Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.018
- Likes
- 52.795
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Ημέρα 24: Ashgabat
Πολύ κρύο το πρωί, αλλά σηκώθηκα για να δω την ανατολή του ηλίου και τα δυο αδέρφια να μας ετοιμάζουν το πρωινό. Βγάλαμε τις τελευταίες φωτογραφίες του κρατήρα κι επισκεφθήκαμεκαι τους άλλους δύο: ο ένας γεμάτος με λάσπη που κοχλάζει κι ο δεύτερος με νερό (και σκουπίδια) αλλά κι ένα πολύ αρμονικό σχήμα.
Η επόμενη επίσκεψή μας θα ήταν ο οικισμός Jerbent, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα προς το δρόμο για την πρωτεύουσα Ashgabat, που ήταν από τους τελευταίους οικισμούς νομάδων στη χώρα. Ο Ishan μας εξήγησε πως εδώ και μια δεκαετία υπάρχει πλέον ρεύμα στο χωριό και αρκετά νέα κτίρια, ωστόσο θέλαμε να το επισκεφθούμε, οπότε πάρκαρε και μας... ξαμόλησε. Γενικώς τον βρήκαμε πολύ χαλαρό, το οποίο ήταν μεγάλη ανακούφιση σε σχέση με αυτά που διαβάζαμε, ότι δηλαδή οι (υποχρεωτικοί) ξεναγοί θα είναι σε φάση Βορείου Κορέας, συνεχώς από πάνω σου και θα επικεντρώνουν στις λέξεις "μη" και "όχι".
Ο οικισμός ήταν ομολογουμένως πολύ περίεργος. Σου έδινε την αίσθηση πως κάποιος είχε μαζέψει κάποιους νομάδες και τους είπε "εδώ θα ζήσετε, τέλος η νομαδική ζωή", αφού η ρυμοτομία ήταν από άναρχη έως ανύπαρκτη. Από τα εγκαταλελειμμένα λεωφορεία γεμισμένα με σανό (!) μέχρι τις γιούρτες ανάμεσα στα ελενίτ και τις ατελείωτες ποσότητες καύσιμων ξύλων, που υποδήλωναν πως ο κόσμος προφανώς ακόμη μαγειρεύει στη φωτιά κι όχι σε κουζίνες, παρότι έχουν δωρεάν ρεύμα όλα έδιναν την αίσθηση πως έγιναν ξαφνικά, στην τύχη, σα να κουράστηκε ένα καραβάνι και να κάθισε σε μια πόλη για πάντα, βάζοντας τις σκηνές του όπου βρει.
Βρήκαμε κι ένα σχολείο και μπήκαμε. Αμήχανη η δασκάλα μας άφησε να βγάλουμε φωτογραφία τα εξίσου αμήχανα παιδάκια, αλλά σύντομα έσκασε μύτη ο διευθυντής και μας γάβγισε. Φυσικά στους τοίχους του σχολείου υπήρχαν κρεμασμένες φωτογραφίες του Berdymuhamedov (εφεξής "Μπέρντι") του διαδόχου του Νιγιαζόφ/Τουρκμενμπάσι/Πατέρα των Τούρκων, ο οποίος είναι μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία: Ήταν ο προσωπικός οδοντίατρος του Νιγιαζόφ, σύντομα έγινε Υπουργός Υγείας κι αργότερα πρόεδρος, θέση στην οποία διατηρήθηκε με όχι τρομακτικά δημοκρατικές διαδικασίες. Αρχικά ξεκίνησε καταργώντας μερικές από τις παρανοϊκές διαταγές του προκατόχου του (από το κλείσιμο των περιφερειακών νοσοκομείων, την κατάργηση συντάξεων και μερικών εντελώς αστείων -ακόμη και για τα δεδομένα της χώρας- μέτρων για τη διαιώνιση της προσωπολατρείας του Νιγιαζόφ όπως η μετονομασία των μηνών και των ημερών της εβδομάδας με ονόματα συγγενικών του προσώπων, αλλά σύντομα άρχισε να κάνει τα ίδια με το μέντορά του: αγάλματά του εμφανίζονταν παντού, λίγες μέρες πριν φτάσουμε στη χώρα διέταξε όλα τα αυτοκίνητα στην πρωτεύουσα να είναι λευκά διαφορετικά θα κατάσχονται, απαγόρευσε τις δορυφορικές κεραίες, ενώ σε ορισμένες καλτ τηλεοπτικές παρουσιάσεις εμφανίζεται από το να ραπάρει με το γιο του εξυμνώντας τη χώρα, μέχρι να κάνει άρση βαρών με μια χρυσή μπάρα μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, αποθεούμενος φυσικά από τους υπουργούς.
Ορίστε και δυο σχετικά βίντεο:
Κλείνω την παρένθεση και προχωράμε, προς Ashgabat πλέον. Από τα προάστια άρχισαν να γίνονται ορατά διάφορα συμπλέγματα από μεζονέτες, οι τιμές των οποίων κυμαίνονταν ανάμεσα στις 150 και τις 250 χιλιάδες δολάρια σύμφωνα με τον Ishan, αν και νομίζω ότι αν λάβει κανείς υπόψιν την πραγματική ισοτιμία, αυτή της μαύρης αγοράς δηλαδή, το ποσό είναι αισθητά χαμηλότερο, όχι πάνω από 50.000$. Οι περισσότερες έδειχναν ακατοίκητες "επειδή δεν έχουν βρεθεί αγοραστές ακόμη" όπως μας είπε ο οδηγός μας. Αργότερα μάθαμε πως η χώρα εδώ και τρία χρόνια περνάει μια μεγάλη κρίση, μεγαλύτερη από τις συνηθισμένες και ως εκ τούτου πολλά πρότζεκτ έμειναν στη μέση και πολλά από τα σχεδιασμένα δεν ξεκίνησαν.
Επιτέλους μπαίνουμε στην πόλη και οι εικόνες με αφήνουν άναυδο: τεράστια συντριβάνια, ίχνος σκουπιδιών οπουδήποτε, στην κυριολεξία όλα τα κτίρια είναι λευκά, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η ρυμοτομία, όπου ατελείωτες πελώριες λεωφόροι σκεπάζονται από γιγαντιαία κατάλευκα κτίρια διαμερισμάτων και γραφείων, χωρίς ούτε μια επιγραφή πάντως που να υποδηλώνει τι ακριβώς είναι, σε μια αισθητική που θύμιζε έντονα Pyongyang, με μπόλικο πράσινο. Λίγο παραπέρα, ένα άλλο απίθανο κτίριο ξεπρόβαλε: το αεροδρόμιο, σε σχήμα πουλιού, εξαιρετικά εντυπωσιακό. Ένιωσα δικαιωμένος που είχα καταβάλλει προσπάθειες ώστε να μη δω ούτε μια φωτογραφία από την πόλη, έτσι ο αντίκτυπος του σουρεαλιστικού θεάματος που αντίκρυζα ήταν δυνατότερος. Πραγματικά δεν μπορούσα να περιμένω για να περπατήσω αυτή την περίεργη πόλη.
Σταματήσαμε για να... αλλάξουμε αμάξι, αφού αυτό με το οποίο ήρθαμε δεν είχε πινακίδες πρωτεύουσας... και δεν ήταν και λευκό. Εκεί πληροφορηθήκαμε πως επισκεπτόμασταν την Ashgabat κατά την εθνική μέρα υγείας, που αποτελεί σοβαρή ημιαργία. Μάλιστα επί Νιγιαζόφ, οι υπουργοί υποχρεώνονταν να περπατήσουν 8 χιλιόμετρα, ενώ ο ίδιος έφτανε στο τέλος της πορείας με ελικόπτερο. Ο Ishan μας αποχαιρέτισε στο ξενοδοχείο μας μόλις παρέδωσε το voucher και.. πλέον ήμασταν ελεύθεροι, αφού ο κανονισμός της χώρας ναι μεν επιβάλλει να συνοδεύεσαι από ξεναγό συνεχώς, αλλά όχι όσο βρίσκεσαι στην Ashgabat.
Το ξενοδοχείο Aziya (Ασία δηλαδή) ήταν η φτηνότερη από τις επιλογές που μας πρόσφερε το stantours, αλλά δεν ήμασταν διατεθειμένοι να πληρώσουμε για οτιδήποτε πλην του φθηνότερου, άλωστε στη συνέχεια του ταξιδιού θα κοιμόμασταν από καλύβες μέχρι ...στο τζιπ. Εξυπακούεται πως είναι κρατικό βέβαια το ξενοδοχείο, ακόμη κι αν το αγνοούσε κανείς θα το διαπίστωνε αμέσως από την ξινισμένη ρεσεψιονίστ που δε μιλούσε και λέξη Αγγλικά, τα ευρύχωρα αλλά σοβιετικής αισθητικής δωμάτια, την έλλειψη χαρτιού υγείας και το ότι ο Κρεκούζας και ο Θ. δεν είχαν νερό ή καζανάκι που να λειτουργεί στο δωμάτιό τους, πράγμα το οποίο ελάχιστα φάνηκε να απασχολεί το αργόσχολο προσωπικό. Σα στο σπίτι μου ένιωθα, καλώς ήρθατε στην Κούβα!
Ο Θ. πεινούσε, έχει και περίεργο μεταβολισμό το πουλάκι μου λόγω γυμναστικής, κάθε τέσσερις ώρες πρέπει να τρώει και μάλιστα θηριώδεις μερίδες, οπότε αφού τους παραχωρήσαμε το δικό μας δωμάτιο για να πλυθούν, βγήκαμε για να γνωρίσουμε την πόλη και να ψάξουμε για φαγητό, αφού πρώτα χάζεψα το μοναδικό κανάλι στο οποίο είχαμε πρόσβαση, όπου δύο ταλαίπωροι μουσικοί πάνω σε ένα χαλί έπαιζαν ένα δίχορδο πράγμα που σε κάποιο παράλληλο σύμπαν είναι μουσικό όργανο και βγάζει κάτι που δε μοιάζει με τσιρίδα γιαγιάς που της πάτησαν το κότσι.
Ο στόχος μας θα ήταν το εμπορικό κέντρο Berkalat, που σύμφωνα με τον οδηγό μας ήταν σε περπατήσιμη απόσταση. Φτάσαμε περπατώντας στους άδειους δρόμους ανάμεσα στα κατάλευκα μυστηριώδη κτίρια, που μιας και δεν είχαν καμία απολύτως ταμπέλα ή σήμανση, δεν καταλαβαίναμε αν ήταν καταστήματα, γραφεία ή κατοικίες. Το Berkalat πάντως ήταν όντως εμπορικό κέντρο και μάλιστα απίστευτα χλιδάτο! Παρότι Σάββατο πάντως, ο κόσμος μέσα ήταν ελάχιστος. Βρήκαμε ένα εστιατόριο ονόματι Soltan όπου φάγαμε και καλά και φτηνά. Οι σερβιτόροι και των δύο φύλων πάντως ήταν πολύ ντροπαλοί, ενώ και οι θαμώνες μας κρυφοκοιτούσαν κι έβγαζαν selfies εξ αποστάσεως. Καλά, για τουρίστες δεν το συζητάμε, ίχνος τέτοιας παρουσίας.
Ε αφού φάγαμε, ο επόμενός μας στόχος ήταν να πάμε να δούμε το περιστρεφόμενο άγαλμα του -ποιου άλλου;- λατρεμένου ηγέτη Νιγιαζόφ. Ναι, η προεδράρα είχε κάνει ένα επίχρυσο άγαλμα του εαυτού του που περιστρεφόταν γύρω από τον ήλιο, αν και νομίζω μάλλον περιστρεφόταν για να πείσει πως ο ήλιος γυρίζει γύρω από την προεδρούμπα. Ε, ήταν το πρώτο πράγμα που θέλαμε να δούμε στη χώρα, αλλά δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε με κανέναν, αφού είτε Αγγλικά τους μιλούσα είτε λαρισαίικα, ένα και το αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Η άλλη πρακτική δυσκολία ήταν πως οι δρόμοι ήταν άδειοι. Εντελώς άδειοι. Χωρίς ανθρώπους, αυτοκίνητα, ζώα, μύγες, κάτι ρε παιδί μου. Η πόλη κυριολεκτικά έμοιαζε να βγαίνει μέσα από κάποια ταινία καταστροφής.
Τελικώς βρέθηκε ένας συμπαθής υπέρβαρος ταρίφας που μας πήγε κάποια πελώρια σημαία αντί για το άγαλμα, παρά την εξαιρετικής έμπνευσης παντομίμας μου, κατά την οποία παρίστανα ένα περιστρεφόμενο άγαλμα. Μάλλον με σημαία διαστάσεων γηπέδου έμοιαζα αν κρίνω από το αποτέλεσμα. Χαλάλι του. Από εκεί πάντως μας πήγε ο παλίκαρος στο Altyn Asyr, ένα μικρότερο εμπορικό κέντρο σε σχήμα πυραμίδας με όμορφη θέα κι αποφασίσαμε πως θα το επισκεπτόμασταν και το βράδυ, αφού μας είπαν πως υπήρχε πάρτι εγκαινίων, ή αυτό καταλάβαμε τέλος πάντων.
Συνεχίσαμε περπατώντας το Πάρκο Ανεξαρτησίας και καταλήξαμε στο Ruhnama. A,το Ruhnama! Ναι, δε σας είπα γι' αυτό. Είναι το τρομερής έμπνευσης βιβλίο που έγραψε ο λατρεμένος ηγέτης Νιγιαζόφ, που αποτελεί κάτι ανάμεσα σε ερμηνεία κοσμογονίας, μυθικό έπος, φιλοσοφία ζωής κι εθνικιστικό τραγέλαφο, το οποίο είναι υποχρεωμένοι να μελετούν όλοι οι Τουρκμένοι, αφού η εξέτασή του αποτελεί από πρόκριμα για το διορισμό στο δημόσιο μέχρι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφοιτήσει κανείς από την Ιατρική Σχολή. Το τι αρλούμπες λέει μέσα δεν περιγράφεται, προσπάθησα να το διαβάσω και άντεξα καμιά εικοσιπενταριά σελίδες, είναι ένα κράμα εγχειριδίου Σαϊεντολογίας, αποτυχημένου ινδικού έπους, άρλεκιν και σεναρίου για το Μικρό μου Πόνυ ταυτόχρονα. Ε γι αυτό το εξαίσιο βιβλίο ο -τρέλανέ μας μωρή προεδράρα!- Νιγιαζόφ διέταξε να γίνει ένα τεράστιο μνημείο βιβλίου, με τις σελίδες του να ανοίγουν μηχανικά ώστε να μπορούν οι διερχόμενοι να το διαβάζουν, μπας και ξέχασαν κανένα κεφάλαιο.
Αρχικά μου έκανε εντύπωση που σχεδόν κανείς από τους λίγους πεζούς που βρήκαμε ήξεραν πού βρίσκεται το μνημείο στο Ruhnama, μάλλον δεν πολυασχολούνται με τις παλαβομάρες του συγχωρημένου του λατρεμένου. Αλλά η απογοήτευση είναι πως πλέον οι σελίδες του βιβλίου δε γυρίζουν μηχανικά κι έτσι μοιάζει ως ένα απλό, φαραωνικό έργο, με μια τεράστια οθόνη δίπλα του να αλλάζει χρώματα σα συνοδεία rave party. Ένας στρατός από κυριούλες πάντως καθάριζε ένας Θεός ξέρει τι με σκούπες κι εμείς συνεχίσαμε στον monumental δρόμο μας για να συναντήσουμε ένα επίχρυσο άγαλμα του Νιγιαζόφ προς τέρψη του Τζόρντι που είναι μέγας φαν των απανταχού δικτατόρων, ενώ γνωρίσαμε κι ένα ζευγάρι νεαρών Τουρκμένων που μιλούσε Αγγλικά. Ε, δεν τη χάσαμε την ευκαιρία και τους βομβαρδίσαμε με ερωτήσεις: ο νεαρός λοιπόν ασχολείται με τα logistics, ενώ η κοπέλα του εργάζεται για την Petronas και μας είπαν πως όντως ζει κόσμος σε όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια "κι εμείς σε ένα τέτοιο ζούμε, αν είσαι δημόσιος υπάλληλος αγοράζεις το διαμέρισμα με 50% έκτπωση, ενώ το 30% το αποπληρώνεις με δάνεια των 30 ετών". Τα παιδιά μάλιστα ενθουσιάστηκαν που έμαθαν ότι ο Τζόρντι είναι από τη Βαρκελώνη, αφού είχαν κλείσει εισιτήρια για τη Βαρκελώνη, όπου θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν το el clasico και ρωτούσαν αν τα 1000$ που είχαν πληρώσει για τα εισιτήρια του αγώνα ήταν τσιμπημένη τιμή. Κουφαθήκαμε... Κάθε ώρα που περνούσε όλο και πιο ανεξήγητη γινόταν η χώρα...
Τέλος πάντων, βγάλαμε μια φωτογραφία με το ευγενέστατο ζευγαράκι και συνεχίσαμε υπό τις οδηγίες μου, οπότε μοιραία χαθήκαμε, αλλά βρήκαμε ένα ταξί και του ζητήσαμε να μας πάει στο Grand Turkmen Hotel, αλλά εκεί πάλι έκαναν το λάθος τα παιδιά να ακολουθήσουν τις οδηγίες μου (διαβάζω σανσκριτικά με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι διαβάζω χάρτες...) οπότε καταλήξαμε να περπατάμε ατέρμονα σε ένα ατέλειωτο πάρκο που κατέληξε σε μια ακόμη πιο ατέλειωτη λεωφόρο με τεράστια κτίρια διαμερισμάτων που φαίνονταν να είναι όλα άδεια. Είναι όμως; Ο Θ. επέμενε πως όλα είναι ψέμματα, πως δε μένει κανείς, πως η χώρα είναι Χώρα των Θαυμάτων κι εμείς είμαστε η Αλίκη, πως ζούμε μια εικονική πραγματικότητα, είμαστε ο Τρούμαν στο Τρούμαν Σόου και δεν το ξέρουμε. Εγώ επέμενα πως δεν μπορεί, ίσως κάποια να είναι απούλητα, να είναι ετοιμοπαράδοτα, να περιμένουν για κάποια μετακίνηση πληθυσμών. Στο ισόγειο κάθε κτιρίου υπήρχαν καταστήματα με πολύχρωμα φώτα. Πλησιάσαμε ένα για να δούμε αν μπορούμε να βρούμε κάποιον να μας μιλήσει και όταν φτάσαμε στην πόρτα διαπιστώσαμε πως είναι άδειο. Το επόμενο... το ίδιο. Το μεθεπόμενο ομοίως. Τι διάολο συμβαίνει; Ποιος έφτιαξε μια ολόκληρη πρωτεύουσα για να μη μένει κανείς; Μαγαζιά για να είναι άδεια καταστήματα; Αρχίσαμε να περπατάμε την άδεια λεωφόρο, δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα, σε φάση Pyongyang και πάλι, οπότε βγάζαμε φωτογραφίες ξαπλώνοντας στη μέση του οδοστρώματος και γελώντας με την πόλη-φάντασμα στην οποία βρισκόμασταν χαμένοι αλλά ευτυχείς και ιντριγκαρισμένοι.
Τελικά βρέθηκε ένα ταξί, ευτυχώς μας πήρε και τους τέσσερις και μας πήγε στο εμπορικό κέντρο-πυραμίδα που είχαμε επισκεφθεί νωρίτερα. Είχε νυχτώσει για τα καλά και ναι, είχε κόσμο! Τόσο που αρχικά δεν είχε θέσεις για να κάτσουμε, αλλά τελικώς βρήκαμε ένα τραπέζι με σκαμπό. Πολύ ευγενικά ο σερβιτόρος μας είπε στα Αγγλικά (ω ναι!) ότι η όποια παραγγελία μας θα καθυστερούσε περίπου μισή ώρα και τελικά έκανε δυο ωρίτσες να έρθει, αλλά δεν μας πείραξε. Κάτσαμε να χαζεύουμε τους ντόπιους να γιορτάζουν τελικώς τα εγκαίνια του πολυτελούς εστιατορίου. Με δεδομένο πως οι ρώσικης καταγωγής Τουρκμένοι αποτελούν μόλις το 10% του πληθυσμού και ότι περισσότεροι από τους μισούς γύρω μας ήταν σαφέστατα Καυκάσιοι, μάλλον βρισκόμασταν σε ένα από τα στέκια της ελίτ. Εξαιρετική η θέα του υπερσύγχρονου ιπποδρόμου που έφτιαξε ο Νιγιαζόφ, το οποίο άλλαζε χρώματα ταυτόχρονα με άλλα πέντε κτίρια, δίνοντας μια αίσθηση Λας Βέγκας σε διασταύρωση με μπουζούκια στην πόλη , περιστοιχιζόμενοι από νέους κυρίως Τουρκμένους και καμιά δυο ας τις πούμε όμορφες παρουσίες. Γελάσαμε, τα είπαμε, φάγαμε, αλλά ήμασταν γεμάτοι απορίες γι' αυτή τη μυστηριώδη πόλη στην οποία βρισκόμασταν. Δε βαριέσαι, θα είχαμε μέρες να τις λύσουμε...
Πολύ κρύο το πρωί, αλλά σηκώθηκα για να δω την ανατολή του ηλίου και τα δυο αδέρφια να μας ετοιμάζουν το πρωινό. Βγάλαμε τις τελευταίες φωτογραφίες του κρατήρα κι επισκεφθήκαμεκαι τους άλλους δύο: ο ένας γεμάτος με λάσπη που κοχλάζει κι ο δεύτερος με νερό (και σκουπίδια) αλλά κι ένα πολύ αρμονικό σχήμα.
Η επόμενη επίσκεψή μας θα ήταν ο οικισμός Jerbent, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα προς το δρόμο για την πρωτεύουσα Ashgabat, που ήταν από τους τελευταίους οικισμούς νομάδων στη χώρα. Ο Ishan μας εξήγησε πως εδώ και μια δεκαετία υπάρχει πλέον ρεύμα στο χωριό και αρκετά νέα κτίρια, ωστόσο θέλαμε να το επισκεφθούμε, οπότε πάρκαρε και μας... ξαμόλησε. Γενικώς τον βρήκαμε πολύ χαλαρό, το οποίο ήταν μεγάλη ανακούφιση σε σχέση με αυτά που διαβάζαμε, ότι δηλαδή οι (υποχρεωτικοί) ξεναγοί θα είναι σε φάση Βορείου Κορέας, συνεχώς από πάνω σου και θα επικεντρώνουν στις λέξεις "μη" και "όχι".
Ο οικισμός ήταν ομολογουμένως πολύ περίεργος. Σου έδινε την αίσθηση πως κάποιος είχε μαζέψει κάποιους νομάδες και τους είπε "εδώ θα ζήσετε, τέλος η νομαδική ζωή", αφού η ρυμοτομία ήταν από άναρχη έως ανύπαρκτη. Από τα εγκαταλελειμμένα λεωφορεία γεμισμένα με σανό (!) μέχρι τις γιούρτες ανάμεσα στα ελενίτ και τις ατελείωτες ποσότητες καύσιμων ξύλων, που υποδήλωναν πως ο κόσμος προφανώς ακόμη μαγειρεύει στη φωτιά κι όχι σε κουζίνες, παρότι έχουν δωρεάν ρεύμα όλα έδιναν την αίσθηση πως έγιναν ξαφνικά, στην τύχη, σα να κουράστηκε ένα καραβάνι και να κάθισε σε μια πόλη για πάντα, βάζοντας τις σκηνές του όπου βρει.
Βρήκαμε κι ένα σχολείο και μπήκαμε. Αμήχανη η δασκάλα μας άφησε να βγάλουμε φωτογραφία τα εξίσου αμήχανα παιδάκια, αλλά σύντομα έσκασε μύτη ο διευθυντής και μας γάβγισε. Φυσικά στους τοίχους του σχολείου υπήρχαν κρεμασμένες φωτογραφίες του Berdymuhamedov (εφεξής "Μπέρντι") του διαδόχου του Νιγιαζόφ/Τουρκμενμπάσι/Πατέρα των Τούρκων, ο οποίος είναι μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία: Ήταν ο προσωπικός οδοντίατρος του Νιγιαζόφ, σύντομα έγινε Υπουργός Υγείας κι αργότερα πρόεδρος, θέση στην οποία διατηρήθηκε με όχι τρομακτικά δημοκρατικές διαδικασίες. Αρχικά ξεκίνησε καταργώντας μερικές από τις παρανοϊκές διαταγές του προκατόχου του (από το κλείσιμο των περιφερειακών νοσοκομείων, την κατάργηση συντάξεων και μερικών εντελώς αστείων -ακόμη και για τα δεδομένα της χώρας- μέτρων για τη διαιώνιση της προσωπολατρείας του Νιγιαζόφ όπως η μετονομασία των μηνών και των ημερών της εβδομάδας με ονόματα συγγενικών του προσώπων, αλλά σύντομα άρχισε να κάνει τα ίδια με το μέντορά του: αγάλματά του εμφανίζονταν παντού, λίγες μέρες πριν φτάσουμε στη χώρα διέταξε όλα τα αυτοκίνητα στην πρωτεύουσα να είναι λευκά διαφορετικά θα κατάσχονται, απαγόρευσε τις δορυφορικές κεραίες, ενώ σε ορισμένες καλτ τηλεοπτικές παρουσιάσεις εμφανίζεται από το να ραπάρει με το γιο του εξυμνώντας τη χώρα, μέχρι να κάνει άρση βαρών με μια χρυσή μπάρα μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, αποθεούμενος φυσικά από τους υπουργούς.
Ορίστε και δυο σχετικά βίντεο:
Κλείνω την παρένθεση και προχωράμε, προς Ashgabat πλέον. Από τα προάστια άρχισαν να γίνονται ορατά διάφορα συμπλέγματα από μεζονέτες, οι τιμές των οποίων κυμαίνονταν ανάμεσα στις 150 και τις 250 χιλιάδες δολάρια σύμφωνα με τον Ishan, αν και νομίζω ότι αν λάβει κανείς υπόψιν την πραγματική ισοτιμία, αυτή της μαύρης αγοράς δηλαδή, το ποσό είναι αισθητά χαμηλότερο, όχι πάνω από 50.000$. Οι περισσότερες έδειχναν ακατοίκητες "επειδή δεν έχουν βρεθεί αγοραστές ακόμη" όπως μας είπε ο οδηγός μας. Αργότερα μάθαμε πως η χώρα εδώ και τρία χρόνια περνάει μια μεγάλη κρίση, μεγαλύτερη από τις συνηθισμένες και ως εκ τούτου πολλά πρότζεκτ έμειναν στη μέση και πολλά από τα σχεδιασμένα δεν ξεκίνησαν.
Επιτέλους μπαίνουμε στην πόλη και οι εικόνες με αφήνουν άναυδο: τεράστια συντριβάνια, ίχνος σκουπιδιών οπουδήποτε, στην κυριολεξία όλα τα κτίρια είναι λευκά, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η ρυμοτομία, όπου ατελείωτες πελώριες λεωφόροι σκεπάζονται από γιγαντιαία κατάλευκα κτίρια διαμερισμάτων και γραφείων, χωρίς ούτε μια επιγραφή πάντως που να υποδηλώνει τι ακριβώς είναι, σε μια αισθητική που θύμιζε έντονα Pyongyang, με μπόλικο πράσινο. Λίγο παραπέρα, ένα άλλο απίθανο κτίριο ξεπρόβαλε: το αεροδρόμιο, σε σχήμα πουλιού, εξαιρετικά εντυπωσιακό. Ένιωσα δικαιωμένος που είχα καταβάλλει προσπάθειες ώστε να μη δω ούτε μια φωτογραφία από την πόλη, έτσι ο αντίκτυπος του σουρεαλιστικού θεάματος που αντίκρυζα ήταν δυνατότερος. Πραγματικά δεν μπορούσα να περιμένω για να περπατήσω αυτή την περίεργη πόλη.
Σταματήσαμε για να... αλλάξουμε αμάξι, αφού αυτό με το οποίο ήρθαμε δεν είχε πινακίδες πρωτεύουσας... και δεν ήταν και λευκό. Εκεί πληροφορηθήκαμε πως επισκεπτόμασταν την Ashgabat κατά την εθνική μέρα υγείας, που αποτελεί σοβαρή ημιαργία. Μάλιστα επί Νιγιαζόφ, οι υπουργοί υποχρεώνονταν να περπατήσουν 8 χιλιόμετρα, ενώ ο ίδιος έφτανε στο τέλος της πορείας με ελικόπτερο. Ο Ishan μας αποχαιρέτισε στο ξενοδοχείο μας μόλις παρέδωσε το voucher και.. πλέον ήμασταν ελεύθεροι, αφού ο κανονισμός της χώρας ναι μεν επιβάλλει να συνοδεύεσαι από ξεναγό συνεχώς, αλλά όχι όσο βρίσκεσαι στην Ashgabat.
Το ξενοδοχείο Aziya (Ασία δηλαδή) ήταν η φτηνότερη από τις επιλογές που μας πρόσφερε το stantours, αλλά δεν ήμασταν διατεθειμένοι να πληρώσουμε για οτιδήποτε πλην του φθηνότερου, άλωστε στη συνέχεια του ταξιδιού θα κοιμόμασταν από καλύβες μέχρι ...στο τζιπ. Εξυπακούεται πως είναι κρατικό βέβαια το ξενοδοχείο, ακόμη κι αν το αγνοούσε κανείς θα το διαπίστωνε αμέσως από την ξινισμένη ρεσεψιονίστ που δε μιλούσε και λέξη Αγγλικά, τα ευρύχωρα αλλά σοβιετικής αισθητικής δωμάτια, την έλλειψη χαρτιού υγείας και το ότι ο Κρεκούζας και ο Θ. δεν είχαν νερό ή καζανάκι που να λειτουργεί στο δωμάτιό τους, πράγμα το οποίο ελάχιστα φάνηκε να απασχολεί το αργόσχολο προσωπικό. Σα στο σπίτι μου ένιωθα, καλώς ήρθατε στην Κούβα!
Ο Θ. πεινούσε, έχει και περίεργο μεταβολισμό το πουλάκι μου λόγω γυμναστικής, κάθε τέσσερις ώρες πρέπει να τρώει και μάλιστα θηριώδεις μερίδες, οπότε αφού τους παραχωρήσαμε το δικό μας δωμάτιο για να πλυθούν, βγήκαμε για να γνωρίσουμε την πόλη και να ψάξουμε για φαγητό, αφού πρώτα χάζεψα το μοναδικό κανάλι στο οποίο είχαμε πρόσβαση, όπου δύο ταλαίπωροι μουσικοί πάνω σε ένα χαλί έπαιζαν ένα δίχορδο πράγμα που σε κάποιο παράλληλο σύμπαν είναι μουσικό όργανο και βγάζει κάτι που δε μοιάζει με τσιρίδα γιαγιάς που της πάτησαν το κότσι.
Ο στόχος μας θα ήταν το εμπορικό κέντρο Berkalat, που σύμφωνα με τον οδηγό μας ήταν σε περπατήσιμη απόσταση. Φτάσαμε περπατώντας στους άδειους δρόμους ανάμεσα στα κατάλευκα μυστηριώδη κτίρια, που μιας και δεν είχαν καμία απολύτως ταμπέλα ή σήμανση, δεν καταλαβαίναμε αν ήταν καταστήματα, γραφεία ή κατοικίες. Το Berkalat πάντως ήταν όντως εμπορικό κέντρο και μάλιστα απίστευτα χλιδάτο! Παρότι Σάββατο πάντως, ο κόσμος μέσα ήταν ελάχιστος. Βρήκαμε ένα εστιατόριο ονόματι Soltan όπου φάγαμε και καλά και φτηνά. Οι σερβιτόροι και των δύο φύλων πάντως ήταν πολύ ντροπαλοί, ενώ και οι θαμώνες μας κρυφοκοιτούσαν κι έβγαζαν selfies εξ αποστάσεως. Καλά, για τουρίστες δεν το συζητάμε, ίχνος τέτοιας παρουσίας.
Ε αφού φάγαμε, ο επόμενός μας στόχος ήταν να πάμε να δούμε το περιστρεφόμενο άγαλμα του -ποιου άλλου;- λατρεμένου ηγέτη Νιγιαζόφ. Ναι, η προεδράρα είχε κάνει ένα επίχρυσο άγαλμα του εαυτού του που περιστρεφόταν γύρω από τον ήλιο, αν και νομίζω μάλλον περιστρεφόταν για να πείσει πως ο ήλιος γυρίζει γύρω από την προεδρούμπα. Ε, ήταν το πρώτο πράγμα που θέλαμε να δούμε στη χώρα, αλλά δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε με κανέναν, αφού είτε Αγγλικά τους μιλούσα είτε λαρισαίικα, ένα και το αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Η άλλη πρακτική δυσκολία ήταν πως οι δρόμοι ήταν άδειοι. Εντελώς άδειοι. Χωρίς ανθρώπους, αυτοκίνητα, ζώα, μύγες, κάτι ρε παιδί μου. Η πόλη κυριολεκτικά έμοιαζε να βγαίνει μέσα από κάποια ταινία καταστροφής.
Τελικώς βρέθηκε ένας συμπαθής υπέρβαρος ταρίφας που μας πήγε κάποια πελώρια σημαία αντί για το άγαλμα, παρά την εξαιρετικής έμπνευσης παντομίμας μου, κατά την οποία παρίστανα ένα περιστρεφόμενο άγαλμα. Μάλλον με σημαία διαστάσεων γηπέδου έμοιαζα αν κρίνω από το αποτέλεσμα. Χαλάλι του. Από εκεί πάντως μας πήγε ο παλίκαρος στο Altyn Asyr, ένα μικρότερο εμπορικό κέντρο σε σχήμα πυραμίδας με όμορφη θέα κι αποφασίσαμε πως θα το επισκεπτόμασταν και το βράδυ, αφού μας είπαν πως υπήρχε πάρτι εγκαινίων, ή αυτό καταλάβαμε τέλος πάντων.
Συνεχίσαμε περπατώντας το Πάρκο Ανεξαρτησίας και καταλήξαμε στο Ruhnama. A,το Ruhnama! Ναι, δε σας είπα γι' αυτό. Είναι το τρομερής έμπνευσης βιβλίο που έγραψε ο λατρεμένος ηγέτης Νιγιαζόφ, που αποτελεί κάτι ανάμεσα σε ερμηνεία κοσμογονίας, μυθικό έπος, φιλοσοφία ζωής κι εθνικιστικό τραγέλαφο, το οποίο είναι υποχρεωμένοι να μελετούν όλοι οι Τουρκμένοι, αφού η εξέτασή του αποτελεί από πρόκριμα για το διορισμό στο δημόσιο μέχρι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφοιτήσει κανείς από την Ιατρική Σχολή. Το τι αρλούμπες λέει μέσα δεν περιγράφεται, προσπάθησα να το διαβάσω και άντεξα καμιά εικοσιπενταριά σελίδες, είναι ένα κράμα εγχειριδίου Σαϊεντολογίας, αποτυχημένου ινδικού έπους, άρλεκιν και σεναρίου για το Μικρό μου Πόνυ ταυτόχρονα. Ε γι αυτό το εξαίσιο βιβλίο ο -τρέλανέ μας μωρή προεδράρα!- Νιγιαζόφ διέταξε να γίνει ένα τεράστιο μνημείο βιβλίου, με τις σελίδες του να ανοίγουν μηχανικά ώστε να μπορούν οι διερχόμενοι να το διαβάζουν, μπας και ξέχασαν κανένα κεφάλαιο.
Αρχικά μου έκανε εντύπωση που σχεδόν κανείς από τους λίγους πεζούς που βρήκαμε ήξεραν πού βρίσκεται το μνημείο στο Ruhnama, μάλλον δεν πολυασχολούνται με τις παλαβομάρες του συγχωρημένου του λατρεμένου. Αλλά η απογοήτευση είναι πως πλέον οι σελίδες του βιβλίου δε γυρίζουν μηχανικά κι έτσι μοιάζει ως ένα απλό, φαραωνικό έργο, με μια τεράστια οθόνη δίπλα του να αλλάζει χρώματα σα συνοδεία rave party. Ένας στρατός από κυριούλες πάντως καθάριζε ένας Θεός ξέρει τι με σκούπες κι εμείς συνεχίσαμε στον monumental δρόμο μας για να συναντήσουμε ένα επίχρυσο άγαλμα του Νιγιαζόφ προς τέρψη του Τζόρντι που είναι μέγας φαν των απανταχού δικτατόρων, ενώ γνωρίσαμε κι ένα ζευγάρι νεαρών Τουρκμένων που μιλούσε Αγγλικά. Ε, δεν τη χάσαμε την ευκαιρία και τους βομβαρδίσαμε με ερωτήσεις: ο νεαρός λοιπόν ασχολείται με τα logistics, ενώ η κοπέλα του εργάζεται για την Petronas και μας είπαν πως όντως ζει κόσμος σε όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια "κι εμείς σε ένα τέτοιο ζούμε, αν είσαι δημόσιος υπάλληλος αγοράζεις το διαμέρισμα με 50% έκτπωση, ενώ το 30% το αποπληρώνεις με δάνεια των 30 ετών". Τα παιδιά μάλιστα ενθουσιάστηκαν που έμαθαν ότι ο Τζόρντι είναι από τη Βαρκελώνη, αφού είχαν κλείσει εισιτήρια για τη Βαρκελώνη, όπου θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν το el clasico και ρωτούσαν αν τα 1000$ που είχαν πληρώσει για τα εισιτήρια του αγώνα ήταν τσιμπημένη τιμή. Κουφαθήκαμε... Κάθε ώρα που περνούσε όλο και πιο ανεξήγητη γινόταν η χώρα...
Τέλος πάντων, βγάλαμε μια φωτογραφία με το ευγενέστατο ζευγαράκι και συνεχίσαμε υπό τις οδηγίες μου, οπότε μοιραία χαθήκαμε, αλλά βρήκαμε ένα ταξί και του ζητήσαμε να μας πάει στο Grand Turkmen Hotel, αλλά εκεί πάλι έκαναν το λάθος τα παιδιά να ακολουθήσουν τις οδηγίες μου (διαβάζω σανσκριτικά με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι διαβάζω χάρτες...) οπότε καταλήξαμε να περπατάμε ατέρμονα σε ένα ατέλειωτο πάρκο που κατέληξε σε μια ακόμη πιο ατέλειωτη λεωφόρο με τεράστια κτίρια διαμερισμάτων που φαίνονταν να είναι όλα άδεια. Είναι όμως; Ο Θ. επέμενε πως όλα είναι ψέμματα, πως δε μένει κανείς, πως η χώρα είναι Χώρα των Θαυμάτων κι εμείς είμαστε η Αλίκη, πως ζούμε μια εικονική πραγματικότητα, είμαστε ο Τρούμαν στο Τρούμαν Σόου και δεν το ξέρουμε. Εγώ επέμενα πως δεν μπορεί, ίσως κάποια να είναι απούλητα, να είναι ετοιμοπαράδοτα, να περιμένουν για κάποια μετακίνηση πληθυσμών. Στο ισόγειο κάθε κτιρίου υπήρχαν καταστήματα με πολύχρωμα φώτα. Πλησιάσαμε ένα για να δούμε αν μπορούμε να βρούμε κάποιον να μας μιλήσει και όταν φτάσαμε στην πόρτα διαπιστώσαμε πως είναι άδειο. Το επόμενο... το ίδιο. Το μεθεπόμενο ομοίως. Τι διάολο συμβαίνει; Ποιος έφτιαξε μια ολόκληρη πρωτεύουσα για να μη μένει κανείς; Μαγαζιά για να είναι άδεια καταστήματα; Αρχίσαμε να περπατάμε την άδεια λεωφόρο, δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα, σε φάση Pyongyang και πάλι, οπότε βγάζαμε φωτογραφίες ξαπλώνοντας στη μέση του οδοστρώματος και γελώντας με την πόλη-φάντασμα στην οποία βρισκόμασταν χαμένοι αλλά ευτυχείς και ιντριγκαρισμένοι.
Τελικά βρέθηκε ένα ταξί, ευτυχώς μας πήρε και τους τέσσερις και μας πήγε στο εμπορικό κέντρο-πυραμίδα που είχαμε επισκεφθεί νωρίτερα. Είχε νυχτώσει για τα καλά και ναι, είχε κόσμο! Τόσο που αρχικά δεν είχε θέσεις για να κάτσουμε, αλλά τελικώς βρήκαμε ένα τραπέζι με σκαμπό. Πολύ ευγενικά ο σερβιτόρος μας είπε στα Αγγλικά (ω ναι!) ότι η όποια παραγγελία μας θα καθυστερούσε περίπου μισή ώρα και τελικά έκανε δυο ωρίτσες να έρθει, αλλά δεν μας πείραξε. Κάτσαμε να χαζεύουμε τους ντόπιους να γιορτάζουν τελικώς τα εγκαίνια του πολυτελούς εστιατορίου. Με δεδομένο πως οι ρώσικης καταγωγής Τουρκμένοι αποτελούν μόλις το 10% του πληθυσμού και ότι περισσότεροι από τους μισούς γύρω μας ήταν σαφέστατα Καυκάσιοι, μάλλον βρισκόμασταν σε ένα από τα στέκια της ελίτ. Εξαιρετική η θέα του υπερσύγχρονου ιπποδρόμου που έφτιαξε ο Νιγιαζόφ, το οποίο άλλαζε χρώματα ταυτόχρονα με άλλα πέντε κτίρια, δίνοντας μια αίσθηση Λας Βέγκας σε διασταύρωση με μπουζούκια στην πόλη , περιστοιχιζόμενοι από νέους κυρίως Τουρκμένους και καμιά δυο ας τις πούμε όμορφες παρουσίες. Γελάσαμε, τα είπαμε, φάγαμε, αλλά ήμασταν γεμάτοι απορίες γι' αυτή τη μυστηριώδη πόλη στην οποία βρισκόμασταν. Δε βαριέσαι, θα είχαμε μέρες να τις λύσουμε...
Last edited: