Travelstoryteller
Member
- Μηνύματα
- 301
- Likes
- 1.822
- Επόμενο Ταξίδι
- Η.Π.Α.
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ωκεανία
Η νύχτα που δεν κοιμήθηκε κανείς
Είχαμε παρατήσει τα δυο μεγάλα backpacks στο δωμάτιο των φίλων μας κρατώντας μόνο τα απαραίτητα για τις δύο νύχτες, την αποψινή στο χόστελ της Ποκάρα και την επομένη που θα διανυκτερεύαμε κάπου στο βουνό. Αποχαιρετιστήκαμε με τα παιδιά νωρίς γιατί όλους μας περίμενε πολύ πρωινό ξύπνημα την επομένη. Μια οργανωμένη εκδρομή στους καταρράκτες του διαβόλου Devil's falls για εκείνους και το ανοργάνωτο τρέκ στα ύψη του Panchase για εμάς. Εκτός από μπαγκάζια μας, τους αφήσαμε και τα στοιχεία επικοινωνίας των οικογενειών μας, το τηλέφωνο της Ελληνικής πρεσβείας στο Κατμαντού, τα ονόματα των χωριών που είχαμε σκοπό να διασχίσουμε και μερικές οδηγίες για την καθόλου απίθανη περίπτωση που θα αφήναμε τα κοκαλάκια μας στο βουνό... Δώσαμε ραντεβού για το βράδυ της μεθεπομένης ημέρας και κινήσαμε προς το χόστελ μας στην backpacker μεριά της πόλης. Το χόστελ έμοιαζε θεοσκότεινο και άδειο. Μας παραξένεψε γιατί το μεσημέρι που κάναμε το check in και πήραμε τα κλειδιά δεν το είχαμε παρατηρήσει.
Μπαίνω λοιπόν και εγώ στο μπάνιο τρέχοντας γιατί κατουριόμουνα, κάνω την ανάγκη μου, τραβάω το καζανάκι και στέκομαι μπρος το νιπτήρα όταν κάτι στο οπτικό μου πεδίο με ενόχλησε. Γυρίζω και ... την βλέπω! Ήταν μία τεράστια καφετιά κατσαρίδα βασίλισσα (με στέμμα παρακαλώ) ακριβώς πάνω στην λεκάνη όπου πριν από δευτερόλεπτα άδειαζα την κύστη μου.
Την ίδια στιγμή ο σύντροφος ανακάλυπτε έναν συγγενή της να τον παρακολουθεί μέσα στο ημίφως (ως συνήθως) ενώ στο άνοιγμα του κεντρικού φωτός ύποπτες σκιές ξεγλίστρησαν στους τοίχους και χάθηκαν πίσω από το στρώμα του κρεβατιού που ακουμπούσε στον τοίχο.
Οι κραυγές μας έσκισαν την ηρεμία της νύχτας. Βγαίνω από το μπάνιο να σωθώ και σαμποτάρω κατά λάθος τα σχέδια ενέδρας του συντρόφου με το ορειβατικό ανά χείρας και τη κατσαρίδα να στέκεται αψυχολόγητη ως γάτα αντικριστά του. Τραβιέμαι για να μη φάω το ορειβατικό στη μάπα, η κατσαρίδα επωφελείται από τον αντιπερισπασμό και φεύγει, ενώ το ξυπόλητο πόδι μου προσγειώνεται δίπλα ακριβώς σε μια άλλη κατσαρίδα που παρακολουθεί το σκηνικό με γνήσια περιέργεια. Ανεβαίνω πάνω στο κρεβάτι χοροπηδώντας σαν τσαλαπετεινός αναγκάζοντας άλλες δύο πιο μεγαλόσωμες που είχαν καταλύσει στο στρώμα να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Ο σύντροφος οπλισμένος με το ορειβατικό, εγώ ξυπόλυτη να ισορροπώ τσιρίζοντας στη γωνιά του κρεβατιού και οι καινούργιοι μας συγκάτοικοι να κόβουν βιαστικές βόλτες στο τοίχο και το πάτωμα. Εξαιρετικά!
Κατεβαίνουμε τρέχοντας στην είσοδο και αρχίζουμε να κοπανάμε την πόρτα του ξενοδόχου μας. Μετά από λίγο μας άνοιξε ο ανθρωπάκος φανερά αγουροξυπνημένος. Στο βλέμμα του υπήρχε γνώση, λες και μας περίμενε, κάτι που αποδείκνυε ότι η εισβολή από κατσαρίδες αποτελούσε πρόσφατο συμβάν, ως γκαντεμόσαυρες που είμαστε, και η πραγματική αιτία που αποχώρησαν εν μια ριπή όλοι οι ένοικοι του φιλικού ξενώνα.
Τον ανεβάζουμε στο δωμάτιο να δει με τα μάτια του την κατάληψη της ιδιοκτησίας του από τα καθόλου προσφιλή εξάποδα. Μας προτείνει λοιπόν να μας αλλάξει δωμάτιο.
"Κατσαριδοκτόνο δεν έχετε;" τον ρωτάω εγώ για να εισπράξω ένα επικριτικό βλέμμα.
Τι ζητάς καημένη στην γενέτειρα του Βούδα; Στη γη του Σίβα και του Κρίσνα; Γιατί ανακατεύεσαι με την Ντάρμα; Αφήσαμε την βασιλική οικογένεια στην ησυχία της, τινάξαμε τα ρούχα, τα παπούτσια και τις τσάντες μας και καταλύσαμε στο διπλανό δωμάτιο.
Για καλή μας τύχη στο καινούργιο μας δωμάτιο είχε μεν κατσαρίδες, αλλά ήταν το size small και όχι X-large του προηγούμενου. Προφανώς ήτο ο παιδικός κοιτώνας της κατσάριδο-οικογένειας. Αρχικά ξεκινήσαμε με τις εργασίες απομόνωσης του χώρου, κλείνοντας ότι τρύπες, ανοίγματα και σχισμές που συναντούσαμε με την βοήθεια μιας πλαστικής σακούλας και μονωτικής ταινίας. Στη συνέχεια κρατώντας από ένα ορειβατικό ο καθένας προχωρήσαμε σε μια γενοκτονία που θα ζήλευε ο Ηρώδης. Μετρήσαμε εφτά με οχτώ πτώματα. Ψεκάσαμε όλο το δωμάτιο με πανάκριβο αντικουνουπικό DEET 50% το οποίο βέβαια δεν πιάνει τίποτα σε κατσαρίδα αλλά τουλάχιστον μας χάρισε μια οσφρητική αίσθηση ασφάλειας και δυτικής θαλπωρής. Δεν γνωρίζω εάν οι κατσαρίδες έχουν συναισθήματα, τηλεπάθεια και μητρικό ένστικτο άλλα ήλπιζα ότι η κατσαρίδα μάνα δεν θα ετοίμαζε σχέδιο εκδίκησης ...
Αφού λοιπόν ολοκληρώθηκε η εισβολή των δίποδων (για εμάς λέω, τους ανθρώπους), την βγάλαμε στη βεράντα κάνοντας αιφνιδιαστικές εφόδους στο δωμάτιο μήπως ανακαλύψουμε επιζήσαντες του ολοκαυτώματος. Παράλληλα γίναμε μάρτυρες μιας απόπειρας διάρρηξης ενός μανάβικου που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι μας. Τελικά ο διαρρήκτης δεν ήταν άλλος από μια ιερή αγελάδα η οποία κατάφερε να ξεκλέψει αρκετά μαρούλια και λαχανικά μέσα από τα ρολά του καταστήματος. Με υστερικά γέλια, ψυχαναγκαστικά τινάγματα από μια ανίκητη αίσθηση ότι κάτι περπατάει πάνω μας και λίγο γλάρωμα υποδεχτήκαμε το λαμπερό ξημέρωμα.
Και η περιπέτεια μας ακόμη δεν είχε καν ξεκινήσει...
Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα
Είχαμε παρατήσει τα δυο μεγάλα backpacks στο δωμάτιο των φίλων μας κρατώντας μόνο τα απαραίτητα για τις δύο νύχτες, την αποψινή στο χόστελ της Ποκάρα και την επομένη που θα διανυκτερεύαμε κάπου στο βουνό. Αποχαιρετιστήκαμε με τα παιδιά νωρίς γιατί όλους μας περίμενε πολύ πρωινό ξύπνημα την επομένη. Μια οργανωμένη εκδρομή στους καταρράκτες του διαβόλου Devil's falls για εκείνους και το ανοργάνωτο τρέκ στα ύψη του Panchase για εμάς. Εκτός από μπαγκάζια μας, τους αφήσαμε και τα στοιχεία επικοινωνίας των οικογενειών μας, το τηλέφωνο της Ελληνικής πρεσβείας στο Κατμαντού, τα ονόματα των χωριών που είχαμε σκοπό να διασχίσουμε και μερικές οδηγίες για την καθόλου απίθανη περίπτωση που θα αφήναμε τα κοκαλάκια μας στο βουνό... Δώσαμε ραντεβού για το βράδυ της μεθεπομένης ημέρας και κινήσαμε προς το χόστελ μας στην backpacker μεριά της πόλης. Το χόστελ έμοιαζε θεοσκότεινο και άδειο. Μας παραξένεψε γιατί το μεσημέρι που κάναμε το check in και πήραμε τα κλειδιά δεν το είχαμε παρατηρήσει.
Μπαίνω λοιπόν και εγώ στο μπάνιο τρέχοντας γιατί κατουριόμουνα, κάνω την ανάγκη μου, τραβάω το καζανάκι και στέκομαι μπρος το νιπτήρα όταν κάτι στο οπτικό μου πεδίο με ενόχλησε. Γυρίζω και ... την βλέπω! Ήταν μία τεράστια καφετιά κατσαρίδα βασίλισσα (με στέμμα παρακαλώ) ακριβώς πάνω στην λεκάνη όπου πριν από δευτερόλεπτα άδειαζα την κύστη μου.
Την ίδια στιγμή ο σύντροφος ανακάλυπτε έναν συγγενή της να τον παρακολουθεί μέσα στο ημίφως (ως συνήθως) ενώ στο άνοιγμα του κεντρικού φωτός ύποπτες σκιές ξεγλίστρησαν στους τοίχους και χάθηκαν πίσω από το στρώμα του κρεβατιού που ακουμπούσε στον τοίχο.
Οι κραυγές μας έσκισαν την ηρεμία της νύχτας. Βγαίνω από το μπάνιο να σωθώ και σαμποτάρω κατά λάθος τα σχέδια ενέδρας του συντρόφου με το ορειβατικό ανά χείρας και τη κατσαρίδα να στέκεται αψυχολόγητη ως γάτα αντικριστά του. Τραβιέμαι για να μη φάω το ορειβατικό στη μάπα, η κατσαρίδα επωφελείται από τον αντιπερισπασμό και φεύγει, ενώ το ξυπόλητο πόδι μου προσγειώνεται δίπλα ακριβώς σε μια άλλη κατσαρίδα που παρακολουθεί το σκηνικό με γνήσια περιέργεια. Ανεβαίνω πάνω στο κρεβάτι χοροπηδώντας σαν τσαλαπετεινός αναγκάζοντας άλλες δύο πιο μεγαλόσωμες που είχαν καταλύσει στο στρώμα να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Ο σύντροφος οπλισμένος με το ορειβατικό, εγώ ξυπόλυτη να ισορροπώ τσιρίζοντας στη γωνιά του κρεβατιού και οι καινούργιοι μας συγκάτοικοι να κόβουν βιαστικές βόλτες στο τοίχο και το πάτωμα. Εξαιρετικά!
Κατεβαίνουμε τρέχοντας στην είσοδο και αρχίζουμε να κοπανάμε την πόρτα του ξενοδόχου μας. Μετά από λίγο μας άνοιξε ο ανθρωπάκος φανερά αγουροξυπνημένος. Στο βλέμμα του υπήρχε γνώση, λες και μας περίμενε, κάτι που αποδείκνυε ότι η εισβολή από κατσαρίδες αποτελούσε πρόσφατο συμβάν, ως γκαντεμόσαυρες που είμαστε, και η πραγματική αιτία που αποχώρησαν εν μια ριπή όλοι οι ένοικοι του φιλικού ξενώνα.
Τον ανεβάζουμε στο δωμάτιο να δει με τα μάτια του την κατάληψη της ιδιοκτησίας του από τα καθόλου προσφιλή εξάποδα. Μας προτείνει λοιπόν να μας αλλάξει δωμάτιο.
"Κατσαριδοκτόνο δεν έχετε;" τον ρωτάω εγώ για να εισπράξω ένα επικριτικό βλέμμα.
Τι ζητάς καημένη στην γενέτειρα του Βούδα; Στη γη του Σίβα και του Κρίσνα; Γιατί ανακατεύεσαι με την Ντάρμα; Αφήσαμε την βασιλική οικογένεια στην ησυχία της, τινάξαμε τα ρούχα, τα παπούτσια και τις τσάντες μας και καταλύσαμε στο διπλανό δωμάτιο.
Για καλή μας τύχη στο καινούργιο μας δωμάτιο είχε μεν κατσαρίδες, αλλά ήταν το size small και όχι X-large του προηγούμενου. Προφανώς ήτο ο παιδικός κοιτώνας της κατσάριδο-οικογένειας. Αρχικά ξεκινήσαμε με τις εργασίες απομόνωσης του χώρου, κλείνοντας ότι τρύπες, ανοίγματα και σχισμές που συναντούσαμε με την βοήθεια μιας πλαστικής σακούλας και μονωτικής ταινίας. Στη συνέχεια κρατώντας από ένα ορειβατικό ο καθένας προχωρήσαμε σε μια γενοκτονία που θα ζήλευε ο Ηρώδης. Μετρήσαμε εφτά με οχτώ πτώματα. Ψεκάσαμε όλο το δωμάτιο με πανάκριβο αντικουνουπικό DEET 50% το οποίο βέβαια δεν πιάνει τίποτα σε κατσαρίδα αλλά τουλάχιστον μας χάρισε μια οσφρητική αίσθηση ασφάλειας και δυτικής θαλπωρής. Δεν γνωρίζω εάν οι κατσαρίδες έχουν συναισθήματα, τηλεπάθεια και μητρικό ένστικτο άλλα ήλπιζα ότι η κατσαρίδα μάνα δεν θα ετοίμαζε σχέδιο εκδίκησης ...
Αφού λοιπόν ολοκληρώθηκε η εισβολή των δίποδων (για εμάς λέω, τους ανθρώπους), την βγάλαμε στη βεράντα κάνοντας αιφνιδιαστικές εφόδους στο δωμάτιο μήπως ανακαλύψουμε επιζήσαντες του ολοκαυτώματος. Παράλληλα γίναμε μάρτυρες μιας απόπειρας διάρρηξης ενός μανάβικου που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι μας. Τελικά ο διαρρήκτης δεν ήταν άλλος από μια ιερή αγελάδα η οποία κατάφερε να ξεκλέψει αρκετά μαρούλια και λαχανικά μέσα από τα ρολά του καταστήματος. Με υστερικά γέλια, ψυχαναγκαστικά τινάγματα από μια ανίκητη αίσθηση ότι κάτι περπατάει πάνω μας και λίγο γλάρωμα υποδεχτήκαμε το λαμπερό ξημέρωμα.
Και η περιπέτεια μας ακόμη δεν είχε καν ξεκινήσει...
Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα