psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.850
- Likes
- 53.252
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Πίσω στα ωραία της Βαυαρικής πρωτεύουσας
Το τρενάκι μας άφησε στον -γνωστό πλέον- σταθμό, έτσι δίχως να χάσουμε χρόνο κατηφορίσαμε προς την ίδια διαδρομή που είχαμε κάνει και το προηγούμενο βράδυ, αρχικά με στόχο να πάρουμε μια καλύτερη εικόνα από τα αξιοθέατα που βρίσκονται στην ίδια διαδρομή, όπως για παράδειγμα το δικαστικό κτήριο και η περίφημη πύλη «Karlstor» που δείχνει (και είναι) νεότερη από την αρχική της κατασκευή, μιας και υπέστη ουκ ολίγες επιδιορθώσεις στο πέρασμα των ετών:
Με το που πιάσαμε τον πεζόδρομο Neuhauser θυμηθήκαμε και τη δίψα που μας διακρίνει σε τέτοιες εκδρομές, θέλοντας ανώφελα όπως αποδείχτηκε να κάνουμε στάση σε μια κλασσική Βαυαρική μπυραρία όπως η εξαιρετική «Augustiner Stammhaus» που ήταν και στις σημειώσεις μου. Όχι τραπέζι, όχι σκαμπό, ούτε σκαμνί δε μπορούσες να βρεις εκείνη την ώρα, μιας και εκτός των άλλων έπαιζε και η σιχαμένη ομάδα λίγο μετά οπότε λογικό ήταν οι περισσότεροι Γερμανοί πριν το γήπεδο να βρίσκονται στις μπυραρίες:
Προχωρήσαμε έτσι προβληματισμένοι, συναντώντας όλο και περισσότερο κόσμο στα βασικά σημεία, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας.
Οφείλαμε αρχικά ένα πέρασμα από τον πανύψηλο και χαρακτηριστικό ναό της παναγίας «Frauenkirche» με τους δύο 98μετρους θολωτούς πύργους, που εγκαινιάστηκε το 1494 παρακαλώ:
Και να που ο καλός θεούλης των ταξιδιωτών επιβράβευσε την πίστη μας μ’ ένα φιλόξενο τραπέζι που βρέθηκε από σπόντα στο παραδοσιακό ρεστοράν «Andechser am Dom» προκειμένου να πιούμε τις πρώτες της ημέρας. Έξω, μη φανταστείτε, ευτυχώς που ο καιρός βοηθούσε:
Με εντελώς διαφορετική διάθεση πλέον κατηφορίσαμε προς την Marienplatz, βλέποντας κοσμοσυρροή, αποτέλεσμα μιας ανοικτής εκδήλωσης υπέρ της Ουκρανίας. Θα ήθελα να πω κάτι τώρα για την υποκρισία της δύσης ωστόσο δεν είναι το κατάλληλο μέρος οπότε προχωράω.
Αφήνοντας πίσω την κεντρική πλατεία κάναμε δεξιά μόλις είδαμε την νέο-μπαρόκ εκκλησία του 18ου αιώνα με το όνομα «Heilig-Geist» μιας και στις σημειώσεις μου είχα κάτι διαφορετικό:
Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τη διάσημη ανοικτή αγορά τροφίμων (κι όχι μόνο) του Μονάχου «Viktualienmarkt» στην οποία βρεθήκαμε μετά από μερικά μόνο βήματα. Αν δε το καταλάβατε, είχαμε περάσει επισήμως στην ώρα του παιδιού ξεκινώντας να δοκιμάζουμε τα παραδοσιακά εδέσματα:
Με αρκετή τύχη βρήκαμε λίγο χώρο σ’ ένα βαρέλι-stand ενός ωραίου κεντρικού παραδοσιακού μαγειρείου στο οποίο μπήκαμε φυσικά για τις απαραίτητες προμήθειες. Πατάτες, δύο ποικιλίες λουκάνικα, αγαπημένο ξινολάχανο και φυσικά άφθονη βαυαρική μπύρα, παρέα μάλιστα μ΄ ένα ζευγάρι αρκετά μεγαλύτερων ντόπιων που με ευχαρίστηση μας έπιασε την κουβέντα η οποία επεκτάθηκε στα ελληνικά νησιά, κάνοντας μας γι’ άλλη μια φορά ν’ αναθεωρήσουμε πολλά για τους Γερμανούς, όπως και όλη άλλωστε η πόλη, που σίγουρα πρόκειται για ειδική κατηγορία:
Η πεποίθηση μας ότι όλο το Μόναχο ήταν στους δρόμους νομίζω επιβεβαιώνεται κι από τις φωτογραφίες. Λόγω Σαββάτου, λόγω καλοκαιρίας (!) δε ξέρω, θα σας γελάσω:
Εμείς μια φορά συνεχίσαμε την διερεύνηση μας στους όμορφους δρόμους του κέντρου, αν και οι δελεαστικές του μπυραρίες δεν έλεγαν να μας αφήσουν ήσυχους. Πλέον χώρος και τραπέζια διαθέσιμα υπήρχαν, οπότε ήταν ευκαιρία για μια-δυο χωνευτικές Schneider Weiss (γνωστή πλέον) στο «Weisses Bräuhaus im Tal» με τον Έλληνα υπεύθυνο και τον πολύ ωραίο εσωτερικό χώρο του:
Είχε σουρουπώσει όταν βγήκαμε ξανά στον –πηγμένο άλλη μια φορά από κόσμο- δρόμο, απέναντι από το παλιό δημαρχείο «Altes Rathaus» με τον πύργο του ρολογιού του 14ου αιώνα, που τώρα θα βρείτε ως Toy Museum:
Θέλαμε να βρούμε κάποιο φιλόξενο μπαρ να πιούμε κάτι γιατί ώρα είχαμε, κάτι που ευτυχώς συνέβη στο απέναντι στενάκι με το «Le Clou», ένα μαγαζί που μπήκε σχεδόν αμέσως στην καρδιά μας, με τα εξαιρετικά του βαρέλια, τα παγωμένα σφηνάκια, τις μουσικάρες και τον πολύ ωραίο κόσμο που το γέμιζε ασφυκτικά όπως είναι λογικό. Ωραίο απόγευμα:
Είχαμε ήδη συμφωνήσει το γεγονός πως θα το παίρναμε σερί, μιας και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο και να ξαναβγούμε, γεγονός που συναποφασίσαμε όταν βγήκαμε και πάλι νωρίς το βραδάκι στους δρόμους της πόλης:
Τι έμενε να κάνουμε; Μα να πιούμε καμιά μπυρίτσα φυσικά σε συνδυασμό με παγωμένο Jägermeister, ιδέα που υλοποιήθηκε πάραυτα όταν βρήκαμε μπροστά μας το «Giesinger Bräu – Stehausschank» και τον υπαίθριο χώρο του:
Η κοσμοπλημμύρα του Σαββάτου κρατούσε καλά όπως διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά ανεβαίνοντας τον πεζόδρομο, προκειμένου να βρούμε το ντονεράδικο που θα μας έφερνε στα ίσια μας, πλησιάζοντας παράλληλα στο Χόστελ:
Ήταν αρκετά όλα αυτά για την ημέρα; Σαφώς και όχι, μιας και σε απόσταση βολής βρισκόταν το «Café Kosmos» με την ιδιότροπη ίνοξ μπάρα του όπου τιμήσαμε μερικές τελευταίες, ένα από τα πολλά που μου πρότεινε μια κοπέλα που ζούσε χρόνια στο Μόναχο κι εμπιστεύομαι απόλυτα.
Εντάξει, πρότελευταια μιας και δε γινόταν να μη πιούμε την κερασμένη στο μπαρ πριν ανέβουμε στο δωμάτιο, κλείνοντας μ’ ένα μπιλιαρδάκι κόντρα στο Νίκο που με βρήκε γι’ άλλη μια εκδρομή νικητή του στοιχήματος. Πολλά μαζεύονται...
Ωραία & γεμάτη μέρα!
Το τρενάκι μας άφησε στον -γνωστό πλέον- σταθμό, έτσι δίχως να χάσουμε χρόνο κατηφορίσαμε προς την ίδια διαδρομή που είχαμε κάνει και το προηγούμενο βράδυ, αρχικά με στόχο να πάρουμε μια καλύτερη εικόνα από τα αξιοθέατα που βρίσκονται στην ίδια διαδρομή, όπως για παράδειγμα το δικαστικό κτήριο και η περίφημη πύλη «Karlstor» που δείχνει (και είναι) νεότερη από την αρχική της κατασκευή, μιας και υπέστη ουκ ολίγες επιδιορθώσεις στο πέρασμα των ετών:
Με το που πιάσαμε τον πεζόδρομο Neuhauser θυμηθήκαμε και τη δίψα που μας διακρίνει σε τέτοιες εκδρομές, θέλοντας ανώφελα όπως αποδείχτηκε να κάνουμε στάση σε μια κλασσική Βαυαρική μπυραρία όπως η εξαιρετική «Augustiner Stammhaus» που ήταν και στις σημειώσεις μου. Όχι τραπέζι, όχι σκαμπό, ούτε σκαμνί δε μπορούσες να βρεις εκείνη την ώρα, μιας και εκτός των άλλων έπαιζε και η σιχαμένη ομάδα λίγο μετά οπότε λογικό ήταν οι περισσότεροι Γερμανοί πριν το γήπεδο να βρίσκονται στις μπυραρίες:
Προχωρήσαμε έτσι προβληματισμένοι, συναντώντας όλο και περισσότερο κόσμο στα βασικά σημεία, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας.
Οφείλαμε αρχικά ένα πέρασμα από τον πανύψηλο και χαρακτηριστικό ναό της παναγίας «Frauenkirche» με τους δύο 98μετρους θολωτούς πύργους, που εγκαινιάστηκε το 1494 παρακαλώ:
Και να που ο καλός θεούλης των ταξιδιωτών επιβράβευσε την πίστη μας μ’ ένα φιλόξενο τραπέζι που βρέθηκε από σπόντα στο παραδοσιακό ρεστοράν «Andechser am Dom» προκειμένου να πιούμε τις πρώτες της ημέρας. Έξω, μη φανταστείτε, ευτυχώς που ο καιρός βοηθούσε:
Με εντελώς διαφορετική διάθεση πλέον κατηφορίσαμε προς την Marienplatz, βλέποντας κοσμοσυρροή, αποτέλεσμα μιας ανοικτής εκδήλωσης υπέρ της Ουκρανίας. Θα ήθελα να πω κάτι τώρα για την υποκρισία της δύσης ωστόσο δεν είναι το κατάλληλο μέρος οπότε προχωράω.
Αφήνοντας πίσω την κεντρική πλατεία κάναμε δεξιά μόλις είδαμε την νέο-μπαρόκ εκκλησία του 18ου αιώνα με το όνομα «Heilig-Geist» μιας και στις σημειώσεις μου είχα κάτι διαφορετικό:
Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τη διάσημη ανοικτή αγορά τροφίμων (κι όχι μόνο) του Μονάχου «Viktualienmarkt» στην οποία βρεθήκαμε μετά από μερικά μόνο βήματα. Αν δε το καταλάβατε, είχαμε περάσει επισήμως στην ώρα του παιδιού ξεκινώντας να δοκιμάζουμε τα παραδοσιακά εδέσματα:
Με αρκετή τύχη βρήκαμε λίγο χώρο σ’ ένα βαρέλι-stand ενός ωραίου κεντρικού παραδοσιακού μαγειρείου στο οποίο μπήκαμε φυσικά για τις απαραίτητες προμήθειες. Πατάτες, δύο ποικιλίες λουκάνικα, αγαπημένο ξινολάχανο και φυσικά άφθονη βαυαρική μπύρα, παρέα μάλιστα μ΄ ένα ζευγάρι αρκετά μεγαλύτερων ντόπιων που με ευχαρίστηση μας έπιασε την κουβέντα η οποία επεκτάθηκε στα ελληνικά νησιά, κάνοντας μας γι’ άλλη μια φορά ν’ αναθεωρήσουμε πολλά για τους Γερμανούς, όπως και όλη άλλωστε η πόλη, που σίγουρα πρόκειται για ειδική κατηγορία:
Η πεποίθηση μας ότι όλο το Μόναχο ήταν στους δρόμους νομίζω επιβεβαιώνεται κι από τις φωτογραφίες. Λόγω Σαββάτου, λόγω καλοκαιρίας (!) δε ξέρω, θα σας γελάσω:
Εμείς μια φορά συνεχίσαμε την διερεύνηση μας στους όμορφους δρόμους του κέντρου, αν και οι δελεαστικές του μπυραρίες δεν έλεγαν να μας αφήσουν ήσυχους. Πλέον χώρος και τραπέζια διαθέσιμα υπήρχαν, οπότε ήταν ευκαιρία για μια-δυο χωνευτικές Schneider Weiss (γνωστή πλέον) στο «Weisses Bräuhaus im Tal» με τον Έλληνα υπεύθυνο και τον πολύ ωραίο εσωτερικό χώρο του:
Είχε σουρουπώσει όταν βγήκαμε ξανά στον –πηγμένο άλλη μια φορά από κόσμο- δρόμο, απέναντι από το παλιό δημαρχείο «Altes Rathaus» με τον πύργο του ρολογιού του 14ου αιώνα, που τώρα θα βρείτε ως Toy Museum:
Θέλαμε να βρούμε κάποιο φιλόξενο μπαρ να πιούμε κάτι γιατί ώρα είχαμε, κάτι που ευτυχώς συνέβη στο απέναντι στενάκι με το «Le Clou», ένα μαγαζί που μπήκε σχεδόν αμέσως στην καρδιά μας, με τα εξαιρετικά του βαρέλια, τα παγωμένα σφηνάκια, τις μουσικάρες και τον πολύ ωραίο κόσμο που το γέμιζε ασφυκτικά όπως είναι λογικό. Ωραίο απόγευμα:
Είχαμε ήδη συμφωνήσει το γεγονός πως θα το παίρναμε σερί, μιας και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο και να ξαναβγούμε, γεγονός που συναποφασίσαμε όταν βγήκαμε και πάλι νωρίς το βραδάκι στους δρόμους της πόλης:
Τι έμενε να κάνουμε; Μα να πιούμε καμιά μπυρίτσα φυσικά σε συνδυασμό με παγωμένο Jägermeister, ιδέα που υλοποιήθηκε πάραυτα όταν βρήκαμε μπροστά μας το «Giesinger Bräu – Stehausschank» και τον υπαίθριο χώρο του:
Η κοσμοπλημμύρα του Σαββάτου κρατούσε καλά όπως διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά ανεβαίνοντας τον πεζόδρομο, προκειμένου να βρούμε το ντονεράδικο που θα μας έφερνε στα ίσια μας, πλησιάζοντας παράλληλα στο Χόστελ:
Ήταν αρκετά όλα αυτά για την ημέρα; Σαφώς και όχι, μιας και σε απόσταση βολής βρισκόταν το «Café Kosmos» με την ιδιότροπη ίνοξ μπάρα του όπου τιμήσαμε μερικές τελευταίες, ένα από τα πολλά που μου πρότεινε μια κοπέλα που ζούσε χρόνια στο Μόναχο κι εμπιστεύομαι απόλυτα.
Εντάξει, πρότελευταια μιας και δε γινόταν να μη πιούμε την κερασμένη στο μπαρ πριν ανέβουμε στο δωμάτιο, κλείνοντας μ’ ένα μπιλιαρδάκι κόντρα στο Νίκο που με βρήκε γι’ άλλη μια εκδρομή νικητή του στοιχήματος. Πολλά μαζεύονται...
Ωραία & γεμάτη μέρα!