St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 897
Πού πάτε?
Το Μάνουντ Χάγκεν είναι η δεύτερη οργανωμένη πόλη που επισκεπτόμαστε στην Παπούα. Φτάνουμε νωρίς το απόγεμα. Εγώ έχω μιαν επείγουσα δουλίτσα να κάνω. Θέλω να ταχυδρομήσω τις κάρτες που αγόρασα κι έγραψα στο Καραγουάρι. Εκεί η Μπέτυ δεν με ενεθάρρυνε να τις της αφήσω διότι ταχυδρομείο είχαν μονάχα μια φορά την εβδομάδα, και το τελευταίο είχε φύγει μόλις εκείνο το πρωινό.
«Είμαστε σχεδόν απομονωμένοι» μου είχε εξομολογηθεί χαμογελώντας.
Δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο. Μόνο ένας ασύρματος, που τον χρησιμοποιούσαν πολλές φορές την ημέρα, αντί τηλεφώνου. Τα ταχυδρομεία λειτουργούν κανονικά, μονάχα που δεν είναι γρήγορα.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που εγώ επειγόμουν να στείλω, επί τέλους, τις κάρτες από το Μάουντ Χάγκεν, διότι αλλοιώτικα θα κατέληγαν στην Αυστραλία.
΄Ετσι, μια και το Μάουν Χάγκαν ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού μας στην Παπούα, έπρεπε πάσει θυσία να βρω ταχυδρομική υπηρεσία.
Σεινάμενη κουνάμενη, ξεκινώ.
Καθώς βγαίνω στην αυλή διαπιστώνω έκπληκτη ότι κόσμος και ντουνιάς είναι μαζεμένος γύρω από το φράκτη του ξενοδοχείου. Στέκει αμίλητος και περιμένει κάτι, ή χαζεύει κάτι.
Δε μου καλοφαίνεται αυτή η σύναξη. Τι θέλουν? Κάπου αρχίζω να ενοχλούμαι. ΄Η μήπως... φοβάμαι?
Θυμώνω με τη δειλία μου και πλησιάζω τον φύλακα –όλα τα ξενοδοχεία και οι καταυλισμοί έχουν φύλακες.
«Πού πάτε?» με ρωτά, μπαίνονας μπροστά στην κλειστή πόρτα
«Να βρω ταχυδρομείο»
«Μα είναι αργά» μου λέει κοιτώντας το ρολόι του.
«Ω! είναι μονάχα τέσσερις. Μη μου πείτε πως έχουν κι όλας κλείσει?»
«Δεν το ξέρω αυτό. Αλλά για σας είναι αργά» επιμένει
«Τι θα πει αυτό, δεν το καταλαβαίνω» επιμένω κι εγώ με τη σειρά μου
«Θα πει ότι δεν είναι ανάγκη να πάτε απόψε για τις κάρτες σας. Πηγαίνετε αύριο το πρωί», σοβαρεύει.
«Μα αύριο το πρωί έχουμε ξενάγηση. Δεν προλαβαίνω» πιέζω εγώ, έτοιμη να νευριάσω
«Πολύ ωραία!! Τότε να πάτε πριν την ξενάγηση. Μέρα με τον ήλιο!!» κόβει την κουβέντα με το μαχαίρι.
Δεν πολυκαταλαβαίνω. ΄Η μάλλον φοβάμαι να καταλάβω. Καθώς όμως είμαι μια ζωή επίμονη και ριψοκίνδυνη, κι ας τρέμω κατά βάθος, κάνω άλλη μια προσπάθεια.
«Κινδυνεύω δηλαδή, τώρα?»
«Ε, μ΄ αυτές τις τσάντες που κουβαλάτε, με τις μηχανές, σκέφτομαι μήπως βάλετε κανέναν σε πειρασμό»
«Ω!!! αυτό διορθώνεται εύκολα» το χαβά μου εγώ. «Θα τις αφήσω στις φιλενάδες μου»
«Μα γιατί επιμένετε?» Τώρα είναι ολοφάνερα απελπισμένος.
«Κι εσείς γιατί δεν με αφήνετε?»
«Γιατί... Γιατί σκέφτομαι το καλό σας. Να γιατί!» αναγκάζεται να ομολογήσει κατασυγχυσμένος.
Θεέ και Κύριε!!!! Κινδυνεύει κανείς ακόμα και μέσα σε οργανωμένη πόλη, μέρα μεσημέρι, που λέει ο λόγος, δηλαδή.
«Ευχαριστώ πολύ» λέω φοβισμένη «Είναι αργά... Θα πάω τελικά αύριο...»
«Σωστά, σωστά» απαντά ο φύλακας, φανερά ανακουφισμένος, πιστεύοντας ότι έχει διασώσει τα προσχήματα και το γόητρο της ράτσας του.
Το Μάνουντ Χάγκεν Λοτζ δεν είναι «καλύβια». Είναι δυο τεράστια συγκροτήματα κτιστά. ΄Ενα παλαιό και θλιβερό, κι ένα ολοκαίνουριο και πολυτελές. Η φιλενάδα μου κι εγώ, δεν ξέρω πώς, βρεθήκαμε στο παλιό, που ήταν μέσα σ΄ έναν κήπο, μακριά από κάποιο κατοικημένο χώρο. Κομματάκι απομονωμένο, δηλαδή. Δεν αργήσαμε να διαπιστώσουμε ότι είμαστε οι μόνες λευκές ένοικοι στο κτίριο. Οι περισότεροι, ντόπιοι ένοικοι, κυκλοφορούν με μια μπύρα στο χέρι και πίνουν κατ΄ ευθείαν από το μπουκάλι.
«Κακό σημάδι» λέω σκεφτική στην κρητικιά.
Με καθησυχάζει.
Χωρίς κλιματισμό, με ύποπτης καθαριότητας σεντόνια, με σκισμένες μοκέτες, χωρίς κανονικά κρεββάτια, αρχίζω να αναρωτιέμαι πού βρίσκομαι
«Στην Παπούα» μου υπενθυμίζει
Δεν το καταπίνω και ρωτάω τους λοιπούς της παρέας.
΄Ολα τα έβρισκαν καταπληκτικά. Και τα δωμάτια και τα σκεπάσματα, όλα
Παραιτούμαι από την έρευνα και σκέπτομαι πώς θα ταμπουρωθώ το βράδυ.
Κάνω σχέδιο ολόκληρο, που το βάζω σε ενέργεια, μόλις γυρίζουμε στο δωμάτιο.
Αμπαρώνουμε την πόρτα καλά καλά. Στήνουμε πίσω της και δυο πολυθρόνες, τη μία πάνω στην άλλη, σε μια ετοιμόρροπη κατασκευή, ώστε αν κανείς παραβίαζε την πόρτα, να τις γκρεμίσει αμέσως κι εμείς να ξυπνήσουμε από το σαματά.
Και άμα ξυπνήσουμε και φωνάξουμε, ποιος θα μας ακούσει? Σωστή η ερώτηση...
Με βαρειά καρδιά σβύνω το φως.
Κανείς δεν μας ενόχλησε, αν και ήταν σίγουρο ότι όλο το κτίριο ήξερε για την παρουσία μας.
Στο πρωινό λύθηκε το μυστήριο. Εκ λάθους εξοριστήκαμε στα παλαιά του ξενοδοχείου, που ήταν για τους ντόπιους. Το καινούριο, με όλα τα σουπρεπέδια και τις πολυτέλειας, ήταν για τους ξένους.
Αλαφιάζεται ο συνοδός μας και τρέχει να κάνει τις απαραίτητες συννενοήσεις για αλλαγή δωματίων. Σπεύδουν όλοι να μας ζητήσουν συγγνώμη και να επανορθώσουν.
Αρνιώμαστε. Μια νύκτα είναι αυτή. Θα περάσει.
΄Ετσι κι αλλοιώς είχαμε αποφασίσει εκείνη την νύχτα να προσθέσουμε και το κομοδίνο πίσω από την πόρτα.
Το Μάνουντ Χάγκεν είναι η δεύτερη οργανωμένη πόλη που επισκεπτόμαστε στην Παπούα. Φτάνουμε νωρίς το απόγεμα. Εγώ έχω μιαν επείγουσα δουλίτσα να κάνω. Θέλω να ταχυδρομήσω τις κάρτες που αγόρασα κι έγραψα στο Καραγουάρι. Εκεί η Μπέτυ δεν με ενεθάρρυνε να τις της αφήσω διότι ταχυδρομείο είχαν μονάχα μια φορά την εβδομάδα, και το τελευταίο είχε φύγει μόλις εκείνο το πρωινό.
«Είμαστε σχεδόν απομονωμένοι» μου είχε εξομολογηθεί χαμογελώντας.
Δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο. Μόνο ένας ασύρματος, που τον χρησιμοποιούσαν πολλές φορές την ημέρα, αντί τηλεφώνου. Τα ταχυδρομεία λειτουργούν κανονικά, μονάχα που δεν είναι γρήγορα.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που εγώ επειγόμουν να στείλω, επί τέλους, τις κάρτες από το Μάουντ Χάγκεν, διότι αλλοιώτικα θα κατέληγαν στην Αυστραλία.
΄Ετσι, μια και το Μάουν Χάγκαν ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού μας στην Παπούα, έπρεπε πάσει θυσία να βρω ταχυδρομική υπηρεσία.
Σεινάμενη κουνάμενη, ξεκινώ.
Καθώς βγαίνω στην αυλή διαπιστώνω έκπληκτη ότι κόσμος και ντουνιάς είναι μαζεμένος γύρω από το φράκτη του ξενοδοχείου. Στέκει αμίλητος και περιμένει κάτι, ή χαζεύει κάτι.
Δε μου καλοφαίνεται αυτή η σύναξη. Τι θέλουν? Κάπου αρχίζω να ενοχλούμαι. ΄Η μήπως... φοβάμαι?
Θυμώνω με τη δειλία μου και πλησιάζω τον φύλακα –όλα τα ξενοδοχεία και οι καταυλισμοί έχουν φύλακες.
«Πού πάτε?» με ρωτά, μπαίνονας μπροστά στην κλειστή πόρτα
«Να βρω ταχυδρομείο»
«Μα είναι αργά» μου λέει κοιτώντας το ρολόι του.
«Ω! είναι μονάχα τέσσερις. Μη μου πείτε πως έχουν κι όλας κλείσει?»
«Δεν το ξέρω αυτό. Αλλά για σας είναι αργά» επιμένει
«Τι θα πει αυτό, δεν το καταλαβαίνω» επιμένω κι εγώ με τη σειρά μου
«Θα πει ότι δεν είναι ανάγκη να πάτε απόψε για τις κάρτες σας. Πηγαίνετε αύριο το πρωί», σοβαρεύει.
«Μα αύριο το πρωί έχουμε ξενάγηση. Δεν προλαβαίνω» πιέζω εγώ, έτοιμη να νευριάσω
«Πολύ ωραία!! Τότε να πάτε πριν την ξενάγηση. Μέρα με τον ήλιο!!» κόβει την κουβέντα με το μαχαίρι.
Δεν πολυκαταλαβαίνω. ΄Η μάλλον φοβάμαι να καταλάβω. Καθώς όμως είμαι μια ζωή επίμονη και ριψοκίνδυνη, κι ας τρέμω κατά βάθος, κάνω άλλη μια προσπάθεια.
«Κινδυνεύω δηλαδή, τώρα?»
«Ε, μ΄ αυτές τις τσάντες που κουβαλάτε, με τις μηχανές, σκέφτομαι μήπως βάλετε κανέναν σε πειρασμό»
«Ω!!! αυτό διορθώνεται εύκολα» το χαβά μου εγώ. «Θα τις αφήσω στις φιλενάδες μου»
«Μα γιατί επιμένετε?» Τώρα είναι ολοφάνερα απελπισμένος.
«Κι εσείς γιατί δεν με αφήνετε?»
«Γιατί... Γιατί σκέφτομαι το καλό σας. Να γιατί!» αναγκάζεται να ομολογήσει κατασυγχυσμένος.
Θεέ και Κύριε!!!! Κινδυνεύει κανείς ακόμα και μέσα σε οργανωμένη πόλη, μέρα μεσημέρι, που λέει ο λόγος, δηλαδή.
«Ευχαριστώ πολύ» λέω φοβισμένη «Είναι αργά... Θα πάω τελικά αύριο...»
«Σωστά, σωστά» απαντά ο φύλακας, φανερά ανακουφισμένος, πιστεύοντας ότι έχει διασώσει τα προσχήματα και το γόητρο της ράτσας του.
Το Μάνουντ Χάγκεν Λοτζ δεν είναι «καλύβια». Είναι δυο τεράστια συγκροτήματα κτιστά. ΄Ενα παλαιό και θλιβερό, κι ένα ολοκαίνουριο και πολυτελές. Η φιλενάδα μου κι εγώ, δεν ξέρω πώς, βρεθήκαμε στο παλιό, που ήταν μέσα σ΄ έναν κήπο, μακριά από κάποιο κατοικημένο χώρο. Κομματάκι απομονωμένο, δηλαδή. Δεν αργήσαμε να διαπιστώσουμε ότι είμαστε οι μόνες λευκές ένοικοι στο κτίριο. Οι περισότεροι, ντόπιοι ένοικοι, κυκλοφορούν με μια μπύρα στο χέρι και πίνουν κατ΄ ευθείαν από το μπουκάλι.
«Κακό σημάδι» λέω σκεφτική στην κρητικιά.
Με καθησυχάζει.
Χωρίς κλιματισμό, με ύποπτης καθαριότητας σεντόνια, με σκισμένες μοκέτες, χωρίς κανονικά κρεββάτια, αρχίζω να αναρωτιέμαι πού βρίσκομαι
«Στην Παπούα» μου υπενθυμίζει
Δεν το καταπίνω και ρωτάω τους λοιπούς της παρέας.
΄Ολα τα έβρισκαν καταπληκτικά. Και τα δωμάτια και τα σκεπάσματα, όλα
Παραιτούμαι από την έρευνα και σκέπτομαι πώς θα ταμπουρωθώ το βράδυ.
Κάνω σχέδιο ολόκληρο, που το βάζω σε ενέργεια, μόλις γυρίζουμε στο δωμάτιο.
Αμπαρώνουμε την πόρτα καλά καλά. Στήνουμε πίσω της και δυο πολυθρόνες, τη μία πάνω στην άλλη, σε μια ετοιμόρροπη κατασκευή, ώστε αν κανείς παραβίαζε την πόρτα, να τις γκρεμίσει αμέσως κι εμείς να ξυπνήσουμε από το σαματά.
Και άμα ξυπνήσουμε και φωνάξουμε, ποιος θα μας ακούσει? Σωστή η ερώτηση...
Με βαρειά καρδιά σβύνω το φως.
Κανείς δεν μας ενόχλησε, αν και ήταν σίγουρο ότι όλο το κτίριο ήξερε για την παρουσία μας.
Στο πρωινό λύθηκε το μυστήριο. Εκ λάθους εξοριστήκαμε στα παλαιά του ξενοδοχείου, που ήταν για τους ντόπιους. Το καινούριο, με όλα τα σουπρεπέδια και τις πολυτέλειας, ήταν για τους ξένους.
Αλαφιάζεται ο συνοδός μας και τρέχει να κάνει τις απαραίτητες συννενοήσεις για αλλαγή δωματίων. Σπεύδουν όλοι να μας ζητήσουν συγγνώμη και να επανορθώσουν.
Αρνιώμαστε. Μια νύκτα είναι αυτή. Θα περάσει.
΄Ετσι κι αλλοιώς είχαμε αποφασίσει εκείνη την νύχτα να προσθέσουμε και το κομοδίνο πίσω από την πόρτα.