Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.957
- Likes
- 52.377
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προσδοκίες
- Κύπρος
- Αμμόχωστος - Kantara - Gormaz - Ριζοκάρπασο
- Bellapais - Κυρήνεια - Αγ.Μάμας - Πέδουλα
- Photos Κύπρος
- Photos Κύπρος ΙΙ
- Μοναστήρι Κύκκου - Πάφος - Λεμεσός
- Κούριο, Χοιροκοιτία κ Λευκωσία
- Photos Κύπρος ΙΙΙ
- Αξιολόγηση Κύπρου
- Καζακστάν
- Αστάνα
- Photos Αστάνα
- Karaganda - Dolinka - Almaty
- Photos Καζακστάν
- Άλματι
- Τουρκεστάν
- Photos Καζακστάν ΙΙ
- Αξιολόγηση Καζακστάν
- Τασκένδη - Σαμαρκάνδη
- Σαμαρκάνδη κ Shakhrisabz
- Elliq Qala - Χίβα - Nukus
- Photos Ουζμπεκιστάν
- Λίμνη Αράλη
- Photos Λίμνη Αράλη
- Αράλη-Νούκους
- Τουρκμενιστάν
- Ashgabat
- Photos Τουρκμενιστάν
- Ashgabat και πάλι
- Kow Ata - Mary
- Gonur - Merv
- Αξιολόγηση Τουρκμενιστάν
- Bukhara
- Αξιολόγηση Ουζμπεκιστάν
- Άφιξη Μπισκέκ
- Issyk - Kol
- Issyk Kol - Tamga - Naryn
- Song Kol - Kyzyl Oi
- Susamyr, Toktogul & Arslanbob - Osh
- Τατζικιστάν
- Murgab κ Langar
- Langar - Vrang - Yamchun - Khorog
- Durum Kul - Khorog
- Jizeau
- Κalai Khum
- Dushanbe
- Garm - Jafr - Margeb
- Iskander Kul - Penjikent - Istarashvan
- Αξιολόγηση Κιργιστάν
- Αξιολόγηση Τατζικιστάν
5. ΟΥΖΜΠΕΚΙΣΤΑΝ Μέρος 1ο (7 ημέρες)
Ημέρα 16: Τασκένδη
Το Khanaka ήταν άψογο σε όλα, μας βρήκε και ταξί πολυτελείας για την οδική διαδρομή μέχρι τα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν και την Τασκένδη, που προτιμήθηκε ως λύση σε σχέση με εκείνη του τραίνου, που έτσι κι αλλιώς λόγω αδυναμίας συνεννόησης ήταν ανεφάρμοστη. Το οδόστρωμα ήταν άψογο, στην αλλαγή χρημάτων (που έτσι κι αλλιώς ήταν μπελαλίδικη αφού το ουζμπέκικο som είναι εξαιρετικά αδύναμο και άρα χρειάστηκε να αποκτήσοουμε κάποια εκατομμύρια som) προσπάθησαν να κλέψουν την αδερφή μου αλλά τελικώς όλα εξελίχθηκαν καλά, ενώ και η γραφειοκρατία διάσχισης συνόρων από την πλευρά του Καζακστάν αποδείχθηκε γρήγορη και άκοπη.
Από την πλευρά του Ουζμπεκιστάν αντιθέτως τα πάντα ήταν πιο χρονοβόρα, οι υπάλληλοι μετανάστευσης μας έκαναν κοινωνικές ερωτήσεις ("είστε παντρεμένος; σας αρέσει το ποδόσφαιρο; είναι όμορφη πόλη η Αθήνα;") που μάλλον εξυπηρετούσαν την εξάσκηση των Αγγλικών των υπερκοινωνικών υπαλλήλων, παρά σε κάποιο αντικειμενικό σκοπό (εκτός κι αν οι αρχές πραγματικά ενδιαφέρονται για το ποιοι εκ των επισκεπτών της χώρας είναι μπασκετόφιλοι και ποιοι ποδοσφαιρόφιλοι).
Με τους ταξιτζήδες χρειάστηκε πολύ παζάρι μέχρι να καταλήξουμε στο αντίτιμο των 5€ για τη μεταφορά στην Τασκένδη, όπως μας είχαν συμβουλεύσει, και μετά από ένα εικοσάλεπτο σπρώξιμο δύο Lada για να πάρουν μπρος και ολιγόλεπτης πολιτιστικής ανταλλαγής με μερικά ζητιανάκια που φάνηκαν να είναι αθίγγανοι, ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα της χώρας. Ήταν φανερό πως βρισκόμαστε σε άλλη χώρα, φτηνότερη και μάλλον φτωχότερη.
Ο Δ είχε κάνει κράτηση σε ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν κοντά στον τερματικό σταθμό του μετρό (άγνωστο το γιατί), όπου η μπαμπούσκα της ρεσεψιόν είχε βγει κατευθείαν από το ψύχος της ΕΣΣΔ: υπερτροφική, χωρίς λέξη Αγγλικά, με ταχύτητα κουβανού δημοσίου υπαλλήλου και αδιάφορη όσο δεν πάει. Είχε όμως google translator, μας εξήγησε ότι τα αποκόμματα της κάρτας εγγραφής μας στο ξενοδοχείο θα τα χρειαζόμασταν από τη μία πόλη στην άλλη και κάναμε το checkin σχετικά αναίμακτα.
Ο σκοπός για σήμερα ήταν μια πρώτη γνωριμία με την πόλη και το κέντρο της, αφήνοντας τα όποια εμφανή αξιοθέατα για την επομένη, οπότε και θα ενωνόταν επιτέλους με την ομάδα ο ένας, ο μοναδικός, ο αξεπέραστος @Krekouzas που θυμίζω πως είχε χάσει την αρχική πτήση του και είχε πάρει άλλη από την προφανή εναλλακτική, προκειμένου να περάσει κάποιες ώρες στους -14C της Αστάνα.
Πήγαμε μέχρι το σταθμό του μετρό, όπου διαπιστώσαμε πως, όπως και στο Αλμάτι, αντί για εισιτήρια ή κέρματα έπρεπε να αγοράσουμε κάτι μάρκες που θύμιζαν λούνα παρκ, η αξία της καθεμιάς εκ των οποίων ήταν... 0,012€. Το μετρό πάλι θύμιζε Μόσχα στο λιγότερο εντυπωσιακό, ενώ φτάνοντας στο κέντρο βρήκαμε την Τασκένδη να είναι μια πόλη αρκετά καθαρή, με μεγάλα πάρκα, έντονη παρουσία αστυνομίας και στρατού και μάλλον άσχημα κτίρια. Μας άρεσε το μνημείο της μάνας που κλαίει παρότι δεν μας επέτρεψαν να πλησιάσουμε πολύ και καταλήξαμε σε έναν κεντρικό πεζόδρομο όπου ευγενείς και καλλιεργημένοι καλλιτέχνες και πωλητές εμπορεύονταν από εξαιρετικούς πίνακες μέχρι πολύ ενδιαφέρουσες αντίκες, οι τελευταίες κυρίως από τη σταλινική εποχή. Παράπλευρα του πεζόδρομου υπήρχαν υπαίθριες αθλοπαιδιές για τα παιδάκια, πέσαμε πάνω και σε ένα άγαλμα του Ταμερλάνου και καταλήξαμε στο City Grill για μεσημεριανό, που αν κατάλαβα καλά αποτελεί αλυσίδα εστιατορίων. Πάρα πολύ καλό το φαγητό του, με το φιλέτο μινιόν και τη σαλάτα κίνοα που επέλεξα να τα σπάει, ενώ η τιμή των 18€ παρότι υψηλή για τα δεδομένα της χώρας και σαφώς το ακριβότερο γεύμα που είχαμε στη χώρα, δεν έπαυε να αποτελεί κλάσμα του κόστους σε αντίστοιχης ποιότητας εστιατορίου σε άλλη χώρα (στην Κούβα θα κόστιζε τα τριπλάσια). Εξαιρετικά τα γλυκάκια και το σέρβις από τις αγγλόφωνες κοπελίτσες, ενώ ήταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε συνειδητοποιήσαμε ότι με την ισοτιμία που έχει το τοπικό som έπρεπε να αφήσουμε ντάνες χαρτονομισμάτων στο τραπέζι, το οποίο ήταν μια καλή ευκαιρία για χαβαλέ και φωτογραφίες. Η αλήθεια είναι πως αλλάζοντας 200€ χρειαζόσουν δύο μεγάλες σκουπιδοσακούλες για να μεταφέρεις το αντίτιμο σε som. Για μεγαλύτερα ποσά κι ένα γκρέιντερ χρήσιμο θα ήταν...
Πήγαμε προς την παλιά πόλη, ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτήν μετά το σεισμό του '66 που την τσάκισε, κι επισκεφθήκαμε 2 αξιόλογα τζαμιά με τους όμορφους εσωτερικούς τους κήπους κι επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, όχι ακριβώς ενθουσιασμένοι από την Τασκένδη, αλλά τέλος πάντων δεν ήταν και η χειρότερη πόλη στο ταξίδι. Εγώ έμεινα στην είσοδο να περιμένω τον Κρεκούζα, που θα ερχόταν τα μεσάνυχτα, κάνοντας είσοδο αντάξια της φήμης του: είχε ξεχάσει να φέρει τους απαραίτητους πάτους του (αλλά θυμήθηκε να φέρει όλα τα γκατζετάκια του), έφερε πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που θα χρειαζόταν, ήρθε 116 κιλά (και θα "έκανε δίαιτα" στο ταξίδι), ενώ φυσικά πεινούσε κι ήθελε να βγούμε προς άγρα μπέργκερ, κλασικός Κρεκούζας δηλαδή, που έπεσε στη μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο όταν ήταν μικρός.
Περιέργως στο διπλανό εμπορικό κέντρο υπήρχε μπεργκεράδικο ανοιχτό στις 1 το πρωί με αρκετούς νέους μέσα, αλλά ο σίφουνας Κρεκούζας αφού τους διεμήνυσε πως διαθέτει μόνο καζάκικα tenge, ευρώ, πιστωτικές και δολάρια, άρχισε να βγάζει σέλφι με όλους και κάπου στη διαδικασία κάποιος του σούφρωσε ένα δεκάευρο! Ως γνήσιος Κρεκούζας το πήρε με χαμόγελο, δέχθηκε μάλιστα και το κέρασμα ενός μπέργκερ ενός τύπου που μάλλον ήταν ο κλέφτης (!) και στην έξοδο πρόλαβε να πιάσει και κουβέντα με δυο κοπελίτσες, η μια εκ των οποίων αποδείχθηκε πως μιλάει Ελληνικά επειδή έχει ζήσει στην Κύπρο και φυσικά κατέληξε να πρωταγωνιστεί σε κρεκουζικές σέλφις, να ανταλλάσσει facebook με το Κρεκουζόπαιδο και να δέχεται και μια πρόσκληση για φαγητό και έξοδο από τον υπερκοινωνικό φίλο μας όταν αυτός θα είχε μόνος του ένα stopover στην Τασκένδη αργότερα στο ταξίδι. Αν μη τι άλλο δυναμική είσοδος από τον άνθρωπο-σίφουνα μέσα σε μόλις ένα δίωρο από την άφιξή του... Θα ακολουθούσαν άλλες 50 μέρες με αυτό το ταξιδιωτικό και κοινωνικό φαινόμενο, που σαρώνει ό,τι βρει στο διάβα του...
Ημέρα 17: Τασκένδη και (θριαμβευτική) είσοδος στη Σαμαρκάνδη
Το πρωινό ήταν μέτριο, που είναι ένας ευγενής τρόπος να εκφράσω το πόσο άθλιο ήταν. Μετά τους εγκάρδιους χαιρετισμούς του Κρεκούζα με την ομάδα και τη γνωριμία του με τον Τζόρντι ("Τι είναι αυτός ρε συ;; Τι τρομερή μορφή ταξιδιωτικής περίπτωσης ξετρύπωσες πάλι;" μου είπε μην ξέροντας ακόμη σε τι περιπέτειες θα μας μπλέξει ο Κρεκουζάνθρωπος), είπαμε να κινηθούμε προς τη βιβλιοθήκη Moyie Mubarek, την οποία δυσκολευτήκαμε να βρούμε, αλλά όταν τη βρήκαμε εντυπωσιαστήκαμε από τα πολύ ενδιαφέροντα κτίρια του συμπλέγματος Khast Imom. Η ίδια η βιβλιοθήκη δε, φιλοξενεί το παλαιότερο σωζόμενο Κοράνι, του 7ου αιώνα, ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται. Πολύ εντυπωσιακό το θέαμα ενός τόσο (ή έστω σχεδόν τόσο) παλαιού δερματόδετου βιβλίου το οποίο είχε φέρει στη Σαμαρκάνδη ο Ταμερλάνος (φαντάζομαι δεν του το χάρισαν...), το πήγαν στη Μόσχα οι Ρώσοι το 19ο αιώνα, αλλά το επέστρεψε στους Ουζμπέκους ο Λένιν, σε μια εξαιρετικά ενδεικτική διαδρομή της ιστορίας της χώρας από το Ισλάμ στους κατακτητές κι από τους Ρώσους στον κομουνισμό και την ανεξαρτησία.
Σειρά είχε η κεντρική αγορά της πόλης, που στεγάζεται σε ένα κτίριο που για την εποχή του θα έπρεπε να θεωρείται έως και φουτουριστικό (έμοιαζε ολίγον και με UFO). Η αγορά ήταν πολύ τακτοποιημένη και καθαρή, οι χασάπηδες έδειχναν την πραμάτεια τους σε βιτρίνες κι όλοι ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι με την επτάδα των επισκεπτών που χλαπάκιασε ξηρούς καρπούς, θαύμασε τους τοπικούς φουρνάρηδες να κολλάνε τις φρατζόλες με το ψωμί στα εσωτερικά τοιχία των παραδοσιακών τους φούρνων κι έκαναν χαβαλέ με τις ζαχαροπλάστισσες που προσκάλεσαν τον Κρεκούζα (ποιον άλλον) να κάνει και την πωλήτρια, μετά των απαραίτητων σέλφις βέβαια.
Αφού αφήσαμε το στίγμα μας και στην αγορά, περιηγηθήκαμε στα φτωχικά αλλά ήσυχα στενά της παλιάς πόλης, παραλάβαμε τις βαλίτσες μας από το ξενοδοχείο και πήγαμε να πάρουμε το τραίνο για τη Σαμαρκάνδη. Δρακόντεια τα μέτρα ασφαλείας στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθόλου αδικαιολόγητα πάντως αν κρίνω από τα όσα αναφέρονταν στο βιβλίο της πρόσφατης ιστορίας της Κεντρικής Ασίας που διάβαζα, όπου έμαθα για τη σωρεία τρομοκρατικών επιθέσεων στη χώρα. Μας ζήτησαν μέχρι και τα αποκόμματα διαμονής του ξενοδοχείου (είχε δίκιο η γκεσταπίτισσα ρεσεψιονίστ!). Ο συρμός με εξέπληξε: επρόκειτο για μια σύγχρονη υπερταχεία με μπόλικη άνεση, σέρβις και φαγητό αεροπλάνου και οι τρεις ώρες του ταξιδιού μέχρι τη Σαμαρκάνδη πέρασαν στο πι και φι.
Με το που φτάσαμε πάντως στον προορισμό μας ξεπαγιάσαμε, αφού ήταν πια βράδυ κι η πόλη διαθέτει υψόμετρο, με εξαίρεση τον Κρεκούζα, του οποίου ο θερμοστάτης ως γνωστόν δε δουλεύει. Πήραμε αμέσως ταξί για το Dilshoda, το κατάλυμα που μας είχε κλείσει ο Δ, στις πόρτες του οποίου τσακώθηκα με τους ταξιτζήδες γιατί θυμήθηκαν να ζητήσουν τα διπλά από τα συμφωνηθέντα. Η διαδρομή πάντως μέσω της νέας πόλης της Σαμαρκάνδης με εξέπληξε: η πόλη είναι περιποιημένη, εμφανώς εύπορη, με πολλά κι επώνυμα μαγαζιά, όμορφα κτίρια και φωτισμό και μεγάλα πάρκα.
Ακόμη εντυπωσιακότερη ήταν η τοποθεσία του καταλύματός μας: ακριβώς δίπλα στο Μαυσωλείο Gur-E-Amir, δηλαδή το σημείο ταφής του Ταμερλάνου (και δυο γιων και δυο εγγονών του). Δεν είναι και εύκολο να περιγράψει κανείς την ομορφιά του μαυσωλείου το βράδυ, πραγματικά εκθαμβωτικό. Μπήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο, αφήσαμε τις αποσκευές μας στον καλό αγγλόφωνο ιδιοκτήτη και πήγαμε να βγάλουμε φωτογραφίες το παρακείμενο θαύμα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Με αυτοσυγχαίρω που είχα κάνει επίπονες προσπάθειες για να μη δω ούτε μια φωτογραφία των αρχιτεκτονικών και φυσικών θαυμάτων της Κεντρικής Ασίας: ο οπτικός αντίκτυπος που είχε το Μαυσωλείο στην ταξιδιωτική μου ψυχοσύνθεση ήταν φανταστικός.
Κι εκεί που βγάζαμε φωτογραφίες ξεπαγιασμένοι αλλά εκστασιασμένοι περασμένα μεσάνυχτα, πετάχτηκε ένας μικροσκοπικός φύλακας που μας πρότεινε έναντι ενός ποσού κατά κεφαλή να μας ανοίξει το μαυσωλείο για να το δούμε πριβέ, μόνοι μας μεταμεσονύκτια. Πρόσθεσε μάλιστα πως "το εισιτήριο" (δηλαδή το λάδωμα) θα είχε ισχύ μέχρι τις 7 το πρωί που προφανώς άλλαζε η βάρδια, ενώ αν το επιθυμούσαμε με το ίδιο εισιτήριο (δηλαδή το ίδιο λάδωμα) θα μπορούσαμε να εισέλθουμε και το βράδυ της επόμενης, διευκρινίζοντας στον υπάλληλο της αυριανής βάρδιας πως είχαμε κάνει σχετική συμφωνία με το μικροσκοπικό συνάδελφό του. Εξαιρετική μας φάνηκε η πρόταση και τι δεχθήκαμε.
Και κάπως έτσι άνοιξαν οι πόρτες του Μαυσωλείου μόνο για την πάρτη μας. Ω τι θέαμα, μαμά! Έπαθα την πλάκα μου σε κάθε πόρτα που άνοιγε, σε κάθε γωνιά των εξωτερικών χώρων και φυσικά όταν ο άνθρωπος άναψε τα φώτα και μας έκανε και μια μίνι ξενάγηση σε Αγγλικά Σταθη Ψάλτη και Σταμάτη Γαρδέλη για να ξέρουμε τι είναι αυτό που βλέπουμε. Ήταν μια μεγάλη ταξιδιωτική στιγμή. Όπως πριν λίγα χρόνια που πήγαμε με ένα φίλο στη Ρώμη Σεπτέμβριο και πέσαμε στην εβδομάδα που το Μουσείο του Βατικανού είναι ανοιχτό το βράδυ και ενώ όλοι έσπευσαν στην Καπέλα Σιξτίνα για να τη δουν, εμείς φτάσαμε στο τέλος, έχοντάς την όλη δική μας βραδιάτικα. Ή όπως -πολλά χρόνια πριν- ως πιτσιρικάς κρύφτηκα με τον Κριστόφ και κοιμήθηκα στο Μάτσου Πίτσου για να το έχω όλο δικό μου στο χάραμα. Τέτοιο δέος και ταξιδιωτική απόλαυση δε νιώθεις κάθε μέρα, αναμφισβήτητα από τις μεγάλες συγκινήσεις του ταξιδιού.
Λίγο αργότερα κατέφθασε και μια μικρή ομάδα Άγγλων, στους οποίους ο νυχτοφύλακας έκανε ακριβώς την ίδια πρόταση, για να εισπράξει την ίδια θετική απάντηση. Λίγα λεπτά αφού αυτοί πλήρωσαν όμως, εμφανίστηκε ένας γραβατωμένος θυμωμένος κύριος που τους έδιωξε κι αναζητούσε το νυχτοφύλακα, που φρόντισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια και κάπου εκεί η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Κι αν εμείς προλάβαμε και καταβροχθίσαμε μοναδικές κι αποκλειστικές εικόνες κάτω από το φως των αστεριών, οι καημένοι οι Εγγλέζοι έμειναν να τα ακούν από τον κουστουμάνθρωπο, που προφανώς δεν ήταν ενήμερος για την κομπίνα.
Πτώματα ήμασταν, αλλά με την ταξιδιωτική αδρεναλίνη στο ζενίθ, είπαμε να πάμε και μέχρι το Registan, παρότι ήταν ήδη μία το πρωί. Αφού βλέπαμε τη Σαμαρκάνδη μεταμεσονύκτια, κρίμα δεν ήταν να αφήσουμε εκτός το ισχυρότερό της χαρτί; Ξεκινήσαμε λοιπόν και οι επτά τη διαδρομή στους περιποιημένους δρόμους της Σαμαρκάνδης κι αφού περάσαμε από ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα του Ταμερλάνου, καταλήξαμε στο Registan, αυτό το σύμπλεγμα γιγαντιαίων ισλαμικών σχολών που αποτελεί μάλλον το πιο φωτογραφημένο θέαμα στο Ουζμπεκιστάν. Μόνοι μας, κάτω από το φεγγάρι μείναμε να χαζεύουμε το θέαμα σε πλήρη ησυχία, αν κι εγώ μάταια έψαχνα να βρω κι εκεί κάποιο νυχτοφύλακα να μας ανοίξει για να μπούμε και στο εσωτερικό τους.
Κατάκοποι αλλά εκστασιασμένοι γυρίσαμε στο κατάλυμά μας, με το Δ και τον Κρεκούζα να δίνουν υπόσχεση πως θα πήγαιναν και στις έξι το πρωί (δηλαδή σε τρεισήμισι ώρες!) για να φωτογραφίσουν το Registan και με την ανατολή του ηλίου, το οποίο κι έκαναν. Πειθαρχημένο παιδί ο Δ, ακούραστος ο υπερφυσικός Κρεκουζάκος.
Ημέρα 16: Τασκένδη
Το Khanaka ήταν άψογο σε όλα, μας βρήκε και ταξί πολυτελείας για την οδική διαδρομή μέχρι τα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν και την Τασκένδη, που προτιμήθηκε ως λύση σε σχέση με εκείνη του τραίνου, που έτσι κι αλλιώς λόγω αδυναμίας συνεννόησης ήταν ανεφάρμοστη. Το οδόστρωμα ήταν άψογο, στην αλλαγή χρημάτων (που έτσι κι αλλιώς ήταν μπελαλίδικη αφού το ουζμπέκικο som είναι εξαιρετικά αδύναμο και άρα χρειάστηκε να αποκτήσοουμε κάποια εκατομμύρια som) προσπάθησαν να κλέψουν την αδερφή μου αλλά τελικώς όλα εξελίχθηκαν καλά, ενώ και η γραφειοκρατία διάσχισης συνόρων από την πλευρά του Καζακστάν αποδείχθηκε γρήγορη και άκοπη.
Από την πλευρά του Ουζμπεκιστάν αντιθέτως τα πάντα ήταν πιο χρονοβόρα, οι υπάλληλοι μετανάστευσης μας έκαναν κοινωνικές ερωτήσεις ("είστε παντρεμένος; σας αρέσει το ποδόσφαιρο; είναι όμορφη πόλη η Αθήνα;") που μάλλον εξυπηρετούσαν την εξάσκηση των Αγγλικών των υπερκοινωνικών υπαλλήλων, παρά σε κάποιο αντικειμενικό σκοπό (εκτός κι αν οι αρχές πραγματικά ενδιαφέρονται για το ποιοι εκ των επισκεπτών της χώρας είναι μπασκετόφιλοι και ποιοι ποδοσφαιρόφιλοι).
Με τους ταξιτζήδες χρειάστηκε πολύ παζάρι μέχρι να καταλήξουμε στο αντίτιμο των 5€ για τη μεταφορά στην Τασκένδη, όπως μας είχαν συμβουλεύσει, και μετά από ένα εικοσάλεπτο σπρώξιμο δύο Lada για να πάρουν μπρος και ολιγόλεπτης πολιτιστικής ανταλλαγής με μερικά ζητιανάκια που φάνηκαν να είναι αθίγγανοι, ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα της χώρας. Ήταν φανερό πως βρισκόμαστε σε άλλη χώρα, φτηνότερη και μάλλον φτωχότερη.
Ο Δ είχε κάνει κράτηση σε ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν κοντά στον τερματικό σταθμό του μετρό (άγνωστο το γιατί), όπου η μπαμπούσκα της ρεσεψιόν είχε βγει κατευθείαν από το ψύχος της ΕΣΣΔ: υπερτροφική, χωρίς λέξη Αγγλικά, με ταχύτητα κουβανού δημοσίου υπαλλήλου και αδιάφορη όσο δεν πάει. Είχε όμως google translator, μας εξήγησε ότι τα αποκόμματα της κάρτας εγγραφής μας στο ξενοδοχείο θα τα χρειαζόμασταν από τη μία πόλη στην άλλη και κάναμε το checkin σχετικά αναίμακτα.
Ο σκοπός για σήμερα ήταν μια πρώτη γνωριμία με την πόλη και το κέντρο της, αφήνοντας τα όποια εμφανή αξιοθέατα για την επομένη, οπότε και θα ενωνόταν επιτέλους με την ομάδα ο ένας, ο μοναδικός, ο αξεπέραστος @Krekouzas που θυμίζω πως είχε χάσει την αρχική πτήση του και είχε πάρει άλλη από την προφανή εναλλακτική, προκειμένου να περάσει κάποιες ώρες στους -14C της Αστάνα.
Πήγαμε μέχρι το σταθμό του μετρό, όπου διαπιστώσαμε πως, όπως και στο Αλμάτι, αντί για εισιτήρια ή κέρματα έπρεπε να αγοράσουμε κάτι μάρκες που θύμιζαν λούνα παρκ, η αξία της καθεμιάς εκ των οποίων ήταν... 0,012€. Το μετρό πάλι θύμιζε Μόσχα στο λιγότερο εντυπωσιακό, ενώ φτάνοντας στο κέντρο βρήκαμε την Τασκένδη να είναι μια πόλη αρκετά καθαρή, με μεγάλα πάρκα, έντονη παρουσία αστυνομίας και στρατού και μάλλον άσχημα κτίρια. Μας άρεσε το μνημείο της μάνας που κλαίει παρότι δεν μας επέτρεψαν να πλησιάσουμε πολύ και καταλήξαμε σε έναν κεντρικό πεζόδρομο όπου ευγενείς και καλλιεργημένοι καλλιτέχνες και πωλητές εμπορεύονταν από εξαιρετικούς πίνακες μέχρι πολύ ενδιαφέρουσες αντίκες, οι τελευταίες κυρίως από τη σταλινική εποχή. Παράπλευρα του πεζόδρομου υπήρχαν υπαίθριες αθλοπαιδιές για τα παιδάκια, πέσαμε πάνω και σε ένα άγαλμα του Ταμερλάνου και καταλήξαμε στο City Grill για μεσημεριανό, που αν κατάλαβα καλά αποτελεί αλυσίδα εστιατορίων. Πάρα πολύ καλό το φαγητό του, με το φιλέτο μινιόν και τη σαλάτα κίνοα που επέλεξα να τα σπάει, ενώ η τιμή των 18€ παρότι υψηλή για τα δεδομένα της χώρας και σαφώς το ακριβότερο γεύμα που είχαμε στη χώρα, δεν έπαυε να αποτελεί κλάσμα του κόστους σε αντίστοιχης ποιότητας εστιατορίου σε άλλη χώρα (στην Κούβα θα κόστιζε τα τριπλάσια). Εξαιρετικά τα γλυκάκια και το σέρβις από τις αγγλόφωνες κοπελίτσες, ενώ ήταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε συνειδητοποιήσαμε ότι με την ισοτιμία που έχει το τοπικό som έπρεπε να αφήσουμε ντάνες χαρτονομισμάτων στο τραπέζι, το οποίο ήταν μια καλή ευκαιρία για χαβαλέ και φωτογραφίες. Η αλήθεια είναι πως αλλάζοντας 200€ χρειαζόσουν δύο μεγάλες σκουπιδοσακούλες για να μεταφέρεις το αντίτιμο σε som. Για μεγαλύτερα ποσά κι ένα γκρέιντερ χρήσιμο θα ήταν...
Πήγαμε προς την παλιά πόλη, ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτήν μετά το σεισμό του '66 που την τσάκισε, κι επισκεφθήκαμε 2 αξιόλογα τζαμιά με τους όμορφους εσωτερικούς τους κήπους κι επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, όχι ακριβώς ενθουσιασμένοι από την Τασκένδη, αλλά τέλος πάντων δεν ήταν και η χειρότερη πόλη στο ταξίδι. Εγώ έμεινα στην είσοδο να περιμένω τον Κρεκούζα, που θα ερχόταν τα μεσάνυχτα, κάνοντας είσοδο αντάξια της φήμης του: είχε ξεχάσει να φέρει τους απαραίτητους πάτους του (αλλά θυμήθηκε να φέρει όλα τα γκατζετάκια του), έφερε πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που θα χρειαζόταν, ήρθε 116 κιλά (και θα "έκανε δίαιτα" στο ταξίδι), ενώ φυσικά πεινούσε κι ήθελε να βγούμε προς άγρα μπέργκερ, κλασικός Κρεκούζας δηλαδή, που έπεσε στη μαρμίτα με το μαγικό φίλτρο όταν ήταν μικρός.
Περιέργως στο διπλανό εμπορικό κέντρο υπήρχε μπεργκεράδικο ανοιχτό στις 1 το πρωί με αρκετούς νέους μέσα, αλλά ο σίφουνας Κρεκούζας αφού τους διεμήνυσε πως διαθέτει μόνο καζάκικα tenge, ευρώ, πιστωτικές και δολάρια, άρχισε να βγάζει σέλφι με όλους και κάπου στη διαδικασία κάποιος του σούφρωσε ένα δεκάευρο! Ως γνήσιος Κρεκούζας το πήρε με χαμόγελο, δέχθηκε μάλιστα και το κέρασμα ενός μπέργκερ ενός τύπου που μάλλον ήταν ο κλέφτης (!) και στην έξοδο πρόλαβε να πιάσει και κουβέντα με δυο κοπελίτσες, η μια εκ των οποίων αποδείχθηκε πως μιλάει Ελληνικά επειδή έχει ζήσει στην Κύπρο και φυσικά κατέληξε να πρωταγωνιστεί σε κρεκουζικές σέλφις, να ανταλλάσσει facebook με το Κρεκουζόπαιδο και να δέχεται και μια πρόσκληση για φαγητό και έξοδο από τον υπερκοινωνικό φίλο μας όταν αυτός θα είχε μόνος του ένα stopover στην Τασκένδη αργότερα στο ταξίδι. Αν μη τι άλλο δυναμική είσοδος από τον άνθρωπο-σίφουνα μέσα σε μόλις ένα δίωρο από την άφιξή του... Θα ακολουθούσαν άλλες 50 μέρες με αυτό το ταξιδιωτικό και κοινωνικό φαινόμενο, που σαρώνει ό,τι βρει στο διάβα του...
Ημέρα 17: Τασκένδη και (θριαμβευτική) είσοδος στη Σαμαρκάνδη
Το πρωινό ήταν μέτριο, που είναι ένας ευγενής τρόπος να εκφράσω το πόσο άθλιο ήταν. Μετά τους εγκάρδιους χαιρετισμούς του Κρεκούζα με την ομάδα και τη γνωριμία του με τον Τζόρντι ("Τι είναι αυτός ρε συ;; Τι τρομερή μορφή ταξιδιωτικής περίπτωσης ξετρύπωσες πάλι;" μου είπε μην ξέροντας ακόμη σε τι περιπέτειες θα μας μπλέξει ο Κρεκουζάνθρωπος), είπαμε να κινηθούμε προς τη βιβλιοθήκη Moyie Mubarek, την οποία δυσκολευτήκαμε να βρούμε, αλλά όταν τη βρήκαμε εντυπωσιαστήκαμε από τα πολύ ενδιαφέροντα κτίρια του συμπλέγματος Khast Imom. Η ίδια η βιβλιοθήκη δε, φιλοξενεί το παλαιότερο σωζόμενο Κοράνι, του 7ου αιώνα, ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται. Πολύ εντυπωσιακό το θέαμα ενός τόσο (ή έστω σχεδόν τόσο) παλαιού δερματόδετου βιβλίου το οποίο είχε φέρει στη Σαμαρκάνδη ο Ταμερλάνος (φαντάζομαι δεν του το χάρισαν...), το πήγαν στη Μόσχα οι Ρώσοι το 19ο αιώνα, αλλά το επέστρεψε στους Ουζμπέκους ο Λένιν, σε μια εξαιρετικά ενδεικτική διαδρομή της ιστορίας της χώρας από το Ισλάμ στους κατακτητές κι από τους Ρώσους στον κομουνισμό και την ανεξαρτησία.
Σειρά είχε η κεντρική αγορά της πόλης, που στεγάζεται σε ένα κτίριο που για την εποχή του θα έπρεπε να θεωρείται έως και φουτουριστικό (έμοιαζε ολίγον και με UFO). Η αγορά ήταν πολύ τακτοποιημένη και καθαρή, οι χασάπηδες έδειχναν την πραμάτεια τους σε βιτρίνες κι όλοι ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι με την επτάδα των επισκεπτών που χλαπάκιασε ξηρούς καρπούς, θαύμασε τους τοπικούς φουρνάρηδες να κολλάνε τις φρατζόλες με το ψωμί στα εσωτερικά τοιχία των παραδοσιακών τους φούρνων κι έκαναν χαβαλέ με τις ζαχαροπλάστισσες που προσκάλεσαν τον Κρεκούζα (ποιον άλλον) να κάνει και την πωλήτρια, μετά των απαραίτητων σέλφις βέβαια.
Αφού αφήσαμε το στίγμα μας και στην αγορά, περιηγηθήκαμε στα φτωχικά αλλά ήσυχα στενά της παλιάς πόλης, παραλάβαμε τις βαλίτσες μας από το ξενοδοχείο και πήγαμε να πάρουμε το τραίνο για τη Σαμαρκάνδη. Δρακόντεια τα μέτρα ασφαλείας στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθόλου αδικαιολόγητα πάντως αν κρίνω από τα όσα αναφέρονταν στο βιβλίο της πρόσφατης ιστορίας της Κεντρικής Ασίας που διάβαζα, όπου έμαθα για τη σωρεία τρομοκρατικών επιθέσεων στη χώρα. Μας ζήτησαν μέχρι και τα αποκόμματα διαμονής του ξενοδοχείου (είχε δίκιο η γκεσταπίτισσα ρεσεψιονίστ!). Ο συρμός με εξέπληξε: επρόκειτο για μια σύγχρονη υπερταχεία με μπόλικη άνεση, σέρβις και φαγητό αεροπλάνου και οι τρεις ώρες του ταξιδιού μέχρι τη Σαμαρκάνδη πέρασαν στο πι και φι.
Με το που φτάσαμε πάντως στον προορισμό μας ξεπαγιάσαμε, αφού ήταν πια βράδυ κι η πόλη διαθέτει υψόμετρο, με εξαίρεση τον Κρεκούζα, του οποίου ο θερμοστάτης ως γνωστόν δε δουλεύει. Πήραμε αμέσως ταξί για το Dilshoda, το κατάλυμα που μας είχε κλείσει ο Δ, στις πόρτες του οποίου τσακώθηκα με τους ταξιτζήδες γιατί θυμήθηκαν να ζητήσουν τα διπλά από τα συμφωνηθέντα. Η διαδρομή πάντως μέσω της νέας πόλης της Σαμαρκάνδης με εξέπληξε: η πόλη είναι περιποιημένη, εμφανώς εύπορη, με πολλά κι επώνυμα μαγαζιά, όμορφα κτίρια και φωτισμό και μεγάλα πάρκα.
Ακόμη εντυπωσιακότερη ήταν η τοποθεσία του καταλύματός μας: ακριβώς δίπλα στο Μαυσωλείο Gur-E-Amir, δηλαδή το σημείο ταφής του Ταμερλάνου (και δυο γιων και δυο εγγονών του). Δεν είναι και εύκολο να περιγράψει κανείς την ομορφιά του μαυσωλείου το βράδυ, πραγματικά εκθαμβωτικό. Μπήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο, αφήσαμε τις αποσκευές μας στον καλό αγγλόφωνο ιδιοκτήτη και πήγαμε να βγάλουμε φωτογραφίες το παρακείμενο θαύμα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Με αυτοσυγχαίρω που είχα κάνει επίπονες προσπάθειες για να μη δω ούτε μια φωτογραφία των αρχιτεκτονικών και φυσικών θαυμάτων της Κεντρικής Ασίας: ο οπτικός αντίκτυπος που είχε το Μαυσωλείο στην ταξιδιωτική μου ψυχοσύνθεση ήταν φανταστικός.
Κι εκεί που βγάζαμε φωτογραφίες ξεπαγιασμένοι αλλά εκστασιασμένοι περασμένα μεσάνυχτα, πετάχτηκε ένας μικροσκοπικός φύλακας που μας πρότεινε έναντι ενός ποσού κατά κεφαλή να μας ανοίξει το μαυσωλείο για να το δούμε πριβέ, μόνοι μας μεταμεσονύκτια. Πρόσθεσε μάλιστα πως "το εισιτήριο" (δηλαδή το λάδωμα) θα είχε ισχύ μέχρι τις 7 το πρωί που προφανώς άλλαζε η βάρδια, ενώ αν το επιθυμούσαμε με το ίδιο εισιτήριο (δηλαδή το ίδιο λάδωμα) θα μπορούσαμε να εισέλθουμε και το βράδυ της επόμενης, διευκρινίζοντας στον υπάλληλο της αυριανής βάρδιας πως είχαμε κάνει σχετική συμφωνία με το μικροσκοπικό συνάδελφό του. Εξαιρετική μας φάνηκε η πρόταση και τι δεχθήκαμε.
Και κάπως έτσι άνοιξαν οι πόρτες του Μαυσωλείου μόνο για την πάρτη μας. Ω τι θέαμα, μαμά! Έπαθα την πλάκα μου σε κάθε πόρτα που άνοιγε, σε κάθε γωνιά των εξωτερικών χώρων και φυσικά όταν ο άνθρωπος άναψε τα φώτα και μας έκανε και μια μίνι ξενάγηση σε Αγγλικά Σταθη Ψάλτη και Σταμάτη Γαρδέλη για να ξέρουμε τι είναι αυτό που βλέπουμε. Ήταν μια μεγάλη ταξιδιωτική στιγμή. Όπως πριν λίγα χρόνια που πήγαμε με ένα φίλο στη Ρώμη Σεπτέμβριο και πέσαμε στην εβδομάδα που το Μουσείο του Βατικανού είναι ανοιχτό το βράδυ και ενώ όλοι έσπευσαν στην Καπέλα Σιξτίνα για να τη δουν, εμείς φτάσαμε στο τέλος, έχοντάς την όλη δική μας βραδιάτικα. Ή όπως -πολλά χρόνια πριν- ως πιτσιρικάς κρύφτηκα με τον Κριστόφ και κοιμήθηκα στο Μάτσου Πίτσου για να το έχω όλο δικό μου στο χάραμα. Τέτοιο δέος και ταξιδιωτική απόλαυση δε νιώθεις κάθε μέρα, αναμφισβήτητα από τις μεγάλες συγκινήσεις του ταξιδιού.
Λίγο αργότερα κατέφθασε και μια μικρή ομάδα Άγγλων, στους οποίους ο νυχτοφύλακας έκανε ακριβώς την ίδια πρόταση, για να εισπράξει την ίδια θετική απάντηση. Λίγα λεπτά αφού αυτοί πλήρωσαν όμως, εμφανίστηκε ένας γραβατωμένος θυμωμένος κύριος που τους έδιωξε κι αναζητούσε το νυχτοφύλακα, που φρόντισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια και κάπου εκεί η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Κι αν εμείς προλάβαμε και καταβροχθίσαμε μοναδικές κι αποκλειστικές εικόνες κάτω από το φως των αστεριών, οι καημένοι οι Εγγλέζοι έμειναν να τα ακούν από τον κουστουμάνθρωπο, που προφανώς δεν ήταν ενήμερος για την κομπίνα.
Πτώματα ήμασταν, αλλά με την ταξιδιωτική αδρεναλίνη στο ζενίθ, είπαμε να πάμε και μέχρι το Registan, παρότι ήταν ήδη μία το πρωί. Αφού βλέπαμε τη Σαμαρκάνδη μεταμεσονύκτια, κρίμα δεν ήταν να αφήσουμε εκτός το ισχυρότερό της χαρτί; Ξεκινήσαμε λοιπόν και οι επτά τη διαδρομή στους περιποιημένους δρόμους της Σαμαρκάνδης κι αφού περάσαμε από ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα του Ταμερλάνου, καταλήξαμε στο Registan, αυτό το σύμπλεγμα γιγαντιαίων ισλαμικών σχολών που αποτελεί μάλλον το πιο φωτογραφημένο θέαμα στο Ουζμπεκιστάν. Μόνοι μας, κάτω από το φεγγάρι μείναμε να χαζεύουμε το θέαμα σε πλήρη ησυχία, αν κι εγώ μάταια έψαχνα να βρω κι εκεί κάποιο νυχτοφύλακα να μας ανοίξει για να μπούμε και στο εσωτερικό τους.
Κατάκοποι αλλά εκστασιασμένοι γυρίσαμε στο κατάλυμά μας, με το Δ και τον Κρεκούζα να δίνουν υπόσχεση πως θα πήγαιναν και στις έξι το πρωί (δηλαδή σε τρεισήμισι ώρες!) για να φωτογραφίσουν το Registan και με την ανατολή του ηλίου, το οποίο κι έκαναν. Πειθαρχημένο παιδί ο Δ, ακούραστος ο υπερφυσικός Κρεκουζάκος.