travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.839
- Likes
- 15.736
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πρώτη μέρα στο Βίντχοκ.
- Από το Windhoek στο Sossusvlei. 1
- Από το Windhoek στο Sossusvlei. 2
- Επίσκεψη στο Sossusvlei
- Επιστροφή από το Sossusvlei. Sesriem Canyon.
- Οδικώς στο Swakopmund.
- Βόλτες στο Σβάκοπμουντ.
- Πρώτη μέρα με το πρακτορείο
- Στο πάρκο Ετόσα.
- Σαφάρι στο πάρκο Ετόσα.
- Πάρκο Ετόσα, αλλαγή λοτζ.
- Ταξίδι δίπλα στον ποταμό Okavango.
- Βόλτες στο ποτάμι και άφιξη στη Μποτσουάνα.
- Στο Δέλτα του Οκαβάνγκο, με αεροπλάνο.
- Στο Δέλτα του Οκαβάνγκο, με αυτοκίνητο. Πρώτη μέρα.
- Ολοήμερο σαφάρι στο Δέλτα του Οκαβάνγκο. Δεύτερη μέρα.
- Λίγο σαφάρι ακόμα και άφιξη στη Νάτα.
- Nata salt pans.
- Βόλτα στον ποταμό Chobe
- Στους Καταρράκτες Βικτώρια.
- Επίσκεψη στους καταρράκτες.
- Η επιστροφή.
- Βίντεο
Πάρκο Ετόσα, αλλαγή λοτζ.
Ξημέρωσε λοιπόν και ετοιμαστήκαμε αργά αργά να πάμε για πρωινό, αφού είχαμε ενημερωθεί ότι είχαμε γεύμα στις δώδεκα και μισή. Έχω ξαναπεί ότι το μεσημεριανό φαγητό συνήθως είναι ένα τοστ, το οποίο δεν ξέρεις τι έχει μέσα. Κόβουν καμιά φορά και μισό λάχανο και βάζει ο καθένας στο τοστ λίγο. Όμως η Ντίνα είχε τσαντιστεί με το χθεσινό, που δεν μας βοήθησε ο Μαλίνγκα να πάμε στους Χίμπα, και έδειχνε πλέον αδιαφορία προς το προσωπικό.
Κάνοντας κριτική για το χθεσινό σαφάρι που είχαμε, παρότι ήταν 10 ωρών, δεν άξιζε τόσο πολύ. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ ακριβό. Κάναμε τεράστιες αποστάσεις που δεν ξέραμε αν θα υπάρχει κάτι να δούμε. Ελπίζαμε. Για παράδειγμα από το Λοτζ που μέναμε μέχρι το άλλο λοτζ που πήγαμε και είχαμε γεύμα, η απόσταση πρέπει να ήταν 70 χιλιόμετρα. Βέβαια περνάς από ωραία μέρη. Αλλού είναι ερημικά τελείως, δηλαδή έχει μονάχα χαμηλούς θάμνους με ύψος 30 - 40 εκατοστά. Αλλού έχει πάρα πολλά δέντρα με χαμηλό ύψος δηλαδή μέχρι 7 - 8 μέτρα και αλλού έχει μόνο θάμνους. Αλλά στο βάθος μερικές φορές είδαμε και σημεία τα οποία ήταν κανονική έρημος, δηλαδή φαινόταν να είναι άμμος. Όμως εκεί δεν είχε δρόμο για να πλησιάσουμε. Ίσως είχε κάποιο δρόμο για να πάμε, αλλά όταν ρώτησε μια επιβάτης από το τζιπ ο οδηγός της απάντησε ότι δεν υπάρχει δρόμος. Δεν ξέρω γιατί δεν μας πήγαν αφού εκεί ήταν τα τεράστια λεγόμενα τηγάνια, λεκάνες, με τη λευκή άμμο. Από εκεί πήρε και το όνομα η περιοχή του πάρκου.
Επίσης το τζιπ δεν έκανε καμία παράκαμψη, να βγει δηλαδή εκτός δρόμου. Αυτό βέβαια το καταλαβαίνω, γιατί μάλλον απαγορεύεται. Μόνο σε ένα σημείο που είχαμε δει τα τρία λιοντάρια μπήκε μέσα γύρω στα 15 μέτρα για να τα δούμε κάπως καλύτερα. Και όντως αυτό ήταν μια καλή φάση στο σαφάρι. Θέλω να πω λοιπόν ότι από τις 10 ώρες ουσιαστικά τις 3 ή 4 το πολύ κάναμε σαφάρι. Όλες οι άλλες ώρες ήταν φύρα, είτε επειδή καθίσαμε για το μεσημεριανό είτε επειδή κάναμε μετακίνηση. Ειδικά στην επιστροφή η μετακίνηση ήταν αρκετά γρήγορη και ο οδηγός δεν έψαχνε καθόλου για ζώα. Αν δεν του χτυπούσαμε εμείς το ταβάνι του αυτοκινήτου, που ήταν μέσα εκείνος και εμείς απέξω, δεν θα σταματούσε γιατί βιαζόταν να γυρίσει πίσω. Θεωρητικά θα φτάναμε πίσω τέσσερις με τεσσερισήμισι αλλά είχαμε μια καθυστέρηση πάνω από μια ώρα.
Το πρωί, αφού έτσι κι αλλιώς δεν θα πηγαίναμε να δούμε τη φυλή Χίμπα, πήγαμε χαλαρά για πρωινό περίπου στις 8 στο εστιατόριο του λοτζ. Πήραμε ένα καλό πρωινό οπότε δεν χρειάστηκε να πάρουμε μεσημεριανό με το υπόλοιπο γκρουπ. Μετά πήγαμε στην λίμνη, δηλαδή το νερόλακκο, εκεί που έρχονταν τα ζώα. Εκεί πράγματι ήταν πολύ όμορφα, γιατί ερχόταν σπρίνγκμποκ, πουλιά, ζέβρες και πίνανε νερό. Καθότανε λίγο και φεύγανε, αλλά πάντα φαινόταν ότι ζούσαν με το φόβο της επίθεσης κάποιου σαρκοβόρου ζώου. Πάντως εκεί ο χώρος είναι πολύ μεγάλος για να παρακολουθήσεις το θέαμα με τα ζώα. Στο επόμενο λοτζ που πήγαμε το ίδιο απόγευμα είχαν κι εκεί ένα νερόλακκο, αλλά όχι τόσο μεγάλο. Το πρωί το περάσαμε με την Ντίνα εκεί. Αργότερα πήγαμε στο εστιατόριο του Λοτζ, απλά για να καθίσουμε και ούτε καν μια μπύρα δεν ήπιαμε, γιατί δεν ήταν πολλές ώρες που είχαμε πάρει το πλούσιο πρωινό μας. Καθίσαμε εκεί μέχρι να πάει η ώρα περίπου μία για να πάμε να συναντήσουμε το υπόλοιπο γκρουπ και για να φύγουμε περίπου στις μία και μισή. Τα πράγματά μας ήδη τα είχαμε βάλει στο αυτοκίνητο στα κουτιά που έχει ο καθένας μας και έτσι ήμασταν έτοιμοι για να φύγουμε.
Φύγαμε από αυτό το λοτζ και πήγαμε 150 χιλιόμετρα ανατολικότερα, σε ένα άλλο, πάλι μέσα στη Μποτσουάνα, και μέσα στο πάρκο Ετόσα. Στη διαδρομή που πηγαίναμε είδαμε κάποια ωραία τοπία αλλά δυστυχώς το προσωπικό του πρακτορείου δεν είχε καμία διάθεση να πάρει κάποιον διαφορετικό δρόμο από την πορεία μας, ώστε να μας τα δείξει. Αυτό το κακό πιστεύω προέρχεται από το ότι θέλουν να μας ταΐζουν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Γι αυτό αναγκάζονται να τρέχουν ώστε να προλαβαίνουν τις ώρες φαγητού. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να σταματήσει κάπου ή να κάνει κάποια παράκαμψη. Άλλωστε το γράφει και στο πρόγραμμα ότι γίνεται σαφάρι με το λεωφορείο.
Για το φαγητό να πω ότι για το πρωινό καταλαβαίνω ότι χρειάζεται, αλλά αυτό το μεσημεριανό που είναι αστείο και το βραδινό θα έπρεπε να εκλείψουν. Θα μπορούσαν να βάζουν χαμηλότερη τιμή και να μην έχουν αυτούς τους περιορισμούς. Γιατί είναι μεγάλη κοροϊδία να βάζουν τα άτομα του γκρουπ να καθαρίζουν τα πιάτα, να μαζεύουν καρέκλες, τραπέζια και τραπεζομάντιλα και ιστορίες. Και να μαζεύουν και όλοι μαζί τα στρώματα που κοιμόνται στη σκηνή. Και να βλέπεις την κοπέλα που μαγειρεύει να κάνει μανικιούρ εκείνη την ώρα ή να βλέπεις τον Malinga να κάνει καμάκι ή να κάνει βόλτες ή να κοιμάται. Αυτό είναι ντροπή και απορώ πως κάποιοι από τους συμμετέχοντες στο γκρουπ το δέχονταν αδιαμαρτύρητα. Φαίνεται ίσως ότι σε μερικούς άρεσε κιόλας. Εννοώ να εργάζονται γι αυτούς.
Το καινούργιο λοτζ, ήταν μια χαρά, αν και λίγο μικρότερο από το προηγούμενο. Καθίσαμε το απόγευμα σε ένα παγκάκι μπροστά σε αυτό το οποίο ονομάζουν Waterhole, δηλαδή μια τρύπα με νερό, που σημαίνει ότι έχουν μια μικρή σαν δεξαμενή στο έδαφος με νερό ώστε να έρχονται τα ζώα να πίνουν. Έτσι οι τουρίστες τα τραβάνε φωτογραφίες και βίντεο. Είναι πολύ ωραίο γιατί βρίσκεται έξω από το Λοτζ και έτσι όταν κάθεσαι βλέπεις την αχανή έκταση του πάρκου Ετόσα. Η λέξη Ετόσα σημαίνει το άσπρο χώμα, η άσπρη γη, από μια πρώην λίμνη που έχει μείνει με λευκή επίπεδη επιφάνεια, αφού το νερό εξατμίστηκε. Τη λίμνη δυστυχώς κοιτάμε μόνο από κάποια απόσταση και όχι από πολύ κοντά. Αυτό το λευκό που φαίνεται ίσως είναι αλάτι. Δεν ξέρω, δεν πήραμε χαμπάρι. Έχουμε απογοητευτεί λίγο από το πρακτορείο σε αυτό το θέμα. Και ίσως να μην έφταιγε το πρακτορείο αλλά οι εργαζόμενοι, δηλαδή ο οδηγός και κυρίως ο Μαλίνγκα, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος. Κρίμα που δε μας πήγαν να δούμε αυτό το μέρος. Και ήμασταν τόσο κοντά!
Ήταν πολύ όμορφα κοιτώντας προς τη δύση πέρα από την Waterhole. Έβλεπα καμιά δεκαπενταριά γκνου εκ των οποίων 3 - 4 είχαν και τα μικρά τους μαζί. Έρχονται στην νερότρυπα να πιούν νερό. Δεν φοβούνταν τίποτα. Δεν υπήρχε φαίνεται κάποιος κίνδυνος γιατί δεν κοιτούσαν γύρω τους. Ενώ τα σπρίνμποκ κοιτούσαν συνέχεια γύρω τους, για να δούνε μήπως παραμονεύει κάποιος εχθρός. Κι είχε πλάκα που υπήρχαν και διάφορα πουλιά ανάμεσά τους. Δεν ξέρω τι περιμέναν τα πουλιά. Το θέμα είναι ότι άμα κάποιο πουλί πέταγε απότομα, τα γκνου αιφνιδιάζονταν και νόμιζαν ότι κάτι τρέχει και έφευγαν και αυτά. Αλλά σε ένα δευτερόλεπτο καταλάβαιναν ότι ήταν απλά κάποιο πουλί που πέταξε και ηρεμούσαν, και συνέχιζαν το φαγητό τους.
Τέλος, αφού αποφασίσαμε ότι δεν έχουμε να δούμε κάτι διαφορετικό στο νερόλακκο αυτό, φύγαμε γιατί είχε περάσει και η ώρα και πήγαμε εκεί που θα τρώγαμε να δούμε τι φαγητό θα είχαμε. Είχαμε υποψία ότι θα ήταν μπάρμπεκιου γιατί είδαμε κάποια στιγμή να ανάβουν φωτιά τα δυο αγόρια. Πράγματι πήγαμε και ήταν σχεδόν έτοιμα κάποια λουκάνικα και μπριζόλες χοιρινές. Έτσι αργότερα επιστρέψαμε, μαζί με την Ντίνα για πρώτη φορά. Και όντως το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο και είχε και κάποιες πατάτες φούρνου, δεν ξέρω που τις έψησαν. Και επίσης είχε φασολάδα για εκείνους που δεν τρώνε κρεατικά. Αφού φάγαμε πήγαμε πάλι στη λεγόμενη λίμνη, αλλά δεν υπήρξε κανένα ζώο εκεί και έτσι επιστρέψαμε στα δωμάτια μας για να ξεκουραστούμε και εν τέλει να κοιμηθούμε.
Σε τρεις μέρες θα φτάναμε στην Μποτσουάνα. Εκεί θα πηγαίναμε αρχικά στην περιοχή του Δέλτα του ποταμού Οκαβάνγκο. Κατά την ώρα του βραδινού φαγητού ο Μαλίνγκα ρώτησε ποιοι θέλουν να συμμετέχουν στην αεροπορική βόλτα στο Δέλτα για 45 λεπτά με κόστος 145$ Αμερικής. Δήλωσαν συμμετοχή οι περισσότεροι. Εγώ με την Ντίνα, αφού το σκεφτήκαμε λίγο, δηλώσαμε επίσης συμμετοχή. Αυτό θα γινόταν μετά από 3 μέρες.
Στο τραπέζι με το φαγητό (πράγματι αυτή τη φορά έβαλαν και τραπέζι γιατί συνήθως καθόμασταν σε ένα σκαμπό και τρώγαμε κρατώντας το πιάτο μας) καθόμασταν κυρίως με τον Ιταλό και με μια καινούργια Ιταλίδα η οποία ενσωματώθηκε το μεσημέρι στο γκρουπ. Εντύπωση μου κάνει ο Ιταλός, ο οποίος συνέχεια δείχνει τρομερό ενδιαφέρον για τη μουσική που του λέω ότι ακούμε στην Ελλάδα. Συνήθως του λέω για ιταλικά τραγούδια που κάποτε είχαν αφήσει εποχή. Του έβαλα να ακούσει και μερικά γκρεκάνικα τραγούδια, στα οποία όμως δεν καταλάβαινε καθόλου τη γλώσσα. Του είπα ότι είναι ελληνικά, απλά προέρχονται από τους απογόνους των Ελλήνων που είχαν ως αποικία τη νότια Ιταλία.
Ξημέρωσε λοιπόν και ετοιμαστήκαμε αργά αργά να πάμε για πρωινό, αφού είχαμε ενημερωθεί ότι είχαμε γεύμα στις δώδεκα και μισή. Έχω ξαναπεί ότι το μεσημεριανό φαγητό συνήθως είναι ένα τοστ, το οποίο δεν ξέρεις τι έχει μέσα. Κόβουν καμιά φορά και μισό λάχανο και βάζει ο καθένας στο τοστ λίγο. Όμως η Ντίνα είχε τσαντιστεί με το χθεσινό, που δεν μας βοήθησε ο Μαλίνγκα να πάμε στους Χίμπα, και έδειχνε πλέον αδιαφορία προς το προσωπικό.
Κάνοντας κριτική για το χθεσινό σαφάρι που είχαμε, παρότι ήταν 10 ωρών, δεν άξιζε τόσο πολύ. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ ακριβό. Κάναμε τεράστιες αποστάσεις που δεν ξέραμε αν θα υπάρχει κάτι να δούμε. Ελπίζαμε. Για παράδειγμα από το Λοτζ που μέναμε μέχρι το άλλο λοτζ που πήγαμε και είχαμε γεύμα, η απόσταση πρέπει να ήταν 70 χιλιόμετρα. Βέβαια περνάς από ωραία μέρη. Αλλού είναι ερημικά τελείως, δηλαδή έχει μονάχα χαμηλούς θάμνους με ύψος 30 - 40 εκατοστά. Αλλού έχει πάρα πολλά δέντρα με χαμηλό ύψος δηλαδή μέχρι 7 - 8 μέτρα και αλλού έχει μόνο θάμνους. Αλλά στο βάθος μερικές φορές είδαμε και σημεία τα οποία ήταν κανονική έρημος, δηλαδή φαινόταν να είναι άμμος. Όμως εκεί δεν είχε δρόμο για να πλησιάσουμε. Ίσως είχε κάποιο δρόμο για να πάμε, αλλά όταν ρώτησε μια επιβάτης από το τζιπ ο οδηγός της απάντησε ότι δεν υπάρχει δρόμος. Δεν ξέρω γιατί δεν μας πήγαν αφού εκεί ήταν τα τεράστια λεγόμενα τηγάνια, λεκάνες, με τη λευκή άμμο. Από εκεί πήρε και το όνομα η περιοχή του πάρκου.
Επίσης το τζιπ δεν έκανε καμία παράκαμψη, να βγει δηλαδή εκτός δρόμου. Αυτό βέβαια το καταλαβαίνω, γιατί μάλλον απαγορεύεται. Μόνο σε ένα σημείο που είχαμε δει τα τρία λιοντάρια μπήκε μέσα γύρω στα 15 μέτρα για να τα δούμε κάπως καλύτερα. Και όντως αυτό ήταν μια καλή φάση στο σαφάρι. Θέλω να πω λοιπόν ότι από τις 10 ώρες ουσιαστικά τις 3 ή 4 το πολύ κάναμε σαφάρι. Όλες οι άλλες ώρες ήταν φύρα, είτε επειδή καθίσαμε για το μεσημεριανό είτε επειδή κάναμε μετακίνηση. Ειδικά στην επιστροφή η μετακίνηση ήταν αρκετά γρήγορη και ο οδηγός δεν έψαχνε καθόλου για ζώα. Αν δεν του χτυπούσαμε εμείς το ταβάνι του αυτοκινήτου, που ήταν μέσα εκείνος και εμείς απέξω, δεν θα σταματούσε γιατί βιαζόταν να γυρίσει πίσω. Θεωρητικά θα φτάναμε πίσω τέσσερις με τεσσερισήμισι αλλά είχαμε μια καθυστέρηση πάνω από μια ώρα.
Το πρωί, αφού έτσι κι αλλιώς δεν θα πηγαίναμε να δούμε τη φυλή Χίμπα, πήγαμε χαλαρά για πρωινό περίπου στις 8 στο εστιατόριο του λοτζ. Πήραμε ένα καλό πρωινό οπότε δεν χρειάστηκε να πάρουμε μεσημεριανό με το υπόλοιπο γκρουπ. Μετά πήγαμε στην λίμνη, δηλαδή το νερόλακκο, εκεί που έρχονταν τα ζώα. Εκεί πράγματι ήταν πολύ όμορφα, γιατί ερχόταν σπρίνγκμποκ, πουλιά, ζέβρες και πίνανε νερό. Καθότανε λίγο και φεύγανε, αλλά πάντα φαινόταν ότι ζούσαν με το φόβο της επίθεσης κάποιου σαρκοβόρου ζώου. Πάντως εκεί ο χώρος είναι πολύ μεγάλος για να παρακολουθήσεις το θέαμα με τα ζώα. Στο επόμενο λοτζ που πήγαμε το ίδιο απόγευμα είχαν κι εκεί ένα νερόλακκο, αλλά όχι τόσο μεγάλο. Το πρωί το περάσαμε με την Ντίνα εκεί. Αργότερα πήγαμε στο εστιατόριο του Λοτζ, απλά για να καθίσουμε και ούτε καν μια μπύρα δεν ήπιαμε, γιατί δεν ήταν πολλές ώρες που είχαμε πάρει το πλούσιο πρωινό μας. Καθίσαμε εκεί μέχρι να πάει η ώρα περίπου μία για να πάμε να συναντήσουμε το υπόλοιπο γκρουπ και για να φύγουμε περίπου στις μία και μισή. Τα πράγματά μας ήδη τα είχαμε βάλει στο αυτοκίνητο στα κουτιά που έχει ο καθένας μας και έτσι ήμασταν έτοιμοι για να φύγουμε.
Φύγαμε από αυτό το λοτζ και πήγαμε 150 χιλιόμετρα ανατολικότερα, σε ένα άλλο, πάλι μέσα στη Μποτσουάνα, και μέσα στο πάρκο Ετόσα. Στη διαδρομή που πηγαίναμε είδαμε κάποια ωραία τοπία αλλά δυστυχώς το προσωπικό του πρακτορείου δεν είχε καμία διάθεση να πάρει κάποιον διαφορετικό δρόμο από την πορεία μας, ώστε να μας τα δείξει. Αυτό το κακό πιστεύω προέρχεται από το ότι θέλουν να μας ταΐζουν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Γι αυτό αναγκάζονται να τρέχουν ώστε να προλαβαίνουν τις ώρες φαγητού. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να σταματήσει κάπου ή να κάνει κάποια παράκαμψη. Άλλωστε το γράφει και στο πρόγραμμα ότι γίνεται σαφάρι με το λεωφορείο.
Για το φαγητό να πω ότι για το πρωινό καταλαβαίνω ότι χρειάζεται, αλλά αυτό το μεσημεριανό που είναι αστείο και το βραδινό θα έπρεπε να εκλείψουν. Θα μπορούσαν να βάζουν χαμηλότερη τιμή και να μην έχουν αυτούς τους περιορισμούς. Γιατί είναι μεγάλη κοροϊδία να βάζουν τα άτομα του γκρουπ να καθαρίζουν τα πιάτα, να μαζεύουν καρέκλες, τραπέζια και τραπεζομάντιλα και ιστορίες. Και να μαζεύουν και όλοι μαζί τα στρώματα που κοιμόνται στη σκηνή. Και να βλέπεις την κοπέλα που μαγειρεύει να κάνει μανικιούρ εκείνη την ώρα ή να βλέπεις τον Malinga να κάνει καμάκι ή να κάνει βόλτες ή να κοιμάται. Αυτό είναι ντροπή και απορώ πως κάποιοι από τους συμμετέχοντες στο γκρουπ το δέχονταν αδιαμαρτύρητα. Φαίνεται ίσως ότι σε μερικούς άρεσε κιόλας. Εννοώ να εργάζονται γι αυτούς.
Το καινούργιο λοτζ, ήταν μια χαρά, αν και λίγο μικρότερο από το προηγούμενο. Καθίσαμε το απόγευμα σε ένα παγκάκι μπροστά σε αυτό το οποίο ονομάζουν Waterhole, δηλαδή μια τρύπα με νερό, που σημαίνει ότι έχουν μια μικρή σαν δεξαμενή στο έδαφος με νερό ώστε να έρχονται τα ζώα να πίνουν. Έτσι οι τουρίστες τα τραβάνε φωτογραφίες και βίντεο. Είναι πολύ ωραίο γιατί βρίσκεται έξω από το Λοτζ και έτσι όταν κάθεσαι βλέπεις την αχανή έκταση του πάρκου Ετόσα. Η λέξη Ετόσα σημαίνει το άσπρο χώμα, η άσπρη γη, από μια πρώην λίμνη που έχει μείνει με λευκή επίπεδη επιφάνεια, αφού το νερό εξατμίστηκε. Τη λίμνη δυστυχώς κοιτάμε μόνο από κάποια απόσταση και όχι από πολύ κοντά. Αυτό το λευκό που φαίνεται ίσως είναι αλάτι. Δεν ξέρω, δεν πήραμε χαμπάρι. Έχουμε απογοητευτεί λίγο από το πρακτορείο σε αυτό το θέμα. Και ίσως να μην έφταιγε το πρακτορείο αλλά οι εργαζόμενοι, δηλαδή ο οδηγός και κυρίως ο Μαλίνγκα, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος. Κρίμα που δε μας πήγαν να δούμε αυτό το μέρος. Και ήμασταν τόσο κοντά!
Ήταν πολύ όμορφα κοιτώντας προς τη δύση πέρα από την Waterhole. Έβλεπα καμιά δεκαπενταριά γκνου εκ των οποίων 3 - 4 είχαν και τα μικρά τους μαζί. Έρχονται στην νερότρυπα να πιούν νερό. Δεν φοβούνταν τίποτα. Δεν υπήρχε φαίνεται κάποιος κίνδυνος γιατί δεν κοιτούσαν γύρω τους. Ενώ τα σπρίνμποκ κοιτούσαν συνέχεια γύρω τους, για να δούνε μήπως παραμονεύει κάποιος εχθρός. Κι είχε πλάκα που υπήρχαν και διάφορα πουλιά ανάμεσά τους. Δεν ξέρω τι περιμέναν τα πουλιά. Το θέμα είναι ότι άμα κάποιο πουλί πέταγε απότομα, τα γκνου αιφνιδιάζονταν και νόμιζαν ότι κάτι τρέχει και έφευγαν και αυτά. Αλλά σε ένα δευτερόλεπτο καταλάβαιναν ότι ήταν απλά κάποιο πουλί που πέταξε και ηρεμούσαν, και συνέχιζαν το φαγητό τους.
Τέλος, αφού αποφασίσαμε ότι δεν έχουμε να δούμε κάτι διαφορετικό στο νερόλακκο αυτό, φύγαμε γιατί είχε περάσει και η ώρα και πήγαμε εκεί που θα τρώγαμε να δούμε τι φαγητό θα είχαμε. Είχαμε υποψία ότι θα ήταν μπάρμπεκιου γιατί είδαμε κάποια στιγμή να ανάβουν φωτιά τα δυο αγόρια. Πράγματι πήγαμε και ήταν σχεδόν έτοιμα κάποια λουκάνικα και μπριζόλες χοιρινές. Έτσι αργότερα επιστρέψαμε, μαζί με την Ντίνα για πρώτη φορά. Και όντως το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο και είχε και κάποιες πατάτες φούρνου, δεν ξέρω που τις έψησαν. Και επίσης είχε φασολάδα για εκείνους που δεν τρώνε κρεατικά. Αφού φάγαμε πήγαμε πάλι στη λεγόμενη λίμνη, αλλά δεν υπήρξε κανένα ζώο εκεί και έτσι επιστρέψαμε στα δωμάτια μας για να ξεκουραστούμε και εν τέλει να κοιμηθούμε.
Σε τρεις μέρες θα φτάναμε στην Μποτσουάνα. Εκεί θα πηγαίναμε αρχικά στην περιοχή του Δέλτα του ποταμού Οκαβάνγκο. Κατά την ώρα του βραδινού φαγητού ο Μαλίνγκα ρώτησε ποιοι θέλουν να συμμετέχουν στην αεροπορική βόλτα στο Δέλτα για 45 λεπτά με κόστος 145$ Αμερικής. Δήλωσαν συμμετοχή οι περισσότεροι. Εγώ με την Ντίνα, αφού το σκεφτήκαμε λίγο, δηλώσαμε επίσης συμμετοχή. Αυτό θα γινόταν μετά από 3 μέρες.
Στο τραπέζι με το φαγητό (πράγματι αυτή τη φορά έβαλαν και τραπέζι γιατί συνήθως καθόμασταν σε ένα σκαμπό και τρώγαμε κρατώντας το πιάτο μας) καθόμασταν κυρίως με τον Ιταλό και με μια καινούργια Ιταλίδα η οποία ενσωματώθηκε το μεσημέρι στο γκρουπ. Εντύπωση μου κάνει ο Ιταλός, ο οποίος συνέχεια δείχνει τρομερό ενδιαφέρον για τη μουσική που του λέω ότι ακούμε στην Ελλάδα. Συνήθως του λέω για ιταλικά τραγούδια που κάποτε είχαν αφήσει εποχή. Του έβαλα να ακούσει και μερικά γκρεκάνικα τραγούδια, στα οποία όμως δεν καταλάβαινε καθόλου τη γλώσσα. Του είπα ότι είναι ελληνικά, απλά προέρχονται από τους απογόνους των Ελλήνων που είχαν ως αποικία τη νότια Ιταλία.