delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.196
Το σημερινό πρωινό μού υπενθύμισε ότι βρίσκομαι στη... “σωστή” - για μένα – γωνιά τού πλανήτη... Πήγα στο τελωνείο, στο λιμάνι τού Μοντεβιδέο, και τα 15 λεπτά που πέρασα εκεί, πήγαν όπως πήγαν(...), επειδή είμαι στη Νότια Αμερική, και συγκεκριμένα στην Ουρουγουάη, όχι... στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία, ή στη... Λιθουανία.
Το γιατί ήθελα να πάω στο τελωνείο, το έγραψα χθες. Μετά από ημίωρη ευχάριστη βόλτα από το σπίτι μέχρι εκεί, εξήγησα στην κυρία στην είσοδο τι ακριβώς ήθελα, σκάναρε το διαβατήριό μου, και με έστειλε σε ένα γραφείο. Με το που μπήκα, είδα δύο κυρίες (στα 50) και μία κοπέλα (στα 25), να μην... σκοτώνονται ακριβώς στη δουλειά. Οι κυρίες ήταν όρθιες, κουβέντιαζαν, και η κοπέλα κάτι κοιτούσε στο κινητό της, με μάτε δίπλα (μάτε = ό,τι ουρουγουανικότερο μπορεί να πίνει ένας Ουρουγουανός από το πρωί μέχρι το βράδυ).
Εξήγησα την... περίπτωσή μου, τις είπα για το πρόβλημα που είχα στο τελωνείο στην Κολόνια, κι όταν τις είπα πόσες φανέλες έχω μαζί μου, μου είπαν ότι οι υπάλληλοι εκεί φάνηκαν “muy flexibles” επιτρέποντάς μου να περάσω. Τις ρώτησα πώς μπορώ να αποδείξω στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης, ΑΝ με τσεκάρουν, ότι οι φανέλες που κουβαλάω δεν είναι για εμπόριο, αλλά για τη συλλογή μου. Με ρώτησαν αν έχω κρατημένες τις αποδείξεις (εννοείται πως ναι). Μου είπαν ότι αυτό θα πρέπει να φανεί αρκετό, αν οι υπάλληλοι εκεί χρησιμοποιήσουν κοινή λογική. Αν αγοράζεις κάτι με σκοπό να το πουλήσεις, δεν το κουβαλάς μαζί σου επί μήνες, το πουλάς στην πρώτη ευκαιρία. Επίσης, αγοράζεις πολλά κομμάτια τού ίδιου προϊόντος, δεν έχεις 100 διαφορετικά κομμάτια.
Τέλος πάντων, σε πέντε λεπτά είχαμε τελειώσει με το πώς μπορώ να αντιμετωπίσω το πρόβλημα στη Μαδρίτη. Στο καπάκι, η μία από τις δύο κυρίες με ρώτησε αν έχω φανέλα τής Πενιαρόλ (ένας από τους δύο μεγαλύτερους συλλόγους τής Ουρουγουάης), και της είπα ότι ευτυχώς αγόρασα μία στο άουτλετ της Πούμα στην Ασουνσιόν, αφού εδώ οι τιμές είναι... σοκαριστικές. Αμέσως επενέβη η άλλη κυρία, για να μου πει ότι πριν φύγω από την Ουρουγουάη πρέπει να αγοράσω φανέλα τής Νασιονάλ (ο άλλος μεγάλος σύλλογος).
Η δεύτερη κυρία ήξερε(!) ότι έχουν περάσει μεγάλοι Ουρουγουανοί παίκτες από την Ελλάδα, αναφέραμε τον Ρεκόμπα, τον Εστογιανόφ, τον Αμπρέου, βασικά όμως, τον “δικό μου” Πάμπλο Γκαρσία. Με ρώτησε πού είναι, τι κάνει, και της είπα, στη Θεσσαλονίκη, στον ΠΑΟΚ, προπονητής τής δεύτερης ομάδας (κι εύχομαι κάποτε της πρώτης).
Το ότι η συγκεκριμένη ήξερε για τους Ουρουγουανούς που έχουν παίξει στην Ελλάδα, αλλού θα μου είχε προκαλέσει τεράστια έκπληξη. Εδώ όμως, δεν είναι μόνο οι άνδρες που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, κι ειδικά οι παίκτες τους που παίζουν στο εξωτερικό, έχουν μεγάλη προβολή στα ΜΜΕ. Μπαίνω κάθε πρωί στο montevideo.com.uy για να διαβάζω ειδήσεις, κι από εκεί καταλήγω στο δικό τους futbol.com.uy, στο οποίο βλέπω αμέτρητες ειδήσεις για Ουρουγουανούς που παίζουν στην Ευρώπη, σε άλλες χώρες τής Λατινικής Αμερικής, μέχρι και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μιλήσαμε για παίκτες, για φανέλες, για τιμές, και το κλου, ενώ ετοιμαζόμουν να αποχαιρετήσω, ήταν ότι η κοπέλα, που μέχρι εκείνη την ώρα είχε μείνει σιωπηλή και χαμογελαστή, παρακολουθώντας την κουβέντα, ήρθε με ένα χαρτάκι, πάνω στο οποίο είχε γράψει μία διεύθυνση. Είναι ένα μαγαζί με αθλητικά είδη, στο οποίο μου είπε ότι μπορεί να βρει κανείς φανέλες περασμένων σεζόν. Το... σιγανό το ποταμάκι έβαλε το κερασάκι στην τούρτα της 15λεπτης παραμονής μου στο τελωνείο τού λιμανιού...
Είμαι όντως στο “σωστό” μέρος τού πλανήτη, κάτι που σκεφτόμουν στη Βραζιλία, πηγαίνοντας στη Receita Federal για να βγάλω CPF (έναν αριθμό μητρώου που σου κάνει τη ζωή ευκολότερη εκεί), και σε νοσοκομείο για να δω αν είχα κάνει ζημιά στο δεξί πόδι. Και στη μεν, και στο δε, οι τηλεοράσεις ήταν σε αθλητικά κανάλια (χωρίς ήχο), κι είχαν εκπομπές για το ποδόσφαιρο. Στη δε Αργεντινή, μέχρι και οι πέτρες παρακολουθούν το τι συμβαίνει στο εγχώριο ποδόσφαιρο, κι ειδικά στην Μπόκα, πηγαίνοντας δεξιά-αριστερά σε μαγαζιά για καθημερινά ψώνια, άκουγα κόσμο να μιλάει πιο πολύ για ποδόσφαιρο παρά για οτιδήποτε άλλο.
Δεν ξέρω με τι εντυπώσεις φύγατε από το Μοντεβιδέο όσοι εξ υμών έχετε περάσει από εδώ, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι είναι εύκολο να το... συμπαθήσεις. Δεν θα πήγαινα τόσο μακριά όσο να γράψω “να το αγαπήσεις”, αλλά “να το συμπαθήσεις”, αυτό, ναι, το βρίσκω εύκολο. Το μεγαλύτερο ατού του, για μένα, είναι ότι “εκμεταλλεύεται” - με την καλή έννοια – το παραλιακό μέτωπό του. Μπορείς να περπατήσεις/τρέξεις για χιλιόμετρα δίπλα στο ποτάμι, μπορείς δε να πατήσεις και αμμουδερές παραλίες(!). Δεν είναι “μαγικές”, το νερό δεν σε προσκαλεί να κάνεις βουτιά, όμως... το Μοντεβιδέο “διδάσκει” στο ανεπίδεκτο μαθήσεως Μπουένος Άιρες πώς πρέπει να είναι μία παραποτάμια πόλη, συμφιλιωμένη με το νερό, όχι... μαλωμένη μαζί του, κάνοντας το αυτονόητο (αυτό που στην αγαπημένη μου Αργεντινή αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι), προσφέροντας σε μόνιμους κατοίκους και περαστικούς επισκέπτες τη δυνατότητα/απόλαυση να περπατήσουν δίπλα στο ποτάμι, να καθίσουν και να αγναντέψουν τη θάλασσα (έτσι όπως είναι, σαν θάλασσα φαίνεται, για μένα δεν είναι καν ποτάμι, είναι... απευθείας ο Ατλαντικός).
Το γιατί ήθελα να πάω στο τελωνείο, το έγραψα χθες. Μετά από ημίωρη ευχάριστη βόλτα από το σπίτι μέχρι εκεί, εξήγησα στην κυρία στην είσοδο τι ακριβώς ήθελα, σκάναρε το διαβατήριό μου, και με έστειλε σε ένα γραφείο. Με το που μπήκα, είδα δύο κυρίες (στα 50) και μία κοπέλα (στα 25), να μην... σκοτώνονται ακριβώς στη δουλειά. Οι κυρίες ήταν όρθιες, κουβέντιαζαν, και η κοπέλα κάτι κοιτούσε στο κινητό της, με μάτε δίπλα (μάτε = ό,τι ουρουγουανικότερο μπορεί να πίνει ένας Ουρουγουανός από το πρωί μέχρι το βράδυ).
Εξήγησα την... περίπτωσή μου, τις είπα για το πρόβλημα που είχα στο τελωνείο στην Κολόνια, κι όταν τις είπα πόσες φανέλες έχω μαζί μου, μου είπαν ότι οι υπάλληλοι εκεί φάνηκαν “muy flexibles” επιτρέποντάς μου να περάσω. Τις ρώτησα πώς μπορώ να αποδείξω στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης, ΑΝ με τσεκάρουν, ότι οι φανέλες που κουβαλάω δεν είναι για εμπόριο, αλλά για τη συλλογή μου. Με ρώτησαν αν έχω κρατημένες τις αποδείξεις (εννοείται πως ναι). Μου είπαν ότι αυτό θα πρέπει να φανεί αρκετό, αν οι υπάλληλοι εκεί χρησιμοποιήσουν κοινή λογική. Αν αγοράζεις κάτι με σκοπό να το πουλήσεις, δεν το κουβαλάς μαζί σου επί μήνες, το πουλάς στην πρώτη ευκαιρία. Επίσης, αγοράζεις πολλά κομμάτια τού ίδιου προϊόντος, δεν έχεις 100 διαφορετικά κομμάτια.
Τέλος πάντων, σε πέντε λεπτά είχαμε τελειώσει με το πώς μπορώ να αντιμετωπίσω το πρόβλημα στη Μαδρίτη. Στο καπάκι, η μία από τις δύο κυρίες με ρώτησε αν έχω φανέλα τής Πενιαρόλ (ένας από τους δύο μεγαλύτερους συλλόγους τής Ουρουγουάης), και της είπα ότι ευτυχώς αγόρασα μία στο άουτλετ της Πούμα στην Ασουνσιόν, αφού εδώ οι τιμές είναι... σοκαριστικές. Αμέσως επενέβη η άλλη κυρία, για να μου πει ότι πριν φύγω από την Ουρουγουάη πρέπει να αγοράσω φανέλα τής Νασιονάλ (ο άλλος μεγάλος σύλλογος).
Η δεύτερη κυρία ήξερε(!) ότι έχουν περάσει μεγάλοι Ουρουγουανοί παίκτες από την Ελλάδα, αναφέραμε τον Ρεκόμπα, τον Εστογιανόφ, τον Αμπρέου, βασικά όμως, τον “δικό μου” Πάμπλο Γκαρσία. Με ρώτησε πού είναι, τι κάνει, και της είπα, στη Θεσσαλονίκη, στον ΠΑΟΚ, προπονητής τής δεύτερης ομάδας (κι εύχομαι κάποτε της πρώτης).
Το ότι η συγκεκριμένη ήξερε για τους Ουρουγουανούς που έχουν παίξει στην Ελλάδα, αλλού θα μου είχε προκαλέσει τεράστια έκπληξη. Εδώ όμως, δεν είναι μόνο οι άνδρες που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, κι ειδικά οι παίκτες τους που παίζουν στο εξωτερικό, έχουν μεγάλη προβολή στα ΜΜΕ. Μπαίνω κάθε πρωί στο montevideo.com.uy για να διαβάζω ειδήσεις, κι από εκεί καταλήγω στο δικό τους futbol.com.uy, στο οποίο βλέπω αμέτρητες ειδήσεις για Ουρουγουανούς που παίζουν στην Ευρώπη, σε άλλες χώρες τής Λατινικής Αμερικής, μέχρι και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μιλήσαμε για παίκτες, για φανέλες, για τιμές, και το κλου, ενώ ετοιμαζόμουν να αποχαιρετήσω, ήταν ότι η κοπέλα, που μέχρι εκείνη την ώρα είχε μείνει σιωπηλή και χαμογελαστή, παρακολουθώντας την κουβέντα, ήρθε με ένα χαρτάκι, πάνω στο οποίο είχε γράψει μία διεύθυνση. Είναι ένα μαγαζί με αθλητικά είδη, στο οποίο μου είπε ότι μπορεί να βρει κανείς φανέλες περασμένων σεζόν. Το... σιγανό το ποταμάκι έβαλε το κερασάκι στην τούρτα της 15λεπτης παραμονής μου στο τελωνείο τού λιμανιού...
Είμαι όντως στο “σωστό” μέρος τού πλανήτη, κάτι που σκεφτόμουν στη Βραζιλία, πηγαίνοντας στη Receita Federal για να βγάλω CPF (έναν αριθμό μητρώου που σου κάνει τη ζωή ευκολότερη εκεί), και σε νοσοκομείο για να δω αν είχα κάνει ζημιά στο δεξί πόδι. Και στη μεν, και στο δε, οι τηλεοράσεις ήταν σε αθλητικά κανάλια (χωρίς ήχο), κι είχαν εκπομπές για το ποδόσφαιρο. Στη δε Αργεντινή, μέχρι και οι πέτρες παρακολουθούν το τι συμβαίνει στο εγχώριο ποδόσφαιρο, κι ειδικά στην Μπόκα, πηγαίνοντας δεξιά-αριστερά σε μαγαζιά για καθημερινά ψώνια, άκουγα κόσμο να μιλάει πιο πολύ για ποδόσφαιρο παρά για οτιδήποτε άλλο.
Δεν ξέρω με τι εντυπώσεις φύγατε από το Μοντεβιδέο όσοι εξ υμών έχετε περάσει από εδώ, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι είναι εύκολο να το... συμπαθήσεις. Δεν θα πήγαινα τόσο μακριά όσο να γράψω “να το αγαπήσεις”, αλλά “να το συμπαθήσεις”, αυτό, ναι, το βρίσκω εύκολο. Το μεγαλύτερο ατού του, για μένα, είναι ότι “εκμεταλλεύεται” - με την καλή έννοια – το παραλιακό μέτωπό του. Μπορείς να περπατήσεις/τρέξεις για χιλιόμετρα δίπλα στο ποτάμι, μπορείς δε να πατήσεις και αμμουδερές παραλίες(!). Δεν είναι “μαγικές”, το νερό δεν σε προσκαλεί να κάνεις βουτιά, όμως... το Μοντεβιδέο “διδάσκει” στο ανεπίδεκτο μαθήσεως Μπουένος Άιρες πώς πρέπει να είναι μία παραποτάμια πόλη, συμφιλιωμένη με το νερό, όχι... μαλωμένη μαζί του, κάνοντας το αυτονόητο (αυτό που στην αγαπημένη μου Αργεντινή αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι), προσφέροντας σε μόνιμους κατοίκους και περαστικούς επισκέπτες τη δυνατότητα/απόλαυση να περπατήσουν δίπλα στο ποτάμι, να καθίσουν και να αγναντέψουν τη θάλασσα (έτσι όπως είναι, σαν θάλασσα φαίνεται, για μένα δεν είναι καν ποτάμι, είναι... απευθείας ο Ατλαντικός).