depy!!!
Member
- Μηνύματα
- 800
- Likes
- 2.157
- Επόμενο Ταξίδι
- Περού - Βολιβια
- Ταξίδι-Όνειρο
- Με βανάκι στη Νορβηγία
Ας πω κι εγώ μια ιστορία, από το τέλος της δεκαετίας του 70 -πολύ τέλος. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, μόλις είχα τελειώσει την Α΄ γυμνασίου. Στους γονείς μου άρεσε να ταξιδεύουν και έχοντας 3 μικρά παιδιά και κανέναν να τους τα κρατήσει έστω και για λίγες μέρες, πηγαίναμε μαζί τους σε όλα τα ταξίδια. Μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο, είχα γυρίσει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Δεν πολυπηγαίναμε σε νησιά, ήταν πιο δύσκολη η πρόσβαση.
Τέλος πάντων, ο μπαμπάς ήθελε κάποια στιγμή να βγούμε και εκτός Ελλάδας. Τα απαραίτητα χρήματα όμως για ένα ταξίδι στην Ιταλία, ή στη Γαλλία ή τέλος πάντων σε κάποια …δυτική χώρα δεν υπήρχαν. Από την άλλη πάλι ξέραμε ένα σωρό γνωστούς από τη Θεσσαλονίκη που πήγαιναν 2-3 φορές το χρόνο στη Βουλγαρία για ψώνια. Οπότε η απόφαση πάρθηκε σχετικά εύκολα.
Βουλγαρία λοιπόν το καλοκαίρι και μάλιστα θα είχαμε μαζί μας και τη σκηνή και θα προσπαθούσαμε να μένουμε σε κάμπινγκ.
‘Ένα ζευγάρι με 3 παιδιά, ηλικίας 3,5 , 5,5 και 11 χρονών, χωρίς να ξέρουν λέξη -καλά βουλγάρικων-, αλλά ούτε και αγγλικών -λες κι άμα ήξεραν θα μπορούσαν να βρουν κανένα βούλγαρο τότε που να τα μιλούσε- με ένα χάρτη, όσο αναλυτικό γινόταν, τα κατάφεραν να περάσουν όμορφες διακοπές.
Δεν θυμάμαι όλα όσα κάναμε. Θυμάμαι όμως τις βόλτες στη Σόφια και την επίσκεψη στο Zoom, όπου παρέα με ένα σωρό άλλους Έλληνες κάναμε τα ψώνια μας. Δεν υπήρχε κανείς τότε που να πηγαίνει στη Βουλγαρία και να μην ψωνίζει ρούχα, σεντόνια, πετσέτες…..
Θυμάμαι την ανταλλαγή των δολαρίων στη μαύρη αγορά που έκανε ο πατέρας μου και ένα επεισόδιο με κάποιο Βούλγαρο που πήγε να τον κοροϊδέψει και να του δώσει πλαστά χρήματα. Δεν ξέρω πως, αλλά τον πήρε χαμπάρι ο μπαμπάς και …τα σώσαμε τα δολάρια μας.
Θυμάμαι τις ουρές έξω από τα μαγαζιά, ακόμα και έξω από τις δημόσιες τουαλέτες. Δεν μπορούσα να μπω στη λογική, ότι θα έπρεπε να περιμένω τόση ώρα για να μπω μέσα.
Εκτός από τη Σόφια πήγαμε στη Φιλιππούπολη και στη Βάρνα. Σε κάποια από αυτές και ενώ είχαμε στήσει τη σκηνή μας -τα κάμπινγκ που μέναμε ήταν πολύ ωραία, πολλά απ αυτά νοίκιαζαν και σπιτάκια- έπιασε βροχή. Μα μία βροχή απίστευτη. Έριχνε τόσο νερό που, αν και δεν είχε μπει μέσα, ήταν αδύνατο να κοιμηθούμε. Αφήσαμε λοιπόν τη σκηνή όπως ήταν και πήγαμε στην πόλη. Στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαμε ζητήσαμε δωμάτιο. Δεν είχε τετράκλινο, μας έδωσαν δύο δίκλινα. Μεγάλα, ωραία, με ένα διπλό κρεβάτι το καθένα, στρωμένο με ένα κατακόκκινο ντιβανοσκέπασμα και με απίστευτο πρωινό σε μπουφέ. Λογικά εκείνη τη νύχτα πρέπει να έδωσαν όλα τα λεφτά που είχαν υπολογίσει για τις διανυκτερεύσεις όλου του ταξιδιού.
Άλλο ένα γεγονός που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε πάει σε κάποια παιδική χαρά και εγώ έκανα κούνια. Μάλλον όμως οι κούνιες ήταν για πιο μικρές ηλικίες και ξαφνικά βλέπω το φύλακα να προχωράει προς το μέρος μου φωνάζοντας στη γλώσσα του. Εγώ φοβήθηκα και πήδησα από την κούνια πριν αυτή σταματήσει. Δεν έπεσα, αλλά όπως αυτή ερχόταν μπροστά, πριν προλάβω να απομακρυνθώ, μου έφαγε το πόδι, στο πίσω μέρος πάνω από τον αστράγαλο. 40 χρόνια μετά νιώθω ακόμα το νέκρωμα σε εκείνο το σημείο.
Το ταξίδι πρέπει να κύλησε σε γενικές γραμμές ομαλά, γιατί του χρόνου το καλοκαίρι οι γονείς μου αποφάσισαν και πήγαμε στην Ουγγαρία. Ξαναπεράσαμε από Σόφια και διασχίζοντας την τότε Γιουγκοσλαβία, φτάσαμε Βουδαπέστη. Αυτή τη φορά ήμασταν 2 αυτοκίνητα, είχαν έρθει και κάτι ξαδέρφια της μητέρας μου. Δεν ξέρω όμως για πιο λόγο, δεν γυρίσαμε πίσω μαζί. Θυμάμαι λοιπόν να περνάμε τη Γιουγκοσλαβία βράδυ και να λένε οι γονείς μου ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα στο δρόμο ήταν τούρκικα με γερμανικές πινακίδες. Πράγματι έβλεπες κάτι μεγάλα αυτοκίνητα -που να ξέρω τότε μάρκες- και στις σχάρες φορτωμένα ολόκληρα νοικοκυριά σε πολλά απ αυτά έβλεπες έξω από τα παράθυρα να κρέμονται διάφορα ρούχα μέχρι και βρακιά, για να στεγνώσουν με τον αέρα. Θυμάμαι το μπαμπά μου να λέει ότι παρακαλούσε το Θεό, μην τυχόν και τον πιάσει λάστιχο, γιατί θα φοβόταν να κατέβει να το αλλάξει.
Επίσης σε κάποιο απ αυτά τα ταξίδια αρρώστησα και ανέβασα πυρετό, ο οποίος μάλλον δεν έπεφτε με την κλασσική ασπιρίνη. Έστειλε λοιπόν η μαμά τον μπαμπά σε φαρμακείο να πάρει υπόθετα. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη σκηνή, να προσπαθεί ο μπαμπάς να ζητήσει με παντομίμα τα υπόθετα από το φαρμακοποιό!!!!!
Παρόλο που ήταν αρκετές οι ώρες μέσα στο αυτοκίνητο και παρόλο που είχαμε τσακωμούς τα αδέλφια μεταξύ μας, τα δύο αυτά ταξίδια θα τα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία....
Τέλος πάντων, ο μπαμπάς ήθελε κάποια στιγμή να βγούμε και εκτός Ελλάδας. Τα απαραίτητα χρήματα όμως για ένα ταξίδι στην Ιταλία, ή στη Γαλλία ή τέλος πάντων σε κάποια …δυτική χώρα δεν υπήρχαν. Από την άλλη πάλι ξέραμε ένα σωρό γνωστούς από τη Θεσσαλονίκη που πήγαιναν 2-3 φορές το χρόνο στη Βουλγαρία για ψώνια. Οπότε η απόφαση πάρθηκε σχετικά εύκολα.
Βουλγαρία λοιπόν το καλοκαίρι και μάλιστα θα είχαμε μαζί μας και τη σκηνή και θα προσπαθούσαμε να μένουμε σε κάμπινγκ.
‘Ένα ζευγάρι με 3 παιδιά, ηλικίας 3,5 , 5,5 και 11 χρονών, χωρίς να ξέρουν λέξη -καλά βουλγάρικων-, αλλά ούτε και αγγλικών -λες κι άμα ήξεραν θα μπορούσαν να βρουν κανένα βούλγαρο τότε που να τα μιλούσε- με ένα χάρτη, όσο αναλυτικό γινόταν, τα κατάφεραν να περάσουν όμορφες διακοπές.
Δεν θυμάμαι όλα όσα κάναμε. Θυμάμαι όμως τις βόλτες στη Σόφια και την επίσκεψη στο Zoom, όπου παρέα με ένα σωρό άλλους Έλληνες κάναμε τα ψώνια μας. Δεν υπήρχε κανείς τότε που να πηγαίνει στη Βουλγαρία και να μην ψωνίζει ρούχα, σεντόνια, πετσέτες…..
Θυμάμαι την ανταλλαγή των δολαρίων στη μαύρη αγορά που έκανε ο πατέρας μου και ένα επεισόδιο με κάποιο Βούλγαρο που πήγε να τον κοροϊδέψει και να του δώσει πλαστά χρήματα. Δεν ξέρω πως, αλλά τον πήρε χαμπάρι ο μπαμπάς και …τα σώσαμε τα δολάρια μας.
Θυμάμαι τις ουρές έξω από τα μαγαζιά, ακόμα και έξω από τις δημόσιες τουαλέτες. Δεν μπορούσα να μπω στη λογική, ότι θα έπρεπε να περιμένω τόση ώρα για να μπω μέσα.
Εκτός από τη Σόφια πήγαμε στη Φιλιππούπολη και στη Βάρνα. Σε κάποια από αυτές και ενώ είχαμε στήσει τη σκηνή μας -τα κάμπινγκ που μέναμε ήταν πολύ ωραία, πολλά απ αυτά νοίκιαζαν και σπιτάκια- έπιασε βροχή. Μα μία βροχή απίστευτη. Έριχνε τόσο νερό που, αν και δεν είχε μπει μέσα, ήταν αδύνατο να κοιμηθούμε. Αφήσαμε λοιπόν τη σκηνή όπως ήταν και πήγαμε στην πόλη. Στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαμε ζητήσαμε δωμάτιο. Δεν είχε τετράκλινο, μας έδωσαν δύο δίκλινα. Μεγάλα, ωραία, με ένα διπλό κρεβάτι το καθένα, στρωμένο με ένα κατακόκκινο ντιβανοσκέπασμα και με απίστευτο πρωινό σε μπουφέ. Λογικά εκείνη τη νύχτα πρέπει να έδωσαν όλα τα λεφτά που είχαν υπολογίσει για τις διανυκτερεύσεις όλου του ταξιδιού.
Άλλο ένα γεγονός που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε πάει σε κάποια παιδική χαρά και εγώ έκανα κούνια. Μάλλον όμως οι κούνιες ήταν για πιο μικρές ηλικίες και ξαφνικά βλέπω το φύλακα να προχωράει προς το μέρος μου φωνάζοντας στη γλώσσα του. Εγώ φοβήθηκα και πήδησα από την κούνια πριν αυτή σταματήσει. Δεν έπεσα, αλλά όπως αυτή ερχόταν μπροστά, πριν προλάβω να απομακρυνθώ, μου έφαγε το πόδι, στο πίσω μέρος πάνω από τον αστράγαλο. 40 χρόνια μετά νιώθω ακόμα το νέκρωμα σε εκείνο το σημείο.
Το ταξίδι πρέπει να κύλησε σε γενικές γραμμές ομαλά, γιατί του χρόνου το καλοκαίρι οι γονείς μου αποφάσισαν και πήγαμε στην Ουγγαρία. Ξαναπεράσαμε από Σόφια και διασχίζοντας την τότε Γιουγκοσλαβία, φτάσαμε Βουδαπέστη. Αυτή τη φορά ήμασταν 2 αυτοκίνητα, είχαν έρθει και κάτι ξαδέρφια της μητέρας μου. Δεν ξέρω όμως για πιο λόγο, δεν γυρίσαμε πίσω μαζί. Θυμάμαι λοιπόν να περνάμε τη Γιουγκοσλαβία βράδυ και να λένε οι γονείς μου ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα στο δρόμο ήταν τούρκικα με γερμανικές πινακίδες. Πράγματι έβλεπες κάτι μεγάλα αυτοκίνητα -που να ξέρω τότε μάρκες- και στις σχάρες φορτωμένα ολόκληρα νοικοκυριά σε πολλά απ αυτά έβλεπες έξω από τα παράθυρα να κρέμονται διάφορα ρούχα μέχρι και βρακιά, για να στεγνώσουν με τον αέρα. Θυμάμαι το μπαμπά μου να λέει ότι παρακαλούσε το Θεό, μην τυχόν και τον πιάσει λάστιχο, γιατί θα φοβόταν να κατέβει να το αλλάξει.
Επίσης σε κάποιο απ αυτά τα ταξίδια αρρώστησα και ανέβασα πυρετό, ο οποίος μάλλον δεν έπεφτε με την κλασσική ασπιρίνη. Έστειλε λοιπόν η μαμά τον μπαμπά σε φαρμακείο να πάρει υπόθετα. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη σκηνή, να προσπαθεί ο μπαμπάς να ζητήσει με παντομίμα τα υπόθετα από το φαρμακοποιό!!!!!
Παρόλο που ήταν αρκετές οι ώρες μέσα στο αυτοκίνητο και παρόλο που είχαμε τσακωμούς τα αδέλφια μεταξύ μας, τα δύο αυτά ταξίδια θα τα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία....