travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.839
- Likes
- 15.736
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Γαύδος 1982
Συνεχίζω την προηγούμενη ιστορία μου από τα Φαλάσερνα της Κρήτης το καλοκαίρι του 1982. Υπενθυμίζω ότι την επόμενη μέρα μετά τη γνωριμία μου με τη Γαβριέλα, έφυγα από την παραλία για βόλτες στην γύρω περιοχή. Επέστρεψα αργά το βράδυ για να κοιμηθώ στη σκηνή μου. Την επόμενη μέρα το μεσημέρι που ανέβηκα στην ταβέρνα για να δω κάποιους φίλους, με ρώτησαν που ήμουνα την προηγούμενη μέρα, γιατί η Γαβριέλα με έψαχνε. Εγώ έπαθα μεγάλη πλάκα. Ίσως ήθελε κάτι να γίνει μεταξύ μας αλλά εγώ απογοητευμένος είχα εξαφανιστεί. Μπορεί όμως και όχι. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνω και εκείνη τη μέρα στα Φαλάσερνα, αν και τα παιδιά μου είπαν ότι είχε φύγει με τη φίλη της.
Ο DC (αν τον θυμάστε από την προηγούμενη ιστορία μου) μου είχε πει ότι θα πήγαινε μετά από δύο μέρες στην Γαύδο, με μία παρέα. Σκέφτηκα να πάω μαζί τους, γιατί όταν μιλούσαμε με τις δυο αυστριακές έλεγαν ότι ήθελαν να πάνε και εκείνες στην Γαύδο. Έτσι είχα ένα λόγο παραπάνω για να πάω μαζί τους. Όμως ήθελα να πήγαινα εκεί, γιατί η Γαύδος ήταν πολύ στη νησιωτική φοιτητική μόδα τότε. Σε πολλά νησιά που πήγα εκείνη την εποχή, το έκανα γιατί ακούγαμε τους γνωστούς μας να πηγαίνουν και λέγαμε κι εμείς να μη μένουμε πίσω. Αν και νομίζω ότι εκείνη την περίοδο όλα τα μικρά νησιά ήταν στη μόδα. Και ιδιαίτερα οι Κυκλάδες, που ήταν πιο κοντά.
Την άλλη μέρα μάζεψα τη σκηνή μου, τη φόρτωσα πάνω στο παπί και πήγα στην Παλαιόχωρα. Τότε από εκεί έφευγε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη ένα μικρό καΐκι και μετά από 5 ώρες (συνήθως έβγαζες τα εσώτερά σου λόγω του κουνήματος) έφτανε στη Γαύδο. Στην Παλαιόχωρα βρήκα τον DC που είχε παρέα δύο κορίτσια και άλλα δύο αγόρια φοιτητές. Περάσαμε μαζί το βράδυ. Κοιμηθήκαμε στην αμμουδιά και την άλλη μέρα χαράματα μπήκαμε στο καΐκι που μας πήγε στην Γαύδο. Εγώ άφησα το παπί μου δεμένο σε ένα αλμυρίκι σε μία από τις παραλίες της Παλαιόχωρας. Όλες τις μέρες που ήμουν στη Γαύδο είχα μία ανησυχία μήπως μου κάνουν καμιά ζημιά ή και να το κλέψουν. Ευτυχώς όταν επέστρεψα το βρήκα σώο.
Όταν φτάσαμε στη Γαύδο ο DC με το ένα αγόρι και τις δύο κοπέλες μείνανε στο μοναδικό δωμάτιο όλου του νησιού, που υπήρχε τότε. Ήταν ένα δωμάτιο πάνω από μία ταβέρνα στον Καραβέ με έξι κρεβάτια. Σε αυτό κοιμόταν οι τέσσερις από την παρέα και ο αστυνομικός που είχε βρεθεί εκεί με δυσμενή μετάθεση. Εγώ με το άλλο αγόρι, τον Σταύρο, πήγαμε και στήσαμε τις σκηνές μας στο Σαρακίνικο, την πιο φημισμένη παραλία του νησιού εκείνη την εποχή.
Για να πάμε εκεί ανεβάσαμε τα πράγματα μας σε ένα μικρό φορτηγό, από τα λίγα που υπήρχαν στο νησί. Στην παραλία ο καθένας έστησε τη σκηνή του εκεί που του άρεσε και τελικά ο Σταύρος έστησε τη σκηνή του κοντά στη θάλασσα, ενώ εγώ λίγο πιο πάνω, στους κέδρους. Βέβαια εγώ περίμενα ότι το πρωί με το καΐκι που πήγαμε στο νησί ίσως ταξίδευε μαζί μας και η Γαβριέλα. Όμως αυτό δεν έγινε. Είχα ακόμα μία μικρή ελπίδα ότι θα ερχόταν την επόμενη Δευτέρα με το ίδιο καΐκι, αλλά για να μην σας ζαλίζω δεν ήρθε. Και δεν την ξαναείδα ποτέ ξανά. Όμως καταλαβαίνετε ότι τη θυμάμαι πολύ καλά. Γενικά όλες τις συναντήσεις μου αυτού του είδους τις θυμάμαι καλά.
Η Γαύδος του τότε δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση, από όσα μου λένε οι γνωστοί μου που πηγαίνουν. Αλλά και από όσα μπορώ να δω από τους αναλυτικούς χάρτες του Google Earth. Τότε δεν υπήρχε ούτε ένας δρόμος που να μην είναι χωμάτινος. Επίσης υπήρχαν ελάχιστα αγροτικά αυτοκίνητα στα χωριά, κανένα δωμάτιο για να νοικιάσεις και φυσικά δεν υπήρχε ούτε ρεύμα, ούτε νερό σε βρύσες. Εγώ 5 μέρες που έμεινα εκεί το μόνο γλυκό νερό που είδα, ήτανε στα εμφιαλωμένα μπουκάλια. Στο Σαρακίνικο έκανα παρέα με το Σταύρο και ένα άλλο ζευγάρι, τον Στέλιο και την Κατερίνα, τους οποίους γνώρισα εκεί και πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα. Αυτοί μάλλον δεν είχαν μαζί τους τηγάνι και τα ψάρια τα τηγανίσαμε μια δυο φορές στη δικιά μου μικρή κατσαρόλα.
Μία μέρα αποφασίσαμε οι τέσσερις μας να διασχίσουμε όλο το νησί και να πάμε στο πιο νότιο άκρο του, την Τρυπητή. Πήραμε 1, 2 μπουκάλια νερό ο καθένας γιατί ξέραμε ότι ήταν απαραίτητο. Κάναμε μία στάση πρώτα στο Καστρί. Εκεί μας έδωσε μία κυρία μία φωτοτυπία από ένα χάρτη του νησιού που είχε κάνει ο γιος της, με πολλές λεπτομέρειες και για πολλά χρόνια τον είχα στη βιβλιοθήκη μου. Το επόμενο χωριό που πήγαμε ήταν τα Βατσιανά. Μιλάμε τώρα για χωριά που τότε είχαν 5 με 10 σπίτια μέσα στην ερημιά και μακριά από τα δέντρα του νησιού. Όταν μπαίναμε στα Βατσιανά είδαμε σε ένα αλώνι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που λίχνιζε κάποια στάρια. Ρωτήσαμε αν υπάρχει κανένα μέρος για να φάμε κάτι, αφού πια είχε φτάσει μεσημέρι. Ο άντρας από το ζευγάρι μας είπε ότι αυτός έχει καφενείο και θα έρθουν να μας φτιάξουν κάτι να φάμε. Ήρθαν οι άνθρωποι και είδαμε ότι η γυναίκα του είχε αρκετό πυρετό και παρόλα αυτά εκείνος επέμενε να μας φτιάξει μακαρονάδα. Εμείς όμως είπαμε όχι για να μην την κουράσουμε και φάγαμε μόνο κονσέρβες και δύο ντομάτες. Αν και πιστεύω ότι αν μας έφτιαχνε τη μακαρονάδα θα ξεκουραζόταν η καημένη από την αγροτική δουλειά της.
Φύγαμε και από κει και αργά το μεσημέρι φτάσαμε στην Τρυπητή. Εκεί αρχίσαμε να διψάμε πολύ γιατί το νερό μας είχε τελειώσει αρκετή ώρα πριν. Στην παραλία που βρεθήκαμε είδαμε ένα καΐκι με 2, 3 ναυτικούς ή ψαράδες επάνω και βάλαμε τις φωνές, αν μπορούν να μας δώσουν λίγο νερό. Αυτοί όμως σήκωσαν την άγκυρα και εξαφανίστηκαν χωρίς να απαντήσουν. Δεν ξέρουμε τι δουλειά είχαν εκεί.
Στην επιστροφή διψούσαμε και οι τέσσερις πολύ και αποφασίσαμε να χωριστούμε και ο καθένας να φτάσει όπου νομίζει ότι θα βρει πιο γρήγορα νερό. Εγώ προτίμησα να πάω στην παραλία του Κόρφου, όπου όταν έφτασα παρήγγειλα τέσσερις γκαζόζες με ένα ποτήρι νερό την καθεμία. Δεν γινόταν να παραγγείλω μόνο νερό, γιατί εκεί το νερό ήταν δυσεύρετο. Και μάλλον δεν είχε και εμφιαλωμένο (γιατί θα το προτιμούσα). Το καφενείο ήταν στο πάνω μέρος της παραλίας και οι τουρίστες με κοίταζαν παραξενεμένοι που ήπια σχεδόν δύο κιλά νερό μέσα σε λιγότερο από 3 λεπτά.
Έτσι πέρασαν οι μέρες μου και είμαι πολύ ικανοποιημένος που έχω επισκεφθεί αυτό το νησί σε μία περίοδο πού δεν είχε φτάσει εκεί η «ανάπτυξη». Πήγα και μετά από άλλα δύο χρόνια και ήταν η δεύτερη και η τελευταία φορά ως σήμερα που έχω πάει. Ποτέ δεν μου έχει δημιουργηθεί η επιθυμία να πάω, υπό αυτές τις συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία 20 χρόνια. Μαζί μου δεν θυμάμαι αν κρατούσα φωτογραφική μηχανή, αλλά ο Σταύρος τράβηξε μερικές όταν φεύγαμε και του έδωσα τη διεύθυνσή μου και μου τις έστειλε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν αποχωριζόμαστε του είπα ότι θα τον πάρω τηλέφωνο να βρεθούμε και μου είπε:
─ Ξέρεις πόσοι μου το έχουν πει αυτό, και ποτέ δεν παίρνουν! Δεν πειράζει περάσαμε ωραία και νάμαστε καλά. Πάντα είμαστε ενθουσιασμένοι στις διακοπές και όταν γυρνάμε στην καθημερινή μας ζωή ξεχνάμε τέτοιου είδους υποσχέσεις.
Να όμως η φωτογραφία που μου έστειλε από την αναχώρηση με το καΐκι. Εγώ είμαι στο βάθος μόνος του.
Είχε απόλυτο δίκιο, όμως μου έστειλε ορισμένες φωτογραφίες.