interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.200
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Χουανκαβελίκα
Επόμενος σταθμός στον δρόμο για την πρωτεύουσα των Ίνκα, το Κούσκο, ήταν η μικρή Χουανκαβελίκα (ωραίο όνομα). Δυστυχώς όμως το τρένο Χουανκάγιο-Χουανκαβελίκα δεν φεύγει Κυριακές και έτσι βολεύτηκα με λεωφορείο της εταιρίας Ticllas. Ο χρόνος που χρειάζεται να καλύψει ένα λεωφορείο μια απόσταση στις κεντρικές Άνδεις έχει μεγάλο περιθώριο σφάλματος λόγω μεταβλητής κατάστασης του δρόμου. Ονομαστική τιμή ήταν 3-4 ώρες, τελικά κάναμε 4:40. Αρκετές από αυτές με συνοδεία μουσικής Dubstep που άκουγε ο πιτσιρικάς στο διπλανό κάθισμα, φυσικά χωρίς ακουστικά.
“Γιατί να βάλω ακουστικά αφού μπορώ να διασκεδάσω και τον διπλανό”. Περουβιανή λογική.
Το κέντρο της Χουανκαβελίκα είναι όμορφο. Πλακόστρωτα δρομάκια με ανάγλυφα με αναφορές στους Ίνκα οδηγούν στην πράσινη Πλάζα ντε Άρμας με τον καθεδρικό και χαμηλά ομοιόμορφα σπιτάκια σε καλόγουστο λευκό και κόκκινο. Δίπλα στον μικρό ποταμό που διασχίζει την πόλη βρίσκεται ανοιχτή αγορά. Αγόρασα μανταρίνια από πιτσιρίκια αλλά μπέρδεψα τους ισπανικούς μου αριθμούς και πήρα 4πλάσια ποσότητα από ότι σκόπευα. Το μπέρδεμα μου με τα Ισπανικά δεν σταμάτησε εκεί. Παρακάτω άκουσα έναν γνώριμο ρυθμό από ένα πάγκο με CD και ρώτησα νεαρό ζευγάρι;
“Είναι αυτή η μουσική Τσίτσα;” Γνέφουν ναι.
“Μούτσο γκούστο τσίτσα”, λέω για να με διορθώσει η κοπέλα: “Με γκούστα τσίτσα”.
Μια μικρή παρένθεση για την Περουβιανή μουσική που ονομάζεται τσίτσα (ή αλλιώς Περουβιανή κούμπια) και παίρνει το όνομα της από την καλαμποκομπίρα που ήπιαμε χθες. Είναι ένα φοβερό μείγμα ψυχεδελικής σερφ κιθάρας, ηλεκτρικού εκκλησιαστικού οργάνου και φωνητικών με πολύ έκο-ο-ο. Δημοφιλής το `70 και το `80 σε κύκλους τον φτωχών μεταναστών στις περιοχές με πετρελαϊκή ανάπτυξη. Αξίζει να ψάξετε τον Φαραώ της περουβιανής μουσικής Τσακαλόν, μετανάστη από τις Κεντρικές Άνδεις στις παραγκουπόλεις της Ανατολικής Λίμα, και τους απλούς στίχους του που γίνανε ύμνος:
Είμαι αγόρι από την επαρχία
Σηκώνομαι πολύ νωρίς για να πάω με τους αδελφούς μου, άιαϊαϊ, να δουλέψουμε
Δεν έχω πατέρα ή μητέρα
Κανένα σκύλο που να μου γαβγίζει, έχω μόνο ελπίδα, άιαϊαϊ, να προοδέψω
Ψάχνω για μια νέα ζωή σε αυτή την πόλη
όπου όλα είναι λεφτά και είναι το κακό
Με τη βοήθεια του Θεού γνωρίζω ότι θα πετύχω
Και δίπλα σε σένα αγάπη μου θα είμαι ευτυχής οοο θα είμαι ευτυχής oooo
---
Ψάχνω απεγνωσμένα για ταξί που θα με πάει στα κοντινά ορυχεία της Σάντα Μπάρμπαρα και τελικά δέχεται να με πάρει ένας μετανάστης από την βορειότερη πόλη Χουάραζ, ο Λούτσο. Ο Λούτσο μου μιλούσε διαρκώς, στα Ισπανικά, σταματούσε όταν έβλεπε ότι δεν καταλαβαίνω, έπαιρνε λίγο θάρρος όταν έπιανα καμιά λέξη και ξαναάρχιζε. Βλέποντας τον μακρύ ανηφορικό χωματόδρομο ως τα 4200 μέτρα υψόμετρο κατάλαβα γιατί δεν ήταν πρόθυμοι οι άλλοι να με πάνε.
Ευτυχώς έχουμε φτηνό ίντερνετ παντού (χάρη στην εταιρία Κλάρο) και μετέφραζα μερικά από αυτά που έλεγε ο Λούτσο.
“Στα ορυχεία βγάζανε υδράργυρο, από την εποχή των Ισπανών. Τα ορυχεία ήταν πολύ επικίνδυνα καθώς ο υδράργυρος είναι πολύ τοξικός και το ποσοστό θανάτων μεγάλο. Τώρα έχουν ερημώσει. Ο υδράργυρος χρησιμεύει για να καθαρίζουν το χρυσάφι”
Ναι λοιπόν, οι Ισπανοί κατακτητές βάζαν τους ντόπιους να πεθαίνουν για να εξορύξουν το υλικό για να καθαρίζουν το χρυσάφι, το οποίο είχαν κλέψει προηγουμένως από τους ντόπιους!
Μια βόλτα στα ορυχεία με τον Λούτσο στο κατώπι - να αγκομαχάμε λόγω υψομέτρου και τελικά να πέφτουμε πάνω σε απαγορευτικές πινακίδες “Προσοχή τοξικό”. Κάπου βρήκαμε και ένα ντόπιο γερο φύλακα, μετά από προτροπή του Λούτσο στον οποίο έδωσα κάτι τις "γιατί είναι εδώ να προσέχει μην πάθουμε τίποτα". Πάντως μας οδήγησε στην εγκαταλειμμένη εκκλησία στο χωρίο φάντασμα που έμεναν οι μεταλλωρύχοι. Τώρα υπήρχε μόνο μια γιαγιά, με χοντρά ρούχα για το κρύο, που βοσκούσε αλπάκα και μας έδωσε τις ευχές της.
Στο γυρισμό πήραμε και δυο κυρίες που κάναν οτοστόπ, καθώς η νύχτα έπεφτε, και ο μονόλογος του Λούτσο αντικαταστάθηκε μια μια ομιλία (περιγραφή αγώνα; ) στο ραδιόφωνο.
Η μέρα τελείωσε στον, αντί ξενοδοχείου, πολύ κρύο σταθμό της εταιρίας Μολίνα για νυχτερινό λεωφορείο. Ένας ντόπιος μου πάσαρε ένα φιαλίδιο με “Περουβιανό ουίσκι”. Σκεφτόμουν ότι ήταν η πρώτη μέρα της ζωής μου που δεν είχα αντικρίσει Ευρωπαίο. Εκτός αν εκείνη η τύπισσα, στην παρέα των Περουβιανών που πέρασε γρήγορα δίπλα μας, και με κοιτούσε επίμονα, ήταν κι αυτή ταξιδιώτισσα...
Από το λεωφορείο: έξω χωριά και αγορές, μέσα μουσικές των επιβατών και δραματική ταινία που διαδραματίζεται στην Χιλή στις οθόνες.
Συνεφιασμένη Πλάζα δε Άρμας στο κέντρο της πόλης, με βουνά παντού γύρω.
Οι Ισπανοί επωφελήθηκαν με κάθε τρόπο από τους ντόπιους πληθυσμούς.
Δεν βαριόμαστε να βλέπουμε πατάτες.
Τα εγκαταλειμμένα ορυχεία και η πόλη φάντασμα στο βάθος.
Θανατηφόρες παγίδες παραμονεύουν.
Με τον φύλακα και τον Λούτσο:
Η εγκατελειμμένη εκκλησία της Σάντα Μπαρμπαρα.
Τι λέει λοιπόν το ράδιο (βοήθεια από Ισπανόφωνους);
Πίσω στην πολυσύχναστη και κρύα Χουανκαβελίκα.
Επόμενος σταθμός στον δρόμο για την πρωτεύουσα των Ίνκα, το Κούσκο, ήταν η μικρή Χουανκαβελίκα (ωραίο όνομα). Δυστυχώς όμως το τρένο Χουανκάγιο-Χουανκαβελίκα δεν φεύγει Κυριακές και έτσι βολεύτηκα με λεωφορείο της εταιρίας Ticllas. Ο χρόνος που χρειάζεται να καλύψει ένα λεωφορείο μια απόσταση στις κεντρικές Άνδεις έχει μεγάλο περιθώριο σφάλματος λόγω μεταβλητής κατάστασης του δρόμου. Ονομαστική τιμή ήταν 3-4 ώρες, τελικά κάναμε 4:40. Αρκετές από αυτές με συνοδεία μουσικής Dubstep που άκουγε ο πιτσιρικάς στο διπλανό κάθισμα, φυσικά χωρίς ακουστικά.
“Γιατί να βάλω ακουστικά αφού μπορώ να διασκεδάσω και τον διπλανό”. Περουβιανή λογική.
Το κέντρο της Χουανκαβελίκα είναι όμορφο. Πλακόστρωτα δρομάκια με ανάγλυφα με αναφορές στους Ίνκα οδηγούν στην πράσινη Πλάζα ντε Άρμας με τον καθεδρικό και χαμηλά ομοιόμορφα σπιτάκια σε καλόγουστο λευκό και κόκκινο. Δίπλα στον μικρό ποταμό που διασχίζει την πόλη βρίσκεται ανοιχτή αγορά. Αγόρασα μανταρίνια από πιτσιρίκια αλλά μπέρδεψα τους ισπανικούς μου αριθμούς και πήρα 4πλάσια ποσότητα από ότι σκόπευα. Το μπέρδεμα μου με τα Ισπανικά δεν σταμάτησε εκεί. Παρακάτω άκουσα έναν γνώριμο ρυθμό από ένα πάγκο με CD και ρώτησα νεαρό ζευγάρι;
“Είναι αυτή η μουσική Τσίτσα;” Γνέφουν ναι.
“Μούτσο γκούστο τσίτσα”, λέω για να με διορθώσει η κοπέλα: “Με γκούστα τσίτσα”.
Μια μικρή παρένθεση για την Περουβιανή μουσική που ονομάζεται τσίτσα (ή αλλιώς Περουβιανή κούμπια) και παίρνει το όνομα της από την καλαμποκομπίρα που ήπιαμε χθες. Είναι ένα φοβερό μείγμα ψυχεδελικής σερφ κιθάρας, ηλεκτρικού εκκλησιαστικού οργάνου και φωνητικών με πολύ έκο-ο-ο. Δημοφιλής το `70 και το `80 σε κύκλους τον φτωχών μεταναστών στις περιοχές με πετρελαϊκή ανάπτυξη. Αξίζει να ψάξετε τον Φαραώ της περουβιανής μουσικής Τσακαλόν, μετανάστη από τις Κεντρικές Άνδεις στις παραγκουπόλεις της Ανατολικής Λίμα, και τους απλούς στίχους του που γίνανε ύμνος:
Είμαι αγόρι από την επαρχία
Σηκώνομαι πολύ νωρίς για να πάω με τους αδελφούς μου, άιαϊαϊ, να δουλέψουμε
Δεν έχω πατέρα ή μητέρα
Κανένα σκύλο που να μου γαβγίζει, έχω μόνο ελπίδα, άιαϊαϊ, να προοδέψω
Ψάχνω για μια νέα ζωή σε αυτή την πόλη
όπου όλα είναι λεφτά και είναι το κακό
Με τη βοήθεια του Θεού γνωρίζω ότι θα πετύχω
Και δίπλα σε σένα αγάπη μου θα είμαι ευτυχής οοο θα είμαι ευτυχής oooo
---
Ψάχνω απεγνωσμένα για ταξί που θα με πάει στα κοντινά ορυχεία της Σάντα Μπάρμπαρα και τελικά δέχεται να με πάρει ένας μετανάστης από την βορειότερη πόλη Χουάραζ, ο Λούτσο. Ο Λούτσο μου μιλούσε διαρκώς, στα Ισπανικά, σταματούσε όταν έβλεπε ότι δεν καταλαβαίνω, έπαιρνε λίγο θάρρος όταν έπιανα καμιά λέξη και ξαναάρχιζε. Βλέποντας τον μακρύ ανηφορικό χωματόδρομο ως τα 4200 μέτρα υψόμετρο κατάλαβα γιατί δεν ήταν πρόθυμοι οι άλλοι να με πάνε.
Ευτυχώς έχουμε φτηνό ίντερνετ παντού (χάρη στην εταιρία Κλάρο) και μετέφραζα μερικά από αυτά που έλεγε ο Λούτσο.
“Στα ορυχεία βγάζανε υδράργυρο, από την εποχή των Ισπανών. Τα ορυχεία ήταν πολύ επικίνδυνα καθώς ο υδράργυρος είναι πολύ τοξικός και το ποσοστό θανάτων μεγάλο. Τώρα έχουν ερημώσει. Ο υδράργυρος χρησιμεύει για να καθαρίζουν το χρυσάφι”
Ναι λοιπόν, οι Ισπανοί κατακτητές βάζαν τους ντόπιους να πεθαίνουν για να εξορύξουν το υλικό για να καθαρίζουν το χρυσάφι, το οποίο είχαν κλέψει προηγουμένως από τους ντόπιους!
Μια βόλτα στα ορυχεία με τον Λούτσο στο κατώπι - να αγκομαχάμε λόγω υψομέτρου και τελικά να πέφτουμε πάνω σε απαγορευτικές πινακίδες “Προσοχή τοξικό”. Κάπου βρήκαμε και ένα ντόπιο γερο φύλακα, μετά από προτροπή του Λούτσο στον οποίο έδωσα κάτι τις "γιατί είναι εδώ να προσέχει μην πάθουμε τίποτα". Πάντως μας οδήγησε στην εγκαταλειμμένη εκκλησία στο χωρίο φάντασμα που έμεναν οι μεταλλωρύχοι. Τώρα υπήρχε μόνο μια γιαγιά, με χοντρά ρούχα για το κρύο, που βοσκούσε αλπάκα και μας έδωσε τις ευχές της.
Στο γυρισμό πήραμε και δυο κυρίες που κάναν οτοστόπ, καθώς η νύχτα έπεφτε, και ο μονόλογος του Λούτσο αντικαταστάθηκε μια μια ομιλία (περιγραφή αγώνα; ) στο ραδιόφωνο.
Η μέρα τελείωσε στον, αντί ξενοδοχείου, πολύ κρύο σταθμό της εταιρίας Μολίνα για νυχτερινό λεωφορείο. Ένας ντόπιος μου πάσαρε ένα φιαλίδιο με “Περουβιανό ουίσκι”. Σκεφτόμουν ότι ήταν η πρώτη μέρα της ζωής μου που δεν είχα αντικρίσει Ευρωπαίο. Εκτός αν εκείνη η τύπισσα, στην παρέα των Περουβιανών που πέρασε γρήγορα δίπλα μας, και με κοιτούσε επίμονα, ήταν κι αυτή ταξιδιώτισσα...
Από το λεωφορείο: έξω χωριά και αγορές, μέσα μουσικές των επιβατών και δραματική ταινία που διαδραματίζεται στην Χιλή στις οθόνες.
Συνεφιασμένη Πλάζα δε Άρμας στο κέντρο της πόλης, με βουνά παντού γύρω.
Οι Ισπανοί επωφελήθηκαν με κάθε τρόπο από τους ντόπιους πληθυσμούς.
Δεν βαριόμαστε να βλέπουμε πατάτες.
Τα εγκαταλειμμένα ορυχεία και η πόλη φάντασμα στο βάθος.
Θανατηφόρες παγίδες παραμονεύουν.
Με τον φύλακα και τον Λούτσο:
Η εγκατελειμμένη εκκλησία της Σάντα Μπαρμπαρα.
Τι λέει λοιπόν το ράδιο (βοήθεια από Ισπανόφωνους);
Πίσω στην πολυσύχναστη και κρύα Χουανκαβελίκα.
Last edited by a moderator: