Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.345
- Likes
- 28.228
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
- Βυτίνα-Όρος Μαίναλο-Χιονοδρομικό Κέντρο-Αλωνίσταινα
- Νυμφασία-Λεβίδι
- Ελάτη-Στεμνίτσα
- Ελληνικό-Λούσιος ποταμός-Αρχαία Γόρτυνα
- Καρύταινα: Το Τολέδο της Ελλάδας!
- Όρος Σαϊτάς
- Βυζαντινός ναός Παναγίας Λεβιδίου και Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού
- Ναός Αγίας Φωτεινής Μαντινείας
- Και μετά ήρθε ο "Λέανδρος"!
- Βλαχέρνα-Κάστρο Μπεζενίκου-Παναγία Καταφυγιώτισσα-Μονή Αγίας Ελεούσας-Όρος Καστανιά-Μονή Παναγίας της Βλαχέρνας.
- Σαν σήμερα η μάχη στο Λεβίδι, 14 Απριλίου 1821.
- Μαγούλιανα: Ο εξώστης της Αρκαδίας ή μήπως ολόκληρης της Πελοποννήσου;
- Βαλτεσινίκο: Ο τόπος με τα πολλά νερά!
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαλτεσινίκου και Μυγδαλιά
- Αρχαιολογικός Χώρος Αρχαίας Μαντινείας
- Κοντοβάζαινα: Το κεφαλοχώρι με τα πολλά νερά και τα όμορφα πλατάνια
- Δήμητρα-Μουριά-Τεχνητή Λίμνη Λάδωνα-Λάδωνας ποταμός
- Λάστα: Το χωριό με μόνιμο αριθμό κατοίκων όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού!
- Λαγκάδια: Το "κρεμαστό" χωριό με την πέτρινη ομορφιά!
- Λίμνη Τάκα
- Τεγέα: Αλέα-Αρχαιολογικό Μουσείο-Ναός Αλέας Αθηνάς-Αρχαιολογικό Πάρκο-Στάδιο
- Βούρβουρα: Το σιωπηλό χωριό με την παρθένα φύση
- Δάρα: Η Χώρα των Νάσων (Νησιών)
- Το Δάρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
- Δάρα: Έθιμα και παραδόσεις
- Δάρα: Η μετάβαση από Δήμο σε Κοινότητα και η μετανάστευση
- Το Δάρα και ο Πόλεμος του 1940
- Το Δάρα και ο Εμφύλιος Πόλεμος
- Το Δάρα μετά τον Εμφύλιο και στα χρόνια της Δικτατορίας
- Το Δάρα και ο ζωοδότης κάμπος του
- Το Δάρα και το νερό
- Το μικρό Δάρα της Αυστραλίας
- Το Δάρα και το Μουσείο Λαϊκού Πολιτισμού
- Το Δάρα ζει στους ρυθμούς του Αστέρα Ραχούλας
- Κανδήλα-Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας-Πηγή Σίντζι
- Λίμνη-Χωτούσα-Αρχαιολογικός Χώρος Καφυών
- Λιμποβίσι-Αρκουδόρεμα-Χρυσοβίτσι: Στα λημέρια του Κολοκοτρώνη
- Πιάνα: Η κατοικία του Θεού Πάνα
- Ζάτουνα: Το χωριό πέρα από το ποτάμι
- Ζυγοβίστι: Το χωριό όπου η ιστορία δεν ξαπόστασε ακόμα-Ο τόπος των Αθανάτων
- Κάψια-Σπήλαιο Κάψια-Πηγή του Πανός-Μηλιά-Ιερό Ιππίου Ποσειδώνος
- Μονή Αιμυαλών
- Βαλτεσινίκο-Μονή Αγίου Νικολάου-Μονή Φιλοσόφου-Ζάτουνα
- Βλαχορράπτης-Γεφύρι Κούκου-Καταρράκτης Βρόντου
- Βυζίκι-Κάστρο της Άκοβας-Ιερά Μονή Ευαγγελισμού
- Ροεινό αντί για Ορεινό
- Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Βλόγγος: Το ησυχαστήριο της Αρκαδίας
Την Κυριακή 16 Ιουνίου του 2024, ο γιος μου, η κοπέλα του και εγώ, ξεκινήσαμε από τη Βυτίνα με προορισμό το χωριό Μάρκος. Σε ένα ύψωμα, λίγο έξω από τον οικισμό, βρίσκεται η ξακουστή ταβέρνα «Ζέρζοβα», η οποία θεωρείται μια από τις καλύτερες της περιοχής. Κάποτε, στο κοντινό χωριό Παναγιά (πρώην Ζέρζοβα), ένα μικρό καφενεδάκι έκλεισε και στον ίδιο χώρο λειτούργησε μια ταβέρνα, η οποία στάθηκε ικανή να μετατρέψει το άγνωστο χωριό Παναγιά σε γαστρονομικό προορισμό. Για 20 συναπτά έτη, η Ελένη Αγγελακοπούλου και ο κτηνοτρόφος και τυροκόμος γιος της, Γιάννης, με τη σύζυγό του Βαγγελιώ Μαυρίκη, ξεκινούν μαγειρέματα από την τοπική κουζίνα, όπως την ήξερε η Βαγγελιώ από το σπίτι της. Το πρώτο πιάτο της, που τους έκανε γνωστούς, ήταν οι χυλοπίτες «καμένες» με βούτυρο και μυζήθρα, μια σπεσιαλιτέ που και σήμερα τη βλέπεις σε όλα τα τραπέζια. Η λίστα του μενού συμπληρώθηκε με πολλά ακόμη πιάτα και έτσι η φήμη της «Ζέρζοβας», με τη Βαγγελιώ να διαφεντεύει την κουζίνα και τον ξυλόφουρνο και τον Γιάννη στο σέρβις, εκτοξεύτηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Για την θαυμάσια κουζίνα τους, όπου αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο τα άγρια και τα ήμερα του τόπου τους, και γιατί προσφέρουν μια σπάνια εμπειρία φαγητού, κυριολεκτικά «από τη φάρμα στο πιάτο», ήταν ένα από τα εννιά εστιατόρια που βράβευσε ο «Γαστρονόμος» στα Βραβεία Ποιότητας του 2021.
Το τελευταίο διάστημα, η «Ζέρζοβα» μεταφέρθηκε από το χωριό Παναγιά στο χωριό Μάρκος, σε ένα ιδιόκτητο, πέτρινο κτίριο με πανοραμική θέα. Παρκάραμε το αυτοκίνητο πριν την είσοδο και διασχίσαμε τον μακρύ διάδρομο που οδηγεί στην πόρτα του μαγαζιού.
Εννοείται ότι καθίσαμε έξω, κάτω από τη σκεπαστή βεράντα, όπου φυσούσε ένα απαλό, δροσερό και λίαν αναζωογονητικό αεράκι. Το μαγαζί δεν είχε κόσμο, γεγονός σπανιότατο. Μόνο μια γυναικοπαρέα καθόταν μερικά τραπέζια πιο πέρα.
Δύο φορές έχω ξαναπροσπαθήσει να φάω εδώ. Την πρώτη φορά δεν είχαμε κάνει κράτηση και «φάγαμε πόρτα», παρόλο που υπήρχαν μερικά άδεια τραπέζια μέσα στο μαγαζί. Ήμασταν, μόλις, 3 άτομα και η δικαιολογία για να μας διώξουν ήταν ότι δεν μπορούσαν να μας βάλουν να καθίσουμε, γιατί τι θα γινόταν αν, εν τω μεταξύ, έρχονταν αυτοί που είχαν κλείσει τα τραπέζια. Το κατανοήσαμε ως σκεπτικό και αποχωρήσαμε. Τη δεύτερη φορά, όμως, κάναμε κράτηση, και παρόλο που φτάσαμε ακριβώς την ώρα που μας είχαν πει, δεν υπήρχε το κρατημένο τραπέζι μας για να καθίσουμε, ούτε επρόκειτο να αδειάσει σύντομα. Ήταν μια αντιμετώπιση η οποία μας εκνεύρισε και μας θύμωσε (ήμασταν και μεγάλη παρέα) και από τότε δεν ήθελα να ξαναέρθω εδώ. Άλλα μας είπαν την πρώτη φορά και άλλα έπραξαν τη δεύτερη.
Η αλήθεια είναι ότι, αρχικά, ξεκινήσαμε για να φάμε στην άλλη ταβέρνα που λειτουργεί στον Μάρκο και ονομάζεται «Άλλοθι», αλλά φτάνοντας στο χωριό τα παιδιά πρότειναν να κάνουμε μια απόπειρα μήπως βρούμε τραπέζι στη «Ζέρζοβα». Δεν έφερα αντίρρηση γιατί, κατά βάθος, και εγώ ήθελα να δοκιμάσω τα πιάτα τους, παρόλο που τους είχα ρίξει άκυρο για την τελευταία τους ανάρμοστη συμπεριφορά.
Παραγγείλαμε τις φημισμένες χυλοπίτες, αγριογούρουνο στην κατσαρόλα με πατάτες τηγανιτές, χοιρινή μπριζόλα με πατάτες, χωριάτικη σαλάτα με δική τους φέτα, βλήτα, μελιτζάνες ρολάκια με γραβιέρα στον φούρνο και τυρί σαγανάκι. Όλα ήταν ποιοτικά και καλομαγειρεμένα. Στο τέλος, μας κέρασαν χειροποίητο παγωτό ροδάκινο.
Σκασμένοι από το φαγητό, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στη διαδρομή, έριξα την ιδέα να κάνουμε επίσκεψη στο χωριό Βλόγγος. Ο Βλόγγος είναι ένας μικρός, ορεινός, πετρόχτιστος παραδοσιακός οικισμός με μέσο υψόμετρο τα 1.060 μέτρα. Λόγω του μικρού μεγέθους του, δε θα απαιτούσε ιδιαίτερη καταπόνηση, για τα γεμάτα στομάχια μας, η εξερεύνησή του. Αντιθέτως, θα ήταν μια καλή ευκαιρία να περπατήσουμε για να χωνέψουμε και να απολαύσουμε την όμορφη φύση που περιβάλλει το χωριό.
Πριν το χωριό Ζάτουνα, υπάρχει διασταύρωση με αριστερή, ανηφορική πορεία προς τον Βλόγγο. Οδηγώντας, λίγα χιλιόμετρα φιδίσιας διαδρομής, φτάσαμε στη θέση «Καρκαλά», ακριβώς πριν την είσοδο του χωριού, όπου βρίσκεται χτισμένος, από το 2000, ο μικρός ναός του Αγίου Ραφαήλ και του Αγίου Δημητρίου. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο για να ρουφήξουμε τη θέα από υψόμετρο 1.182 μέτρων.
Τα μάτια μας περιπλανήθηκαν ανεμπόδιστα ως το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, το Λύκαιο Όρος, τον Ταΰγετο, ενώ είδαμε «πιάτο» ολόκληρη την κοιλάδα του Αλφειού. Ο ορίζοντας ήταν πεντακάθαρος κι έτσι μπορέσαμε να δούμε το Ιόνιο Πέλαγος να γυαλίζει σαν καθρέφτης, καθώς το χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου που είχε, ήδη, πάρει καθοδική πορεία προς τη δύση του.
Μετά από λίγα κατηφορικά μέτρα, μπήκαμε στο χωριό.
Η ορεινή Αρκαδία είναι ο τόπος που δεν παύει να κρύβει εκπλήξεις και να σε εντυπωσιάζει, ακόμα και με τον πιο απλό τρόπο της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της θαυμαστής απλότητας είναι η συνύπαρξη των ανεπτυγμένων τουριστικά χωριών της με τα άγνωστα και διακριτικά ησυχαστήρια, όπως είναι το μικρό και γραφικό χωριό Βλόγγος, το οποίο μπορεί να απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από τη φημισμένη Δημητσάνα–από τα πιο ονομαστά θέρετρα της Αρκαδίας-μα παραμένει άγνωστο ακόμα και σε όσους επισκέπτονται συχνά την περιοχή. Πάντως, ο Βλόγγος είναι ένα χωριό με ζηλευτή θέα και μάλιστα οι ντόπιοι καμαρώνουν ότι ο τόπος τους είναι το «μπαλκόνι όλης της κεντρικής Πελοποννήσου», αφού το βλέμμα του επισκέπτη μπορεί να φτάσει μέχρι και στο Ιόνιο Πέλαγος.
Χτισμένος σε ένα πλάτωμα της προτελευταίας κορυφής του Βουφάγιου Όρους, το οποίο αποτελεί προέκταση του Μαινάλου, οι ιστορικές ρίζες του είναι βυθισμένες στα βάθη του χρόνου. Η πρώτη εμφάνισή του σε γραπτές πηγές εντοπίζεται το 1732, σε έγγραφο της παρακείμενης Μονής Φιλοσόφου. Το πότε ακριβώς χτίστηκε έχει να κάνει (και) με την ετυμολογία του ονόματός του, για την οποία υπάρχει διχογνωμία. Αρχικά λεγόταν Λόγγος, αλλά ένας κάτοικός του το πρόφερε Βλόγγος, με αποτέλεσμα να επικρατήσει η παραφθορά του ονόματος. Όμως, η λέξη μπορεί να προέρχεται από σλαβικό τοπωνύμιο, οπότε υπάρχει πιθανότητα να φτάνουμε ακόμα και στον βαθύ Μεσαίωνα, όταν η Πελοπόννησος εποικήθηκε, μαζικά, από Σλάβους κατά τον 6ο με 8ο αιώνα. Πάντως, και η λέξη «λόγγος» έχει και αυτή σλαβική προέλευση.
Διασχίσαμε το μικρό χωριό φτάνοντας σε ένα μπαλκόνι με άπλετη θέα. Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα, ο Βλόγγος εντυπωσιάζει λόγω της επιβλητικής, πανοραμικής θέας που του χαρίζει το μεγάλο υψόμετρο όπου έχει χτιστεί, το οποίο συνδυάζεται άριστα και με τη γύρω βουνίσια φύση.
Από αυτό το σημείο μπορέσαμε να κατανοήσουμε πλήρως τον χαρακτηρισμό «μπαλκόνι της κεντρικής Πελοποννήσου». Τα βλέμματά μας περιπλανήθηκαν σε βουνοκορφές και κοιλάδες, αλλά και στο λιλιπούτειο χωριό Μελισσόπετρα που βρισκόταν κάτω από τα πόδια μας και πνιγόταν, στην κυριολεξία, από τα δέντρα και τη βλάστηση.
Εδώ βρίσκεται ο μοναδικός ξενώνας του χωριού.
Τα παιδιά την άραξαν στο μπαλκόνι, αγναντεύοντας το «άπειρο». Εγώ, ξεκίνησα την περιπλάνησή μου στα σοκάκια του Βλόγγου.
Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα, χτισμένα κατά τον 19ο αιώνα (ή και λίγο παλαιότερα) αποτελώντας καλοδιατηρημένα δείγματα της τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, φτιαγμένα από Λαγκαδινούς μαστόρους. Για αυτόν τον λόγο, ο Βλόγγος αναγνωρίστηκε επισήμως το 1978 ως παραδοσιακός οικισμός, ύστερα από εισήγηση αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Περιττό να πω ότι δεν συνάντησα κανέναν κατά τη διάρκεια της βόλτας μου. Ο Βλόγγος ήταν ανέκαθεν μικρός οικισμός, με λιγότερα από 50 σπίτια (συνήθως κατοικούμενα από μεγάλες οικογένειες) και περιορισμένο πληθυσμό. Στην απογραφή του 1834-1836 είχε 197 μόνιμους κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 2011 κατοικούνταν από μόλις 7 ψυχές. Το ευχάριστο είναι ότι στην τελευταία απογραφή, του 2021, ο μόνιμος πληθυσμός του μετρήθηκε στα 43 άτομα. Από τη δεκαετία του 1980, το χωριό έχει αποκτήσει, πρωτίστως, παραθεριστικό χαρακτήρα με ελάχιστους κατοίκους τους χειμερινούς μήνες, αλλά με πολύ περισσότερους τους καλοκαιρινούς.
Πάντως, οι παραθεριστές, αν και μέσα Ιουνίου, δεν είχαν επιστρέψει στο χωριό. Τα όμορφα πέτρινα σπίτια ήταν ερμητικά κλειστά κι αμπαρωμένα. Τα γύρισα όλα. Τρύπωσα παντού. Σε κλειστές αυλές, σε στενά περάσματα, σε σοκάκια και δρομάκια, σε ανηφοριές και κατηφοριές. Εκκωφαντική σιωπή, πραγματικό ησυχαστήριο!
Το σημαντικότερο αξιοθέατο του Βλόγγου είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου, χτισμένος το 1815 στη θέση που βρισκόταν παλαιό μετόχι της Ιεράς Μονής Ιωάννου Προδρόμου (16ος-17ος αιώνας). Κατηφόρισα το καλοφτιαγμένο δρομάκι
και μπήκα στον περίβολο του ιστορικού ναού, ο οποίος ήταν κλειστός.
Κόλλησα το κινητό μου στο τζάμι της πόρτας και κατάφερα να πάρω την παρακάτω φωτογραφία από το εσωτερικό του.
Δίπλα στον Άη Γιώργη υπάρχει «δάσος» με, περίπου, 100 αιωνόβιες καρυδιές.
Κάτω από την εκκλησία περνάει το τρεχούμενο νερό μιας παλιάς πηγής, η οποία έχει δύο γούρνες. Το νερό είναι παγωμένο και πεντακάθαρο.
Έφτασα μέχρι το νεκροταφείο του χωριού, το οποίο καταλαμβάνει περίοπτη θέση με απέραντη θέα στο λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, στην κοιλάδα του Αλφειού, αλλά και στο «δάσος» με τις καρυδιές.
Επέστρεψαν και τα παιδιά από το μπαλκόνι και καθίσαμε στα παγκάκια-απέναντι από την πηγή του Άη Γιώργη-για να απολαύσουμε την ησυχία, ακούγοντας μόνο το τραγούδι του νερού.
Στη συνέχεια, κάμποσα σκαλάκια, πλαισιωμένα από εύρωστα καταπράσινα έλατα, με κάλεσαν να τα ανέβω.
Βρέθηκα μπροστά στο πέτρινο κτίριο του σχολείου δείγμα, και αυτό, της λαγκαδινής τέχνης. Η χορταριασμένη αυλή του μαρτυρά ότι δε βρίσκεται, πλέον, σε λειτουργία. Το 1969 έπαψαν να ακούγονται εδώ οι παιδικές φωνούλες. Ουσιαστικά, το χωριό άρχισε να ερημώνει από τη δεκαετία του 1960, ακολουθώντας την πορεία πολλών άλλων ορεινών περιοχών της Αρκαδίας.
Κι αν πάμε ακόμα πιο πίσω, ο Βλόγγος συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821 και στους μετέπειτα εθνικούς αγώνες του 19ου και του 20ου αιώνα, όπως μαρτυρούν οι ιστορικές αναφορές, η προφορική παράδοση, αλλά και το τοπικό Ηρώο.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τροφοδότησε με μετανάστες την ελληνική ομογένεια της Αμερικής, κάτι που φαίνεται και στα αρχεία του Ellis Island της Νέας Υόρκης.
Όμορφες εικόνες με πέτρινα σπίτια μου χάρισε και ο πάνω μαχαλάς του Βλόγγου.
Ο ήλιος βασίλεψε στο βάθος του ορίζοντα, ο ουρανός λούστηκε με πορτοκαλιές και κίτρινες αποχρώσεις και εμείς, αποχαιρετώντας τον ήσυχο και γραφικό Βλόγγο, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Last edited: