hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Ένας διαφορετικός πρόλογος
Το βλέμμα του αποσπάστηκε από τους υπόλοιπους της παρέας και βυθίστηκε στο δικό της. Ρούφηξε δυνατά τον καπνό του τσιγάρου του. Ο καπνός ξεχύθηκε απ' τα χείλη του σαν την καυτή ανάσα ενός δράκου. Καυτή σαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
“Το θέλω” της ψιθύρισε σιγανά και οι κόρες του μυδρίασαν σαν μάτια αρπακτικού. Όμοιος με θρόισμα και απαλό χάδι στο αυτί, ο ήχος αυτών των δύο λέξεων την έκανε ν’αναπηδήσει ελαφρά από έκπληξη και να αναρριγήσει.
“Και... και εγώ...” ψιθύρισε εκείνη με τρεμουλιαστή φωνή, αυθόρμητα κι ανερυθρίαστα.
“Ομως έχεις σύζυγο, παιδί, δεν είναι σωστό” προφασίστηκε εκείνος, παρόλο που η ηδονοθηρική του ματιά πρόδιδε ότι δεν είχε ενδοιασμούς.
“Το ξέρω, όμως δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Με ξεπερνά. Θέλω να το ζήσω”, ανταπάντησε εκείνη ξελιγωμένη.
Ο άντρας έβρεξε αργόσυρτα με τη γλώσσα τα χείλη του. Την κάρφωσε με το βλέμμα του προσπαθώντας να καταγράψει κάθε σύσπαση στους μυς του προσώπου της και ξεστόμισε αναίσχυντα: “Εμείς είμαστε δύο, όμως. Το έχεις ξανατολμήσει;”
Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα στον δεύτερο άντρα που παρακολουθούσε τη σκηνή αμίλητος. Το πρόσωπό του ανεξιχνίαστο, τα μάτια του κατέγραφαν μισόκλειστα την κάθε κίνησή της. Ένοιωσε μια γλυκειά έξαψη να φουσκώνει στα σωθικά της σαν λάβα και να εκρήγνυται καίγοντας το πρόσωπό της. Η πείρα του ήταν ολοφάνερη και μαγνήτιζε τη φαντασία της. Η λογική τής υπαγόρευε να αρνηθεί, αλλά η καρδιά της είχε άλλη γνώμη. “Πάντα υπάρχει η πρώτη φορά”, ψέλλισε, ξέροντας πως μόλις είχε κάνει το πρώτο βήμα σε έναν δρόμο δίχως γυρισμό.
Ο πρώτος άντρας άφησε τον ενθουσιασμό του να ξεσπάσει ασυγκράτητος και σήκωσε το ποτήρι του δηλώνοντας: “Στην Αλαπούτσα, λοιπόν!”. Η ομήγυρη σάστισε με την ακατάληπτη δήλωση, όμως εκείνη αντιλήφθηκε τη βαρύτητα αυτής της φράσης και ένιωσε να βουλιάζει σε μια ταραγμένη θάλασσα ηδονικών συσπάσεων που συγκλόνισε το κορμί της.
“Και στο Μουνάρ!” τερέτισε ναζιάρικα, χαμογελώντας σιβυλλικά στους υπόλοιπους που την κοιτούσαν απορημένοι. “Αδημονώ…” μπόρεσε να του αρθρώσει ξέπνοα από τους πολλαπλούς οργασμούς του μυαλού της.
Για τους τρεις συνωμότες πλέον δεν υπήρχαν άλλοι τριγύρω. Υπήρχε μόνο η βουτιά στο λάγνο όνειρο των αισθήσεων.
Αλαπούτσα…Μουνάρ…. Λέξεις μαγικές, ηδονιστικές!
Το βλέμμα του αποσπάστηκε από τους υπόλοιπους της παρέας και βυθίστηκε στο δικό της. Ρούφηξε δυνατά τον καπνό του τσιγάρου του. Ο καπνός ξεχύθηκε απ' τα χείλη του σαν την καυτή ανάσα ενός δράκου. Καυτή σαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
“Το θέλω” της ψιθύρισε σιγανά και οι κόρες του μυδρίασαν σαν μάτια αρπακτικού. Όμοιος με θρόισμα και απαλό χάδι στο αυτί, ο ήχος αυτών των δύο λέξεων την έκανε ν’αναπηδήσει ελαφρά από έκπληξη και να αναρριγήσει.
“Και... και εγώ...” ψιθύρισε εκείνη με τρεμουλιαστή φωνή, αυθόρμητα κι ανερυθρίαστα.
“Ομως έχεις σύζυγο, παιδί, δεν είναι σωστό” προφασίστηκε εκείνος, παρόλο που η ηδονοθηρική του ματιά πρόδιδε ότι δεν είχε ενδοιασμούς.
“Το ξέρω, όμως δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Με ξεπερνά. Θέλω να το ζήσω”, ανταπάντησε εκείνη ξελιγωμένη.
Ο άντρας έβρεξε αργόσυρτα με τη γλώσσα τα χείλη του. Την κάρφωσε με το βλέμμα του προσπαθώντας να καταγράψει κάθε σύσπαση στους μυς του προσώπου της και ξεστόμισε αναίσχυντα: “Εμείς είμαστε δύο, όμως. Το έχεις ξανατολμήσει;”
Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα στον δεύτερο άντρα που παρακολουθούσε τη σκηνή αμίλητος. Το πρόσωπό του ανεξιχνίαστο, τα μάτια του κατέγραφαν μισόκλειστα την κάθε κίνησή της. Ένοιωσε μια γλυκειά έξαψη να φουσκώνει στα σωθικά της σαν λάβα και να εκρήγνυται καίγοντας το πρόσωπό της. Η πείρα του ήταν ολοφάνερη και μαγνήτιζε τη φαντασία της. Η λογική τής υπαγόρευε να αρνηθεί, αλλά η καρδιά της είχε άλλη γνώμη. “Πάντα υπάρχει η πρώτη φορά”, ψέλλισε, ξέροντας πως μόλις είχε κάνει το πρώτο βήμα σε έναν δρόμο δίχως γυρισμό.
Ο πρώτος άντρας άφησε τον ενθουσιασμό του να ξεσπάσει ασυγκράτητος και σήκωσε το ποτήρι του δηλώνοντας: “Στην Αλαπούτσα, λοιπόν!”. Η ομήγυρη σάστισε με την ακατάληπτη δήλωση, όμως εκείνη αντιλήφθηκε τη βαρύτητα αυτής της φράσης και ένιωσε να βουλιάζει σε μια ταραγμένη θάλασσα ηδονικών συσπάσεων που συγκλόνισε το κορμί της.
“Και στο Μουνάρ!” τερέτισε ναζιάρικα, χαμογελώντας σιβυλλικά στους υπόλοιπους που την κοιτούσαν απορημένοι. “Αδημονώ…” μπόρεσε να του αρθρώσει ξέπνοα από τους πολλαπλούς οργασμούς του μυαλού της.
Για τους τρεις συνωμότες πλέον δεν υπήρχαν άλλοι τριγύρω. Υπήρχε μόνο η βουτιά στο λάγνο όνειρο των αισθήσεων.
Αλαπούτσα…Μουνάρ…. Λέξεις μαγικές, ηδονιστικές!