Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.356
- Likes
- 28.400
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Με αυτήν την εικόνα μας καλωσόρισε η Βουδαπέστη, με αυτήν την εικόνα σας καλωσορίζω και εγώ στην ιστορία μου. Καλώς ήρθατε στη Βουδαπέστη ή μήπως καλώς ήρθατε στο Παρίσι της Ανατολικής Ευρώπης? Ίσως ακόμη, καλώς ήρθατε στην πόλη των θερμών λουτρών και των spa! Όπως και να την αποκαλέσεις ή όποιον χαρακτηρισμό και να της δώσεις, ένα έχει σημασία: η Βουδαπέστη είναι αφοπλιστικά μαγευτική, ιδίως για τον ταξιδιώτη που φτάνει βράδυ στην άκρη του Δούναβη, αντικρίζοντας για πρώτη φορά αυτήν επίσης την εικόνα!
Η πρωτεύουσα της Ουγγαρίας με τα σχεδόν 2 εκατομμύρια κατοίκους, έγινε μια ενιαία πόλη που απλώνεται στις δύο όχθες του ποταμού Δούναβη, με τη συγχώνευση στις 17/11/1873, της Βούδα (Buda), της Παλιάς Βούδα (Obuda) και της Πέστης (Pest).
Οι λόφοι της Βούδα αποτελούν το αριστοκρατικό κομμάτι της πόλης και το πιο όμορφο, αφού εδώ είναι συγκεντρωμένα τα σπουδαιότερα αξιοθέατα όπως: το Κάστρο, τα Ανάκτορα, η εκκλησία του Ματθαίου (Mátyás Templom), ο προμαχώνας των Ψαράδων, ο λόφος Gellert κ.α.
Η Πέστη είναι η σύγχρονη πόλη και καρδιά της Ουγγρικής πρωτεύουσας, με το Κοινοβούλιο, την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, τα λουτρά Széchenyi, πολύβουες λεωφόρους, μουσεία, εστιατόρια, καφέ, Όπερα και ένα τεράστιο πάρκο με Κάστρο, που την κάνουν επίσης ονειρική και μοναδική.
Η ιστορία της ξεκινά επίσημα το 90 με 100 μ.Χ, όταν οι Ρωμαίοι ίδρυσαν το Aquincum (Obuda), κατασκευάζοντας δρόμους, θέατρα, λουτρά και σπίτια, την πόλη δηλαδή, που θα γινόταν η σημερινή πρωτεύουσα της χώρας. Αργότερα αυτή η πόλη, πέρασε στα χέρια των Βούλγαρων, των Μαγυάρων, των Οθωμανών, των Αυστριακών, των Γερμανών και των Σοβιετικών.
Οι Ούγγροι θεωρούνται απόγονοι των Μαγυάρων (ένα ζήτημα που τελεί υπό συζήτηση για την καταγωγή τους). Οι Μαγυάροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στο τέλος του 9ου αι. με αρχηγό τον Άρπαντ και έναν αιώνα αργότερα, ίδρυσαν το Βασίλειο της Ουγγαρίας.
Η πόλη εκτός από την πλούσια ιστορία της και τα τεράστια επιβλητικά κτίριά της έχει να υπερηφανεύεται για έναν ακόμη λόγο: τα 100 Τσιγγάνικα Βιολιά της, την μεγαλύτερη Τσιγγάνικη Συμφωνική Ορχήστρα του κόσμου, που με το εκρηκτικό ταπεραμέντο και την πηγαία ενέργεια έχουν αφήσει άφωνο το κοινό τους, όπου έχουν εμφανιστεί, μεταφέροντας στους θεατές την ψυχή του Τσιγγάνικου λαού, ενός λαού που παίζει μουσική με την ίδια ευκολία και φυσικότητα που ανασαίνει.
54 βιολιά, 10 βιόλες, 10 τσέλα, 10 κοντραμπάσα, 10 κλαρινέτα, 6 κύμβαλα και 100 φανταστικοί δεξιοτέχνες μουσικοί, που παίζουν μόνο με το ένστικτο, χωρίς παρτιτούρες, αυτοσχεδιάζοντας, κάνοντας παραλλαγές στις συνθέσεις, εμπλουτίζοντάς τες με δικές τους μελωδίες, σαν να βρίσκονται σε Τσιγγάνικη γιορτή. Η ορχήστρα αναμειγνύει την παραδοσιακή Τσιγγάνικη μουσική της Ουγγαρίας με κλασικά αριστουργήματα παιγμένα με μοναδικό τρόπο. Από το 1985 που δημιουργήθηκε δίνει συνεχώς συναυλίες σε όλο τον κόσμο και η ίδια η δημιουργία της είναι από μόνη της ένας θρύλος. Όταν ο Sandor Jaroka, ο αξέχαστoς και μεγαλύτερος Τσιγγάνος μουσικός και βιολιστής απεβίωσε, συγκεντρώθηκε στην κηδεία του όλη η κοινότητα μουσικών της Ουγγαρίας για το τελευταίο αντίο. Από μια αυτοσχέδια σερενάτα που παίχτηκε πάνω από το μνήμα του, γεννήθηκε αυτή η υπέροχη ορχήστρα.
Αλλά πάμε να ετοιμαστούμε για την προσγείωση στο Liszt Ferenc Terminal 2 και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή!
Κυριακή 8/1/2017, 18:15 τοπική ώρα και ο πιλότος της Ryanair ανακοινώνει ότι σε λίγα λεπτά φθάνουμε στον προορισμό μας. Προσγειωνόμαστε και βγαίνουμε από το αεροπλάνο στους -13οC, κατευθυνόμενοι με τα πόδια προς την παραλαβή αποσκευών. Από την πρώτη κιόλας στιγμή νιώσαμε το τσουχτερό κρύο να διαπερνά το κορμί μας και μέχρι να φτάσουμε στο εσωτερικό του αεροδρομίου φορέσαμε τις κουκούλες από τα μπουφάν μας και επιταχύναμε τα βήματά μας, για να χωθούμε όσο γρηγορότερα μπορούσαμε στη ζεστή αίθουσα.
Γνωρίζαμε από πριν για τις ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες που θα συναντούσαμε στο ταξίδι και ήμασταν κατάλληλα προετοιμασμένοι ενδυματολογικά (γι’ αυτό εξάλλου είχαμε πληρώσει 30 € για επιπλέον βαλίτσα), εκτός των 3 χειραποσκευών που δικαιούμασταν να έχουμε μαζί μας. Πόσα ρούχα να φορούσαμε μέσα στο αεροπλάνο? Θα σκάγαμε από τη ζέστη, οπότε είχαμε σκοπό να ανοίξουμε τις βαλίτσες μέσα στο αεροδρόμιο και να αρχίσουμε να φοράμε σκουφιά, γάντια και κασκόλ πριν την έξοδό μας, προς αναζήτηση του λεωφορείου, που θα μας μετέφερε στον κεντρικό σταθμό των τρένων.
Παραλάβαμε αποσκευές γρήγορα και κατευθυνθήκαμε προς τα εκδοτήρια καρτών για τα ΜΜΜ, δεξιά πριν την κεντρική έξοδο του αεροδρομίου. Η ουρά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ξεμπερδέψαμε γρήγορα με τις κάρτες μας. Εκδώσαμε τις 7ήμερες για όλα τα μέσα με κόστος 4950 Ft (16 €) η κάθε μια για μένα και τον σύζυγο και φοιτητική με διάρκεια ενός μήνα και κόστος 3450 Ft (11 €) για τον γιο μας. Οι κάρτες γράφουν επάνω ονοματεπώνυμο, γι’ αυτό ζητούν στο εκδοτήριο ταυτότητες και φοιτητικό πάσο. Συνάλλαγμα για αυτά τα πρώτα έξοδα είχαμε κάνει στην Ελλάδα γιατί οι ισοτιμίες στα ανταλλακτήρια των αεροδρομίων δεν είναι ποτέ συμφέρουσες. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με εισιτήρια και κάρτες μπορείτε να δείτε εδώ: www.bkk.hu
Πανέτοιμοι λοιπόν, με τις καρτούλες μας στα χέρια, εξοπλισμένοι με όλα τα ζεστά αξεσουάρ που προανέφερα, βγήκαμε από την κεντρική έξοδο και προχωρήσαμε δεξιά, λίγα μόλις μέτρα, για να επιβιβαστούμε στο λεωφορείο 200 Ε, το οποίο θα μας μετέφερε μετά από 9 στάσεις, στον κεντρικό σταθμό των τρένων Kőbánya-Kispest.
Η διαδρομή διήρκεσε περίπου μισή ώρα και από εκεί πήραμε τη γραμμή Μ3 (μπλε), με κατεύθυνση Újpest-Központ, για να κατέβουμε μετά από 10 στάσεις, στον συγκοινωνιακό κόμβο της πόλης Deák Ferenc tér, όπου 3 γραμμές metro: M1, M2, M3 λειτουργούν κάτω από την ομώνυμη πλατεία. Οι γραμμές του τραμ 47 και 49 ξεκινούν από εδώ, καθώς επίσης και πολλές γραμμές λεωφορείων, όπως το 16 που σε μεταφέρει στη Βούδα. Και αυτή η διαδρομή διήρκεσε περίπου μισή ώρα. Εδώ αλλάξαμε γραμμή και επιβιβαστήκαμε στη Μ1 (κίτρινη), η οποία άνοιξε το 1896 και είναι ο πρώτος υπόγειος σιδηρόδρομος της ηπειρωτικής Ευρώπης και ο δεύτερος συνολικά σε όλη την Ευρώπη, μετά του Λονδίνου, για να καταλήξουμε στη Vörösmarty tér, τερματικό σταθμό και τελικό προορισμό μας, καθώς το διαμέρισμα που θα μας φιλοξενούσε για τις επόμενες 5 μέρες βρίσκεται στα 300m από την πλατεία, στην οδό Apáczai csere jános utca, απέναντι από το ξενοδοχείο Intercontinental και ονομάζεται Chain Bridge Apartment.
Η ώρα είχε πάει περίπου 9 το βράδυ, όταν φορτωμένοι με τις βαλίτσες ανεβήκαμε τις σκάλες του σταθμού, για να βγούμε στη Vörösmarty tér. Ασανσέρ ή κυλιόμενες σκάλες δεν υπάρχουν εδώ.
Βρεθήκαμε σε μια άδεια από κόσμο πλατεία, ακριβώς έξω από το διάσημο καφέ-ζαχαροπλαστείο Gerbeaud, το οποίο ήταν και αυτό κλειστό. Πού είναι ο κόσμος ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μας! Είναι μόλις 9 η ώρα!
Συμβουλευτήκαμε τους χάρτες στο κινητό και βρήκαμε τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουμε για να βρούμε το διαμέρισμά μας. Ήταν πολύ εύκολο! Ευθεία στην οδό Vigado utca, η οποία ξεκινάει από το γνωστό Paprika Market με τα χιλιάδες σουβενίρ και μετά αφού περάσουμε το Las Vegas Casino Tropicana, στρίβοντας δεξιά, βρίσκεται το κατάλυμά μας. Το ραντεβού με τον υπεύθυνο που διαχειρίζεται τα διαμερίσματα ήταν έξω από τη μεγάλη πόρτα του κτιριακού συγκροτήματος. Μας υποδέχτηκε ζεστά, με πολύ καλά Αγγλικά, μας εξήγησε τα κλειδιά και μας έδωσε τον κωδικό ανοίγματος της κεντρικής πόρτας.
Προχωρήσαμε στον εσωτερικό χώρο, όπου γύρω από μια μεγάλη αυλή σε σχήμα Π, υπάρχουν όλα τα διαμερίσματα. Το δικό μας βρίσκεται στον 1ο όροφο και ναι υπάρχει ασανσέρ για να ανεβάσουμε τις αποσκευές, αλλά τί ασανσέρ! Παμπάλαιο, σιδερένιο, με μια μεταλλική συρόμενη πόρτα, καθρέφτες και κόκκινο κάθισμα! Σαν αυτά που βλέπουμε σε ταινίες του κινηματογράφου. Πολύ μου άρεσε για αρχή το σκηνικό.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα, μας έδωσε χάρτη, μας εξήγησε με λίγα λόγια τα αξιοθέατα και τις διαδρομές, μας υπενθύμισε πολλές φορές ότι η πόλη διαθέτει πολλά λουτρά και spa, πληρώθηκε για τη διαμονή σε ευρώ (250) χωρίς να μας δώσει εκείνη τη στιγμή κάποια απόδειξη, μας είπε ότι θα στείλει σε μήνυμα τη διεύθυνση του γραφείου για να αφήσουμε τις αποσκευές μας την ημέρα της αναχώρισής μας (η πτήση μας ήταν στις 8 το βράδυ), μας ευχήθηκε καλή διαμονή και έφυγε.
Το διαμέρισμα ήταν όπως το είχαμε δει στις φωτογραφίες. Σαλόνι με διθέσιο καναπέ και τραπεζαρία για φαγητό, κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη για να μαγειρέψεις ή να ετοιμάσεις πρωινό, 1 κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι, πατάρι με ένα δεύτερο διπλό κρεβάτι, μεγάλη ντουλάπα για τα ρούχα, μπάνιο με αρκετές πετσέτες, ντουζιέρα και πλυντήριο ρούχων. Καθαρό και περιποιημένο, αλλά χωρίς υπηρεσία καθαριότητας, εκτός αν πλήρωνες επιπλέον 20€ για να στείλουν άτομο να καθαρίσει το διαμέρισμα.
Τακτοποιηθήκαμε και χωρίς άλλες καθυστερήσεις ξεκινήσαμε προς αναζήτηση φαγητού, γιατί η ώρα είχε προχωρήσει και μετά τις 22:30-23:00 δε θα βρίσκαμε τίποτα ανοιχτό. Η πιο κοντινή επιλογή που είχαμε για εκείνη την ώρα ήταν το Vapiano, αλυσίδα με Ιταλικό φαγητό στην Bécsi utca 5 και Deák ferenc utca. Σε 5-6 λεπτά με τα πόδια ήμασταν εκεί. Δεν είχε σχεδόν καθόλου κόσμο, ο χώρος ήταν ανοιχτός, άνετος, συμπαθητικός, ωραία διακοσμημένος και ο κατάλογος των φαγητών ήταν αναρτημένος στον τοίχο, στα Ουγγρικά και στα Αγγλικά. Τη στιγμή που προσπαθούσαμε να διαλέξουμε τι θα παραγγείλουμε, μπήκε ένα ζευγάρι Ελλήνων από την Κοζάνη και πιάνοντας την κουβέντα, μας πρότειναν κάποια πιάτα που είχαν ήδη δοκιμάσει, οπότε αποφασίσαμε και παραγγείλαμε γρήγορα. Ήταν όλα καλά και οι μερίδες ικανοποιητικές σε ποσότητα. Για 2 πιάτα με ζυμαρικά, 1 σαλάτα, 1 πίτσα και αναψυκτικά πληρώσαμε 8550 Ft.(28€). Αυτό το μαγαζί είναι ανοιχτό μέχρι τις 23:00 για όποιον θελήσει να το προτιμήσει για ένα γρήγορο και καλό Ιταλικό γεύμα ή δείπνο. www.vapiano.hu
Χορτασμένοι πλέον φύγαμε με σκοπό να κάνουμε μια μικρή αναγνωριστική βόλτα και κατευθυνθήκαμε πού αλλού? Προς τον Δούναβη φυσικά!
Ακολουθώντας την Deák ferenc utca περάσαμε πάλι από την πλατεία Vörösmarty tér και στη συνέχεια η Vigado utca μας έβγαλε στο ποτάμι. Διασχίσαμε τις γραμμές του τραμ και κατεβαίνοντας κάποια σκαλάκια φτάσαμε στην όχθη. Εκείνη την ώρα, κοντά μεσάνυχτα, το θερμόμετρο στο κινητό έδειχνε -14οC και ένα παγωμένο αεράκι διαπερνούσε τα χοντρά ρούχα που φορούσαμε, κάνοντας το κορμί να ανατριχιάζει από το κρύο. Το θέαμα όμως ήταν συγκλονιστικό!
Το φωτισμένο Κάστρο της Βούδας καθρεφτιζόταν στα παγωμένα νερά, αντανακλώντας όλο του το μεγαλείο, ενώ δεξιά μας η γέφυρα των Αλυσίδων, υπέροχα φωτισμένη και αυτή, μας καλούσε να την περπατήσουμε. Ακριβώς μπροστά μας ήταν αραγμένα δύο πλοία: το Spoon boat Restaurant και το Europa που λειτουργεί σαν club και μάλιστα είδαμε κόσμο και πολύχρωμα φώτα, να χορεύουν τρελά στο ρυθμό της μουσικής. Ένα παχύ στρώμα πάγου είχε σχηματιστεί από την όχθη μέχρι τα αραγμένα ποταμόπλοια.
Προχωρώντας και πλησιάζοντας τη γέφυρα, χωρίς πλέον τα πλοία να εμποδίζουν το οπτικό μας πεδίο, έχοντας άπλετη θέα στα νερά του ποταμού....τα είδαμε! Τεράστια κομμάτια πάγου κινούνταν παρασυρμένα από τη βίαιη ροή των νερών.
Ανοίξαμε το βήμα μας για να διασχίσουμε τη γέφυρα και να φτάσουμε στο κέντρο της, απ’ όπου θα είχαμε καλύτερη θέα. Το κρύο γινόταν όλο και πιο ανυπόφορο, αλλά οι εικόνες μάγευαν τα μάτια μας. Την περπατήσαμε μέχρι την άλλη άκρη της (από την αριστερή πλευρά) και επιστρέψαμε πίσω από την αντίθετη πλευρά της, έχοντας τώρα θέα στο υπέρλαμπρο Κοινοβούλιο.
Η Βουδαπέστη είχε ήδη αρχίσει να μας σαγηνεύει και να ξεδιπλώνεται μπροστά μας παγωμένη, αλλά ταυτόχρονα θερμή και φωτεινή, λαμπερή και αρχοντική! Το Κάστρο, το Κοινοβούλιο, οι γύρω λόφοι με τα φωτισμένα σπίτια, το άγαλμα της Ελευθερίας στην κορυφή του λόφου Gellert, οι φωτισμένες γέφυρες, ο παγωμένος Δούναβης συνέθεταν έναν απείρου κάλλους πίνακα ζωγραφικής!
Πω, πω τί μας περιμένει αύριο άραγε, με το νέο ξημέρωμα?
Επιστρέψαμε στο ζεστό μας διαμέρισμα για ύπνο, αφού πρώτα βρήκαμε ένα 24ωρο mini-market στη γειτονιά μας και κάναμε προμήθειες για το αυριανό πρωινό γεύμα μας. Ήμασταν ήδη ενθουσιασμένοι, έτοιμοι και ανυπόμονοι να ανακαλύψουμε όσες περισσότερες γωνιές μπορούσαμε από αυτήν την πανέμορφη πόλη!
Last edited: