Σοβιετική Ένωση 1984
Το τουριστικό ταξίδι λίγα χρόνια πριν στη Σοβιετική Ένωση ήταν αδιανόητο. Ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης» βρισκόταν σε ύφεση μετά τις συμφωνίες SALT I και II αλλά αρκούσε ένα γεγονός όπως η κατάρριψη της πτήσης KAL 007 του νοτιοκορεατικού τζάμπο το 1983 για να αναζωπυρωθεί. Για την Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ η Σ.Ε. ήταν τότε το «αντίπαλο δέος». Στο τιμόνι της Σ.Ε. ήταν ο Τσερνιένκο προκάτοχος του Γκορμπατσόφ.
Μόλις είχα αρχίσει να εργάζομαι, με καλό για τα δεδομένα της εποχής μισθό όταν πληροφορηθήκαμε για το ταξίδι με την τότε κοπέλα μου και νυν σύζυγο και το αποφασίσαμε. Περιττό να πω ότι στη μικρή κοινωνία που ζούσαμε όσοι άκουσαν για τον προορισμό εκπλάγηκαν. Η διάρκεια ήταν 12 μέρες με το πρακτορείο Θεσσαλονίκης kinissi (δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμη) Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά του 1984-1985. Επί τόπου τα πάντα ήταν οργανωμένα από τον κρατικό οργανισμό τουρισμού της Σ.Ε. Ιντουρίστ. Δυνατότητα για ατομικό τουριστικό ταξίδι δεν υπήρχε.
Στο γκρουπ είμαστε 16 άτομα ένα νεαρό ζευγάρι σαν εμάς τότε, δυο καταστηματάρχες ένας συνταξιούχος έμπορος ένας δημοσιογράφος με τις συζύγους τους και άλλα 2 ζευγάρια - όλοι, εκτός από μας, Θεσσαλονικείς. Δεθήκαμε από την πρώτη μέρα σαν γκρουπ και κάναμε εξαιρετική παρέα.
Οι πτήσεις Θεσσαλονίκη – Βουδαπέστη – Μόσχα – Κίεβο – Λένινγκραντ - Βαρσοβία - Βουδαπέστη – Θεσσαλονίκη ήτοι σύνολο 7. Οι 5 (διεθνείς) με Malev και οι 2 (εσωτερικές) με Aeroflot. Η τιμή του ταξιδιού ήταν πολύ χαμηλή γι’ αυτά που πρόσφερε – κάπου 25.000 δραχμές ήτοι το 1/3 ενός μέσου μηνιαίου μισθού. Τα πάντα ήταν στην τιμή ακόμη και οι διασκεδάσεις, τα ποτά, τα θεάματα. Μετά βίας ξοδέψαμε άλλα 50 δολάρια ο καθένας κυρίως σε σουβενίρ.
Αναχωρήσαμε προπαραμονή Χριστουγέννων πρωί από Θεσσαλονίκη. Σε κάθε αλλαγή πτήσης της Malev μας σέρβιραν το ίδιο ακριβώς φαγητό, αρκετό σε ποσότητα, στο οποίο κυριαρχούσαν φέτες αλλαντικών και τυριά. Στη Βουδαπέστη αλλάξαμε αεροπλάνο και έκπληκτος διαπίστωσα ότι εκτός από το δικό μας μικρό γκρουπ ζήτημα να ήταν άλλοι 2-3 επιβάτες.
Φτάσαμε Μόσχα όπου μας περίμενε το πρώτο σοκ. Η θερμοκρασία έξω ήταν στους μείον 20! Περάσαμε - μόνο το γκρουπ μας - για έλεγχο σε μία τεραστίων διαστάσεων άδεια αίθουσα με ένα γκισέ. Ένας - ένας πήγαινε στο γκισέ ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν σε αρκετή απόσταση. Στεκόμασταν ακίνητοι επί ένα δεκάλεπτο, μπροστά σε έναν νεαρό με στρατιωτική στολή και πηλίκιο ο οποίος πίσω από το τζάμι αμίλητος και με παγερό ύφος κοίταγε μια τα διαβατήρια μια εμάς με διαπεραστικό βλέμμα και κάτι έγραφε σε ένα κομπιούτερ. Μυστήριο αν ήταν τόσης διάρκειας η διαδικασία ελέγχου ή απλά ήθελε να μας «ψαρώσει» στην είσοδό μας στο κομμουνιστικό κράτος εμάς των «Δυτικών» - αν ήθελε το δεύτερο πράγματι τα κατάφερε. Καθ’ όλη τη διάρκεια ο ελεγχόμενος δεν τολμούσε να απευθύνει όχι λόγο αλλά ούτε ματιά στους υπόλοιπους οι οποίοι αντάλλασαν μόνο ψιθύρους. Τον ίδιο ψαρωτικό έλεγχο πέρασε και η αρχηγός μας παρ’ ότι ήταν του κόμματος.
Προσωπικά τα είχα χρειαστεί γιατί λίγους μήνες πριν είχα στείλει επιστολή διαμαρτυρίας στον Ο.Η.Ε. για την εκτόπιση σε εξορία του Σοβιετικού πυρηνικού επιστήμονα Ζαχάρωφ στο Γκόρκι συμμετέχοντας σε κάποια ομαδική κίνηση. Λες να μ’ έχουν φακελωμένο; σκεφτόμουν. Στην τεράστια αίθουσα επικρατούσε νεκρική ησυχία. Εν τέλει μετά δύο και κάτι ώρες ξεμπερδέψαμε, συναντήσαμε την τοπική ξεναγό μας για Μόσχα, μια κοπέλα στην ηλικία της αρχηγού η οποία τά ’λεγε στα ρώσικα και η αρχηγός μετέφραζε και ανεβήκαμε στο πούλμαν για το ξενοδοχείο. Αυτή ήταν και η μοναδική μας επαφή με τις αρχές. Σ’ όλο το υπόλοιπο ταξίδι κανείς αστυνομικός δεν μας ενόχλησε για έλεγχο, στοιχεία κλπ.
Το ξενοδοχείο μας το Rossiya
πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο όχι μόνο της Μόσχας αλλά όλης της Σοβιετικής Ένωσης. Καταλάμβανε την μία από τις τέσσερις πλευρές της Κόκκινης Πλατείας πίσω ακριβώς από τον ναό του Αγ. Βασιλείου. (τις άλλες τρείς πλευρές αποτελούν το Κρεμλίνο, το - κρατικό τότε - πολυκατάστημα GUM και το Ιστορικό Μουσείο). Από ότι βλέπω τώρα στο Google Earth το ξενοδοχείο αυτό δεν υφίσταται και στη θέση του υπάρχει ένα πάρκο. Τα δωμάτια σε ψηλό όροφο, μεγάλα με βαριά αρχοντική επίπλωση και με την καλύτερη θέα που υπήρχε στην πλατεία, το Κρεμλίνο και τον ναό. Ανάλογο δηλ. με το «Μεγάλη Βρετανία» των Αθηνών. Μας εφοδίασαν με μία κάρτα εν είδει ταυτότητας την οποία επιδεικνύαμε κάθε φορά που μπαινοβγαίναμε στο φύλακα της εξώπορτας. Η κάρτα αυτή χρησίμευε και σαν είδος διαβατηρίου έναντι των αρχών, γενικά στη Μόσχα.
Το πρόγραμμά μας περιλάμβανε πλήρη διατροφή ήτοι πρωινό, γεύμα και δείπνο στο ξενοδοχείο ακόμη και αν σε κάποια περιήγησή μας υπήρχε φαγητό. Το πρωινό ήταν ενισχυμένο με σούπες και βούτυρα, το γεύμα και το δείπνο περιλάμβαναν σούπα, κυρίως πιάτο με κρέας, σαλάτα, φρούτο, γλυκό, καφέ και την πανταχού παρούσα βότκα (υπήρχε και στο πρωινό !) πάντα με συνοδεία ζωντανής μουσικής από γυναικείο συγκρότημα με δυτικούς ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια του δείπνου μπορούσε κανείς να χορέψει σαν να 'μαστε δηλ. καθημερινά σε μια δεξίωση! Το επικρατέστερο ποτό μετά την βότκα ήταν η σαμπάνια! Γενικά τα φαγητά, κρεατικά κλπ ήταν σε υπερβολική ποσότητα τα δε ποτά - κρασιά περιλαμβανόταν στην τιμή του ταξιδιού, δεν πληρώναμε τίποτε εξτρά.
Η θερμοκρασία σε Μόσχα και Κίεβο ήταν συνήθως στους μείον 15 κάποιες φορές έφτασε μέχρι μείον 25. Στο Λένινγκραντ είχε ζέστη (γύρω στους -8). Εγώ με την συνοδό μου το είχαμε πάρει κάπως αψήφιστα και πήγαμε χωρίς κατάλληλα καπέλα (γούνες-σκούφους) με αποτέλεσμα να ξεπαγιάσουμε και να ψαχνόμαστε εκεί για αγορές. Τα πάντα ήταν μονίμως χιονισμένα και παγωμένα. Μηχανήματα καθάριζαν το χιόνι από τους δρόμους πετώντας το σε σωρό στις άκρες των πεζοδρομίων. Στα πεζοδρόμια πάλι πασπάλιζαν σαν αντιολισθητικό, τρίμματα από κάρβουνο. Στα χωλ των ξενοδοχείων μεγάλα θερμόμετρα έδειχναν την εξωτερική θερμοκρασία ώστε να προετοιμάζονται κατάλληλα οι ένοικοι για την έξοδο.
Σε όλες τις πόλεις υπήρχε σύστημα τηλεθέρμανσης δηλαδή υπήρχε σε κάθε περιοχή 10-15 οικοδομικών τετραγώνων μία κεντρική εγκατάσταση παραγωγής ζεστού νερού – με καύση άνθρακα - που διοχετευόταν με υπόγειες σωλήνες στις οικοδομές για θέρμανση. Οι σωληνώσεις κάτω από τις διασταυρώσεις των δρόμων ήταν πιο ρηχά τοποθετημένες ώστε να ζεσταίνεται η άσφαλτος και η διασταύρωση να είναι καθαρή από χιόνια και παγετό. Σε κάποια σημεία πιθανόν από μικρορωγμές των σωλήνων ανέβλυζαν πίδακες ατμού που το βράδυ σχημάτιζαν μία αχλύ γύρω από τα φώτα των δρόμων.
Το πρόγραμμα γενικά στο ταξίδι ήταν φορτωμένο. Κάθε μέρα είχαμε δύο επισκέψεις – δραστηριότητες το πρωί και δυο το βράδυ. Δεν έμενε ελεύθερος χρόνος παρά δυο απογεύματα στη Μόσχα και ένα στο Λένινγκραντ.
Μέρη μεταξύ των άλλων που θυμάμαι ότι επισκεφθήκαμε και ξεναγηθήκαμε.
-Μουσείο αστροναυτικής και διαστήματος. (Εκστατικός έμεινα μπροστά στον θαλαμίσκο του Γιούρι Γκαγκάριν του πρώτου ανθρώπου που ταξίδεψε στο διάστημα – πιτσιρικάς ήμουν όταν έγινε αυτό).
-Μνημείο Αστροναυτών. Ξενοδοχείο Κόσμος
-Πύργος τηλεόρασης Ostankino (ανεβήκαμε πάνω)
-Μετρό 3-4 σταθμοί
-Borodino Πανόραμα μάχης με τις στρατιές του Ναπολέοντα. Η τεχνική ήταν εξαιρετική. Εντελώς αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το εικαστικό. Το ανάλογο πανόραμα που υπάρχει στο Βατερλό θα το χαρακτήριζα συγκριτικά θλιβερή απομίμηση. Δεν γνωρίζω αν διατηρείται και τώρα σ’ αυτήν την κατάσταση.
- Εκτενής ξενάγηση στο Κρεμλίνο.
- Τσάρος Καμπάνα
- Τσάρος Κανόνι
- Ιστορικό Μουσείο - Μαυσωλείο Λένιν.
Εδώ ενώ περιμέναμε στην ουρά κάπου μισή ώρα στους μείον 25, με πλησιάζει μια ηλικιωμένη ρωσίδα δείχνει το κεφάλι μου και μου λέει αυστηρά «σιάπκα – σιάπκα». Ήμουν ο μόνος από 500 άτομα που δεν φορούσε καπέλο ή σκούφο!
- Ναός Αγ. Βασιλείου. Απ’ ότι θυμάμαι το εξωτερικό του ναού δεν είχε τόσο έντονα χρώματα όπως βλέπω στις τωρινές φωτογραφίες αλλά πιο παστέλ. Τότε βέβαια δεν λειτουργούσε - ήταν μουσείο. - Ακόμη πήγαμε σε μια πολυτελή «ντάτσα» έξω από την πόλη όπου κάναμε βόλτα με έλκηθρα που τα έσερναν άλογα και στη συνέχεια γευτήκαμε σε μπουφέ παραδοσιακά ρωσικά φαγητά παρακολουθώντας παράσταση με κοζάκους χορευτές.
-Παρακολουθήσαμε μια θεαματική παράσταση τσίρκου κυρίως με ακροβατικά.
-Ένα βράδυ πήγαμε σε μια αριστουργηματική παράσταση μπαλέτου με την «Λίμνη των Κύκνων». Όχι στο Μπολσόι αλλά σε κάποιο άλλο ισάξιο. Να σημειώσω ότι ο κινηματογράφος, το τσίρκο και το μπαλέτο ήταν τότε τα κατεξοχήν θεάματα όπου ψυχαγωγείτο ο λαός. Γι’ αυτό και τα εισιτήρια ήταν εξαιρετικά φθηνά. Θυμάμαι ότι του μπαλέτου ήταν κάπου 30 καπίκια ήτοι 30 σεντς στην επίσημη τιμή του δολαρίου που αντιστοιχούσε στην τιμή της «μαύρης αγοράς» με 10 σεντς! Και στα δυο αυτά θεάματα που πήγαμε υπήρχαν ουρές εκατοντάδων ατόμων. Εμείς όμως περάσαμε αμέσως από ιδιαίτερη είσοδο, δώσαμε τα πανωφόρια στην γκαρνταρόμπα και καθίσαμε στις καλύτερες θέσεις.
Οι κοπέλες ξεναγοί και στις 3 πόλεις ήταν πολύ μορφωμένες. Εκτός της καθ’ εαυτού δουλειάς τους είχαν σπουδάσει κάποια επιστήμη στο πανεπιστήμιο. (Η αρχηγός μας ήταν πτυχιούχος φαρμακευτικής του Α.Π.Θ.) Απέφευγαν βέβαια κάθε σχόλιο σχετικά με το καθεστώς αλλά και μείς φροντίζαμε να είμαστε διακριτικοί με τις ερωτήσεις μας για να μην τις φέρουμε σε αμηχανία.
Ένα από τα ελεύθερα απογεύματα πήγαμε στο πολυκατάστημα GUM. Τα είδη που είχε μέσα (ρουχισμού κυρίως) ήταν αυτά που βλέπει κανείς στα πανέρια των λαϊκών αγορών.
Το γυρίσαμε όλο και δεν βρήκαμε να αγοράσουμε το παραμικρό. Μαθαίνω ότι σήμερα στεγάζει πολυτελή καταστήματα διεθνών οίκων μόδας με πανάκριβα είδη. O tempora o mores!
Όπως είπα, από το παράθυρο του ξενοδοχείου είχαμε φάτσα το Κρεμλίνο, τον ναό του Αγ. Βασιλείου και την χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία. Αν την ημέρα η εικόνα αυτή ήταν πανέμορφη αργά το βράδυ γινόταν πραγματικά παραμυθένια !!! Σταματούσε κάθε κίνηση και θόρυβος, ερήμωνε κυριολεκτικά η πλατεία και οι ατμοί που ξεπηδούσαν από διάφορα σημεία τύλιγαν τα κόκκινα αστέρια στις κορυφές των πυργίσκων του Κρεμλίνου και τους κρεμμυδόσχημους τρούλους του ναού. Αυτή η εικόνα ήταν η αφορμή για να βγω ένα βράδυ μόνος έξω γύρω στα μεσάνυχτα (υπό το βλέμμα του κατάπληκτου θυρωρού του ξενοδοχείου) για μια βόλτα στην πλατεία και να την διασχίσω πήγαινε-έλα περπατώντας αργά στους μείον είκοσι, σε απόλυτη ησυχία - δεν υπήρχε ψυχή. Χωρίς αμφιβολία πολλά ζευγάρια μάτια θα με παρακολουθούσαν από τους πυργίσκους και τις σκοπιές του Κρεμλίνου. Το να κυκλοφορείς βέβαια σε τέτοιες συνθήκες τότε, στην καρδιά της αντίπαλης υπερδύναμης, έκανε την αδρεναλίνη να χτυπάει στο κόκκινο!!
Όπως σ’ όλα τα κομμουνιστικά κράτη τότε, ανθούσε η μαύρη αγορά στο συνάλλαγμα. Ενώ δηλ. η επίσημη τιμή του δολαρίου σε σχέση με το ρούβλι ήταν 1 προς 1, στην μαύρη πήγανε 1 προς 3. Μας πλησίαζαν με τρόπο έξω από το ξενοδοχείο διάφορα λαμόγια και μας παρακαλούσαν για αλλαγή. Οι συναλλαγές αυτές ήταν κάπως παράνομες όπως εξήγησα και σε άλλη ιστορία και γινόταν με κάποιες προφυλάξεις – το δέλεαρ βέβαια για μας ήταν μεγάλο. Η αρχηγός μας, έκανε ότι αγνοούσε την κατάσταση. Όπως είπα και πριν 50 δολάρια έφτασαν για αγορά σουβενίρ (κυρίως σετ με «μπαμπούσκες»), ένα μεγάλο σαμοβάρι (δώρο στον κουμπάρο) – αυτά ήταν πρωτόγνωρα τότε για μας και διάφορα ποτά στα μπαρ των ξενοδοχείων.
Μέρος για διασκέδαση εκτός ξενοδοχείων δεν υπήρχε. Κάθε βράδυ μετά το δείπνο καθόμαστε στις καφετερίες των ξενοδοχείων και πίναμε βότκα ή σαμπάνια συζητώντας τις εντυπώσεις της ημέρας. Η ηλικιωμένη κυρία που είχαμε στο γκρουπ μας έπαιζε κάποια βράδια πιάνο. Σ’ αυτούς τους χώρους ερχόταν και λίγοι ρώσοι καταφανώς υψηλόβαθμοι και μερικοί στρατιωτικοί με τις στολές τους συνοδευόμενοι από γυναίκες - όλες φορούσαν γουναρικά.
Στο Κίεβο επισκεφθήκαμε ένα πάρκο με τεραστίων διαστάσεων μνημεία, την εκκλησία του Αγ.Ισαάκ και μία κατακόμβη.
Στο Λένινγκραντ το μουσείο Ερμιτάζ και το παλιό πολεμικό Aurora που συμμετείχε στην επανάσταση του 1917. Στο Λένινγκραντ υποδεχτήκαμε και το 1985 σε μια μεγάλη κυκλική αίθουσα του ξενοδοχείου μας με τρούλο - κάπου 500 άτομα μεταξύ αυτών και το μικρό μας γκρουπ και πάμπολλοι Φιλανδοί που είχαν έρθει από την γειτονική χώρα ειδικά για το ρεβεγιόν. Ένα ατελείωτο κέφι 6 ωρών με μουσικά συγκροτήματα να παίζουν δυτικούς χορευτικούς ρυθμούς, ομοβροντίες από τους εκτινασσόμενους φελλούς σαμπάνιας και την διαρκώς επαναλαμβανόμενη ευχή «Σνόμπιμ γόντομ» (καλή χρονιά). Όλοι στη σάλα είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Ήταν αναμφίβολα το καλύτερο και το πιο κεφάτο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν της ζωής μου.
Την καθημερινή πραγματικότητα του απλού λαού μπορέσαμε να την γνωρίσουμε ελάχιστα. Εκτός από τα στοιχεία που μας έδιναν οι ξεναγοί και η αρχηγός μας, περιοριστήκαμε σε μερικές φευγαλέες ματιές στο εσωτερικό των - χωρίς κουρτίνες –κατοικιών, στα ρούχα τους και στα είδη που αγόραζαν στις αγορές. Με τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από «ντα» «νιέτ» και «σπασίμπα» δεν ανταλλάξαμε λέξη. Κανείς δεν μιλούσε Αγγλικά ή άλλη δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα ούτε καν οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων.
Παρ’ όλα αυτά ήταν ένα ταξίδι ανεπανάληπτο μεταφορικά και κυριολεκτικά (αφού Σοβιετική Ένωση δεν υφίσταται πλέον), με την καλύτερη παρέα (οι Θεσσαλονικείς διατήρησαν επαφές και φιλίες μεταξύ τους), πλουσιότατο σε εντυπώσεις και εμπειρίες, με υπερθετικό βαθμό σχέση ποιότητας – τιμής, σε ένα κράτος - υπερδύναμη που τότε άνοιγε τις πύλες του στον τουρισμό και ήθελε να εντυπωσιάσει τον δυτικό τουρίστα με την επίδειξη επιτευγμάτων, την άψογη οργάνωση και τις πλούσιες παροχές.
Το τουριστικό ταξίδι λίγα χρόνια πριν στη Σοβιετική Ένωση ήταν αδιανόητο. Ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης» βρισκόταν σε ύφεση μετά τις συμφωνίες SALT I και II αλλά αρκούσε ένα γεγονός όπως η κατάρριψη της πτήσης KAL 007 του νοτιοκορεατικού τζάμπο το 1983 για να αναζωπυρωθεί. Για την Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ η Σ.Ε. ήταν τότε το «αντίπαλο δέος». Στο τιμόνι της Σ.Ε. ήταν ο Τσερνιένκο προκάτοχος του Γκορμπατσόφ.
Μόλις είχα αρχίσει να εργάζομαι, με καλό για τα δεδομένα της εποχής μισθό όταν πληροφορηθήκαμε για το ταξίδι με την τότε κοπέλα μου και νυν σύζυγο και το αποφασίσαμε. Περιττό να πω ότι στη μικρή κοινωνία που ζούσαμε όσοι άκουσαν για τον προορισμό εκπλάγηκαν. Η διάρκεια ήταν 12 μέρες με το πρακτορείο Θεσσαλονίκης kinissi (δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμη) Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά του 1984-1985. Επί τόπου τα πάντα ήταν οργανωμένα από τον κρατικό οργανισμό τουρισμού της Σ.Ε. Ιντουρίστ. Δυνατότητα για ατομικό τουριστικό ταξίδι δεν υπήρχε.
Στο γκρουπ είμαστε 16 άτομα ένα νεαρό ζευγάρι σαν εμάς τότε, δυο καταστηματάρχες ένας συνταξιούχος έμπορος ένας δημοσιογράφος με τις συζύγους τους και άλλα 2 ζευγάρια - όλοι, εκτός από μας, Θεσσαλονικείς. Δεθήκαμε από την πρώτη μέρα σαν γκρουπ και κάναμε εξαιρετική παρέα.
Οι πτήσεις Θεσσαλονίκη – Βουδαπέστη – Μόσχα – Κίεβο – Λένινγκραντ - Βαρσοβία - Βουδαπέστη – Θεσσαλονίκη ήτοι σύνολο 7. Οι 5 (διεθνείς) με Malev και οι 2 (εσωτερικές) με Aeroflot. Η τιμή του ταξιδιού ήταν πολύ χαμηλή γι’ αυτά που πρόσφερε – κάπου 25.000 δραχμές ήτοι το 1/3 ενός μέσου μηνιαίου μισθού. Τα πάντα ήταν στην τιμή ακόμη και οι διασκεδάσεις, τα ποτά, τα θεάματα. Μετά βίας ξοδέψαμε άλλα 50 δολάρια ο καθένας κυρίως σε σουβενίρ.
Αναχωρήσαμε προπαραμονή Χριστουγέννων πρωί από Θεσσαλονίκη. Σε κάθε αλλαγή πτήσης της Malev μας σέρβιραν το ίδιο ακριβώς φαγητό, αρκετό σε ποσότητα, στο οποίο κυριαρχούσαν φέτες αλλαντικών και τυριά. Στη Βουδαπέστη αλλάξαμε αεροπλάνο και έκπληκτος διαπίστωσα ότι εκτός από το δικό μας μικρό γκρουπ ζήτημα να ήταν άλλοι 2-3 επιβάτες.
Φτάσαμε Μόσχα όπου μας περίμενε το πρώτο σοκ. Η θερμοκρασία έξω ήταν στους μείον 20! Περάσαμε - μόνο το γκρουπ μας - για έλεγχο σε μία τεραστίων διαστάσεων άδεια αίθουσα με ένα γκισέ. Ένας - ένας πήγαινε στο γκισέ ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν σε αρκετή απόσταση. Στεκόμασταν ακίνητοι επί ένα δεκάλεπτο, μπροστά σε έναν νεαρό με στρατιωτική στολή και πηλίκιο ο οποίος πίσω από το τζάμι αμίλητος και με παγερό ύφος κοίταγε μια τα διαβατήρια μια εμάς με διαπεραστικό βλέμμα και κάτι έγραφε σε ένα κομπιούτερ. Μυστήριο αν ήταν τόσης διάρκειας η διαδικασία ελέγχου ή απλά ήθελε να μας «ψαρώσει» στην είσοδό μας στο κομμουνιστικό κράτος εμάς των «Δυτικών» - αν ήθελε το δεύτερο πράγματι τα κατάφερε. Καθ’ όλη τη διάρκεια ο ελεγχόμενος δεν τολμούσε να απευθύνει όχι λόγο αλλά ούτε ματιά στους υπόλοιπους οι οποίοι αντάλλασαν μόνο ψιθύρους. Τον ίδιο ψαρωτικό έλεγχο πέρασε και η αρχηγός μας παρ’ ότι ήταν του κόμματος.
Προσωπικά τα είχα χρειαστεί γιατί λίγους μήνες πριν είχα στείλει επιστολή διαμαρτυρίας στον Ο.Η.Ε. για την εκτόπιση σε εξορία του Σοβιετικού πυρηνικού επιστήμονα Ζαχάρωφ στο Γκόρκι συμμετέχοντας σε κάποια ομαδική κίνηση. Λες να μ’ έχουν φακελωμένο; σκεφτόμουν. Στην τεράστια αίθουσα επικρατούσε νεκρική ησυχία. Εν τέλει μετά δύο και κάτι ώρες ξεμπερδέψαμε, συναντήσαμε την τοπική ξεναγό μας για Μόσχα, μια κοπέλα στην ηλικία της αρχηγού η οποία τά ’λεγε στα ρώσικα και η αρχηγός μετέφραζε και ανεβήκαμε στο πούλμαν για το ξενοδοχείο. Αυτή ήταν και η μοναδική μας επαφή με τις αρχές. Σ’ όλο το υπόλοιπο ταξίδι κανείς αστυνομικός δεν μας ενόχλησε για έλεγχο, στοιχεία κλπ.
Το ξενοδοχείο μας το Rossiya
πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο όχι μόνο της Μόσχας αλλά όλης της Σοβιετικής Ένωσης. Καταλάμβανε την μία από τις τέσσερις πλευρές της Κόκκινης Πλατείας πίσω ακριβώς από τον ναό του Αγ. Βασιλείου. (τις άλλες τρείς πλευρές αποτελούν το Κρεμλίνο, το - κρατικό τότε - πολυκατάστημα GUM και το Ιστορικό Μουσείο). Από ότι βλέπω τώρα στο Google Earth το ξενοδοχείο αυτό δεν υφίσταται και στη θέση του υπάρχει ένα πάρκο. Τα δωμάτια σε ψηλό όροφο, μεγάλα με βαριά αρχοντική επίπλωση και με την καλύτερη θέα που υπήρχε στην πλατεία, το Κρεμλίνο και τον ναό. Ανάλογο δηλ. με το «Μεγάλη Βρετανία» των Αθηνών. Μας εφοδίασαν με μία κάρτα εν είδει ταυτότητας την οποία επιδεικνύαμε κάθε φορά που μπαινοβγαίναμε στο φύλακα της εξώπορτας. Η κάρτα αυτή χρησίμευε και σαν είδος διαβατηρίου έναντι των αρχών, γενικά στη Μόσχα.
Το πρόγραμμά μας περιλάμβανε πλήρη διατροφή ήτοι πρωινό, γεύμα και δείπνο στο ξενοδοχείο ακόμη και αν σε κάποια περιήγησή μας υπήρχε φαγητό. Το πρωινό ήταν ενισχυμένο με σούπες και βούτυρα, το γεύμα και το δείπνο περιλάμβαναν σούπα, κυρίως πιάτο με κρέας, σαλάτα, φρούτο, γλυκό, καφέ και την πανταχού παρούσα βότκα (υπήρχε και στο πρωινό !) πάντα με συνοδεία ζωντανής μουσικής από γυναικείο συγκρότημα με δυτικούς ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια του δείπνου μπορούσε κανείς να χορέψει σαν να 'μαστε δηλ. καθημερινά σε μια δεξίωση! Το επικρατέστερο ποτό μετά την βότκα ήταν η σαμπάνια! Γενικά τα φαγητά, κρεατικά κλπ ήταν σε υπερβολική ποσότητα τα δε ποτά - κρασιά περιλαμβανόταν στην τιμή του ταξιδιού, δεν πληρώναμε τίποτε εξτρά.
Η θερμοκρασία σε Μόσχα και Κίεβο ήταν συνήθως στους μείον 15 κάποιες φορές έφτασε μέχρι μείον 25. Στο Λένινγκραντ είχε ζέστη (γύρω στους -8). Εγώ με την συνοδό μου το είχαμε πάρει κάπως αψήφιστα και πήγαμε χωρίς κατάλληλα καπέλα (γούνες-σκούφους) με αποτέλεσμα να ξεπαγιάσουμε και να ψαχνόμαστε εκεί για αγορές. Τα πάντα ήταν μονίμως χιονισμένα και παγωμένα. Μηχανήματα καθάριζαν το χιόνι από τους δρόμους πετώντας το σε σωρό στις άκρες των πεζοδρομίων. Στα πεζοδρόμια πάλι πασπάλιζαν σαν αντιολισθητικό, τρίμματα από κάρβουνο. Στα χωλ των ξενοδοχείων μεγάλα θερμόμετρα έδειχναν την εξωτερική θερμοκρασία ώστε να προετοιμάζονται κατάλληλα οι ένοικοι για την έξοδο.
Σε όλες τις πόλεις υπήρχε σύστημα τηλεθέρμανσης δηλαδή υπήρχε σε κάθε περιοχή 10-15 οικοδομικών τετραγώνων μία κεντρική εγκατάσταση παραγωγής ζεστού νερού – με καύση άνθρακα - που διοχετευόταν με υπόγειες σωλήνες στις οικοδομές για θέρμανση. Οι σωληνώσεις κάτω από τις διασταυρώσεις των δρόμων ήταν πιο ρηχά τοποθετημένες ώστε να ζεσταίνεται η άσφαλτος και η διασταύρωση να είναι καθαρή από χιόνια και παγετό. Σε κάποια σημεία πιθανόν από μικρορωγμές των σωλήνων ανέβλυζαν πίδακες ατμού που το βράδυ σχημάτιζαν μία αχλύ γύρω από τα φώτα των δρόμων.
Το πρόγραμμα γενικά στο ταξίδι ήταν φορτωμένο. Κάθε μέρα είχαμε δύο επισκέψεις – δραστηριότητες το πρωί και δυο το βράδυ. Δεν έμενε ελεύθερος χρόνος παρά δυο απογεύματα στη Μόσχα και ένα στο Λένινγκραντ.
Μέρη μεταξύ των άλλων που θυμάμαι ότι επισκεφθήκαμε και ξεναγηθήκαμε.
-Μουσείο αστροναυτικής και διαστήματος. (Εκστατικός έμεινα μπροστά στον θαλαμίσκο του Γιούρι Γκαγκάριν του πρώτου ανθρώπου που ταξίδεψε στο διάστημα – πιτσιρικάς ήμουν όταν έγινε αυτό).
-Μνημείο Αστροναυτών. Ξενοδοχείο Κόσμος
-Πύργος τηλεόρασης Ostankino (ανεβήκαμε πάνω)
-Μετρό 3-4 σταθμοί
-Borodino Πανόραμα μάχης με τις στρατιές του Ναπολέοντα. Η τεχνική ήταν εξαιρετική. Εντελώς αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το εικαστικό. Το ανάλογο πανόραμα που υπάρχει στο Βατερλό θα το χαρακτήριζα συγκριτικά θλιβερή απομίμηση. Δεν γνωρίζω αν διατηρείται και τώρα σ’ αυτήν την κατάσταση.
- Εκτενής ξενάγηση στο Κρεμλίνο.
- Τσάρος Καμπάνα
- Τσάρος Κανόνι
- Ιστορικό Μουσείο - Μαυσωλείο Λένιν.
Εδώ ενώ περιμέναμε στην ουρά κάπου μισή ώρα στους μείον 25, με πλησιάζει μια ηλικιωμένη ρωσίδα δείχνει το κεφάλι μου και μου λέει αυστηρά «σιάπκα – σιάπκα». Ήμουν ο μόνος από 500 άτομα που δεν φορούσε καπέλο ή σκούφο!
- Ναός Αγ. Βασιλείου. Απ’ ότι θυμάμαι το εξωτερικό του ναού δεν είχε τόσο έντονα χρώματα όπως βλέπω στις τωρινές φωτογραφίες αλλά πιο παστέλ. Τότε βέβαια δεν λειτουργούσε - ήταν μουσείο. - Ακόμη πήγαμε σε μια πολυτελή «ντάτσα» έξω από την πόλη όπου κάναμε βόλτα με έλκηθρα που τα έσερναν άλογα και στη συνέχεια γευτήκαμε σε μπουφέ παραδοσιακά ρωσικά φαγητά παρακολουθώντας παράσταση με κοζάκους χορευτές.
-Παρακολουθήσαμε μια θεαματική παράσταση τσίρκου κυρίως με ακροβατικά.
-Ένα βράδυ πήγαμε σε μια αριστουργηματική παράσταση μπαλέτου με την «Λίμνη των Κύκνων». Όχι στο Μπολσόι αλλά σε κάποιο άλλο ισάξιο. Να σημειώσω ότι ο κινηματογράφος, το τσίρκο και το μπαλέτο ήταν τότε τα κατεξοχήν θεάματα όπου ψυχαγωγείτο ο λαός. Γι’ αυτό και τα εισιτήρια ήταν εξαιρετικά φθηνά. Θυμάμαι ότι του μπαλέτου ήταν κάπου 30 καπίκια ήτοι 30 σεντς στην επίσημη τιμή του δολαρίου που αντιστοιχούσε στην τιμή της «μαύρης αγοράς» με 10 σεντς! Και στα δυο αυτά θεάματα που πήγαμε υπήρχαν ουρές εκατοντάδων ατόμων. Εμείς όμως περάσαμε αμέσως από ιδιαίτερη είσοδο, δώσαμε τα πανωφόρια στην γκαρνταρόμπα και καθίσαμε στις καλύτερες θέσεις.
Οι κοπέλες ξεναγοί και στις 3 πόλεις ήταν πολύ μορφωμένες. Εκτός της καθ’ εαυτού δουλειάς τους είχαν σπουδάσει κάποια επιστήμη στο πανεπιστήμιο. (Η αρχηγός μας ήταν πτυχιούχος φαρμακευτικής του Α.Π.Θ.) Απέφευγαν βέβαια κάθε σχόλιο σχετικά με το καθεστώς αλλά και μείς φροντίζαμε να είμαστε διακριτικοί με τις ερωτήσεις μας για να μην τις φέρουμε σε αμηχανία.
Ένα από τα ελεύθερα απογεύματα πήγαμε στο πολυκατάστημα GUM. Τα είδη που είχε μέσα (ρουχισμού κυρίως) ήταν αυτά που βλέπει κανείς στα πανέρια των λαϊκών αγορών.
Το γυρίσαμε όλο και δεν βρήκαμε να αγοράσουμε το παραμικρό. Μαθαίνω ότι σήμερα στεγάζει πολυτελή καταστήματα διεθνών οίκων μόδας με πανάκριβα είδη. O tempora o mores!
Όπως είπα, από το παράθυρο του ξενοδοχείου είχαμε φάτσα το Κρεμλίνο, τον ναό του Αγ. Βασιλείου και την χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία. Αν την ημέρα η εικόνα αυτή ήταν πανέμορφη αργά το βράδυ γινόταν πραγματικά παραμυθένια !!! Σταματούσε κάθε κίνηση και θόρυβος, ερήμωνε κυριολεκτικά η πλατεία και οι ατμοί που ξεπηδούσαν από διάφορα σημεία τύλιγαν τα κόκκινα αστέρια στις κορυφές των πυργίσκων του Κρεμλίνου και τους κρεμμυδόσχημους τρούλους του ναού. Αυτή η εικόνα ήταν η αφορμή για να βγω ένα βράδυ μόνος έξω γύρω στα μεσάνυχτα (υπό το βλέμμα του κατάπληκτου θυρωρού του ξενοδοχείου) για μια βόλτα στην πλατεία και να την διασχίσω πήγαινε-έλα περπατώντας αργά στους μείον είκοσι, σε απόλυτη ησυχία - δεν υπήρχε ψυχή. Χωρίς αμφιβολία πολλά ζευγάρια μάτια θα με παρακολουθούσαν από τους πυργίσκους και τις σκοπιές του Κρεμλίνου. Το να κυκλοφορείς βέβαια σε τέτοιες συνθήκες τότε, στην καρδιά της αντίπαλης υπερδύναμης, έκανε την αδρεναλίνη να χτυπάει στο κόκκινο!!
Όπως σ’ όλα τα κομμουνιστικά κράτη τότε, ανθούσε η μαύρη αγορά στο συνάλλαγμα. Ενώ δηλ. η επίσημη τιμή του δολαρίου σε σχέση με το ρούβλι ήταν 1 προς 1, στην μαύρη πήγανε 1 προς 3. Μας πλησίαζαν με τρόπο έξω από το ξενοδοχείο διάφορα λαμόγια και μας παρακαλούσαν για αλλαγή. Οι συναλλαγές αυτές ήταν κάπως παράνομες όπως εξήγησα και σε άλλη ιστορία και γινόταν με κάποιες προφυλάξεις – το δέλεαρ βέβαια για μας ήταν μεγάλο. Η αρχηγός μας, έκανε ότι αγνοούσε την κατάσταση. Όπως είπα και πριν 50 δολάρια έφτασαν για αγορά σουβενίρ (κυρίως σετ με «μπαμπούσκες»), ένα μεγάλο σαμοβάρι (δώρο στον κουμπάρο) – αυτά ήταν πρωτόγνωρα τότε για μας και διάφορα ποτά στα μπαρ των ξενοδοχείων.
Μέρος για διασκέδαση εκτός ξενοδοχείων δεν υπήρχε. Κάθε βράδυ μετά το δείπνο καθόμαστε στις καφετερίες των ξενοδοχείων και πίναμε βότκα ή σαμπάνια συζητώντας τις εντυπώσεις της ημέρας. Η ηλικιωμένη κυρία που είχαμε στο γκρουπ μας έπαιζε κάποια βράδια πιάνο. Σ’ αυτούς τους χώρους ερχόταν και λίγοι ρώσοι καταφανώς υψηλόβαθμοι και μερικοί στρατιωτικοί με τις στολές τους συνοδευόμενοι από γυναίκες - όλες φορούσαν γουναρικά.
Στο Κίεβο επισκεφθήκαμε ένα πάρκο με τεραστίων διαστάσεων μνημεία, την εκκλησία του Αγ.Ισαάκ και μία κατακόμβη.
Στο Λένινγκραντ το μουσείο Ερμιτάζ και το παλιό πολεμικό Aurora που συμμετείχε στην επανάσταση του 1917. Στο Λένινγκραντ υποδεχτήκαμε και το 1985 σε μια μεγάλη κυκλική αίθουσα του ξενοδοχείου μας με τρούλο - κάπου 500 άτομα μεταξύ αυτών και το μικρό μας γκρουπ και πάμπολλοι Φιλανδοί που είχαν έρθει από την γειτονική χώρα ειδικά για το ρεβεγιόν. Ένα ατελείωτο κέφι 6 ωρών με μουσικά συγκροτήματα να παίζουν δυτικούς χορευτικούς ρυθμούς, ομοβροντίες από τους εκτινασσόμενους φελλούς σαμπάνιας και την διαρκώς επαναλαμβανόμενη ευχή «Σνόμπιμ γόντομ» (καλή χρονιά). Όλοι στη σάλα είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Ήταν αναμφίβολα το καλύτερο και το πιο κεφάτο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν της ζωής μου.
Την καθημερινή πραγματικότητα του απλού λαού μπορέσαμε να την γνωρίσουμε ελάχιστα. Εκτός από τα στοιχεία που μας έδιναν οι ξεναγοί και η αρχηγός μας, περιοριστήκαμε σε μερικές φευγαλέες ματιές στο εσωτερικό των - χωρίς κουρτίνες –κατοικιών, στα ρούχα τους και στα είδη που αγόραζαν στις αγορές. Με τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από «ντα» «νιέτ» και «σπασίμπα» δεν ανταλλάξαμε λέξη. Κανείς δεν μιλούσε Αγγλικά ή άλλη δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα ούτε καν οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων.
Παρ’ όλα αυτά ήταν ένα ταξίδι ανεπανάληπτο μεταφορικά και κυριολεκτικά (αφού Σοβιετική Ένωση δεν υφίσταται πλέον), με την καλύτερη παρέα (οι Θεσσαλονικείς διατήρησαν επαφές και φιλίες μεταξύ τους), πλουσιότατο σε εντυπώσεις και εμπειρίες, με υπερθετικό βαθμό σχέση ποιότητας – τιμής, σε ένα κράτος - υπερδύναμη που τότε άνοιγε τις πύλες του στον τουρισμό και ήθελε να εντυπωσιάσει τον δυτικό τουρίστα με την επίδειξη επιτευγμάτων, την άψογη οργάνωση και τις πλούσιες παροχές.