτερό σαν ξυράφι. Ο βυρσοδέψης απλώνει τα δέρματα στο καβαλέτο και τα ξυρίζει ένα-ένα, περνώντας το μαχαίρι πλάγια, ξυστά στην επιφάνεια της έξω όψης του δέρματος. Έτσι μένει ο "τουλάς" δηλαδή το καθαρό δέρμα.
Φάση 8η: Απασβέστωση
Η πλήρης απασβέστωση του δέρματος γίνεται πολύ προσεκτικά πριν τη δέψη, γιατί η ένωση των πιθανών καταλοίπων του ασβέστη με τις τανίνες αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στο δέρμα. Η διαδικασία της απασβέστωσης αρχίζει με καλό πλύσιμο σε άφθονο τρεχούμενο νερό ή μέσα στο εργαστήριο ή έξω σε ποτάμι ή σε πηγή, όπου δύο άτομα κουβαλούν τα δέρματα στο "σιρίτι" ή στην "καζάκα" (είδος φορείου στο οποίο αυτά στοιβάζονται). Η ολοκλήρωση της απασβέστωσης γίνεται με την κατεργασία του δέρματος με "σαμά" (περιττώματα σκύλων) που έχει την ιδιότητα να απομακρύνει τον ασβέστη και να λιπαίνει κατάλληλα το δέρμα.
Ο βυρσοδέψης έριχνε "σαμά" στο χλιαρό νερό της "σαμόλιμπας", τοποθετούσε τα δέρματα και τα γύριζε δύο φορές την ημέρα, μια το πρωί και μια το βράδυ, επί 2 ή 3 ημέρες, μέχρι να βγει εντελώς ο ασβέστης. Το δέρμα πρέπει να δουλευτεί καλά με τον "σαμά" γιατί αλλιώς γίνεται "στάνιο" δηλαδή σκληρό και σκίζεται. Επειδή όμως ο "σαμάς" είναι διαβρωτικός τα δέρματα πρέπει να βγουν την κατάλληλη στιγμή, γιατί αλλιώς διαλύονται. Μετά τον "σαμά" πλένονταν και πάλι σε καθαρό, τρεχούμενο νερό.
Το δεύτερο στάδιο της επεξεργασίας των δερμάτων είναι η ΔΕΨΗ, (το άργασμα), που σταματά τη σήψη του δέρματος και του προσδίδει αντοχή
ΔΕΨΗ
Δεψικά υλικά
Τα φυτικά δεψικά υλικά είναι κυρίως το “καπάκι” από το βελανίδι, ο φλοιός του πεύκου, της καστανιάς και της ρίζας του πουρναριού, τα ξερά φύλλα του σκίνου και του φυτού ρούδι (ρους ο βυρσοδεψικός). Κάθε φυτό δίνει το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα, γι΄ αυτό και το δεψικό μίγμα παρασκευάζεται ανάλογα με τη μελλοντική χρήση των δερμάτων. Τα υλικά αυτά για να χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι τριμμένα σε χοντρό κόκκο. Για τον σκοπό αυτό, εκτός από τον μύλο με ζώο που υπήρχε στα οργανωμένα ταμπάκικα, υπήρχε και το χειροκίνητο λιθάρι.
Φάση 1η: Πρώτο Φαΐ
Στην προβιομηχανική φυτική κατεργασία οι βυρσοδέψες χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη φυτικά δεψικά υλικά, που περιέχουν μεγάλο ποσοστό τανίνης, τριμμένα σε χοντρό κόκκο. Το τριμμένο δεψικό υλικό διαλύεται σε ζεστό νερό, στις “λίμπες”, για να βγάλει την τανίνη (θερμίζεται) και μετά αφήνεται να κρυώσει, καθώς τα δέρματα καίγονται αν έρθουν σε επαφή με πολύ ζεστό νερό. Η αναλογία βελανιδιού και άλλων υλών (π.χ. πεύκου) εξαρτιόταν από τη μελλοντική χρήση του δέρματος. Ο βυρσοδέψης βάζει τα δέρματα πλυμένα στη “λίμπα” ένα-ένα και τα τυλίγει κυλινδρικά, κλείνοντας στο εσωτερικό το “φαΐ”, το μείγμα δηλαδή των δεψικών υλικών. Η κάθε “λίμπα” ανάλογα με το μέγεθός της χωράει το πολύ 30 δέρματα. Οι πλευρές της είναι καμπύλες, συγκλίνουν δηλαδή προς το κέντρο, για να διευκολύνεται η ανάδευση των δερμάτων. Επί 7 ημέρες, κάθε πρωί, ο βυρσοδέψης ανασηκώνει και ξεδιπλώνει τα δέρματα ένα-ένα και μετά τα ξανατυλίγει, κλείνοντας μέσα καινούργιο “φαΐ".
Φάση 2η: Δευτέρωμα
Την όγδοη μέρα ο βυρσοδέψης βγάζει τα δέρματα από τη “λίμπα”. Τα “ξεζουμίζει”, δηλαδή τα πιέζει και τα ξύνει στο καβαλέτο με το “σίδερο” για να βγάλουν το περίσσευμα από το πρώτο μείγμα βελανιδιού, να ισιώσουν και να τεντώσουν, αλλά και για να κόψει ορισμένα “λέσια”. Ύστερα τα “δευτερώνει”, τα ξαναβάζει δηλαδή στις “λίμπες”, σε καινούριο μείγμα, λίγο δυνατότερο, ή και της ίδιας δύναμης με το πρώτο, ανάλογα με το πόση τανίνη διαπότισε τα δέρματα την πρώτη φορά. Κάθε ημέρα επαναλαμβάνει το τύλιγμα και την ανατροφοδοσία των δερμάτων, όπως κατά την πρώτη φάση. Την όγδοη ημέρα ελέγχει αν τα δέρματα “αργαστήκανε” ικανοποιητικά, αν έχουν δηλαδή απορροφήσει επαρκή ποσότητα τανίνης. Ο έλεγχος που γίνεται με το μάτι απαιτεί μεγάλη πείρα. Οι άπειροι βυρσοδέψες, αλλά και οι έμπειροι, όταν δεν είναι σίγουροι κάνουν μια μικρή τομή στην άκρη του δέρματος. Αν το δέρμα δεν έχει "αργαστεί" αφήνει μιαν άσπρη γραμμή στη μέση της τομής του, τη γραμμή αδεψίας, οπότε είναι ευαίσθητο και καταστρέφεται εύκολα. Μετά το "δευτέρωμα" τα δέρματα ξεπλένονται ελαφρά και στραγγίζουν για 1 ή 2 ημέρες στις "γαϊδάρες".
Φάση 3η: Λάδωμα
Ο βυρσοδέψης αλείφει στον πάγκο, την έξω όψη των δερμάτων με ελαιόλαδο. Ύστερα τα απλώνει στη σκιά (γιατί ο ήλιος τα μαυρίζει) στις "κρεμαντάλες" ή στα δοκάρια του εργαστηρίου, όπου στεγνώνουν ώσπου να "κερώσουν", δηλαδή να ξεραθούν εντελώς. Στην κατάσταση αυτή, ως ημικατεργασμένα δέρματα μπορούν να διατηρηθούν αρκετό καιρό χωρίς να πάθουν τίποτα. Στο τέλος της φάσης αυτής ο βυρσοδέψης ξεχωρίζει τα δέρματα σε ποιότητες.
Στο τρίτο πλέον στάδιο της επεξεργασίας, τη ΜΕΤΑΔΕΨΗ, τα δέρματα παίρνουν την τελική μορφή τους.
ΜΕΤΑΔΕΨΗ
Φάση 1η: Προετοιμασία
Ο βυρσοδέψης εμβαπτίζει τα δέρματα σε αραιό μείγμα τανίνης. Ύστερα τα “σκεφίζει” από τη μέσα όψη, τους δίνει δηλαδή ομοιόμορφο πάχος με το κατάλληλο μαχαίρι, τον “σκεφέ”. Αφού στραγγίσουν από τα νερά, ο βυρσοδέψης τα τεντώνει στον πάγκο με την “ντουναλέτα”, στομωμένη λάμα από σίδερο. Ειδικά για τα δέρματα που θα μείνουν άβαφα, η λάμα της “ντουναλέτας” πρέπει να είναι από μπρούτζο, που δεν οξειδώνεται και επομένως δεν αφήνει σημάδια. Κατόπιν τα στεγνώνει στον αέρα και τα ξαναπερνά από την “ντουναλέτα” για να ισιώσουν, ενώ παράλληλα τα “ξελουρίζει”, κόβει δηλαδή με το κατάλληλο ψαλίδι τα ξέφτια, που έχουν δημιουργηθεί στο δέρμα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του.
Φάση 2η: Τελειώματα
Tα δέρματα που θα βαφούν περνούν πρώτα από αραιό μείγμα καραμπογιάς που αποτελεί τη βάση της βαφής. Αφού περάσουν από την “ντουναλέτα” ο βυρσοδέψης περνά με βούρτσα στον πάγκο το δεύτερο και τελικό χέρι της βαφής και αμέσως μετά απλώνει και πάλι τα δέρματα για να στεγνώσουν. Ύστερα τα “δευτερώνει” με την “ντουναλέτα” και τα “ξελουρίζει” όπως και τα άβαφα δέρματα. Στο “τεζάχι” γυαλίζει και διακοσμεί τα δέρματα, πιέζοντάς τα με το “παγασάκι”, ξύλινο ραβδί τυλιγμένο με σπάγκο, που αφήνει ραβδώσεις στην έξω όψη. Το “συρντάνι” δηλαδή η πέτρα που κρεμόταν στην άκρη του δέρματος, χρησίμευε για βαρίδι, ώστε να προχωρεί το δέρμα πάνω στο “τεζάχι”. Αμέσως μετά περνά τον “φελλό” από την πίσω όψη του διπλωμένου δέρματος και μάλιστα τον πιέζει ακριβώς στην τσάκιση του διπλώματος. Ο “φελλός” δίνει στο δέρμα την υφή του κόκκου (σπυριού). Τέλος το γυάλισμα στη “μάκενα” ήταν μια ακόμη διαδικασία φινιρίσματος.
Στη συνέχεια ένα λιθόστρωτο δρομάκι και μερικά πέτρινα σκαλιά μας οδήγησαν στον μπαρουτόμυλο.
Η ΜΠΑΡΟΥΤΗ
Η μαύρη μπαρούτη (πυρίτις) είναι εκρηκτική ύλη, μείγμα ομοιογενές από 75% νίτρο (νιτρικό κάλιο, ΚΝΟ3), κάρβουνο (άνθρακα, C) και 10% θειάφι (θείο, S). Κατά την ανάφλεξή της, το κάρβουνο προσφέρει την καύσιμη ύλη, το θείο την άμεση ανάφλεξη και γρήγορη καύση όλου του μείγματος, ενώ το νίτρο προσφέρει το οξυγόνο για την καύση του κάρβουνου και για τον σχηματισμό οξειδίων αζώτου, που ο μεγάλος όγκος τους προκαλεί την εκτόνωση και τη βίαιη προώθηση του βλήματος. Η μπαρούτη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Κινέζους (γύρω στο 1230) και απέκτησε την αποτελεσματική της σύσταση κατά την περίοδο 1280-1320.
Από τον 14ο αιώνα, εποχή ευρύτερης διάδοσης των πυροβόλων όπλων και έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται άμεσα για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας της μπαρούτης. Έτσι οργανώνουν με ιδιαίτερη φροντίδα ένα διπλό δίκτυο: τους νιτροσυλλέκτες (βοτανιαρέους) δηλαδή χωρικούς, που συλλέγουν για την κεντρική εξουσία κυρίως, τη βασική πρώτη ύλη και παράγουν το ακάθαρτο νίτρο και τα πυριτιδοποιεία, συνήθως κοντά σε αστικά κέντρα. Η πιο προηγμένη δυνατή τεχνολογία και η εντατικοποίηση της παραγωγής επιχειρούν να καλύψουν τις επιτακτικές ανάγκες, ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλων συγκρούσεων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε συνεχείς πολέμους και με εξελιγμένο πυροβολικό, εφαρμόζει το σύστημα της φορολογίας σε νίτρο στα χωριά του Μοριά, ήδη από τον 16ο αιώνα. Η Δημητσάνα, ένα από αυτά, συνεχίζει τον 17ο και 18ο αιώνα, τη συλλογή του νίτρου και έχει μικρή οικοτεχνική παραγωγή μπαρούτης με γουδιά.
Το 1819, όταν προετοιμάζεται η Επανάσταση και επιζητείται να καλυφθεί η μεγάλη ανάγκη σε μπαρούτη, η παράδοση αυτή αξιοποιείται. Η ορεινή, απόμακρη αυτή τοποθεσία έχει, εκτός από την τεχνογνωσία της συλλογής του νίτρου και της κατασκευής της μπαρούτης, καύσιμη ύλη, άφθονη υδρενέργεια, καθώς και γνώση της εκμετάλλευσής της.
Η συγκυρία του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναδεικνύει και δοξάζει τη Δημητσάνα. "Μπαρούτη είχαμε" γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, "έκαμνε η Δημιτζάνα". "Του μπαρουτιού την υπόθεση την είχαν πάρει απάνου τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, συνεχίζει ο Κολοκοτρώνης και δια να δουλεύουν το μπαρούτι δεν επαίρναμε πολλούς Δημιτζανίτες στο στρατόπεδο".
ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Μοναδική πηγή για την απόκτηση νίτρου, από τον 14ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα είναι τα φυσικά μείγματα νίτρου. Εμπεριέχονται σε ζωικά περιττώματα και σε υγρές φυτικές ύλες που αποσυντίθενται αργά σε ασβεστολιθικά δάπεδα ή τοίχους. Από εκεί οι νιτροσυλλέκτες (βοτανιαρέοι) τα μάζευαν με σάρωθρα ή με σιδερόφτυαρα και έβγαζαν το ακάθαρτο νίτρο σε μεγάλες ποσότητες, το οποίο και πρόσφεραν αντί αμοιβής, ή ως φόρο στην κεντρική κατά κανόνα εξουσία. Τα κρατικά πυριτιδοποιεία μετέτρεπαν το ακάθαρτο νίτρο σε καθαρό και κατασκεύαζαν με αυτό, μαζί με το θείο και το κάρβουνο, την μπαρούτη. Ελάχιστες ποσότητες διοχετεύονταν στην οικοτεχνική παραγωγή, για κάλυψη τοπικών αναγκών (άμυνα κατά των ληστών, κυνήγι, εορταστικές εκδηλώσεις).
Η παραγωγή ακάθαρτου νίτρου απαιτούσε συλλογή των υλών, που περιείχαν φυσικά μείγματα νίτρου, αφθονία νερού και καύσιμης ύλης, στοιχειώδη εξοπλισμό (κοφίνια, καζάνια), καθώς και γνώση της σύνθετης διαδικασίας, η οποία περιλάμβανε τρεις φάσεις:
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΠΑΡΟΥΤΗΣ
Η διαδικασία παραγωγής της μπαρούτης γνωρίζει συνεχείς αλλαγές ως προς τον χρησιμοποιούμενο εξοπλισμό και τις αντίστοιχες πηγές ενέργειας, την ποιότητα και τις αναλογίες των πρώτων υλών, καθώς και την επεξεργασία τους. Η πυριτιδοποιία, ως πολεμική βιομηχανία, βρίσκεται συνεχώς στην πρωτοπορία, αλλά από χώρα σε χώρα, οι ρυθμοί εξέλιξής της και η ποιότητα μηχανών και προϊόντων διαφέρουν. Τον 15ο αιώνα, η εισαγωγή της κοκκοποίησης, της μορφοποίησης δηλαδή του μείγματος σε κόκκους (πρώτη προσπάθεια το 1440), έδωσε στην μπαρούτη καλύτερη σύσταση και ταχύτερη καύση.
Με τη βοήθεια διαφορετικών κόσκινων κοκκοποιούνταν και διαχωριζόταν σε κόκκους διαφορετικής σύστασης και μεγέθους (δηλαδή ποιότητας) σε αντιστοιχία με το είδος του όπλου, στο οποίο θα χρησιμοποιούνταν. Γύρω στο 1680 προστέθηκε στη διαδοχή των σταδίων παραγωγής η φυσική (χωρίς γραφίτη) λείανση, που αφαιρούσε τα εξογκώματα από την επιφάνεια των κόκκων και αύξανε ίσως λίγο το ειδικό βάρος τους, βελτιώνοντας έτσι τις συνθήκες της διαχείρισής της (αποθήκευση, μεταφορά) αλλά και της χρήσης της (ανάφλεξη, ισχύς). Τη διαδικασία συμπλήρωνε η εκκόνιση, το κοσκίνισμα για την αφαίρεση της σκόνης. Παράλληλα είχε γενικευτεί η χρήση των υδροκίνητων μύλων με κοπάνια.
Οι υδροκίνητοι μύλοι, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα γνωρίζουν στην Ευρώπη δύο βελτιώσεις: τις κολουροκωνικές μυλόπετρες, που έρχονται στη Δημητσάνα στις αρχές του 20ου αιώνα και το ζεύγος από όρθιες μυλόπετρες που γυρίζουν σε σταθερό αλώνι, που δεν ήρθε ποτέ στη Δημητσάνα. Στα χρόνια του Αγώνα (1821-1828), η παραγωγή μπαρούτης στη Δημητσάνα ακολουθεί τις καθιερωμένες πρακτικές, χωρίς τις βελτιώσεις της συμπίεσης του προϊόντος και της χρήσης του γραφίτη στη λείανση που παρατηρούνται αλλού.
Ο ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΣ
Ο μπαρουτόμυλος με κοπάνια ανήκει στην ομάδα των υδροκίνητων μηχανών που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους τη μετατροπή, μέσω εκκεντροφόρου άξονα, της περιστροφικής κίνησης της κατακόρυφης φτερωτής σε παλινδρομική κίνηση των κοπανιών. Στην ομάδα αυτή ανήκουν το μαντάνι, το νεροπρίονο, το υδροκίνητο λιοτρίβι, ο χαρτόμυλος και τα παλαιότερα μηχανήματα θρυμματισμού των μεταλλευμάτων και του κάρβουνου.
Η προετοιμασία του Αγώνα του 1821, που προβλεπόταν ότι θα έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες μπαρούτης, οδηγεί στη δημιουργία μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα (1819) και στα γύρω χωριά (Άβουρα, Δίβρη). Οι μπαρουτόμυλοι ήταν απαραίτητοι για τη λειοτρίβηση (λεπτό θρυμματισμό) των τριών πρώτων υλών της μπαρούτης (νίτρου, κάρβουνου και θείου) και για τη συσσωμάτωσή τους σε ομοιογενές μείγμα. Από τις αναγκαίες πρώτες ύλες, η βασικότερη ως προς τον όγκο (75%) και δυσκολότερη ως προς την απόκτηση ήταν το νίτρο. Το κάρβουνο παραγόταν επιτόπου από ορισμένους θάμνους ή από τα λεπτά, γεμάτα χυμούς, κλαδιά ορισμένων νεαρών δέντρων. Αυτά ανθρακοποιούνταν στον λάκκο ή καίγονταν σε ανοιχτό χώρο και σβήνονταν με νερό, πριν προχωρήσει η καύση τους. Το κάρβουνο έπρεπε να ανάβει με φλόγα και να καίγεται γρήγορα με ελάχιστη στάχτη. Το θείο εισαγόταν από τη Σικελία και τη νότια Ιταλία. Κονιοποιούνταν στον μύλο και κοσκινιζόταν πριν αναμειχθεί με τις δύο άλλες πρώτες ύλες στα γουδιά του μπαρουτόμυλου.
Επιστρέφοντας στο parking μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε ψηλά, για να δούμε τη Δημητσάνα από την κορυφή του λόφου, όπου δεσπόζει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Από εκεί φαίνεται ολόκληρο το χωριό, η χαράδρα του Λούσιου, το οροπέδιο της Μεγαλόπολης και ο Ταύγετος. Ο δρόμος είναι στενός αλλά ασφαλτοστρωμένος. Όμως ένα μικρό τμήμα του, πριν καταλήξει στην κορυφή του λόφου είναι κακοτράχαλος χωματόδρομος. Ξελύσαμε το σκουριασμένο σύρμα που κρατούσε δεμένη τη χαμηλή σιδερένια πορτούλα και μπήκαμε στον χορταριασμένο περίβολο της εκκλησίτσας.
Ο ναός είναι συνδεδεμένος στη μνήμη των Δημητσανιτών, με την ιστορική μάχη της Δημητσάνας, στις 30 Αυγούστου 1948, δεδομένου ότι από εκεί ξεκίνησε η επίθεση των ανταρτών και τα φυλάκια κράτησαν την άμυνα επί ώρες, ώστε να μην καταλάβουν το χωριό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εικόνα της Αγίας Παρασκευής, ενώ έχει δεχτεί περίπου 80 σφαίρες κατά τη μάχη, καμία δεν έχει αγγίξει το πρόσωπό της.
Ανεβαίνοντας τον δρόμο είχαμε πάρει μια μικρή γεύση της θέας, αλλά όταν φτάσαμε στην άκρη του λόφου το θέαμα που αντικρίσαμε μας άφησε άφωνους.
Απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής πάνω στα βράχια είναι στημένο το μνημείο για τη μάχη του εμφυλίου, στις 30/08/1948.
Η περιοχή είναι επίσης ξακουστή για το ποτάμι της, τον Λούσιο αλλά και για τα μοναστήρια της. Το φαράγγι του Λούσιου είναι πραγματικός πλούτος για την Αρκαδία. Είναι ένα μέρος φορτισμένο ιστορικά και θρησκευτικά, μια περιοχή σπάνιας φυσικής ομορφιάς, ένα από τα πιο επιβλητικά φαράγγια της Ελλάδας. Επίσης, είναι γνωστό σαν το "Άγιο Όρος της Πελοποννήσου", λόγω των πολλών και ιστορικών μοναστηριών, ασκηταριών και εκκλησιών του.
Ο Λούσιος ποταμός που διασχίζει το φαράγγι, οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τη μυθολογία και τις αναφορές του περιηγητή Παυσανία, στο ότι ο νεογέννητος Δίας, λούστηκε κρυφά από τον Κρόνο στις πηγές του ποταμού (Πηγές των Αθανάτων), από τις νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα. Το ποτάμι περνά δυτικά από τη Δημητσάνα και καταλήγει στον Αλφειό, 2.5 Km βορειοδυτικά της Καρύταινας, έχοντας διανύσει 26 Km και διασχίζει ένα από τα ωραιότερα φαράγγια της χώρας.
Η Μονή Φιλοσόφου είναι μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στη χαράδρα του Λούσιου, νότια της Δημητσάνας. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στην απόδοση της εορτής, στις 23 Αυγούστου. Είναι χτισμένη στη δυτική πλευρά του φαραγγιού και αποτελείται από δύο μοναστηριακά συγκροτήματα, ένα παλαιό και ένα νέο, τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους.
Η παλαιά Μονή Φιλοσόφου είναι η πιο ιστορική και παλαιά Μονή της Αρκαδίας και από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 963 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο από τη Δημητσάνα, τον επονομαζόμενο «Φιλόσοφο», ο οποίος ήταν γραμματέας («Πρωτοκρίτης») του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Από το προσωνύμιό του πήρε και η Μονή το όνομά της. Ήταν χτισμένη στο εσωτερικό μιας σπηλιάς, πάνω από μια απόκρημνη χαράδρα και σήμερα διατηρείται μόνο ένα μικρό εκκλησάκι Βυζαντινής τεχνοτροπίας του 10ου αιώνα με τις αξιόλογες τοιχογραφίες του. Στη Μονή λειτούργησε "η Σχολή της Δημητσάνας" και το Κρυφό Σχολειό, με πρωτεργάτες τον Γρηγόριο τον Ε' και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Η Νέα Μονή ιδρύθηκε το 1691 σε απόσταση 400 μέτρων από την Παλαιά, μαζί με αρκετά κελιά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βυζαντινές τοιχογραφίες.
Η διάσχιση του φαραγγιού είναι μια μοναδική εμπειρία για τον επισκέπτη. Σε παλαιότερο ταξίδι ξεκινήσαμε την πεζοπορία από τη Μονή Φιλοσόφου και μετά από 1,7 Km διαδρομής μέσα στο φαράγγι φτάσαμε στην πασίγνωστη Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Οι παρακάτω φωτογραφίες δείχνουν την αρχή της πεζοπορικής διαδρομής από τη Μονή Φιλοσόφου προς τη Μονή Τιμίου Προδρόμου του παλαιότερου ταξιδιού μας:
Σε αυτό όμως το ταξίδι, λόγω έλλειψης χρόνου επισκεφθήκαμε μόνο τη Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ξεκινώντας από τη Δημητσάνα με το αυτοκίνητο και ακολουθώντας μια αρκετά δύσκολη διαδρομή, με συνεχείς στροφές φτάσαμε σε ένα πλάτωμα όπου αφήσαμε το αυτοκίνητο.
Ένα μονοπάτι 800 μέτρων που κρέμεται πάνω από το ποτάμι και κινείται μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο οδηγεί στη Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Η Μονή Τιμίου Προδρόμου Αρκαδίας ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τον 8ο αιώνα. Εκεί, ίσως υπήρξε κατά τα αρχαία χρόνια βωμός και σπήλαιο του θεού Πάνα, το οποίο είδε ο Παυσανίας στα αριστερά του δρόμου, που ένωνε την Αρχαία Τεγέα με τη Λακεδαίμονα. Από μεταγενέστερη επιγραφή στην είσοδο του μοναστηριού, η ιστορική του παρουσία ξεκινάει το 1126. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν χτιζόταν το μοναστήρι, ένας μάστορας γκρεμίστηκε μαζί με ένα πελεκημένο λιθάρι. Όταν οι υπόλοιποι κατέβηκαν για να τον μαζέψουν, τον είδαν να ανεβαίνει το μονοπάτι με το λιθάρι στον ώμο.
Κατά την Επανάσταση, το μοναστήρι, λόγω της απρόσιτης θέσης του χρησίμευσε ως ορμητήριο εναντίον των Τούρκων, ως στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά και ως καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού. Τον Μάϊο του 1821, οι μοναχοί συμμετείχαν ενεργά στις μάχες των Δολιανών και των Βερβένων. Το 1826, ο Ιμπραήμ Πασάς πολιόρκησε 2 φορές τη Μονή χωρίς αποτέλεσμα. Σήμερα η Μονή είναι ανδρική.
Γαντζωμένη κυριολεκτικά πάνω σε κάθετο βράχο κόβει την ανάσα του επισκέπτη μόλις την αντικρίσει.
Περάσαμε την είσοδο και ανεβήκαμε κάμποσα σκαλιά, που μας οδήγησαν στο σκοτεινό και επιβλητικό εσωτερικό του μοναστηριού. Από το εσωτερικό εκκλησάκι της Μονής ακούγονταν ψαλμωδίες, μάλλον έψελναν τον Εσπερινό. Όταν ένας μοναχός μας είδε από το μικρό παραθυράκι της εκκλησίας, μας είπε ότι μπορούσαμε να βγάλουμε τις μάσκες που φορούσαμε, αλλά εμείς δεν το κάναμε, παρά μόνο όταν βγήκαμε έξω στο μπαλκόνι, το οποίο κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το βαθύ φαράγγι του Λούσιου ποταμού.
Έξω στο στενό μπαλκόνι που κρέμεται στο κενό, ακούσαμε το βουητό του νερού να φτάνει στα αυτιά μας, σαν να βρισκόμασταν δίπλα στο ποτάμι.
Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο χωριό Καλονέρι και νοτιότερα στην περιοχή της Αρχαίας Θεισόας. Το φαράγγι χαρακτηρίστηκε το 1997 περιοχή ενιαίου αρχαιολογικού χώρου και προστατεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού.
Αποχωρήσαμε από τη Μονή όταν ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα πανύψηλα βουνά.
Ακολουθώντας ξανά το μονοπάτι μας συντρόφευαν τα χρώματα του δειλινού.
Η φιδίσια διαδρομή μέχρι τον κεντρικό δρόμο μας φάνηκε ατελείωτη, αλλά η έκρηξη των χρωμάτων του ηλιοβασιλέματος μας αντάμειψε με πλούσιες εικόνες.
Όταν φτάσαμε στη Στεμνίτσα είχε απλωθεί το βαθύ σκοτάδι.
Μια εξόρμηση με αφετηρία το Δάρα Αρκαδίας ξεκίνησε το Σάββατο 10/10/2020 για τη Δημητσάνα Αρκαδίας. Ακολουθήσαμε την επαρχιακή οδό Τρίπολης-Ολυμπίας, η οποία περνάει λίγο έξω από τη Βυτίνα και όταν φτάσαμε στον οικισμό Καρκαλού, ο οποίος σηματοδοτεί την Πύλη εισόδου στη Δημητσάνα, στρίψαμε αριστερά, ακολουθώντας πλέον την επαρχιακή οδό Δημητσάνας-Καρκαλούς.
Λίγο πριν μπούμε στο χωριό είδαμε στα δεξιά του δρόμου ένα view point, δηλαδή ένα πέτρινο μπαλκόνι χτισμένο στην άκρη της χαράδρας. Κατεβήκαμε και φτάνοντας στην άκρη της πεζούλας, η πρώτη αίσθηση που ενεργοποιήθηκε ήταν αυτή της ακοής, αφού έφτασε στα αυτιά μας το βουητό του νερού, που κυλάει αδάμαστο, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, κάτω χαμηλά στη χαράδρα. Αμέσως μετά σειρά είχε η αίσθηση της όρασης, αφού μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώθηκε η Δημητσάνα, η οποία είναι σκαρφαλωμένη πάνω στη λοφοράχη, σε υψόμετρο 946 μέτρων.
Η Δημητσάνα είναι ιστορικό χωριό, πρωτεύουσα της επαρχίας Γορτυνίας του Νομού Αρκαδίας. Με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης αποτελεί έδρα του Δήμου Γορτυνίας. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 342 κάτοικοι, ενώ το 2001 είχε 611 κατοίκους. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
Στη θέση της σημερινής Δημητσάνας υπήρχε η αρχαία Αρκαδική πόλη Τεύθις, η οποία είχε συμμετάσχει στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά και στον εποικισμό της Μεγαλόπολης. Η χρονική περίοδος που μετονομάστηκε η Τεύθις σε Δημητσάνα δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, η ονομασία Δημητσάνα θεωρείται ότι έχει σλαβική προέλευση. Πολλοί ερευνητές διαφωνούν, ενώ άλλοι είναι υπέρμαχοι αυτής της άποψης, δεδομένου ότι σλαβική ρίζα έχουν οι ονομασίες και άλλων κοντινών χωριών, όπως το Ζιγοβίστι, η Ζάτουνα, η Στεμνίτσα κ.ά.
Από τα τμήματα του τείχους της αρχαίας Τεύθιδος που εντοπίζονται μέσα στο χωριό φαίνεται πως η Δημητσάνα κατέχει ακριβώς την ίδια θέση με την αρχαία πόλη, η ακρόπολη της οποίας βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, στις συνοικίες του Κάστρου και της Πλάτσας.
Διασχίσαμε το πέτρινο γεφύρι που φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία και μπήκαμε στο χωριό.
Ο δρόμος μετά το γεφύρι γίνεται ανηφορικός, αφού όπως περιέγραψα λίγο πριν, η Δημητσάνα είναι σκαρφαλωμένη και απλωμένη μεταξύ δύο λόφων και οδηγεί στην καρδιά του πέτρινου κοσμήματος του Νομού Αρκαδίας. Εδώ είναι αραδιασμένα στη σειρά καλόγουστα μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα και γλυκά, σουβενίρ, ταβέρνες, καφέ και μπαράκια.
Το χωριό ήταν ολοζώντανο, με πολλούς επισκέπτες να γεμίζουν όλα τα μαγαζιά. Από τη μια ενθουσιαστήκαμε που είδαμε τον κόσμο να χαίρεται τις βόλτες του και να απολαμβάνει το φαγητό του στις ταβέρνες, από την άλλη όμως δυσκολευτήκαμε λίγο με το parking του αυτοκινήτου, αφού στο χωριό οι χώροι στάθμευσης είναι πολύ περιορισμένοι.
Ξεκινήσαμε τη γνωριμία μας με τη Δημητσάνα ανηφορίζοντας στα στενά πέτρινα δρομάκια. Η βόλτα στα σοκάκια, μας έκανε να κατανοήσουμε την αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική, με τα αρχοντικά πέτρινα σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία είναι αναστηλωμένα και σήμερα στεγάζουν σύγχρονους ξενώνες.
Ολόκληρο το χωριό κυριαρχείται από καλοφτιαγμένα δαιδαλώδη, πέτρινα καλντερίμια και πολλά σκαλιά ιδανικά για ατελείωτους περιπάτους.
Στο κέντρο της αγοράς της Δημητσάνας βρίσκεται το καλλιμάρμαρο και μεγαλοπρεπές ωρολογοστάσιο, που φιλοξενεί το “Ρολόι της Δημητσάνας”. Το ρολόι στάλθηκε από τους Δημητσανίτες της Νέας Υόρκης γύρω στα 1900. Η θεμελίωση του έργου έγινε το έτος 1928, ενώ ολοκληρώθηκε το 1934. Ανηφορίσαμε για να το θαυμάσουμε από κοντά.
Στη συνέχεια συναντήσαμε τη Βιβλιοθήκη & το Λαογραφικό Μουσείο με τα ανεκτίμητης αξίας ιστορικά χειρόγραφα και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στην Πλατεία της Δημητσάνας δίπλα στο δημοτικό σχολείο.
Στο ίδιο σημείο δεσπόζει η Μητρόπολη του χωριού, η Αγία Κυριακή, κτίσμα του 1834 που αντικατέστησε το παλιό του 1603.
Η θέα από τον χώρο της Βιβλιοθήκης προς το χωριό και τις ψηλές βουνοκορφές της Πελοποννήσου:
Πήραμε να ανηφορίζουμε προς τον άλλο λόφο της Δημητσάνας, τον λόφο του Κάστρου
και συναντήσαμε τον ναό του Αγίου Χαραλάμπους. Την πετρόκτιστη εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στη Δημητσάνα έχτισαν Λαγκαδιανοί μάστορες, το 1832-34. Ήταν ο πρώτος Καθεδρικός Ναός της πόλης. Το Καμπαναριό του χτίστηκε το 1868.
Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, αλλά μετά από κάποιο θαύμα που αποδόθηκε στον Άγιο Χαράλαμπο, παρέμεινε πλέον ως ναός του Αγίου Χαραλάμπους. Έτσι, σήμερα ακόμη πανηγυρίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, αλλά και η μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους στις 10 Φεβρουαρίου.
Η αφιέρωση της εκκλησίας της Παναγίας στον Άγιο Χαράλαμπο πρέπει να συνέβη στα τέλη του 17ου (1687-1688) ή στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν επιδημία πανώλης είχε αφανίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Πελοπόννησο. Τότε, πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια χτίστηκαν ή αφιερώθηκαν στον Άγιο Χαράλαμπο γιατί, όπως αναφέρουν οι συναξαριστές, ο Άγιος είχε «θεόθεν» το χάρισμα να διώχνει τον «μαύρο θάνατο», δηλαδή την πανώλη.
Από το σημείο που βρίσκεται ο ναός απολαύσαμε την πολύ όμορφη θέα της Δημητσάνας, με κυρίαρχο τον Πύργο του Ρολογιού.
Στη συνοικία του Κάστρου της Δημητσάνας ορθώνεται ο ιερός ναός των Ταξιαρχών χτισμένος το 1635. Στον περίβολο του ναού κατά την Επανάσταση υπήρχαν εργαστήρια υποδημάτων και φούρνοι, που τροφοδοτούσαν τα επαναστατημένα τμήματα των Ελλήνων. Ο χώρος ανήκε στην Οικογένεια Καράκαλου, από την οποία προήλθαν 4 Πατριάρχες Ιεροσολύμων, μεταξύ των οποίων και ο Πατριάρχης Παΐσιος, το όνομα του οποίου φέρεται γραμμένο στην είσοδο του Ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.
Ο ναός έχει χτιστεί στη θέση παλαιότερου ναού κατασκευασμένου το 1635, από τον Δημητσανίτη επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκαλο, όπως φαίνεται στην κτητορική επιγραφή, που είναι εντοιχισμένη στον σύγχρονο ναό. Ανήκει στον οκταγώνιο τύπο, στον οποίο ανήκει και ο ναός της Αγίας Κυριακής και έχει ισχυρή τοιχοποιία, πάχους 1,20 μέτρων.
Ανεβήκαμε τη σιδερένια θεόστενη σκάλα που οδηγεί στο πέτρινο Καμπαναριό του ναού και απολαύσαμε ολόγυρά μας την πανοραμική θέα.
Αριστερά από τον ναό κάμποσα ανηφορικά σκαλιά οδηγούν έξω από το σπίτι του Παλαιών Πατρών Γερμανού.
Στη Δημητσάνα λειτουργούσε ιερατική σχολή που έγινε γνωστή με το όνομα «Φροντιστήριο Ελληνικών Γραμμάτων». Η σχολή λειτούργησε το 1764 και από αυτήν αποφοίτησαν πολλοί μητροπολίτες και λόγιοι, ανάμεσά τους, ο Γρηγόριος ο Ε' και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν Έλληνας ιεράρχης, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.
Αγοράσαμε παραδοσιακά γλυκά από ένα εργαστήριο, το οποίο βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο και λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια. Εγώ το θυμάμαι να υπάρχει στο ίδιο σημείο από τα νιάτα μου. Όταν χορτάσαμε τις βόλτες μας στις συνοικίες του χωριού κινήσαμε για να επισκεφθούμε το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης.
Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία, παρουσιάζοντας τις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που χρησιμοποιούν το νερό ως κύρια πηγή ενέργειας για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων. Μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα τρεχούμενα νερά έχουν αποκατασταθεί εγκαταστάσεις και υδροκίνητοι μηχανισμοί, με σκοπό τη μουσειακή αξιοποίησή τους. Κάθε αναστηλωμένο κτίριο των παλιών παραδοσιακών εργαστηρίων φιλοξενεί μόνιμη έκθεση με θεματικό περιεχόμενο, σχετικό με το εργαστήριο στο οποίο στεγάζεται.
Ωράριο λειτουργίας:
Από 1 Μαρτίου έως 15 Οκτωβρίου:
Καθημερινά (εκτός από Τρίτη) 10:00-18:00
Από 16 Οκτωβρίου έως 28 Φεβρουαρίου:
Καθημερινά (εκτός από Τρίτη) 10:00-17:00
Κλειστό: Κάθε Τρίτη, 1η Ιανουαρίου, Μεγάλη Παρασκευή (έως τις 12:00), Κυριακή του Πάσχα, 1η Μαΐου, 7 Ιουλίου (εορτή πολιούχου), 15 Αυγούστου, 25 και 26 Δεκεμβρίου.
Εισιτήριο:
Γενική είσοδος: 4 ευρώ
Το πρώτο κτίριο που συναντήσαμε στεγάζει νεροτριβή και νερόμυλο με οριζόντια φτερωτή. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να ρίξει σπόρους καλαμποκιού στη σκαφίδα και να παρακολουθήσει πως ο καρπός αλέθεται από τις μυλόπετρες και πέφτει στην αλευροδόχη.
Στο διπλανό δωμάτιο με το τζάκι στεγαζόταν το σπίτι του μυλωνά.
Απέναντι από τον μύλο κατασκευάστηκε πρόχειρο στέγαστρο, όπως αυτό που προφύλασσε το ρακοκάζανο, το οποίο στηνόταν στο ύπαιθρο μετά τον τρύγο, για την παραγωγή τσίπουρου από τα στέμφυλα.
Απέναντι από το ρακοκάζανο βρίσκεται ένα διώροφο κτίριο, η πρώην κατοικία του βυρσοδέψη, που σήμερα στεγάζει το κυλικείο του Μουσείου. Πιο χαμηλά συναντήσαμε το βυρσοδεψείο, το εσωτερικό του οποίου είναι χωρισμένο σε ζώνες, που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων.
Η @malysa σε σχόλιό της πρότεινε πολύ σωστά, στον επισκέπτη του βυρσοδεψείου, να διαθέσει χρόνο, ώστε να παρακολουθήσει το video που προβάλλεται και αναλύει όλες τις φάσεις της επεξεργασίας των δερμάτων. Εγώ στην ιστορία μπορεί να μη διαθέτω το video, αλλά μπορώ να σας παρουσιάσω με λόγια και εικόνες, ό,τι ακριβώς θα βλέπατε να περιγράφεται στο οπτικό υλικό του Μουσείου:
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Η επεξεργασία και οι χρήσεις του
Η χρήση των δερμάτων για ένδυση και υπόδηση αρχίζει από την προϊστορία. Η Γένεσις αναφέρει ότι “εποίησε Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερμάτινους και ενέδυσεν αυτούς”, ενώ πολύ αργότερα (2ος αιώνας μ.Χ. ο Παυσανίας μνημονεύει ότι οι Οζολοί Λοκροί “επειδή δεν ήξεραν να υφαίνουν ενδύματα χρησιμοποιούσαν για να προφυλάσσονται από το κρύο, ακατέργαστα δέρματα ζώων, έχοντας γυρισμένο προς τα έξω το τριχωτό μέρος".
Η βυρσοδεψία (επεξεργασία της βύρσας=δέρματος) και η χρήση των προϊόντων της ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από τα Ομηρικά χρόνια. Οι κλασικοί συγγραφείς παρέχουν πληροφορίες για τις μεθόδους της δέψης, την υποβαθμισμένη κοινωνική θέση των βυρσοδεψών και τις χρήσεις των δερμάτων. Οι ελάχιστες παραστάσεις στην αττική αγγειογραφία πληροφορούν για την οργάνωση των εργαστηρίων, τα είδη των εργαλείων και τον τρόπο κατασκευής των υποδημάτων.
Οι Βυζαντινές πηγές πληροφορούν για την ευρύτατη χρήση των δερμάτων, το εμπόριό τους, τις συντεχνίες των τεχνητών του δέρματος, τη χαμηλή κοινωνική θέση τους, αλλά και τη σημασία του δέρματος για την οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή περγαμηνών, πανάκριβης γραφικής ύλης από ειδικά δέρματα, ήταν σημαντικός κλάδος, που κάλυπτε τις ανάγκες παραγωγής κειμένων και σύνταξης εγγράφων και μετά την υιοθέτηση του χαρτιού (12ος-13ος αιώνας).
Η μεσοβυζαντινή Πελοπόννησος διέθετε σημαντικά εργαστήρια βυρσοδεψείων και βαφεία στην Πάτρα, την Κόρινθο και τη Σπάρτη. Τα τοπωνύμια “Tαμπάκικα” που διατηρούνται και σήμερα σε πολλές πόλεις, μαρτυρούν την ακμή των εργαστηρίων της βυρσοδεψίας κατά τα Nεότερα Xρόνια (15ος-19ος αιώνας) στις παρυφές πολλών πόλεων. Η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα και η Λάρισα ήταν κέντρα παραγωγής γνωστών ειδών δερμάτων και εμπορίας τομαριών. Η Θεσσαλονίκη μάλιστα ήταν και σημαντικό εξαγωγικό κέντρο. Αντίστοιχη δραστηριότητα ανέπτυσσαν για τη μικρά Ασία τα μεγάλα λιμάνια Τραπεζούς, Σινώπη, Σαμψούς και Σμύρνη. Παραγωγή, χρήση, διακίνηση και εξαγωγή των ακατέργαστων και κατεργασμένων δερμάτων ήταν αυστηρά νομοθετημένες.
Το άλμα από το παραδοσιακό ταμπάκικο σε βυρσοδεψικό εργοστάσιο έγινε τον 19ο αιώνα με την εισαγωγή νέου τύπου δερμάτων και την επέκταση των σχετικών εξαγωγών. Την περίοδο 1860-70 λειτουργούσαν στην Ερμούπολη 10-12 βυρσοδεψεία. Από αυτά τα 6 μεγαλύτερα είχαν 50-200 εργάτες. Ακολούθησε (τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα) συρρίκνωση της δραστηριότητας στη Σύρο, διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, εφαρμογή νέων μεθόδων κατεργασίας των δερμάτων και εκμηχάνιση των διαδικασιών. Σε σημαντικά κέντρα αναδεικνύονται η Αθήνα και ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και το Καρλόβασι της Σάμου.
Στον μεσοπόλεμο λειτουργούν 500-600 βυρσοδεψεία, αλλά το 80-85% είναι μικρές μονάδες με 1-5 εργαζόμενους. Από τις 80-90 μεγάλες μονάδες, οι 60 είναι εκμηχανισμένες. Ο συνολικός όγκος όμως παραγωγής παραμένει μικρός (8-10.000 τόνοι).
Το 1960 τα παλαιού τύπου εργοστάσια με τις δεξαμενές, τα εκχυλίσματα και τις ιμαντοκίνητες βαρέλες, όπως και τα παραδοσιακά ταμπάκικα έχουν ήδη παραχωρήσει τη θέση τους στη σύγχρονη βυρσοδεψική βιομηχανία, η οποία είναι εξοπλισμένη με ηλεκτρικά μηχανήματα και εξελιγμένες χημικές ύλες.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Για τη βυρσοδεψία δέρμα είναι η κατεργασμένη βύρσα (το τομάρι) ενός ζώου. Για να παραχθεί το δέρμα αυτό πρέπει το ακατέργαστο τομάρι να υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία, τη δέψη. Αυτή σταματά τη σήψη και το καθιστά αδιάβροχο και ανθεκτικό, εύκαμπτο και ελαστικό. Το δέρμα ενός θηλαστικού, στη φυσική του κατάσταση, αποτελείται από τρεις στιβάδες: την επιδερμίδα, τη δερμίδα ή χόριο και την υποδερμίδα ή υποδόριο ιστό. Η μεσαία στιβάδα, το χόριο, πυκνό δίκτυο ινών πρωτεϊνικής σύστασης με βάση το κολλαγόνο, είναι το καθεαυτό δέρμα. Κατά τις διαδικασίες της προπαρασκευής, το χόριο αποχωρίζεται από την εσωτερική και εξωτερική στιβάδα, μαλακώνει και φουσκώνει απορροφώντας νερό και ασβέστη (ή άλλες χημικές ουσίες, ανάλογα με τον τρόπο κατεργασίας). Παράλληλα αφαιρούνται οι ρίζες των τριχών από τους θυλάκους. Κατά τη δέψη, το δέρμα απορροφά τανίνη ή άλλα δεψικά υλικά, που του προσδίδουν τις απαιτούμενες ιδιότητες. Τέλος κατά τη μετάδεψη βελτιώνεται η όψη του: γυαλίζεται, βάφεται και καλλωπίζεται ανάλογα με τον τελικό προορισμό του.
Παραδοσιακές μέθοδοι δέψης είναι η φυτική κατεργασία με τανίνη, η δέψη με στύψη (εφαρμόζεται και στη γουνοποιία) και η δέψη με λίπη και έλαια, με την οποία παράγονται τα σαμουά. Σήμερα με τη συμβολή της χημείας και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων έχουν τροποποιηθεί σημαντικά οι διαδικασίες και έχει μειωθεί θεαματικά ο χρόνος κατεργασίας του δέρματος. Ο συνδυασμός κατηγορίας δέρματος και κατεργασίας δίνει μεγάλη ποικιλία τύπων και χρήσεων: δέρματα βιβλιοδεσίας, βακέτες, περγαμηνές, ιμάντες, σολοδέρματα, μαροκέν, σαμουά, σουέντ, νάπες και φόδρες. Στην έκθεση παρουσιάζονται οι προβιομηχανικές διαδικασίες κατεργασίας λεπτών δερμάτων με φυτικές δεψικές ύλες.
ΤΟ ΤΑΜΠΑΚΙΚΟ
Ένα παραδοσιακό ταμπάκικο είναι έτσι μελετημένο και κατασκευασμένο, ώστε να αξιοποιεί το νερό, τον αέρα και το φως με τον προσφορότερο τρόπο. Η συνεχής ανάγκη για νερό επιβάλλει τη χωροθέτηση των εργαστηρίων δίπλα σε ποτάμι, πηγή ή ακόμη και τη θάλασσα. Το εσωτερικό του εργαστηρίου είναι χωρισμένο σε ζώνες, που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας. Μια ζώνη είναι για τα “νερά”, τις πρώτες δουλειές της προπαρασκευής. Στην επόμενη ζώνη είναι η σειρά με τις “λίμπες” για τη δέψη. Το εργαστήριο πρέπει επίσης να διαθέτει μια ευάερη ζώνη, για το άπλωμα και το στέγνωμα των δερμάτων στη σκιά. Και τέλος πρέπει να διαθέτει μια καλά φωτισμένη γωνία για τις λεγόμενες εργασίες του πάγκου.
Η ΜΑΚΕΝΑ
Η μάκενα αποτελείται από το “μπράτσο” που είναι σπαστό και κινείται μπρος-πίσω και από το “τεζάχι” σανίδα σκεπασμένη με λωρίδα από πετσί καλά στερεωμένη σε τρίποδες. Στο “τεζάχι” τοποθετείται το δέρμα με την εξωτερική του όψη προς τα πάνω.
Το “μπράτσο” έχει κεφαλή από γυάλινο κύλινδρο, η οποία γυαλίζει το δέρμα καθώς το πιέζει με δύναμη πάνω στο “τεζάχι”. Το γυάλισμα γίνεται σε δύο χρόνους. Πρώτα ο βυρσοδέψης τοποθετεί πάνω στο δέρμα, (που το κρατά σταθερό στο “τεζάχι”) το “μπράτσο” με τον γυάλινο κύλινδρο, ενώ ένας εργάτης από απέναντι το τραβά μπροστά με σκοινί. Κατόπιν ο βυρσοδέψης “σπάει” το “μπράτσο”, δηλαδή το σηκώνει από το “τεζάχι”, το πάει πίσω και το ξανατοποθετεί πάνω στο δέρμα για να επαναληφθεί η πρώτη κίνηση. Η μάκενα ήταν στην αρχή χειροκίνητη. Μάλιστα μερικές φορές χρειάζονταν δύο άτομα να τραβούν με σκοινιά το “μπράτσο” με τον κύλινδρο. Αργότερα έγινε ιμαντοκίνητη και σήμερα είναι ηλεκτροκίνητη.
Η κατεργασία του δέρματος περιλαμβάνει τρία στάδια:
Την ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ που περιλαμβάνει 8 φάσεις.
Τη ΔΕΨΗ που περιλαμβάνει 3 φάσεις.
Τη ΜΕΤΑΔΕΨΗ που περιλαμβάνει 2 φάσεις.
ΣΤΑΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ:
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ημέρες
ΔΕΨΗ 20 ημέρες
ΜΕΤΑΔΕΨΗ 4 ημέρες
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Φάση 1η: Μαλάκωμα
Οι δορές καθαρίζονται και επανέρχεται η αρχική τους περιεκτικότητα σε νερό, ώστε να απορροφήσουν τα δεψικά υλικά.
Φάση 2η: Σκίσιμο
Το δέρμα είναι ολόκληρο ανάποδα, δηλαδή με την εσωτερική όψη προς τα έξω, όπως έχει βγει σαν "γάντι" από το σφαγμένο ζώο. Στο εσωτερικό υπάρχουν καλάμια, τα οποία έχει βάλει ο εκδορέας για να μείνει το δέρμα τεντωμένο, να μη "μαζέψει". Ο βυρσοδέψης για να το επεξεργαστεί από τις δύο όψεις πρέπει να το ανοίξει. Γι' αυτό το κρεμά από το κεφάλι σε στύλο και το σκίζει με φαλτσέτα από τον λαιμό προς την κοιλιά. Το δέρμα των ποδιών, του κεφαλιού και της ουράς κόβεται και πετιέται. Κατά το σκίσιμο ο βυρσοδέψης κάνει με τη φαλτσέτα τρύπες στην άκρη των ποδιών, για το κρέμασμα του δέρματος.
Φάση 3η: Ξελέσισμα
Η εσωτερική όψη του δέρματος (ο γουδουράς) πρέπει να καθαριστεί από τα λέσια, δηλαδή τα νεύρα, τα λίπη και τα υπολείμματα κρέατος. Τα λέσια είναι μέρος του υποδόριου ιστού. Τα μαλακά πλέον δέρματα απλώνονται στο καβαλέτο, όπου ο βυρσοδέψης ξύνει τον "γουδουρά" με το "σίδερο" δηλαδή με ένα καμπύλο, μακρύ και ελαφρώς ακονισμένο μαχαίρι με δύο λαβές, που το περνά κάθετα στην επιφάνεια, με προσοχή και επιδεξιότητα, για να μη ζοριστεί και κοπεί το δέρμα. Τα λέσια γενικά πετιούνται, εκτός από τα χοιρινά που περιέχουν αρκετό λίπος και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στην παρασκευή σαπουνιών.
Φάση 4η: Πλύσιμο
Ο βυρσοδέψης πλένει τα δέρματα καλά μετά το ξελέσισμα για να απαλλαγούν από τα υπολείμματα και να μαλακώσουν. Για τον σκοπό αυτό γεμίζει τη γούρνα με νερό, τοποθετεί λίγα-λίγα τα δέρματα και τα πατά με τα πόδια, ενώ κρατιέται από το ξύλο που κρέμεται από την οροφή. Η ίδια γούρνα χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δερμάτων και σε άλλες φάσεις της δουλειάς. Μετά το πλύσιμο, τα δέρματα στραγγίζουν στις "γαϊδάρες" μέχρι να μισοστεγνώσουν.
Φάση 5η: Αποτρίχωση
Η αποτρίχωση μιας παρτίδας δερμάτων διαρκεί 3 έως 5 ημέρες και περιλαμβάνει τις εξής διαδικασίες: ο βυρσοδέψης αλείφει τη μέσα όψη των δερμάτων με σβησμένο ασβέστη, που χαλαρώνει τους θυλάκους των τριχών και φουσκώνει τις ίνες. Κατόπιν διπλώνει τα δέρματα με την τρίχα προς τα έξω και τα στοιβάζει "να κοιμηθούν στη σκιά" για 3 ή 4 ημέρες. Έτσι διατηρούνται ζεστά για να μπορέσει να δράσει ο ασβέστης. Τον ασβέστη τον άπλωναν με τον "ντεβερέ" μια τρίχινη βούρτσα και μετά μαδούσαν τις τρίχες με τα χέρια. Ήταν μια διαδικασία στην οποία έπαιρναν μέρος όλα τα μέλη της οικογένειας (γυναίκες, παιδιά). Το μαλλί το πουλούσαν κερδίζοντας κάποια επιπλέον χρήματα.
Φάση 6η: Ασβέστωμα
Μετά την αποτρίχωση ακολουθεί το ασβέστωμα. Ο βυρσοδέψης τοποθετεί τα δέρματα, χωρίς να τα ξεπλύνει, ανοιχτά το ένα πάνω στο άλλο, στις "αβλισταριές" ή "ασβεστερά" δηλαδή σε στέρνες σκαμμένες στη γη, που περιέχουν σβησμένο ασβέστη. Ο ασβέστης δίνει πάχος στα δέρματα, δηλαδή τα φουσκώνει, αλλά και τα μαλακώνει. Ανάλογα με την τελική χρήση τους θα μείνουν εκεί από 3 έως 5 ή ακόμα και 8 ημέρες. Κάθε πρωί ο βυρσοδέψης τα "μπατάρει", τα ακουμπά δηλαδή στο χείλος του "ασβεστερού", τα ανακατεύει, ανανεώνει αν χρειάζεται τον ασβέστη και το βράδυ τα ξαναβουτά σε αυτόν.
Φάση 7η: Ξύρισμα
Ο ασβέστης έχει χαλαρώσει τους πόρους και έχει ανοίξει περισσότερο τους θυλάκους των τριχών ώστε να απαλλαγούν πλήρως από τις ρίζες που έχουν μείνει στο χόριο μετά το μάδημα. Επίσης πλέον απορροφάται καλύτερα η τανίνη. Η ρίζα της τρίχας, η "κάσα" αφαιρείται με μαχαίρι πολύ ακονισμένο, κοφτερό σαν ξυράφι. Ο βυρσοδέψης απλώνει τα δέρματα στο καβαλέτο και τα ξυρίζει ένα-ένα, περνώντας το μαχαίρι πλάγια, ξυστά στην επιφάνεια της έξω όψης του δέρματος. Έτσι μένει ο "τουλάς" δηλαδή το καθαρό δέρμα.
Φάση 8η: Απασβέστωση
Η πλήρης απασβέστωση του δέρματος γίνεται πολύ προσεκτικά πριν τη δέψη, γιατί η ένωση των πιθανών καταλοίπων του ασβέστη με τις τανίνες αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στο δέρμα. Η διαδικασία της απασβέστωσης αρχίζει με καλό πλύσιμο σε άφθονο τρεχούμενο νερό ή μέσα στο εργαστήριο ή έξω σε ποτάμι ή σε πηγή, όπου δύο άτομα κουβαλούν τα δέρματα στο "σιρίτι" ή στην "καζάκα" (είδος φορείου στο οποίο αυτά στοιβάζονται). Η ολοκλήρωση της απασβέστωσης γίνεται με την κατεργασία του δέρματος με "σαμά" (περιττώματα σκύλων) που έχει την ιδιότητα να απομακρύνει τον ασβέστη και να λιπαίνει κατάλληλα το δέρμα.
Ο βυρσοδέψης έριχνε "σαμά" στο χλιαρό νερό της "σαμόλιμπας", τοποθετούσε τα δέρματα και τα γύριζε δύο φορές την ημέρα, μια το πρωί και μια το βράδυ, επί 2 ή 3 ημέρες, μέχρι να βγει εντελώς ο ασβέστης. Το δέρμα πρέπει να δουλευτεί καλά με τον "σαμά" γιατί αλλιώς γίνεται "στάνιο" δηλαδή σκληρό και σκίζεται. Επειδή όμως ο "σαμάς" είναι διαβρωτικός τα δέρματα πρέπει να βγουν την κατάλληλη στιγμή, γιατί αλλιώς διαλύονται. Μετά τον "σαμά" πλένονταν και πάλι σε καθαρό, τρεχούμενο νερό.
Το δεύτερο στάδιο της επεξεργασίας των δερμάτων είναι η ΔΕΨΗ, (το άργασμα), που σταματά τη σήψη του δέρματος και του προσδίδει αντοχή
ΔΕΨΗ
Δεψικά υλικά
Τα φυτικά δεψικά υλικά είναι κυρίως το “καπάκι” από το βελανίδι, ο φλοιός του πεύκου, της καστανιάς και της ρίζας του πουρναριού, τα ξερά φύλλα του σκίνου και του φυτού ρούδι (ρους ο βυρσοδεψικός). Κάθε φυτό δίνει το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα, γι΄ αυτό και το δεψικό μίγμα παρασκευάζεται ανάλογα με τη μελλοντική χρήση των δερμάτων. Τα υλικά αυτά για να χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι τριμμένα σε χοντρό κόκκο. Για τον σκοπό αυτό, εκτός από τον μύλο με ζώο που υπήρχε στα οργανωμένα ταμπάκικα, υπήρχε και το χειροκίνητο λιθάρι.
Φάση 1η: Πρώτο Φαΐ
Στην προβιομηχανική φυτική κατεργασία οι βυρσοδέψες χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη φυτικά δεψικά υλικά, που περιέχουν μεγάλο ποσοστό τανίνης, τριμμένα σε χοντρό κόκκο. Το τριμμένο δεψικό υλικό διαλύεται σε ζεστό νερό, στις “λίμπες”, για να βγάλει την τανίνη (θερμίζεται) και μετά αφήνεται να κρυώσει, καθώς τα δέρματα καίγονται αν έρθουν σε επαφή με πολύ ζεστό νερό. Η αναλογία βελανιδιού και άλλων υλών (π.χ. πεύκου) εξαρτιόταν από τη μελλοντική χρήση του δέρματος. Ο βυρσοδέψης βάζει τα δέρματα πλυμένα στη “λίμπα” ένα-ένα και τα τυλίγει κυλινδρικά, κλείνοντας στο εσωτερικό το “φαΐ”, το μείγμα δηλαδή των δεψικών υλικών. Η κάθε “λίμπα” ανάλογα με το μέγεθός της χωράει το πολύ 30 δέρματα. Οι πλευρές της είναι καμπύλες, συγκλίνουν δηλαδή προς το κέντρο, για να διευκολύνεται η ανάδευση των δερμάτων. Επί 7 ημέρες, κάθε πρωί, ο βυρσοδέψης ανασηκώνει και ξεδιπλώνει τα δέρματα ένα-ένα και μετά τα ξανατυλίγει, κλείνοντας μέσα καινούργιο “φαΐ".
Φάση 2η: Δευτέρωμα
Την όγδοη μέρα ο βυρσοδέψης βγάζει τα δέρματα από τη “λίμπα”. Τα “ξεζουμίζει”, δηλαδή τα πιέζει και τα ξύνει στο καβαλέτο με το “σίδερο” για να βγάλουν το περίσσευμα από το πρώτο μείγμα βελανιδιού, να ισιώσουν και να τεντώσουν, αλλά και για να κόψει ορισμένα “λέσια”. Ύστερα τα “δευτερώνει”, τα ξαναβάζει δηλαδή στις “λίμπες”, σε καινούριο μείγμα, λίγο δυνατότερο, ή και της ίδιας δύναμης με το πρώτο, ανάλογα με το πόση τανίνη διαπότισε τα δέρματα την πρώτη φορά. Κάθε ημέρα επαναλαμβάνει το τύλιγμα και την ανατροφοδοσία των δερμάτων, όπως κατά την πρώτη φάση. Την όγδοη ημέρα ελέγχει αν τα δέρματα “αργαστήκανε” ικανοποιητικά, αν έχουν δηλαδή απορροφήσει επαρκή ποσότητα τανίνης. Ο έλεγχος που γίνεται με το μάτι απαιτεί μεγάλη πείρα. Οι άπειροι βυρσοδέψες, αλλά και οι έμπειροι, όταν δεν είναι σίγουροι κάνουν μια μικρή τομή στην άκρη του δέρματος. Αν το δέρμα δεν έχει "αργαστεί" αφήνει μιαν άσπρη γραμμή στη μέση της τομής του, τη γραμμή αδεψίας, οπότε είναι ευαίσθητο και καταστρέφεται εύκολα. Μετά το "δευτέρωμα" τα δέρματα ξεπλένονται ελαφρά και στραγγίζουν για 1 ή 2 ημέρες στις "γαϊδάρες".
Φάση 3η: Λάδωμα
Ο βυρσοδέψης αλείφει στον πάγκο, την έξω όψη των δερμάτων με ελαιόλαδο. Ύστερα τα απλώνει στη σκιά (γιατί ο ήλιος τα μαυρίζει) στις "κρεμαντάλες" ή στα δοκάρια του εργαστηρίου, όπου στεγνώνουν ώσπου να "κερώσουν", δηλαδή να ξεραθούν εντελώς. Στην κατάσταση αυτή, ως ημικατεργασμένα δέρματα μπορούν να διατηρηθούν αρκετό καιρό χωρίς να πάθουν τίποτα. Στο τέλος της φάσης αυτής ο βυρσοδέψης ξεχωρίζει τα δέρματα σε ποιότητες.
Στο τρίτο πλέον στάδιο της επεξεργασίας, τη ΜΕΤΑΔΕΨΗ, τα δέρματα παίρνουν την τελική μορφή τους.
ΜΕΤΑΔΕΨΗ
Φάση 1η: Προετοιμασία
Ο βυρσοδέψης εμβαπτίζει τα δέρματα σε αραιό μείγμα τανίνης. Ύστερα τα “σκεφίζει” από τη μέσα όψη, τους δίνει δηλαδή ομοιόμορφο πάχος με το κατάλληλο μαχαίρι, τον “σκεφέ”. Αφού στραγγίσουν από τα νερά, ο βυρσοδέψης τα τεντώνει στον πάγκο με την “ντουναλέτα”, στομωμένη λάμα από σίδερο. Ειδικά για τα δέρματα που θα μείνουν άβαφα, η λάμα της “ντουναλέτας” πρέπει να είναι από μπρούτζο, που δεν οξειδώνεται και επομένως δεν αφήνει σημάδια. Κατόπιν τα στεγνώνει στον αέρα και τα ξαναπερνά από την “ντουναλέτα” για να ισιώσουν, ενώ παράλληλα τα “ξελουρίζει”, κόβει δηλαδή με το κατάλληλο ψαλίδι τα ξέφτια, που έχουν δημιουργηθεί στο δέρμα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του.
Φάση 2η: Τελειώματα
Tα δέρματα που θα βαφούν περνούν πρώτα από αραιό μείγμα καραμπογιάς που αποτελεί τη βάση της βαφής. Αφού περάσουν από την “ντουναλέτα” ο βυρσοδέψης περνά με βούρτσα στον πάγκο το δεύτερο και τελικό χέρι της βαφής και αμέσως μετά απλώνει και πάλι τα δέρματα για να στεγνώσουν. Ύστερα τα “δευτερώνει” με την “ντουναλέτα” και τα “ξελουρίζει” όπως και τα άβαφα δέρματα. Στο “τεζάχι” γυαλίζει και διακοσμεί τα δέρματα, πιέζοντάς τα με το “παγασάκι”, ξύλινο ραβδί τυλιγμένο με σπάγκο, που αφήνει ραβδώσεις στην έξω όψη. Το “συρντάνι” δηλαδή η πέτρα που κρεμόταν στην άκρη του δέρματος, χρησίμευε για βαρίδι, ώστε να προχωρεί το δέρμα πάνω στο “τεζάχι”. Αμέσως μετά περνά τον “φελλό” από την πίσω όψη του διπλωμένου δέρματος και μάλιστα τον πιέζει ακριβώς στην τσάκιση του διπλώματος. Ο “φελλός” δίνει στο δέρμα την υφή του κόκκου (σπυριού). Τέλος το γυάλισμα στη “μάκενα” ήταν μια ακόμη διαδικασία φινιρίσματος.
Στη συνέχεια ένα λιθόστρωτο δρομάκι και μερικά πέτρινα σκαλιά μας οδήγησαν στον μπαρουτόμυλο.
Η ΜΠΑΡΟΥΤΗ
Η μαύρη μπαρούτη (πυρίτις) είναι εκρηκτική ύλη, μείγμα ομοιογενές από 75% νίτρο (νιτρικό κάλιο, ΚΝΟ3), κάρβουνο (άνθρακα, C) και 10% θειάφι (θείο, S). Κατά την ανάφλεξή της, το κάρβουνο προσφέρει την καύσιμη ύλη, το θείο την άμεση ανάφλεξη και γρήγορη καύση όλου του μείγματος, ενώ το νίτρο προσφέρει το οξυγόνο για την καύση του κάρβουνου και για τον σχηματισμό οξειδίων αζώτου, που ο μεγάλος όγκος τους προκαλεί την εκτόνωση και τη βίαιη προώθηση του βλήματος. Η μπαρούτη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Κινέζους (γύρω στο 1230) και απέκτησε την αποτελεσματική της σύσταση κατά την περίοδο 1280-1320.
Από τον 14ο αιώνα, εποχή ευρύτερης διάδοσης των πυροβόλων όπλων και έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται άμεσα για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας της μπαρούτης. Έτσι οργανώνουν με ιδιαίτερη φροντίδα ένα διπλό δίκτυο: τους νιτροσυλλέκτες (βοτανιαρέους) δηλαδή χωρικούς, που συλλέγουν για την κεντρική εξουσία κυρίως, τη βασική πρώτη ύλη και παράγουν το ακάθαρτο νίτρο και τα πυριτιδοποιεία, συνήθως κοντά σε αστικά κέντρα. Η πιο προηγμένη δυνατή τεχνολογία και η εντατικοποίηση της παραγωγής επιχειρούν να καλύψουν τις επιτακτικές ανάγκες, ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλων συγκρούσεων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε συνεχείς πολέμους και με εξελιγμένο πυροβολικό, εφαρμόζει το σύστημα της φορολογίας σε νίτρο στα χωριά του Μοριά, ήδη από τον 16ο αιώνα. Η Δημητσάνα, ένα από αυτά, συνεχίζει τον 17ο και 18ο αιώνα, τη συλλογή του νίτρου και έχει μικρή οικοτεχνική παραγωγή μπαρούτης με γουδιά.
Το 1819, όταν προετοιμάζεται η Επανάσταση και επιζητείται να καλυφθεί η μεγάλη ανάγκη σε μπαρούτη, η παράδοση αυτή αξιοποιείται. Η ορεινή, απόμακρη αυτή τοποθεσία έχει, εκτός από την τεχνογνωσία της συλλογής του νίτρου και της κατασκευής της μπαρούτης, καύσιμη ύλη, άφθονη υδρενέργεια, καθώς και γνώση της εκμετάλλευσής της.
Η συγκυρία του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναδεικνύει και δοξάζει τη Δημητσάνα. "Μπαρούτη είχαμε" γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, "έκαμνε η Δημιτζάνα". "Του μπαρουτιού την υπόθεση την είχαν πάρει απάνου τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, συνεχίζει ο Κολοκοτρώνης και δια να δουλεύουν το μπαρούτι δεν επαίρναμε πολλούς Δημιτζανίτες στο στρατόπεδο".
ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Μοναδική πηγή για την απόκτηση νίτρου, από τον 14ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα είναι τα φυσικά μείγματα νίτρου. Εμπεριέχονται σε ζωικά περιττώματα και σε υγρές φυτικές ύλες που αποσυντίθενται αργά σε ασβεστολιθικά δάπεδα ή τοίχους. Από εκεί οι νιτροσυλλέκτες (βοτανιαρέοι) τα μάζευαν με σάρωθρα ή με σιδερόφτυαρα και έβγαζαν το ακάθαρτο νίτρο σε μεγάλες ποσότητες, το οποίο και πρόσφεραν αντί αμοιβής, ή ως φόρο στην κεντρική κατά κανόνα εξουσία. Τα κρατικά πυριτιδοποιεία μετέτρεπαν το ακάθαρτο νίτρο σε καθαρό και κατασκεύαζαν με αυτό, μαζί με το θείο και το κάρβουνο, την μπαρούτη. Ελάχιστες ποσότητες διοχετεύονταν στην οικοτεχνική παραγωγή, για κάλυψη τοπικών αναγκών (άμυνα κατά των ληστών, κυνήγι, εορταστικές εκδηλώσεις).
Η παραγωγή ακάθαρτου νίτρου απαιτούσε συλλογή των υλών, που περιείχαν φυσικά μείγματα νίτρου, αφθονία νερού και καύσιμης ύλης, στοιχειώδη εξοπλισμό (κοφίνια, καζάνια), καθώς και γνώση της σύνθετης διαδικασίας, η οποία περιλάμβανε τρεις φάσεις:
- Έκπλυση των μειγμάτων με νερό σε κοφίνι ή ανοιχτό βαρέλι, για να εμπλουτιστεί το νερό με όλα τα νιτρικά άλατα που τα μείγματα περιέχουν.
- Αποσύνθεση των γαιομιγών νιτρικών αλάτων, που περιέχει το νερό και μετατροπή τους σε νιτρικό κάλιο, με "διάβαση" του νερού μέσα από κοφίνι ή βαρέλι, στο οποίο υπάρχει στάχτη από ξύλα.
- Εξάτμιση του εμπλουτισμένου με νιτρικό κάλιο νερού με βρασμό σε καζάνι, ώστε να μειωθεί το νερό και να αυξηθεί αντίστοιχα η ποσότητα του νιτρικού καλίου. Κρυσταλλοποίηση με ψύξη επί 3-4 ημέρες του νιτρικού καλίου που εμπεριέχεται στο υπολειπόμενο νερό, αφού πρώτα αυτό μεταγγιστεί προσεκτικά σε άλλο σκεύος. Ακολουθούσε το "λαγάρισμα", δηλαδή η μετατροπή του ακάθαρτου νίτρου σε καθαρό, με δύο ακόμη διαδοχικούς βρασμούς και κρυσταλλοποιήσεις για την αφαίρεση των ξένων υλών (30% του βάρους).
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΠΑΡΟΥΤΗΣ
Η διαδικασία παραγωγής της μπαρούτης γνωρίζει συνεχείς αλλαγές ως προς τον χρησιμοποιούμενο εξοπλισμό και τις αντίστοιχες πηγές ενέργειας, την ποιότητα και τις αναλογίες των πρώτων υλών, καθώς και την επεξεργασία τους. Η πυριτιδοποιία, ως πολεμική βιομηχανία, βρίσκεται συνεχώς στην πρωτοπορία, αλλά από χώρα σε χώρα, οι ρυθμοί εξέλιξής της και η ποιότητα μηχανών και προϊόντων διαφέρουν. Τον 15ο αιώνα, η εισαγωγή της κοκκοποίησης, της μορφοποίησης δηλαδή του μείγματος σε κόκκους (πρώτη προσπάθεια το 1440), έδωσε στην μπαρούτη καλύτερη σύσταση και ταχύτερη καύση.
Με τη βοήθεια διαφορετικών κόσκινων κοκκοποιούνταν και διαχωριζόταν σε κόκκους διαφορετικής σύστασης και μεγέθους (δηλαδή ποιότητας) σε αντιστοιχία με το είδος του όπλου, στο οποίο θα χρησιμοποιούνταν. Γύρω στο 1680 προστέθηκε στη διαδοχή των σταδίων παραγωγής η φυσική (χωρίς γραφίτη) λείανση, που αφαιρούσε τα εξογκώματα από την επιφάνεια των κόκκων και αύξανε ίσως λίγο το ειδικό βάρος τους, βελτιώνοντας έτσι τις συνθήκες της διαχείρισής της (αποθήκευση, μεταφορά) αλλά και της χρήσης της (ανάφλεξη, ισχύς). Τη διαδικασία συμπλήρωνε η εκκόνιση, το κοσκίνισμα για την αφαίρεση της σκόνης. Παράλληλα είχε γενικευτεί η χρήση των υδροκίνητων μύλων με κοπάνια.
Οι υδροκίνητοι μύλοι, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα γνωρίζουν στην Ευρώπη δύο βελτιώσεις: τις κολουροκωνικές μυλόπετρες, που έρχονται στη Δημητσάνα στις αρχές του 20ου αιώνα και το ζεύγος από όρθιες μυλόπετρες που γυρίζουν σε σταθερό αλώνι, που δεν ήρθε ποτέ στη Δημητσάνα. Στα χρόνια του Αγώνα (1821-1828), η παραγωγή μπαρούτης στη Δημητσάνα ακολουθεί τις καθιερωμένες πρακτικές, χωρίς τις βελτιώσεις της συμπίεσης του προϊόντος και της χρήσης του γραφίτη στη λείανση που παρατηρούνται αλλού.
Ο ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΣ
Ο μπαρουτόμυλος με κοπάνια ανήκει στην ομάδα των υδροκίνητων μηχανών που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους τη μετατροπή, μέσω εκκεντροφόρου άξονα, της περιστροφικής κίνησης της κατακόρυφης φτερωτής σε παλινδρομική κίνηση των κοπανιών. Στην ομάδα αυτή ανήκουν το μαντάνι, το νεροπρίονο, το υδροκίνητο λιοτρίβι, ο χαρτόμυλος και τα παλαιότερα μηχανήματα θρυμματισμού των μεταλλευμάτων και του κάρβουνου.
Η προετοιμασία του Αγώνα του 1821, που προβλεπόταν ότι θα έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες μπαρούτης, οδηγεί στη δημιουργία μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα (1819) και στα γύρω χωριά (Άβουρα, Δίβρη). Οι μπαρουτόμυλοι ήταν απαραίτητοι για τη λειοτρίβηση (λεπτό θρυμματισμό) των τριών πρώτων υλών της μπαρούτης (νίτρου, κάρβουνου και θείου) και για τη συσσωμάτωσή τους σε ομοιογενές μείγμα. Από τις αναγκαίες πρώτες ύλες, η βασικότερη ως προς τον όγκο (75%) και δυσκολότερη ως προς την απόκτηση ήταν το νίτρο. Το κάρβουνο παραγόταν επιτόπου από ορισμένους θάμνους ή από τα λεπτά, γεμάτα χυμούς, κλαδιά ορισμένων νεαρών δέντρων. Αυτά ανθρακοποιούνταν στον λάκκο ή καίγονταν σε ανοιχτό χώρο και σβήνονταν με νερό, πριν προχωρήσει η καύση τους. Το κάρβουνο έπρεπε να ανάβει με φλόγα και να καίγεται γρήγορα με ελάχιστη στάχτη. Το θείο εισαγόταν από τη Σικελία και τη νότια Ιταλία. Κονιοποιούνταν στον μύλο και κοσκινιζόταν πριν αναμειχθεί με τις δύο άλλες πρώτες ύλες στα γουδιά του μπαρουτόμυλου.
Επιστρέφοντας στο parking μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε ψηλά, για να δούμε τη Δημητσάνα από την κορυφή του λόφου, όπου δεσπόζει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Από εκεί φαίνεται ολόκληρο το χωριό, η χαράδρα του Λούσιου, το οροπέδιο της Μεγαλόπολης και ο Ταύγετος. Ο δρόμος είναι στενός αλλά ασφαλτοστρωμένος. Όμως ένα μικρό τμήμα του, πριν καταλήξει στην κορυφή του λόφου είναι κακοτράχαλος χωματόδρομος. Ξελύσαμε το σκουριασμένο σύρμα που κρατούσε δεμένη τη χαμηλή σιδερένια πορτούλα και μπήκαμε στον χορταριασμένο περίβολο της εκκλησίτσας.
Ο ναός είναι συνδεδεμένος στη μνήμη των Δημητσανιτών, με την ιστορική μάχη της Δημητσάνας, στις 30 Αυγούστου 1948, δεδομένου ότι από εκεί ξεκίνησε η επίθεση των ανταρτών και τα φυλάκια κράτησαν την άμυνα επί ώρες, ώστε να μην καταλάβουν το χωριό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εικόνα της Αγίας Παρασκευής, ενώ έχει δεχτεί περίπου 80 σφαίρες κατά τη μάχη, καμία δεν έχει αγγίξει το πρόσωπό της.
Ανεβαίνοντας τον δρόμο είχαμε πάρει μια μικρή γεύση της θέας, αλλά όταν φτάσαμε στην άκρη του λόφου το θέαμα που αντικρίσαμε μας άφησε άφωνους.
Απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής πάνω στα βράχια είναι στημένο το μνημείο για τη μάχη του εμφυλίου, στις 30/08/1948.
Η περιοχή είναι επίσης ξακουστή για το ποτάμι της, τον Λούσιο αλλά και για τα μοναστήρια της. Το φαράγγι του Λούσιου είναι πραγματικός πλούτος για την Αρκαδία. Είναι ένα μέρος φορτισμένο ιστορικά και θρησκευτικά, μια περιοχή σπάνιας φυσικής ομορφιάς, ένα από τα πιο επιβλητικά φαράγγια της Ελλάδας. Επίσης, είναι γνωστό σαν το "Άγιο Όρος της Πελοποννήσου", λόγω των πολλών και ιστορικών μοναστηριών, ασκηταριών και εκκλησιών του.
Ο Λούσιος ποταμός που διασχίζει το φαράγγι, οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τη μυθολογία και τις αναφορές του περιηγητή Παυσανία, στο ότι ο νεογέννητος Δίας, λούστηκε κρυφά από τον Κρόνο στις πηγές του ποταμού (Πηγές των Αθανάτων), από τις νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα. Το ποτάμι περνά δυτικά από τη Δημητσάνα και καταλήγει στον Αλφειό, 2.5 Km βορειοδυτικά της Καρύταινας, έχοντας διανύσει 26 Km και διασχίζει ένα από τα ωραιότερα φαράγγια της χώρας.
Η Μονή Φιλοσόφου είναι μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στη χαράδρα του Λούσιου, νότια της Δημητσάνας. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στην απόδοση της εορτής, στις 23 Αυγούστου. Είναι χτισμένη στη δυτική πλευρά του φαραγγιού και αποτελείται από δύο μοναστηριακά συγκροτήματα, ένα παλαιό και ένα νέο, τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους.
Η παλαιά Μονή Φιλοσόφου είναι η πιο ιστορική και παλαιά Μονή της Αρκαδίας και από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 963 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο από τη Δημητσάνα, τον επονομαζόμενο «Φιλόσοφο», ο οποίος ήταν γραμματέας («Πρωτοκρίτης») του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Από το προσωνύμιό του πήρε και η Μονή το όνομά της. Ήταν χτισμένη στο εσωτερικό μιας σπηλιάς, πάνω από μια απόκρημνη χαράδρα και σήμερα διατηρείται μόνο ένα μικρό εκκλησάκι Βυζαντινής τεχνοτροπίας του 10ου αιώνα με τις αξιόλογες τοιχογραφίες του. Στη Μονή λειτούργησε "η Σχολή της Δημητσάνας" και το Κρυφό Σχολειό, με πρωτεργάτες τον Γρηγόριο τον Ε' και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Η Νέα Μονή ιδρύθηκε το 1691 σε απόσταση 400 μέτρων από την Παλαιά, μαζί με αρκετά κελιά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βυζαντινές τοιχογραφίες.
Η διάσχιση του φαραγγιού είναι μια μοναδική εμπειρία για τον επισκέπτη. Σε παλαιότερο ταξίδι ξεκινήσαμε την πεζοπορία από τη Μονή Φιλοσόφου και μετά από 1,7 Km διαδρομής μέσα στο φαράγγι φτάσαμε στην πασίγνωστη Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Οι παρακάτω φωτογραφίες δείχνουν την αρχή της πεζοπορικής διαδρομής από τη Μονή Φιλοσόφου προς τη Μονή Τιμίου Προδρόμου του παλαιότερου ταξιδιού μας:
Σε αυτό όμως το ταξίδι, λόγω έλλειψης χρόνου επισκεφθήκαμε μόνο τη Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ξεκινώντας από τη Δημητσάνα με το αυτοκίνητο και ακολουθώντας μια αρκετά δύσκολη διαδρομή, με συνεχείς στροφές φτάσαμε σε ένα πλάτωμα όπου αφήσαμε το αυτοκίνητο.
Ένα μονοπάτι 800 μέτρων που κρέμεται πάνω από το ποτάμι και κινείται μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο οδηγεί στη Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Η Μονή Τιμίου Προδρόμου Αρκαδίας ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τον 8ο αιώνα. Εκεί, ίσως υπήρξε κατά τα αρχαία χρόνια βωμός και σπήλαιο του θεού Πάνα, το οποίο είδε ο Παυσανίας στα αριστερά του δρόμου, που ένωνε την Αρχαία Τεγέα με τη Λακεδαίμονα. Από μεταγενέστερη επιγραφή στην είσοδο του μοναστηριού, η ιστορική του παρουσία ξεκινάει το 1126. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν χτιζόταν το μοναστήρι, ένας μάστορας γκρεμίστηκε μαζί με ένα πελεκημένο λιθάρι. Όταν οι υπόλοιποι κατέβηκαν για να τον μαζέψουν, τον είδαν να ανεβαίνει το μονοπάτι με το λιθάρι στον ώμο.
Κατά την Επανάσταση, το μοναστήρι, λόγω της απρόσιτης θέσης του χρησίμευσε ως ορμητήριο εναντίον των Τούρκων, ως στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά και ως καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού. Τον Μάϊο του 1821, οι μοναχοί συμμετείχαν ενεργά στις μάχες των Δολιανών και των Βερβένων. Το 1826, ο Ιμπραήμ Πασάς πολιόρκησε 2 φορές τη Μονή χωρίς αποτέλεσμα. Σήμερα η Μονή είναι ανδρική.
Γαντζωμένη κυριολεκτικά πάνω σε κάθετο βράχο κόβει την ανάσα του επισκέπτη μόλις την αντικρίσει.
Περάσαμε την είσοδο και ανεβήκαμε κάμποσα σκαλιά, που μας οδήγησαν στο σκοτεινό και επιβλητικό εσωτερικό του μοναστηριού. Από το εσωτερικό εκκλησάκι της Μονής ακούγονταν ψαλμωδίες, μάλλον έψελναν τον Εσπερινό. Όταν ένας μοναχός μας είδε από το μικρό παραθυράκι της εκκλησίας, μας είπε ότι μπορούσαμε να βγάλουμε τις μάσκες που φορούσαμε, αλλά εμείς δεν το κάναμε, παρά μόνο όταν βγήκαμε έξω στο μπαλκόνι, το οποίο κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το βαθύ φαράγγι του Λούσιου ποταμού.
Έξω στο στενό μπαλκόνι που κρέμεται στο κενό, ακούσαμε το βουητό του νερού να φτάνει στα αυτιά μας, σαν να βρισκόμασταν δίπλα στο ποτάμι.
Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο χωριό Καλονέρι και νοτιότερα στην περιοχή της Αρχαίας Θεισόας. Το φαράγγι χαρακτηρίστηκε το 1997 περιοχή ενιαίου αρχαιολογικού χώρου και προστατεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού.
Αποχωρήσαμε από τη Μονή όταν ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα πανύψηλα βουνά.
Ακολουθώντας ξανά το μονοπάτι μας συντρόφευαν τα χρώματα του δειλινού.
Η φιδίσια διαδρομή μέχρι τον κεντρικό δρόμο μας φάνηκε ατελείωτη, αλλά η έκρηξη των χρωμάτων του ηλιοβασιλέματος μας αντάμειψε με πλούσιες εικόνες.
Όταν φτάσαμε στη Στεμνίτσα είχε απλωθεί το βαθύ σκοτάδι.
Last edited: