interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.200
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Κάπου στις Άνδεις
“Κοιτάξτε αν έχει λευκό κολάρο γύρω από τον λαιμό”, μας λέει ο Ντέιβιντ.
Είχε λευκό κολάρο, άρα ήταν αρσενικός. Με απλωμένα τα φτερά διαμέτρου τριών μέτρων, έκανε μια στροφή από πάνω μας. Αρκετοί από το γκρουπ βγάλαν κραυγές θαυμασμού.
Λιγότεροι από 2.500 κόνδορες των Άνδεων έχουν μείνει σε όλο το Περού. Οι λόγοι περιλαμβάνουν αποψίλωση των δασών, τράφικινγκ, μόλυνση του φαγητού τους (π.χ. γυαλί που κόβει τα εντόσθιά τους) και το κυνήγι τους για φτερά ή κόκαλα. Οι κόνδορες είναι σημαντικοί για το οικοσύστημα καθώς τρώνε τα κουφάρια ζώων εμποδίζοντας την μετάδοση ασθενειών
“Οι Ίνκα πίστευαν ότι οι κόνδορες είναι αθάνατοι. Εκτός αν αφαιρέσεις τα φτερά του λαιμού τους”, λέει ο Ντέιβιντ.
Το σημείο παρατήρησης βρίσκεται στην κορυφή ενός φαραγγιού με βάθος που ξεπερνάει το χιλιόμετρο. Πιο μακριά φαίνεται να βαθαίνει ακόμα πιο πολύ. Ρωτάμε σχετικά τον Ντέιβιντ.
“Είναι δύσκολο να μετρήσεις το βάθος ενός φαραγγιού. Ειδικά σαν αυτό, που δεν είναι τόσο κατακόρυφο όσο, ας πούμε, το Γκραν Κάνιον. Αποστολές που έχουν προχωρήσει αρκετά βαθιά έχουν αναφέρει μέγιστο βάθος 3.354 μέτρα. Το Γκραν Κάνιον, για να συγκρίνετε, είναι 1,737 μέτρα.”
Εδώ είναι Λατινική Αμερική σκέφτομαι. Όλα είναι πιο άγρια. Εν το μεταξύ, από ένα φορτηγό ξεφορτώνουν δίπλα μας ποδήλατα.
“Από εδώ και πέρα θα πάμε με ποδήλατα. Μαλακά στην ανηφόρα.”
Μαλακά;
Έκανα μια φορά πεντάλ. Αυτό ήταν. Το οξυγόνο όλου του κόσμου τελείωσε μονομιάς. Πάω να κάνω και δεύτερο... Αδύνατον. Λέω, δεν μπορεί, για να μας τα δώσανε θα γίνεται... Ποδηλατώ για λίγο, αγνοώντας την έλλειψη οξυγόνου. Κάνω μερικά μέτρα. Σταματάω προβληματισμένος. Το μυστικό μάλλον είναι στην ταχύτητα. Μαλακά...
Μας πήρε κανένα τέταρτο να ανεβούμε όλοι την πρώτη ανηφόρα.
“Συγχαρητήρια”, λέει ο Ντέιβιντ. “Τώρα αξίζετε το κατέβασμα μέχρι τον πάτο του φαραγγιού. Τέρμα η ανηφόρα.”
Έτσι και έγινε. Το κατέβασμα ήταν άκρως απολαυστικό. Κοντρίτσες με τους Ολλανδούς, προσπεράσματα σε αργά αμάξια. Παράλληλα με τους κόνδορες. Για πότε φτάσαμε στο χωριό στη βάση του φαραγγιού, δεν το καταλάβαμε.
“Αυτό ήταν;”, λέω λίγο στενοχωρημένος. Αισθάνθηκα ελαφρώς εξαπατημένος.
Έπρεπε όμως να συνεχίσουμε, αφού είχαμε να κάνουμε ακόμα μια κονδορο-παρατήρηση, φαγητό, να δούμε έναν αρχαίο πέτρινο οικισμό και τελική στάση σε θερμές πηγές. Μερικές βάθρες δίπλα από ένα ποταμό. Τίποτα φοβερό. Τελικά φτάσαμε πίσω στην Αρεκίπα πριν καν νυχτώσει. Ήταν τουλάχιστον ευκαιρία να δω το μοναστήρι της Σάντα Καταλίνα.
Το μοναστήρι της Αγίας Κατερίνας, όπως θα λέγαμε εμείς, είναι μια μικρή πόλη από μόνο του. Μια κυρία προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. “200 μοναχές και 300 υπηρέτες”, λέει, “στις εποχές της ακμής. Σήμερα έχουν μείνει λιγότερες από δέκα.”. Η διαφορά μεταξύ των κελιών των υπηρετών, των μοναχών, και της ηγουμένης ήταν αισθητή. Οι μοναχές ήταν από πλούσιες οικογένειες, που θεωρούσαν καθήκον τους να προσφέρουν τις κόρες τους μαζί με μια γενναιόδωρη δωρεά. Βέβαια κανένας δεν ρωτούσε τις κόρες. “Δεν έλειπαν τα σκάνδαλα στο μοναστήρι. Βρέθηκαν κάποτε σκελετοί μωρών κτισμένοι στον τοίχο. Νόθα.”
Κάτω από την κουζίνα, είδαμε ένα κτισμένο κλουβί με ινδικά χοιρίδια, “κούι”, να μασουλάνε λαχανικά. “Αυτά προορίζονται για ειδικές περιστάσεις. Γιορτές κτλ. Οι κάτοικοι τις Αρεκίπα μπορεί να σφάξουν ένα κούι, για παράδειγμα, για τα γενέθλιά τους.”
Μια αίθουσα είναι γκαλερί, με καλαίσθητους πίνακες αποικιακής τέχνης, της λεγόμενης σχολής του Κούσκο.
Βγαίνοντας στις αυλές, η ξεναγός μου είναι περήφανη για την αρχιτεκτονική και τα πολύχρωμα δρομάκια. “Σαν να βρίσκεσαι στην Ισπανία”, λέει, και δεν σταματάει να μου προτείνει να με φωτογραφίσει δίπλα στα στενά και τα σιντριβάνια. Το πιο ωραίο θέαμα πάντως είναι από μια ταράτσα, όπου φαίνεται πανοραμικά η Αρεκίπα και στο βάθος τα ηφαίστεια. Η Αρεκίπα, η λευκή πόλη, χτισμένη από λευκή ηφαιστειακή πέτρα.
Χτυπάνε καμπάνες και είναι ώρα για κλείσιμο. Βγαίνω και σταματάω ένα ταξί για το αεροδρόμιο.
Έκθεμα Νο 1: Ταξιτζής.
Μικροσκοπικός, όπως και το ταξί του. Ένα άσπρο αλπάκα ριγμένο πάνω του και αυτός βυθισμένος στο κάθισμα. Φάτσα Ίνκα, δηλαδή με προφίλ σαν εκείνο τον βράχο που είδαμε στο Ογιάντα. Ψιλή περίεργη φωνή, μηδέν Αγγλικά αλλά φιλότιμος στην επικοινωνία. Στο ράδιο έπαιζε Ράδιο Καριμπένια, με κοπέλες να προλογίζουν, που από την φωνή καταλάβαινες που εντοπίζονταν τα υπόλοιπα προσόντα. Και να παίζουν τσίτσες που αν ήταν λίγο πιο χαρούμενες απλά ανεβαίνεις στην οροφή του αμαξιού και χοροπηδάς. Τέτοιο ήταν το κλίμα, που έβλεπες τα αμάξια που διασταυρώνονται μπροστά σου σε όλες τις πιθανές γωνίες και τις κόρνες σαν ένα μεγάλο παιδικό πάρτι. Και ο τύπος στην βαθύτερη δυνατή νιρβάνα και ικανοποίηση για την ζωή του. “Περουβιαναράς”.
Κι όμως, μετά από 50 λεπτά ψυχαγωγική οδήγηση (που πληρώθηκε στο αζημίωτο, 15 σόλες), φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Τα δωμάτιά μας στο Πιτσόγιο:
Αρχικά εντοπίζουμε 3 κονδοράκια να κάθονται σε ένα βράχο.
Ο μπαμπάς ( ; ) μας κάνει την τιμή να πετάξει από πάνω μας:
Κατεβαίνοντας το φαράγγι με τα ποδήλατα και "κόντρες":
Στην δεύτερη παρατήρηση πληθαίνουν οι κόνδορες:
Σταματώντας σε ένα παλιό οικισμό.
Στις αυλές του μοναστηριού της Σάντα Καταλίνα.
Η θέα της λευκής πόλης.
Το κωνικό Μίστι και τα άλλα ηφαίστεια:
Μπάι, μπάι, Αρεκίπα.
“Κοιτάξτε αν έχει λευκό κολάρο γύρω από τον λαιμό”, μας λέει ο Ντέιβιντ.
Είχε λευκό κολάρο, άρα ήταν αρσενικός. Με απλωμένα τα φτερά διαμέτρου τριών μέτρων, έκανε μια στροφή από πάνω μας. Αρκετοί από το γκρουπ βγάλαν κραυγές θαυμασμού.
Λιγότεροι από 2.500 κόνδορες των Άνδεων έχουν μείνει σε όλο το Περού. Οι λόγοι περιλαμβάνουν αποψίλωση των δασών, τράφικινγκ, μόλυνση του φαγητού τους (π.χ. γυαλί που κόβει τα εντόσθιά τους) και το κυνήγι τους για φτερά ή κόκαλα. Οι κόνδορες είναι σημαντικοί για το οικοσύστημα καθώς τρώνε τα κουφάρια ζώων εμποδίζοντας την μετάδοση ασθενειών
“Οι Ίνκα πίστευαν ότι οι κόνδορες είναι αθάνατοι. Εκτός αν αφαιρέσεις τα φτερά του λαιμού τους”, λέει ο Ντέιβιντ.
Το σημείο παρατήρησης βρίσκεται στην κορυφή ενός φαραγγιού με βάθος που ξεπερνάει το χιλιόμετρο. Πιο μακριά φαίνεται να βαθαίνει ακόμα πιο πολύ. Ρωτάμε σχετικά τον Ντέιβιντ.
“Είναι δύσκολο να μετρήσεις το βάθος ενός φαραγγιού. Ειδικά σαν αυτό, που δεν είναι τόσο κατακόρυφο όσο, ας πούμε, το Γκραν Κάνιον. Αποστολές που έχουν προχωρήσει αρκετά βαθιά έχουν αναφέρει μέγιστο βάθος 3.354 μέτρα. Το Γκραν Κάνιον, για να συγκρίνετε, είναι 1,737 μέτρα.”
Εδώ είναι Λατινική Αμερική σκέφτομαι. Όλα είναι πιο άγρια. Εν το μεταξύ, από ένα φορτηγό ξεφορτώνουν δίπλα μας ποδήλατα.
“Από εδώ και πέρα θα πάμε με ποδήλατα. Μαλακά στην ανηφόρα.”
Μαλακά;
Έκανα μια φορά πεντάλ. Αυτό ήταν. Το οξυγόνο όλου του κόσμου τελείωσε μονομιάς. Πάω να κάνω και δεύτερο... Αδύνατον. Λέω, δεν μπορεί, για να μας τα δώσανε θα γίνεται... Ποδηλατώ για λίγο, αγνοώντας την έλλειψη οξυγόνου. Κάνω μερικά μέτρα. Σταματάω προβληματισμένος. Το μυστικό μάλλον είναι στην ταχύτητα. Μαλακά...
Μας πήρε κανένα τέταρτο να ανεβούμε όλοι την πρώτη ανηφόρα.
“Συγχαρητήρια”, λέει ο Ντέιβιντ. “Τώρα αξίζετε το κατέβασμα μέχρι τον πάτο του φαραγγιού. Τέρμα η ανηφόρα.”
Έτσι και έγινε. Το κατέβασμα ήταν άκρως απολαυστικό. Κοντρίτσες με τους Ολλανδούς, προσπεράσματα σε αργά αμάξια. Παράλληλα με τους κόνδορες. Για πότε φτάσαμε στο χωριό στη βάση του φαραγγιού, δεν το καταλάβαμε.
“Αυτό ήταν;”, λέω λίγο στενοχωρημένος. Αισθάνθηκα ελαφρώς εξαπατημένος.
Έπρεπε όμως να συνεχίσουμε, αφού είχαμε να κάνουμε ακόμα μια κονδορο-παρατήρηση, φαγητό, να δούμε έναν αρχαίο πέτρινο οικισμό και τελική στάση σε θερμές πηγές. Μερικές βάθρες δίπλα από ένα ποταμό. Τίποτα φοβερό. Τελικά φτάσαμε πίσω στην Αρεκίπα πριν καν νυχτώσει. Ήταν τουλάχιστον ευκαιρία να δω το μοναστήρι της Σάντα Καταλίνα.
Το μοναστήρι της Αγίας Κατερίνας, όπως θα λέγαμε εμείς, είναι μια μικρή πόλη από μόνο του. Μια κυρία προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. “200 μοναχές και 300 υπηρέτες”, λέει, “στις εποχές της ακμής. Σήμερα έχουν μείνει λιγότερες από δέκα.”. Η διαφορά μεταξύ των κελιών των υπηρετών, των μοναχών, και της ηγουμένης ήταν αισθητή. Οι μοναχές ήταν από πλούσιες οικογένειες, που θεωρούσαν καθήκον τους να προσφέρουν τις κόρες τους μαζί με μια γενναιόδωρη δωρεά. Βέβαια κανένας δεν ρωτούσε τις κόρες. “Δεν έλειπαν τα σκάνδαλα στο μοναστήρι. Βρέθηκαν κάποτε σκελετοί μωρών κτισμένοι στον τοίχο. Νόθα.”
Κάτω από την κουζίνα, είδαμε ένα κτισμένο κλουβί με ινδικά χοιρίδια, “κούι”, να μασουλάνε λαχανικά. “Αυτά προορίζονται για ειδικές περιστάσεις. Γιορτές κτλ. Οι κάτοικοι τις Αρεκίπα μπορεί να σφάξουν ένα κούι, για παράδειγμα, για τα γενέθλιά τους.”
Μια αίθουσα είναι γκαλερί, με καλαίσθητους πίνακες αποικιακής τέχνης, της λεγόμενης σχολής του Κούσκο.
Βγαίνοντας στις αυλές, η ξεναγός μου είναι περήφανη για την αρχιτεκτονική και τα πολύχρωμα δρομάκια. “Σαν να βρίσκεσαι στην Ισπανία”, λέει, και δεν σταματάει να μου προτείνει να με φωτογραφίσει δίπλα στα στενά και τα σιντριβάνια. Το πιο ωραίο θέαμα πάντως είναι από μια ταράτσα, όπου φαίνεται πανοραμικά η Αρεκίπα και στο βάθος τα ηφαίστεια. Η Αρεκίπα, η λευκή πόλη, χτισμένη από λευκή ηφαιστειακή πέτρα.
Χτυπάνε καμπάνες και είναι ώρα για κλείσιμο. Βγαίνω και σταματάω ένα ταξί για το αεροδρόμιο.
Έκθεμα Νο 1: Ταξιτζής.
Μικροσκοπικός, όπως και το ταξί του. Ένα άσπρο αλπάκα ριγμένο πάνω του και αυτός βυθισμένος στο κάθισμα. Φάτσα Ίνκα, δηλαδή με προφίλ σαν εκείνο τον βράχο που είδαμε στο Ογιάντα. Ψιλή περίεργη φωνή, μηδέν Αγγλικά αλλά φιλότιμος στην επικοινωνία. Στο ράδιο έπαιζε Ράδιο Καριμπένια, με κοπέλες να προλογίζουν, που από την φωνή καταλάβαινες που εντοπίζονταν τα υπόλοιπα προσόντα. Και να παίζουν τσίτσες που αν ήταν λίγο πιο χαρούμενες απλά ανεβαίνεις στην οροφή του αμαξιού και χοροπηδάς. Τέτοιο ήταν το κλίμα, που έβλεπες τα αμάξια που διασταυρώνονται μπροστά σου σε όλες τις πιθανές γωνίες και τις κόρνες σαν ένα μεγάλο παιδικό πάρτι. Και ο τύπος στην βαθύτερη δυνατή νιρβάνα και ικανοποίηση για την ζωή του. “Περουβιαναράς”.
Κι όμως, μετά από 50 λεπτά ψυχαγωγική οδήγηση (που πληρώθηκε στο αζημίωτο, 15 σόλες), φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Τα δωμάτιά μας στο Πιτσόγιο:
Αρχικά εντοπίζουμε 3 κονδοράκια να κάθονται σε ένα βράχο.
Ο μπαμπάς ( ; ) μας κάνει την τιμή να πετάξει από πάνω μας:
Κατεβαίνοντας το φαράγγι με τα ποδήλατα και "κόντρες":
Στην δεύτερη παρατήρηση πληθαίνουν οι κόνδορες:
Σταματώντας σε ένα παλιό οικισμό.
Στις αυλές του μοναστηριού της Σάντα Καταλίνα.
Η θέα της λευκής πόλης.
Το κωνικό Μίστι και τα άλλα ηφαίστεια:
Μπάι, μπάι, Αρεκίπα.
Last edited by a moderator: