Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.345
- Likes
- 28.228
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
Αν και βρίσκομαι από τις αρχές Απριλίου στη Βυτίνα μόλις την Παρασκευή 26/4/2024 κατάφερα να κάνω μια solo εξόρμηση για να γνωρίσω από κοντά ένα χωριό, ένα κάστρο και ένα μοναστήρι του νομού Αρκαδίας. Από τη μια οι επισκέψεις φίλων και οι ξεναγήσεις στο βαρύ πυροβολικό της περιοχής, από την άλλη η αφρικανική σκόνη και οι λασποβροχές με κράτησαν όλο αυτό το διάστημα μακριά από την αγαπημένη μου συνήθεια, δηλαδή την εξερεύνηση και τη γνωριμία των “θαυμάτων” της Ορεινής Αρκαδίας.
Εκμεταλλευόμενη την ηλιόλουστη μέρα, ξεκίνησα να οργανώνω τη επίσκεψή μου στο Βυζίκι, ένα χωριό που από καιρό είχα βάλει στο ταξιδιωτικό μου στόχαστρο, κυρίως για το Κάστρο της Άκοβας που βρίσκεται πολύ κοντά του. Το πρώτο μέλημά μου, πριν φύγω από το σπίτι, ήταν να εφοδιαστώ με νερό και το δεύτερο-πολύ σημαντικό-εφόδιο που έπρεπε να πάρω μαζί μου ήταν κροκέτες και κονσέρβες για τα σκυλιά. Έχω πολλές φορές αναφέρει στα κεφάλαια αυτής της ιστορίας ότι ο μόνος φόβος που με διακατέχει όταν τριγυρίζω ολομόναχη στα βουνά, στα λαγκάδια και στις ερημιές είναι η πιθανότατη συνάντησή μου με τσοπανόσκυλα ή αδέσποτα σκυλιά. Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ή ίσως την ψευδαίσθηση ότι αν συναντηθούν οι δρόμοι μας θα τα καλοπιάσω με την τροφή και δεν θα με ξεσκίσουν με τα κοφτερά τους δόντια.
Πανέτοιμη άφησα πίσω μου τη Βυτίνα οδηγώντας στην Επαρχική Οδό Τρίπολης-Ολυμπίας, έναν αγαπημένο μου δρόμο, ο οποίος μου ανεβάζει ακόμα περισσότερο τη διάθεση για ταξίδι αφού κινείται μέσα στο ελατοσκέπαστο Μαίναλο, και απ’ ότι θυμάμαι, σχεδόν πάντα, σταματάω για να πάρω την πρώτη φωτογραφία της εξόρμησής μου. Έτσι για να ξεκινήσει ευχάριστα και χωρίς απρόοπτα το ταξίδι.
Δεν άργησα πολύ να φτάσω στα Λαγκάδια, η κίνηση ήταν ανύπαρκτη στον δρόμο, σταματώντας στο viewpoint για να απαθανατίσω το “κρεμαστό χωριό” το οποίο είναι ξακουστό για τους χτιστάδες της πέτρας, αλλά και για τη συμμετοχή πολλών αγωνιστών του στην Επανάσταση του 1821 η οποία κηρύχθηκε στο χωριό στις 23 Μαρτίου (κεφάλαιο 21 αυτής της ιστορίας: Ιδέες για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στην Αρκαδία!)
Διέσχισα το όμορφο χωριό
ακολουθώντας, πλέον, κατηφορική πορεία. Τα σπάρτα στην άκρη του δρόμου ήταν ανθισμένα σκορπώντας τη μοσχοβολιά τους στον καθαρό αέρα. Ακόμα και πάνω στον γρανιτένιο βράχο, η ζωή βρίσκει τις διεργασίες για την αυτοσυντήρησή της.
Ένα διαφορετικό τοπίο με συνόδευε τώρα. Τα έλατα έδωσαν τη θέση τους στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια, στους κέδρους και σε ένα σωρό άλλα δέντρα και φυτά.
Πέρασα τις “συμπληγάδες πέτρες” και συνέχισα να κατηφορίζω τον γεμάτο στροφές δρόμο.
Μερικά χιλιόμετρα αργότερα μπήκα στο Λευκοχώρι, παλαιότερα γνωστό ως Ρεκούνι. Διασχίζοντας τη δημοσιά δεν αντιλαμβάνεσαι την έκτασή του. Πρέπει να απομακρυνθείς από το χωριό και να σταματήσεις παρακάτω για να το απολαύσεις, καθώς τα λευκά του σπίτια κατρακυλούν στην πλαγιά χτισμένα πάνω από το φαράγγι του Τουθόα ποταμού. Το Λευκοχώρι διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα παρόλη την πληθυσμιακή του κατάρρευση, γνωστό φαινόμενο άλλωστε και άλλων χωριών της Αρκαδίας.
Έξι χιλιόμετρα χωρίζουν το Λευκοχώρι από το επόμενο χωριό, το Σταυροδρόμι.
Όνομα και πράγμα το Σταυροδρόμι Γορτυνίας αφού είναι χτισμένο στη διασταύρωση της Εθνικής Οδού Τρίπολης-Ολυμπίας και της Επαρχιακής Οδού Κοντοβάζαινας-Τροπαίων. Μέχρι τις 20/8/1927 το χωριό ονομαζόταν “Αλβάνιτσα”. Αντικρίζοντάς το από μακριά υποτάχθηκα σε στάση.
Ο αυλόγυρος του ναού του Αγίου Χαραλάμπους-λίγο πριν την είσοδο του χωριού-αποτέλεσε το ιδανικό σημείο για όμορφες φωτογραφικές λήψεις. Ο επιβλητικός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (1896-1910 η αρχική κατασκευή του), από τους πιο ωραίους πετρόχτιστους ναούς της Γορτυνίας, και η όμορφη γειτονιά γύρω από αυτόν τράβηξαν τα κλικ του φωτογραφικού μου φακού.
Χορτασμένη από το θέαμα και τις φωτογραφίες μπήκα στο αυτοκίνητο διασχίζοντας το χωριό. Μόλις έφτασα στο σταυροδρόμι έστριψα δεξιά ακολουθώντας, πλέον, την Επαρχιακή Οδό Κοντοβάζαινας-Τροπαίων.
Μόλις τρία χιλιόμετρα με χώριζαν τώρα από το Βυζίκι, όμως πριν φτάσω εκεί έκανα μια ακόμα στάση. Μια ταμπέλα που έγραφε: ΣΚΟΝΤΑΙΝΑ-ΠΕΤΡΙΝΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ 1910 με ανάγκασε-σχεδόν με διέταξε-να σταματήσω το αυτοκίνητο στην άκρη και να κατέβω για να θαυμάσω από απόσταση μερικών μέτρων αυτό το θαυμάσιο γεφύρι, που ευτυχώς δεν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της επαρχιακής οδού, αλλά αντιθέτως διατηρήθηκε για να περάσει ο αμαξιτός δρόμος πάνω από τη γέρικη, αλλά ανθεκτική και ακούραστη πλάτη του.
Επιτέλους, μετά από όλες αυτές τις στάσεις, αντίκρισα το Βυζίκι.
Το Βυζίκι, παλαιότερα γνωστό ως Βυζίτσι ή Βυζίτζι, είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 750 μέτρων με βασική παραγωγική δραστηριότητα την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Είναι παραδοσιακός οικισμός χτισμένος σε κατάφυτο περιβάλλον. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στο Βυζίκι το 1688. Πάρκαρα το αυτοκίνητο στον κεντρικό δρόμο, ανάμεσα στις δύο αντικριστές πλατείες. Και οι δύο πλατείες, ανατολική και δυτική, βρίσκονται σε ευθεία γραμμή με τον Ενετικό Πύργο και το Λαογραφικό Μουσείο, χωρίζονται δε, όπως προείπα, από τον κεντρικό δρόμο.
Ξεκίνησα να περιεργάζομαι τη δυτική πλατεία στην οποία ορθώνεται το σπίτι του αείμνηστου γιατρού Ι.Κ Στασινόπουλου (Μπαλάση). Η πλατεία φιλοξενεί, επίσης, το άγαλμα της “Ανώνυμης Ηρωίδας Μάνας” (που φιλοτεχνήθηκε το 1972 με έξοδα του Πάϊκου Πετρόπουλου) “για να τιμήσει την άφθαστη αγάπη και την ισόβια θυσία της για τα παιδιά της”.
Στην ανατολική-νεότερη-πλατεία, έχει στηθεί από το 1968 στήλη προς τιμήν του γιατρού Μπαλάση (ο οποίος διετέλεσε και πρώτος Κοινοτάρχης του Βυζικίου).
Λίγα βήματα πιο πέρα στέκεται ακόμη όρθιο το Αρχοντικό-Πύργος του Στασινόπουλου. Ο Πύργος κατασκευάστηκε, κατά την παράδοση, από τον σύνδικο της Ἀκοβας Στασινό Παλαιολόγο. Από τον Στασινό η οικογένεια έλαβε το επώνυμο Στασινόπουλος. Ο Πύργος είναι γνωστός και ως Πύργος του Μπαμπίνη. Στη σημερινή του μορφή έχει κάτοψη σχήματος Γ.
Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων δίδυμη οχυρή κατοικία. Ίσως χτίστηκε σε δύο φάσεις, πιθανότατα με μικρή χρονολογική απόσταση μεταξύ τους. Είναι ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο με βάση την αρχιτεκτονική μορφή του και τα ιδιαίτερα φρουριακά χαρακτηριστικά του. Ανέβηκα τα ετοιμόρροπα σκαλιά και βρέθηκα έξω από τη σκουριασμένη-πλην όμορφη-είσοδο του κτιρίου.
Σήκωσα ψηλά τα μάτια μου για να δω την εντυπωσιακή καταχύστρα-φρουρό πάνω από την κύρια είσοδο του ερειπωμένου τμήματος, ενώ στα τεράστια τοιχία του κτιρίου παρατήρησα τις λοξές τυφεκιοθυρίδες και τις πολεμίστρες.
Όση ώρα περιεργαζόμουν το οικοδόμημα ένας κύριος από το απέναντι σπίτι μετέφερε πράγματα στο αυτοκίνητό του το οποίο ήταν παρκαρισμένο δίπλα στον Πύργο. Ήταν θέμα ολίγων λεπτών να πιάσουμε την κουβέντα και να συστηθούμε. Έμαθα, λοιπόν, από αυτόν-και το μεταφέρω με κάθε επιφύλαξη-πως το καλοδιατηρημένο τμήμα ανήκει σε ιδιώτες (σε δύο ηλικιωμένες αδελφές, χωρίς απογόνους) και πως κάποιο τμήμα του άλλου κτιρίου κατέρρευσε (έτσι μου είπε) και αναστηλώθηκε. Οι δικές μου πληροφορίες λένε πως το 1980 έγιναν εργασίες συντήρησης της τοιχοποιίας από την τότε αρμόδια 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Χώθηκα σε ένα στενάκι και βγήκα στο Δημοτικό Σχολείο του χωριoύ στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό-Πνευματικό Κέντρο του Βυζικίου. Βλέπετε, λόγω έλλειψης μαθητών, το σχολείο έπαψε να λειτουργεί από το 2003. Μόνο το χορταριασμένο γήπεδο του μπάσκετ, η σκουριασμένη κούνια, η ξεχαρβαλωμένη τσουλήθρα και το μονόζυγο έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε στο χωριό υπήρχε νεανική και παιδική ζωή.
Υπήρξε εποχή που το Βυζίκι είχε:
- 2 μαγαζιά γενικού εμπορίου
- 6 μπακάλικα
- 3 οινοπωλεία - αποθήκες κρασιού
- 2 χασάπικα
- 2 καφενεία
- 2 σιδεράδικα
- 2 σαγματοποιεία
- 4 υδρόμυλους
- τυροκομείο
- κουρείο, αλευράδικο, οξυγονοκόλληση, μέχρι και οπλουργείο!
Σήμερα δεν υπάρχει, σχεδόν, τίποτα από όλα αυτά. Περιδιαβαίνοντας όλες τις γειτονιές του χωριού δεν είδα κανένα μαγαζί ανοιχτό. Ούτε καφενείο, ούτε ταβέρνα. Ίσως το καλοκαίρι να ανοίγουν και να βγάζουν τραπεζάκια και καρέκλες τις δύο αντικριστές πλατείες. Ίσως…Πάντως στην είσοδο του σχολείου, αφού εκεί βρίσκομαι σε αυτό το σημείο της αφήγησης, η αναρτημένη ταμπέλα προειδοποιεί για “πάσα αποποίηση ευθύνης των αρμοδίων”:
Η ανατολική-νεότερη-πλατεία συνορεύει με το Λαογραφικό Μουσείο και με τον Ιερό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Έξω από αυτόν τον ναό, του 1650, βρέθηκα φεύγοντας από το σχολείο.
Η Κρύα Βρύση είναι μια πετρόκτιστη κρήνη δίπλα στον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τεράστια πλατάνια ορθώνονται μπροστά της χαρίζοντας πλούσια σκιά στον γύρω χώρο. Λέγεται και “Γριά” ή “Παλιά Βρύση” και κατασκευάστηκε το 1867. Στα χρόνια της έλλειψης νερού, στη βρύση αυτή σχηματίζονταν ουρές από τις γυναίκες που περίμεναν με τις ώρες για να γεμίσουν τα βαρελάκια τους. Έτσι, η Κρύα Βρύση είχε μεταβληθεί σε κέντρο πληροφοριών και μετάδοσης ειδήσεων χωριών και περιχώρων.
Τον επόμενο προορισμό προς εξερεύνηση μου τον υπέδειξε η ταμπέλα δίπλα στην Κρύα Βρύση. Έγραφε: ΧΡΥΣΟΠΗΓΑΔΟ 300 Μ.
Ξεκίνησα προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε η πινακίδα ακολουθώντας ανηφορική πορεία η οποία με οδήγησε λίγο έξω από το χωριό.
Βαδίζοντας στο χορταριασμένο μονοπάτι έστρεψα το βλέμμα μου προς τη συνοικία Ρούγα βλέποντας μισογκρεμισμένα αρχοντικά, με περίτεχνους πέτρινους σχηματισμούς γύρω από τα παράθυρα, να κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου. Άκουσα σκυλιά να αλυχτάνε γιατί προφανώς είχαν καταλάβει την παρουσία ξένου κοντά στο σπιτικό τους. Ήλπιζα να μην κατρακυλήσουν στην κατηφόρα και βρεθούν στον δρόμο μου.
Έφτασα στο Χρυσοπήγαδο. Στα χρόνια της λειψυδρίας, και εδώ χτυπούσε η καρδιά του Βυζικίου, αφού σε αυτό το πηγάδι μαζεύονταν άνθρωποι και ζωντανά για να ξεδιψάσουν. Το σημείο αυτό μου χάρισε όμορφες εικόνες μιας άλλης γειτονιάς του χωριού την οποία θα εξερευνούσα λίγο αργότερα.
Επέστρεψα από το ίδιο μονοπάτι.
Φωτογράφησα το Λαογραφικό Μουσείο το οποίο στεγάζεται σε ένα πέτρινο κτίριο
και ακολούθησα τον πολύ ανηφορικό δρόμο
ο οποίος με οδήγησε στο ύψωμα που στέκεται ο εντυπωσιακός καθεδρικός ναός του Βυζικίου, ο Άγιος Νικόλαος. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο ναός κυριαρχεί στην περιοχή και κάνει αισθητή την παρουσία του από κάθε δρόμο και δρομάκι ή γωνιά του χωριού.
Είναι ένα πραγματικό κόσμημα για το Βυζίκι το οποίο χτίστηκε στην τετραετία 1928-1932 πάνω από πολύ μικρότερη και πολύ παλαιότερη εκκλησία (πιθανόν του 1220!), η οποία και κατεδαφίστηκε για τον σκοπό αυτό. Η κατασκευή ανατέθηκε από τους δωρητές (Γιαννακελαίους) σε Τήνιους τεχνίτες, παραδοσιακούς γνώστες της κατεργασίας του μαρμάρου. Αυτοί αξιοποίησαν τον λευκό ασβεστόλιθο που υπήρχε ανατολικά του Βυζικίου, μεγάλα κομμάτια του οποίου μετέφερε με το κάρο του ο Θεοφίλης Μακρής από τους Μαυράδες. Το όλο έργο συμπληρώθηκε σταδιακά στα επόμενα χρόνια (κωδωνοστάσια, κλίμακες, ρολόι, αγιογράφηση) με δωρεές πολλών ακόμη Βυζικιωτών.
Ο περίβολος του ναού είναι το καλύτερο σημείο για να αγναντέψεις όλους τους μαχαλάδες του χωριού, αλλά και τα Τρόπαια τα οποία απέχουν μόλις 1,5 χιλιόμετρα από το Βυζίκι.
Τα τελευταία σπίτια του Βυζικίου και στο βάθος τα Τρόπαια
Τα τελευταία σπίτια του Βυζικίου και στο βάθος τα Τρόπαια
Τα σύννεφα, εκείνη την ώρα, είχαν στήσει έναν ατέρμονο χορό πάνω από τις γειτονιές του χωριού και οι συνεχείς εναλλαγές φωτοσκιάσεων μου χάρισαν μια πανδαισία χρωμάτων και εικόνων η οποία κάλυψε στο έπακρο τη φωτογραφική μου απληστία.
Άφησα πίσω μου το ύψωμα και τον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νικολάου και κατηφόρησα το στενό δρομάκι για να γνωρίσω και άλλα σημεία του οικισμού.
Έκανα ένα πέρασμα από τη γειτονιά που είχα δει πριν λίγο από το Χρυσοπήγαδο και συνέχισα να περπατάω στη δημοσιά με κατεύθυνση προς τα Τρόπαια. Έβλεπα τώρα το Βυζίκι από διαφορετικό σημείο. Την παράσταση έκλεβε σίγουρα το ύψωμα με τον επιβλητικό ναό και την όμορφη γειτονιά του, αλλά και η χαμηλότερη συνοικία, στην απέναντι πλευρά, δεν υπολείπονταν κάλλους και προσοχής.
Βρήκα ένα ανεπαίσθητο μονοπάτι, που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα ψηλά χόρτα, και το ακολούθησα. Δεν ήξερα που θα με οδηγήσει, αλλά συνέχισα.
Περπάτησα για λίγη ώρα σε ένα επίπεδο και ήσυχο τοπίο με καταπράσινο χορτάρι και πολλά δέντρα έχοντας στα αριστερά μου και πάνω από το κεφάλι μου τη συνοικία του Αγίου Νικολάου. Στο διάβα μου συνάντησα και δεύτερο πέτρινο πηγάδι.
Τελικά, αυτή η διαδρομή είχε έξοδο στο σημείο που βρίσκεται η Πλατεία Ηρώων, δηλαδή στο κεντρικότερο σημείο του χωριού. Στην ειδικά διαμορφωμένη Πλατεία έχουν τοποθετηθεί τα τελευταία χρόνια οι προτομές του Ν. Φλούδα (2002) και του Ι. Κουντάνη (2010), καθώς και το μνημείο Εθνικής Αντίστασης (2005).
Η Πλατεία Ηρώων όπως φαίνεται από τη γειτονιά του σχολείου
Απέναντι από την Πλατεία Ηρώων ξεκινούν σκαλιά που σε ανεβάζουν στον ναό του Αγίου Νικολάου και στην πάνω γειτονιά. Στο μέσο των σκαλοπατιών είδα κι άλλο μνημείο. Κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο, παριστάνει τη Νίκη που στεφανώνει σημαιοφόρο ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης. Στις πλευρές αναγράφονται τα ονόματα των Βυζικιωτών που έπεσαν υπέρ πατρίδος στους εθνικούς πολέμους από το 1821 έως το 1941, καθώς και τα ονόματα 39 αγωνιστών του '21. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν με κάθε επισημότητα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1949.
Εδώ ολοκλήρωσα τη γνωριμία μου με το Βυζίκι και κίνησα για το αυτοκίνητο. Καθοδόν “έκλεψα” λίγα ακόμα στιγμιότυπα του χωριού.
Στην έξοδο του χωριού προς τα Τρόπαια υπάρχει ένας λοξός, στενός και ανηφορικός δρόμος που στο ξεκίνημά του έχει μια ταμπέλα που γράφει: Άκοβα. Εκεί έστριψα δεξιά.
Μετά από λίγο συνάντησα, στα αριστερά μου, το νεκροταφείο του χωριού.
Άφησα πίσω μου τα τελευταία σπίτια του Πάνω Μαχαλά και ακολούθησα τον χωματόδρομο που ανοίχτηκε μπροστά μου. Το ξωκλήσι του Αγίου Διονυσίου, στην άκρη της πλαγιάς, επιβεβαίωσε τη σωστή πορεία μου.
Στη διχάλα, που βρέθηκα αμέσως μετά, έστριψα αριστερά. Υπάρχει και ταμπέλα που εξηγεί που οδηγούν αυτοί οι δύο χωματόδρομοι, οπότε ο επισκέπτης δεν χάνεται.
Ο δρόμος, σε γενικές γραμμές, είναι αρκετά καλός. Υπάρχουν όμως και τμήματα με βαθιά νεροφαγώματα και μεγάλες πέτρες καταμεσής του.
Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου όταν πάνω στον δρόμο συνάντησα ένα κοπάδι πρόβατα να βόσκει αμέριμνο το πλούσιο καταπράσινο χορτάρι. Και φυσικά δεν ήταν μόνο του. Υπήρχε κοντά του και ο τσοπάνης, ο οποίος καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του πρόσεχε τα ζωντανά του.
Σταμάτησα δίπλα του και κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο τον χαιρέτησα εγκάρδια. Βγήκε και αυτός από το δικό του όχημα και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος: - “Κοντεύω για το Κάστρο της Άκοβας?” -“Ναι, δε θέλεις πολύ δρόμο ακόμα”. - “Ξέρετε αν κυκλοφορούν τσοπανόσκυλα ελεύθερα εκεί γύρω ή τίποτα αδέσποτα σκυλιά από τα οποία μπορεί να κινδυνεύσω?”. - “Άκου, λίγο πιο κάτω θα συναντήσεις ένα μαντρί στο οποίο υπάρχουν σκυλιά που μόλις δουν το αυτοκίνητο θα αρχίσουν να το ακολουθούν και να γαβγίζουν. ΠΕΖΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙ, αλλά με το αμάξι δε θα έχεις θέμα”. - “Ε ρε γλέντια που θα κάνω” είπα από μέσα μου αποχαιρετώντας και ευχαριστώντας τον βοσκό.
Πράγματι, πριν ακόμα πλησιάσω στο μαντρί, 4 με 5 τσοπανόσκυλα άρχισαν να τρέχουν από το βάθος των χωραφιών προς το μέρος μου. Έκλεισα γρήγορα το ανοιχτό παράθυρο. Το μαντρί ήταν φραγμένο με ψηλό συρματόπλεγμα το οποίο, καθόλου μα καθόλου, δεν εμπόδισε τα εξαγριωμένα αγρίμια να δώσουν ένα σάλτο περνώντας από πάνω του και να βρεθούν τάχιστα δίπλα μου ουρλιάζοντας με λύσσα. Μάλιστα, ένα διαλομένο καταύμαρο έμπαινε μπροστά στο αυτοκίνητο αναγκάζοντάς με να κοκαλώνω για να μην το πατήσω. Τα υπόλοιπα αλυχτούσαν τριγύρω μου. Έκανα πολλή ώρα να ξεμπλέξω από δαύτα γιατί δεν μπορούσα με τίποτα να αναπτύξω ταχύτητα και να απομακρυνθώ.
Ο φόβος μου ήταν μήπως με ακολουθήσουν μέχρι το Κάστρο, το οποίο απείχε πολύ λίγο από το σπιτικό τους, και δεν μπορέσω να βγω καν από το αυτοκίνητο. Ευτυχώς, όμως, δεν το έκαναν και έτσι μόλις αντίκρισα από τον δρόμο τον πέτρινο Πύργο σταμάτησα στην άκρη και κατέβηκα για τις πρώτες φωτογραφίες.
Βολιδοσκόπησα τη μορφολογία της περιοχής προσπαθώντας να καταλάβω από ποιο σημείο μπορώ να πλησιάσω το Κάστρο, το οποίο είναι χτισμένο πάνω σε πλάτωμα ενός δύσβατου λόφου. Σκαρφάλωσα στην πολύ απότομη πλαγιά
και μόλις είδα μια τρύπα-πέρασμα ανάμεσα στα πυκνά πουρνάρια χώθηκα εκεί, βαδίζοντας σκυφτά κάτω από τα κλαδιά.
Το έδαφος ήταν επικλινές και δυσκολευόμουν πολύ να κρατήσω την ισορροπία μου. Πιανόμουν από τα κλαδιά για να μην κατρακυλήσω στην κατηφόρα. Προχωρώντας, είδα τον Πύργο πίσω από την πυκνή βλάστηση, αλλά βρήκα μπροστά μου ένα πέτρινο τείχος και κατάλαβα ότι έχω κάνει λάθος στον τρόπο προσέγγισης.
Γύρισα πίσω και κοιτώντας γύρω-γύρω βρήκα τη λύση. Ανηφορίζοντας κι άλλο, σε ένα καταπράσινο ξέφωτο, βρήκα τη σωστή πορεία για να φτάσω στο μεγάλο πλάτωμα και να κοιτάξω κατάματα την ιστορία. Να κοιτάξω πίσω, στον 13ο αιώνα και στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Το Κάστρο της Άκοβας ήταν η έδρα μιας από τις μεγαλύτερες, μαζί με εκείνη της Καρύταινας, βαρονίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, στις οποίες διαιρέθηκε η επικράτειά του μετά την ολοκλήρωση της φραγκικής κατάκτησης της Πελοποννήσου και οι οποίες διαμοιράστηκαν σε ευγενείς. Χτίστηκε το 1250 από τον Βουργουνδό ευγενή Gautier de Rosières, στον οποίο παραχωρήθηκε ως τιμάριο η ομώνυμη βαρονία, που περιελάμβανε συνολικά 24 φέουδα.
Το φοβερό Kάστρο Mattegriffon, έμεινε γνωστό ως Κάστρο της Άκοβας (Κάστρο του Γαλατά ή Κάστρο της Μονοβύζας). Έχοντας ως ρόλο να προστατεύει την κοιλάδα του Αλφειού και τον κάμπο της Ηλείας, και επειδή έπρεπε εκτός από ασφάλεια να δίνει τη δυνατότητα ελέγχου των περασμάτων προς τα δυτικά, ο Gautier de Rosières διάλεξε το γνώριμο στους Βυζικιώτες απότομο και βραχώδες ύψωμα ανατολικά του χωριού, εκεί που υπήρχε από την αρχαιότητα ακρόπολη-οχύρωμα προϊστορικού οικισμού.
Το 1273 ο βαρόνος de Rosières πέθανε άκληρος. Νόμιμος κληρονόμος του ήταν η κόρη της αδερφής του και του βαρόνου του Πασσαβά, Μαργαρίτα de Neuilly, πιο γνωστή ως Μαργαρίτα του Πασσαβά. Όμως, την εποχή του θανάτου του Rosières, η Μαργαρίτα ήταν όμηρος στην Κωνσταντινούπολη στα πλαίσια της συμφωνίας για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου που είχε αιχμαλωτιστεί μετά την ήττα του στη μάχη της Πελαγονίας.
Έτσι, η Μαργαρίτα δεν μπόρεσε να διεκδικήσει εγκαίρως την κληρονομιά της και την έχασε. Όταν επέστρεψε από την ομηρία, το 1275, ζήτησε πίσω την Άκοβα από τον Πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, αλλά εκείνος αρνήθηκε, παρόλο που τον είχε βοηθήσει με την ομηρία της. Με τα πολλά, και αφού μεσολάβησε μια έντονη διαδικασία διεκδίκησης που συγκλόνισε το Πριγκιπάτο, ο Γουλιέλμος συμφώνησε να της παραχωρήσει το ένα τρίτο της Βαρονίας της Άκοβας κρατώντας τα υπόλοιπα δύο τρίτα–μαζί με το Κάστρο–για τον εαυτό του.
Όταν ο πρίγκιπας Γουλιέλμος πέθανε παραχώρησε τα δύο τρίτα της Βαρονίας και το Κάστρο της Άκοβας ως προίκα στη δευτερότοκη κόρη του που λεγόταν επίσης Μαργαρίτα. Η “Κυρά της Άκοβας”, με την οποία συνδέει η παράδοση το Κάστρο, είναι πιθανότατα η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνη, της οποίας οι διαρκείς αγώνες για να διατηρήσει τα δικαιώματά της επί της Βαρονίας την έκαναν να περάσει στη λαϊκή φαντασία ως Αμαζόνα. Για τον λόγο αυτό, δηλαδή για τον παραλληλισμό της Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνης με Αμαζόνα, το Κάστρο της Άκοβας έχει μείνει γνωστό και ως “το Κάστρο της Μονοβύζας”.
Σύμφωνα με τον θρύλο της Άκοβας, λοιπόν, το Κάστρο φυλασσόταν από μυθική Αμαζόνα η οποία έβγαινε από μυστική καταπακτή φραγμένη από μεγάλη πλάκα, φαίνονται δε, αποτυπωμένα το πέλμα του αλόγου της, το δικό της πέλμα και ο μόνος και μακρύς μαστός της, τον οποίο έριχνε πάνω από τον ώμο της. Η Αμαζόνα αυτή αναφέρεται από τη λαϊκή παράδοση ως “μόνη προμαχούσα επί του φρουρίου, η οποία ως άριστη ιππεύτρια οδηγούσε τους πολεμιστές της εναντίον του εχθρού”. Ο θρύλος της “Μονοβύζας” είναι ακόμη ένα λείψανο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Αρκαδία, μπολιασμένος με χαρακτηριστικά από τη ζωή των Αμαζόνων, που συνάδουν με τα ελληνικά γυναικεία πρότυπα, αλλά και με τους πολεμικούς αιώνες που πέρασαν πάνω από την Αρκαδία.
Η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου, ως Κυρά της Άκοβας, πάντρεψε το 1314 την κόρη της Ισαβέλλα με τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας, αρχιστράτηγο των Καταλανών της Σικελίας. Ο γάμος αυτός πρέπει να προκάλεσε αίσθηση την εποχή εκείνη, αφενός λόγω της εκπάγλου ομορφιάς της Ισαβέλλας, και αφετέρου επειδή ένα σπουδαίο Κάστρο πέρασε στα χέρια των Καταλανών. O Φερδινάνδος σκοτώθηκε στη μάχη της Μανωλάδας, το 1316, διεκδικώντας τον θρόνο του Πριγκιπάτου για λογαριασμό της γυναίκας του.
Το 1318–και ενώ Μαργαρίτα και Ισαβέλλα είχαν αποβιώσει–οι Καταλανοί πούλησαν το Κάστρο στους Βυζαντινούς και συγκεκριμένα στον Ανδρόνικο Ασάν-Παλαιολόγο (γνωστός και ως “Ασάνης”) ο οποίος ήταν Επίτροπος Μορέως. Το 1391, κατά την κάθοδο του Εβρενός-Μπέη στην Πελοπόννησο, η Άκοβα κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Αργότερα την ξαναπήραν οι Βυζαντινοί του Δεσποτάτου του Μυστρά και επισκεύασαν το Κάστρο. Το 1423, ο Τουραχάν-Μπέης πέρασε από εδώ νικητής και το 1452 νέα καταστροφή της Άκοβας σημειώθηκε από τους γιους του Τουραχάν, Αχμέτ και Ομάρ, οι οποίοι έδωσαν πολλές μάχες μέχρι τη Λακωνία και τη Μεσσηνία, φέρνοντας την καταστροφή και την ερήμωση.
Τελικά, το 1458 καταλήφθηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή οπότε και καταστράφηκε ξανά. Από το 1500 αποτέλεσε τμήμα του Βιλαετίου της Καρύταινας έχοντας καθεστώς αυτονομίας. Το 1684 καταλήφθηκε από τους Ενετούς (όπως ολόκληρη η Πελοπόννησος) και παρέμεινε σε αυτούς με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς μέχρι το 1715, οπότε περιήλθε και πάλι στους Τούρκους. Μετά από αυτήν την περίοδο φαίνεται πως άρχισε να μαραζώνει. Η Άκοβα προσαρτήθηκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Λακεδαίμονος το 1720 και το 1754 ενώθηκε με την πατριαρχική εξαρχία Ζαρνάτας που ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή. Κατά την Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερη στρατιωτική περιφέρεια. Μετά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους δεν υπάρχουν αναφορές πλέον για την Άκοβα.
Γνωρίζοντας την πολυτάραχη και μακραίωνη ιστορία του Κάστρου, τριγύριζα γοητευμένη ανάμεσα στα ερείπια. Ανεβαίνοντας τα λιγοστά εναπομείναντα πέτρινα σκαλιά προσπάθησα να φανταστώ τον έλεγχο που ασκούσε η θέση του στις κοιλάδες που απλώνονται ολόγυρα, αλλά και στα περάσματα μεταξύ Ηλείας, Αχαΐας και Αρκαδίας. Με είχε τόσο πολύ απορροφήσει η μαγεία της εξερεύνησης αυτού του τόσο ιστορικού Κάστρου, αλλά και η γύρω φύση που είχα ξεχάσει εντελώς τα σκυλιά και κάθε άλλο κίνδυνο που μπορεί να διέτρεχα ολομόναχη εκεί στις ερημιές.
Στην περιοχή υπάρχουν και πεζοπορικά μονοπάτια που περνούν από το Κάστρο της Άκοβας και σηματοδοτούνται με μπλε χρώμα.
Μόλις 350 μέτρα με χώριζαν από τον τελευταίο προορισμό της σημερινής μου εξόρμησης. Ο χωματόδρομος τελειώνει μπροστά στην πόρτα της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού.
Είδα το ωράριο αναρτημένο στην αριστερή πλευρά
και πιέζοντας το χερούλι της μαύρης πόρτας προς τα κάτω βρέθηκα σε ένα κατηφορικό μονοπάτι το οποίο ακολούθησα.
Άκουσα από μακριά να γαβγίζουν σκυλιά! Δεν μπορεί να είναι ελεύθερα σκέφτηκα….επιβραδύνοντας το βήμα μου για να ζυγίσω την κατάσταση. Λίγο παρακάτω είδα ένα μικρό μαντρί με μια κατσίκα και δίπλα του έναν περιφραγμένο χώρο μέσα στον οποίο υπήρχαν περιστέρια που φτερούγιζαν τρομαγμένα από την παρουσία μου.
Μετά τη στροφούλα φανερώθηκε στα μάτια μου το μοναστήρι. Γατιά ήταν ξαπλωμένα τριγύρω, ενώ στα δεξιά μου οι μαντρωμένες χήνες άρχισαν να κάνουν σαματά.
Ο περίβολος της μονής ήταν προστατευμένος με κάγκελα και υπήρχε μια κοντή πορτούλα με ένα μικρό καμπανάκι. Μέσα στην αυλή ένα μικρό καστανό σκυλάκι χοροπηδούσε πάνω κάτω γαβγίζοντας, ενώ άγρια γαβγίσματα ακούγονταν από πιο μακριά. Κατάλαβα ότι εκείνα τα σκυλιά ήταν δεμένα σε έναν χώρο λίγο μακρύτερα, αλλά με αυτό το μικρούλι που ξεφωνίζει πίσω από τα κάγκελα τι γίνεται?
Χτύπησα με δύναμη το καμπανάκι και περίμενα… Μετά από λίγο έκανε την εμφάνισή της η μοναχή, η μοναδική ψυχή που ζει εδώ φροντίζοντας το μοναστήρι και τα ζώα. Χαιρετηθήκαμε και μου είπε να μη φοβάμαι το σκυλάκι, ανοίγοντάς μου την πόρτα, γιατί είναι πολύ φιλικό. Πράγματι, μόλις μπήκα στην αυλή η σκυλίτσα άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου και να αναζητά τα χάδια μου.
Η μοναχή με ρώτησε από που έρχομαι και αν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τη Μονή του Ευαγγελισμού. Της αποκρίθηκα ότι έρχομαι από τη Βυτίνα και ότι είναι η πρώτη μου φορά. Στη συνέχεια άρχισε να μου λέει διάφορα πράγματα για εκείνη και για την ιστορία του χώρου. Το μοναστήρι ήταν εγκαταλελειμμένο για πολύ καιρό. Ο προηγούμενος μοναχός έζησε εδώ για 30 ολόκληρα χρόνια. Όταν απεβίωσε τάφηκε στην αυλή, δείχνοντάς μου τον τάφο του. Εκείνη ήρθε πριν από 3,5 χρόνια και με πολλή δουλειά έδωσε ξανά ζωή στο μοναστήρι εξαλείφοντας τα σημάδια της εγκατάλειψης.
Με οδήγησε στον ναό, βυζαντινού ρυθμού με οκτάπλευρο τρούλο, που χτίστηκε το 1889. Η εκκλησία διαθέτει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Η μοναχή με ενημέρωσε ότι την αυριανή μέρα (Σάββατο του Λαζάρου) θα τελούνταν στον ναό λειτουργία με μεγάλη προσέλευση κόσμου. Μου είπε ότι έρχονται πιστοί και προσκυνητές από πολλά μέρη της Πελοποννήσου για το συγκεκριμένο γεγονός. Δίπλα στον ναό βρίσκονται τα κελιά, η τραπεζαρία και το αρχονταρίκι.
Μου έδωσε και μια πληροφορία για το Κάστρο της Άκοβας, λέγοντάς μου ότι στη μεγάλη ρεματιά που βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι υπάρχει μυστικό πέρασμα-σπήλαιο το οποίο επικοινωνεί με το Κάστρο.
Η αδελφή Μακρίνα μου έγραψε σε ένα χαρτάκι το τηλέφωνό της για να την καλέσω αν χρειαστώ το οτιδήποτε και με αποχαιρέτησε κάνοντάς μου δώρο ένα ξύλινο σταυρουδάκι και ένα κομποσκοίνι.
Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στο μαντρί ένας νέος γύρος “μάχης” με περίμενε με τα τσοπανόσκυλα. Ευτυχώς, τούτη τη φορά δεν εμφανίστηκε το μαύρο που έμπαινε μπροστά στο αυτοκίνητο και έτσι ξέμπλεξα ευκολότερα από τα υπόλοιπα που με κυνήγησαν για κάμποσα μέτρα.
Διέσχισα το Βυζίκι και στο Σταυροδρόμι έστριψα τώρα αριστερά. Φτάνοντας στο Λευκοχώρι είδα τα λευκά του σπίτια να έχουν βαφτεί κίτρινα από τα χρυσά χρώματα του δειλινού.
Ο ήλιος κατηφόριζε, ενώ εγώ ανηφόριζα τον φιδογυριστό επαρχιακό δρόμο Τρίπολης-Ολυμπίας. Λίγο πριν φτάσω στα Λαγκάδια μου ήρθε αναλαμπή! Θυμήθηκα ότι την προηγούμενη φορά που είχα επισκεφθεί το χωριό είχα αφήσει μια εκκρεμότητα. Για λίγα λεπτά δεν είχα προλάβει να δω το ηλιοβασίλεμα από την Παναγιά του Γούναρη. Το ξωκλήσι βρίσκεται ΒΔ των Λαγκαδίων, στην τοποθεσία “Γούναρη”, 300 περίπου μέτρα από την τελευταία γειτονιά με την ονομασία Αγία Τριάδα.
Πριν την είσοδο του χωριού υπάρχει ένας λοξός, πολύ ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στην εν λόγω συνοικία, την Αγία Τριάδα. Στον χάρτη ονομάζεται Περιφερειακός Δρόμος Λαγκαδίων. Τον ακολούθησα και στην πρώτη διασταύρωση που συνάντησα έστριψα αριστερά, αρχίζοντας να απομακρύνομαι από τα τελευταία σπίτια. Μετά από λίγο έφτασα σε μια πετρόκτιστη κρήνη με τρεχούμενο γάργαρο νερό.
Εδώ άφησα το αυτοκίνητο και πήρα να ανηφορίζω τα τσιμεντένια ασβεστωμένα σκαλοπάτια
τα οποία με οδήγησαν έξω από το πετρόκτιστο, με την κεραμιδένια σκεπή, ξωκλήσι. Το εκκλησάκι, με το επίσημο όνομα Γεννέσιο της Θεοτόκου, του 1862, περιτριγυρίζεται από θεόρατα αιωνόβια πλατάνια απολαμβάνοντας την ομορφιά του τοπίου από ύψος 1050 μέτρων.
Η θέα από την Παναγιά του Γούναρη είναι ανεπανάληπτη για τον επισκέπτη, αφού από εδώ μπορεί να δει κανείς μεγάλο μέρος της δυτικής Γορτυνίας και της Ηλείας, μέχρι την Ολυμπία, το Κατάκολο και τη Ζάκυνθο και να απολαύσει αξέχαστα ηλιοβασιλέματα.
Ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα κάθισα να απολαύσω μέσα στην απόλυτη ησυχία για να σβήσω με τον ιδανικότερο τρόπο άλλη μια συναρπαστική solo εξόρμηση στην αγαπημένη μου Αρκαδία.
Σας εύχομαι Καλό Πάσχα με υγεία και ψυχική γαλήνη!!
Last edited: