ΕΡΣΗ
Member
Mandawa
Την επόμενη σηκωθήκαμε αφού είχαμε κοιμηθεί πολύ καλά μια και το μικρό σχετικά δωμάτιο μας μια χαρά ζεσταινόταν με το αερόθερμο. Η ησυχία που απολαμβάναμε μας ξεκούραζε πολύ από το πολύβοον της Ινδίας. Στο ξενοδοχείο υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πελατών όλο και όλο το οποίο είχε ωράρια από τα δικά μας και είχαμε την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και χαλάρωσης. Δεν ήταν άσχημα. Βέβαια το εστιατόριο υπολειτουργούσε και δε θα έλεγα ότι η κουζίνα τους μας ξετρέλανε, το αντίθετο μάλιστα. Το πρωί ήρθε το κερασάκι στην τούρτα: ζήτησα λίγο τυρί για να το φάω με τις φρυγανιές μου και μου έφεραν τυρί τριμμένο για μακαρόνια. Βάσει ποιας λογικής ουδέποτε κατάλαβα. Αφού λοιπόν πήραμε το πρωινό μας με την ησυχία μας ξεκινήσαμε να πάμε προς τη Mandawa. «Γιατί πάμε εκεί;» Ρώτησε ο αφέντης. «Χμμμ δεν ξέρω. Το έβαλε το πρακτορείο στο πρόγραμμα και είπα γιατί όχι; Κάτι θα ξέρουν και αυτοί» ανταπάντησα. Ο αφέντης για μια εισέτι φορά μου έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και αναστέναξε.
Σύντομα αντιληφθήκαμε ότι ο οδηγός μας είχε μια ανασφάλεια για τη διαδρομή. «Έχω κάνει πολλές φορές τη διαδρομή Jaipur- Mandawa και Delhi –Mandawa, αλλά είναι η πρώτη φορά που θα κάνω τη διαδρομή Pushkar Mandawa και αυτός ο δρόμος δεν είναι εθνική οδός, αλλά περνάει από χώρια, όποτε δεν είμαι απολύτως σίγουρος πως πρέπει να πάμε» μας είπε και αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόταση που ξεστόμισε σε όλο το ταξίδι. «Δεν πειράζει είπαμε. Ρωτώντας πας στην πόλη». Η αλήθεια είναι ότι ψιλοχαθήκαμε κιόλας, αλλά είχε και το χαβά του το θέμα.
Και κάναμε την πιο ενδιαφέρουσα διαδρομή: Μέσα από χωρια να χαζεύουμε την παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική και την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Σαν μαγεμένη χάζευα και πολύ σπανίως σκεφτόμουν: «Πωπώ τι καταπληκτική σκηνή! Θα έπρεπε να βγάλω μια φωτογραφία». Είχα τόσο απορροφηθεί από αυτά που έβλεπα στη διαδρομή που καμία σκέψη δε μου περνούσε γιατί μέχρι να ανοίξω τη μηχανή και να την σηκώσω και να στοχεύσω μέσα από τον φακό της πόσες εικόνες δε θα έχανα; Κόσμος πολύς στους δρόμους των χωριών. Μου ήρθε στο μυαλό μου ο τρόπος που αρχαίοι όριζαν την ώρα: «περί πληθουσαν αγοράν». Γεμάτη κόσμο η αγορά τους, τα μικρομάγαζα τους ασφυκτικά γεμάτα και τα καρότσια τριγυρισμένα από νοικοκυρές που γέμιζαν το ζεμπίλι. Εντύπωση μας έκαναν τα άπειρα κουρεία. «μες τη μαύρη φτώχεια είναι» παρατήρησε ο αφέντης «αλλά για ξύρισμα πηγαίνουν στον κουρέα». Μάλλον ο κουρέας ήταν κάποιο μέρος της κοινωνικής ζωής των ανδρων. Κομμωτήρια πάντως δεν είδαμε.
Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη, 255 χιλιόμετρα, αλλά η ταχύτητα μας ήταν μικρή μέσα από τα διάφορα χώρια. Φθάσαμε μεσημεράκι στην Mandawa, περνώντας πρώτα από το Fatehpur (απλό χωρίς Sikri). Το Fatehpur είναι ένα είδος επαρχιακής πρωτεύουσας με πολύ ζωή και πανέμορφα παλιά κτίρια τα οποία κατέρρεαν σιγά σιγά, όπως παντού στην Ινδία άλλωστε . Και η Mandawa είναι κάτι ανάλογο, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Το αυτοκίνητο περνούσε από τους δρόμους της αγοράς, η οποία όπως σε κάθε μέρος έσφυζε από ζωή και άρχισε να ανεβαίνει προς ένα ύψωμα. «που θα κοιμηθούμε απόψε;» ρώτησε ο δίκαια φιλύποπτος αφέντης. «Στο Mandawa Castle» απάντησα εγώ χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις. Ο αφέντης αναστέναξε βαθιά και δεν θέλησε να το σκαλίσει περαιτέρω το θέμα. Ότι ήταν να ξημερώσει επί της κεφαλής του θα ξημέρωνε, ούτως η άλλως! Εδώ που έμπλεξε δε θα μπορούσε να κάνει πίσω άλλωστε. Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή του λόφου, πέρασε μια τεραστία πύλη ανοιχτή μεν αλλά φρουρούμενη από δυο σαρικοφορους και μας άδειασε σε μια αυλή χωμάτινη. Τριγύρω μας το κάστρο του Μαχαραγιά της Mandawa. Εκεί θα μέναμε! Προχωρήσαμε προς τη ρεσεψιόν για να πάρουμε το κλειδί μας και είδαμε φάτσα κάρτα στο σαλόνι του κάστρου, το οποίο τώρα εκτελούσε χρέη lobby, δυο εντυπωσιακούς ασημένιους θρόνους, των οποίων η σημερινή χρησιμότητα περιοριζόταν στο να φωτογραφίζονται επ΄ αυτών οι τουρίστες. Μας έδωσαν το κλειδί του δωματίου μας, το οποίο δεν ήταν τόσο ψηλοτάβανο όσο αυτό στην Jaipur, αλλά ήταν τρίχωρο και με τοιχογραφίες παντού. Το δε μπάνιο είχε ένα ζόρι για να διασχίσεις την πόρτα του: έπρεπε συγχρόνως και να σκύβει κανείς το κεφάλι γιατί η πόρτα ήταν χαμηλή, αλλά και να σηκώνει ψηλά το πόδι γιατί το σκαλοπάτι ήταν πολύ ψηλό! Αφού κατάφερνες να μπεις χωρίς να σκοντάψεις και να φας τα μούτρα σου, είτε να κάνεις καρούμπαλο στο κεφάλι σου, βρισκόσουν σε ένα μπάνιο εξίσου μεγάλο όσο και οι τρεις χώροι του δωματίου μαζί και είχε μια τεράστιων διαστάσεων στρογγυλή μπανιέρα για ίσαμε τέσσερα άτομα και με ένα τεράστιο παράθυρο από πάνω της το οποίο έβλεπε στην αυλή. Το δε τζάμι του διαφανέστατο! Όλα στη φόρα! Γρήγορα παρατηρήσαμε ότι το τρίχωρο ενδιαίτημα μας θα μπορούσε άνετα να είναι και πεντάχωρο: απλώς δυο κλειδωμένες πόρτες μας χώριζαν από τους διπλανούς χώρους, εκ των οποίων ο δεξιός χώρος είχε καταληφθεί από γάλλους τουρίστες (ακούγαμε τα γαλλικά) και ο εξ ευωνύμων από γερμανούς (ακούγαμε τα γερμανικά). Αφήσαμε τα πράγματα μας και βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα εντός του κάστρου το οποίο είναι τεράστιο. Δεν έχει μετατραπεί ολόκληρο σε ξενοδοχείο, γιατί είναι τεράστιο: άλλωστε πόσοι να είναι οι τουρίστες που πηγαίνουν σε αυτήν την ξεχασμένη πόλη; Ο μαχαραγιάς έχει κρατήσει για την πάρτη του ένα τμήμα του κάστρου του που από ότι μου είπε κάποιος από τους άπειρους υπηρέτες, είναι καινούργιο κτίσμα. Όσο το περιτριγυρίζαμε εντυπωσιαζόμαστε όλο και περισσότερο από αυτό το κτίσμα. Ο καιρός είχε φτιάξει και ήταν όνειρο να πιει κανείς έναν καφέ στον κήπο δίπλα στην πισίνα.
Μετά από λίγο όμως είχε έρθει η ώρα της βόλτας στην πόλη. Είχαμε έρθει να πάρουμε μια ιδέα σχετικά με τα haveli της περιοχής. Haveli είναι τα πλούσια αρχοντικά σπίτια των εμπόρων της περιοχής. Στην Mandawa τα haveli ανήκουν σε ινδουιστές: αυτοί είναι οι ευκατάστατοι έμποροι. Οι μουσουλμάνοι στην πόλη αυτή είναι φτωχοί. Το όνομα haveli προέρχεται από τη λέξη hava η οποία σημαίνει αέρας. Ονομάζονται έτσι επειδή είναι κτισμένα γύρω από δυο ανοικτές προς τον ουρανό αυλές. Κάτι αντίστοιχο με τα αραβικά riad, δηλαδή. Η εξωτερική αυλή αφορά τις επαγγελματικές δραστηριότητες του ιδιοκτήτη του σπιτιού: Υπάρχει το γραφείο για τις επαγγελματικές δραστηριότητες, το λογιστήριο, η αποθήκη, πιθανόν στην εξωτερική μεριά του σπιτιού να υπάρχουν και μαγαζιά. Από τον εξωτερικό χώρο έμπαινε κανείς στην πρώτη αυλή από μια πελώρια δίφυλλη πόρτα η οποία είχε επαρκές μέγεθος ώστε να χώρα ακόμη και ελέφαντας, αν χρειαζόταν. (Φυσικά τα καραβάνια του δρόμου του μεταξιού αποτελούντο κυρίως από καμήλες). Στην εσωτερική αυλή είναι τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της οικογένειας στα οποία δεν είχαν πρόσβαση οι ξένοι. Σε κάθε haveli ήταν πιθανόν να έμεναν πάνω από τριάντα άτομα αντιπροσωπεύοντας τρεις η τέσσερις γενιές τουλάχιστον. Τα haveli στη Mandawa είναι στολισμένα τόσο στους εξωτερικούς τοίχους όσο και στο εσωτερικούς τους με τοιχογραφίες οι οποίες έχουν είτε παραδοσιακά θέματα: θεούς μοτίβα σχετικά με την ευημερία, ανθοστολισμό, προσωπογραφίες ωραίων γυναικών κλπ είτε σχετικά με την επαγγελματική ενασχόληση του ιδιοκτήτη τους: για παράδειγμα μια πομπή εμπορικού καραβανιού, και κάποια μοντέρνα για την εποχή θέματα: αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια. Παράλληλα μπορεί να υπάρχουν προσωπογραφίες του ιδιοκτήτη, του μαχαραγιά της περιοχής, άγγλων (οι οποίοι παρουσιάζονται αγέλαστοι και εντελώς ξινοί!) και να υπάρχουν και κενές θέσεις για να συμπληρωθεί η σειρά των προσωπογραφιών από τους νέους ιδιοκτήτες στο μέλλον. Η Mandawa υπήρξε στο πέρασμα του δρόμου του μεταξιού, αν και το μετάξι δεν πολυπέρασε από εκεί. Μάλλον τα πλούτη της τα οφείλει στο εμπόριο του οπίου, το οποίο περνούσε από κάθε κατεύθυνση και προς κάθε κατεύθυνση προφανώς. Όλος αυτός ο συσσωρευμένος πλούτος έγινε η αιτία να κτισθούν πολλά τέτοια αρχοντικά. Αργότερα, με την κατάρρευση των εμπορικών δρόμων, κατέρρευσε και η οικονομία της περιοχής. Οι έμποροι κλείδωσαν τα αρχοντικά τους και τα εγκατέλειψαν την πόλη τους σε αναζήτηση καλύτερης εμπορικής τύχης στη Βομβάη και στην Καλκούτα. Τα αρχοντικά άρχισαν σιγά σιγά να καταρρέουν. Αυτήν την εποχή στην Mandawa σώζονται περί τα πενήντα περίπου. Όμως και όσα έχουν σωθεί δεν έχουν τύχει καμίας κρατικής προστασίας. Οποίος θέλει μπορεί να γκρεμίσει το πατρικό του και να πωλήσει το οικοδομικό υλικό του σπιτιού στους διάφορους παλαιοπώλες οι οποίοι με τη σειρά τους το μεταπωλούν σε δυτικούς που θέλουν να στολίσουν τις επαύλεις τους με εθνικ πινελιές: μια πόρτα χειροποίητη με στολίδια από ελεφαντόδοντο, ένα σκαλιστό παραθυρόφυλλο από αρωματικό ξύλο, ένα ξύλινο ταβάνι ζωγραφισμένο με παραστάσεις, κάποιες μαρμάρινες κολώνες, κάποια σιντριβάνια η κάποιες μαρμάρινες γούρνες. Ότι πάρει κανείς! Αυτή η φθορά που αντικρίζαμε ήταν στενάχωρη. Πολύ σύντομα η Mandawa θα έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί φυσιογνωμία. Οι σκέψεις μας έτρεξαν αλλού: οι σύγχρονοι έμποροι οπίου, ναρκωτικών κλπ, έχουν άραγε την αντίστοιχη καλαισθησία που είχαν οι ομόλογοι τους του παρελθόντος και κτίζουν τέτοια ενδιαφέροντα κτίρια; Για παράδειγμα ο τουρίστας του μέλλοντος δηλαδή θα περιτριγυρίζει τα λαμπρά ερείπια των επαύλεων στο Medellin επαινώντας την καλαισθησία των σύγχρονων μας εμπόρων απαγορευμένων ουσιών; Η μήπως είναι εξ ορισμού τόσο κακόγουστα και νεοπλουτιστικα -για κάθε εποχή- κτίρια που καλά θα κάνουν να χαθούν από το πρόσωπο της γης το συντομότερο δυνατόν;
Επισκεφθήκαμε –αν θυμάμαι καλά – έξι τέτοια αρχοντικά. Από ένα σημείο και πέρα η τυποποίηση ήταν εμφανής. Το πρώτο είχε συντηρηθεί και είχε διασκευαστεί στην ταράτσα του σε εστιατόριο. Το δεύτερο ήταν κλειστό και οι οικογένεια στην οποία άνηκε είχε μετακομίσει στην Βομβάη, αλλά είχε αφήσει έναν φύλακα. Εκεί παρατηρήσαμε ότι στην κουζίνα δεν συνήθιζαν να έχουν καμινάδα με τη θλιβερή συνέπεια ο καπνός να βγαίνει από την πόρτα και να έχει καταστρέψει μέρος των τοιχογραφιών. Ο αφέντης που εκτός των άλλων είναι και της ευταξίας, άστραψε και βρόντηξε! «Μα είναι δυνατόν, από τη μια να βλέπουμε τα εξαιρετικά αστρονομικά όργανα και από την άλλη να μην ξέρουν να φτιάξουν μια καμινάδα!» «Δε θα τους βάλεις εσύ σε θεογνωσία!» προσπάθησα να τον πείσω. «Δε θα υποτιμάς την πολιτισμό τους!» «Μα δεν υποτιμώ τον πολιτισμό τους! Τιμώ τα θετικά του, αλλά καυτηριάζω την έλλειψη της καμινάδας στον πολιτισμό τους!» ανταπάντησε!
Είδαμε επίσης δυο ολόιδια Haveli τα οποία θεωρητικά σε περίπτωση καυγά θα μπορούσαν να χωριστούν με μεσοτοιχία φτιαγμένα στο ίδιο οικόπεδο. Επρόκειτο για τις ιδιοκτησίες δυο δίδυμων αδερφών οι οποίοι έφτιαξαν δυο ίδια σπίτια και παντρεύτηκαν και δυο αδερφές (οι οποίες μάλλον δεν ήταν δίδυμες), προφανώς για να περιορίσουν τις πιθανότητες να υπάρξει διχόνοια. Είδαμε και μερικά αρχοντόσπιτα ακόμη. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα σπίτι το οποίο κατοικείτο και για να δούμε την οροφή του σαλονιού στην οποία είχαν επενδυθεί κάνα δυο κιλά χρυσό περάσαμε από μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα-κουζίνα όπου μια γυναίκα μαγείρευε κάτι σε μια κατσαρόλα και στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια γρια η οποία μας έκοψε το εισιτήριο εισόδου. Πάντως το ταβάνι ήταν πανέμορφο, όχι τόσο για την χρήση του χρυσού, αλλά κυρίως γιατί ο τότε πλούσιος ιδιοκτήτης είχε παραγγείλει τις τοιχογραφίες σε κάποιον εξαιρετικό καλλιτέχνη της περιοχής. Και εδώ θέλω να πω ότι αυτές οι ζωγραφιές των haveli με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο μου θύμισαν τουλάχιστον όσον αφορά τις προσωπογραφίες και την απεικόνιση των ανθέων τους δικούς μας χιοναδιτες ζωγράφους. Στο τελευταίο haveli που πήγαμε οι οικοδεσπότες ήταν πιο φιλόξενοι. Το κατοικούσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες και δεν ήθελαν εισιτήριο. Μπαίνοντας μέσα είδαμε ότι όντως το σπίτι αυτό είναι κατοικημένο. Μια από τις κάμαρες του ισογείου η οποία ήταν εντελώς ανοικτή προς την κεντρική αυλή ήταν διαμορφωμένη σε υπνοδωμάτιο κάποιο νέου η νέας της οικογένειας. Ένα μόνο κρεβάτι στρωμένο, ένα γραφείο και πάνω του ένα computer. Παρά κει σε ένα τραπέζι παρατήρησα ένα βιβλίο πανεπιστημιακό βιβλίο για management στα αγγλικά. Προφανώς η οικογένεια είχε ξεπέσει από τα αλλοτινά πλούτη της, αλλά το πάλευε μέσω της μόρφωσης να ανέλθει στο σημείο που κάποτε ήταν. Φύγαμε γρήγορα γιατί νιώσαμε κάπως αμήχανα να παρατηρούμε εκτός από το αρχιτεκτόνημα και τη ζωή τους.
Κατόπιν κάναμε βόλτα στην αγορά η οποία ήταν τελείως διαφορετική από την αγορά στο Pushkar-όχι ότι δεν είχε τα γνωστά πασμινομαγαζα, αλλά αφού έφευγε κανείς από το δρόμο που οδηγούσε στο κάστρο έφτανε σε μια αγορά που κατά κάποιον τρόπο απευθυνόταν περισσότερο στον τοπικό πληθυσμό. Χάζεψα με το μαγαζιά που πωλούσαν χαρταετούς, χάζεψα μια κοπέλα –μουσουλμάνα μάλλον- η οποία έφτιαχνε σε μια φωτιά βραχιόλια από λάκα. Δοκίμασα μερικά, αλλά δεν μου έκαναν, τουλάχιστον αυτά που μου άρεσαν! Εκείνα που μου έκαναν δε μου άρεσαν κιόλας. Πάντως πολύ λεπτοκαρπες πρέπει να είναι οι ινδές! Έβλεπα στα ζαχαροπλαστεία να ετοιμάζουν γλυκά, τα οποία γινόντουσαν ανάρπαστα, αλλά δε μπορώ να πω ότι είχα ξεπεράσει τη φοβία μου για το επίπεδο καθαριότητας. (εδώ που τα λέμε γιατί φοβία; Φόβος κανονικός και μάλιστα απολύτως τεκμηριωμένος ήταν!). Όποτε περιοριστήκαμε σε κάποια σπόρια που αγοράσαμε από έναν πλανόδιο που μόλις τα είχε ψήσει στη φωτιά και ήταν πεντανοστιμα! Κοιτάζαμε τον κόσμο που έκανε τα ψώνια του. Χαζέψαμε τη μεγάλη διώροφη πύλη από την οποία περνούσε ένα ταλαιπωρημένο λεωφορείο για να εισέλθει, θαυμάσαμε το κτίριο της τράπεζας το οποίο μας παρέπεμπε σε καιρούς αλλοτινούς, αποικιοκρατικούς και μια και έπιασε να νυχτώνει επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας για φαγητό. Είχα μεν δει στο internet ότι υπήρχε ένα εξαιρετικό εστιατόριο σε ένα ανακαινισμένο haveli, το οποίο μας το συνέστησε και ο ξεναγός μας, αλλά μια και διαφήμιζε roof garden είπαμε να μην αποτολμήσουμε κάτι τέτοιο μέσα στην παγερή νύχτια, αλλά να προτιμήσουμε την τραπεζαρία του ξενοδοχείου μας. Πράγμα που πράξαμε αφού πρώτα τιμήσαμε δέοντος την στρογγυλή μπανιέρα μας. Πως μου ήρθε: ίσως να οφείλεται στην στρογγυλή μπανιέρα, ίσως πάλι να οφείλεται στο κάστρο αυτό καθεαυτό, ίσως να με έπιασε μια κρίση κομψότητας η οποία με πιάνει άπαξ του έτους μάξιμουμ, ίσως πάλι κάτι να μου έκαναν οι ασημένιοι θρόνοι, πάντως αποφάσισα να φορέσω τα καλά μου ρούχα που είχα φέρει στη βαλίτσα: Τώρα μη φανταστείτε τίποτε σάρι με τον αφαλό έξω! Όχι. Απλώς τίμησα το τραγούδι της Μελίνας Κανά που έλεγε «Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει» Εμ! Έτσι και εγώ! Και φυσικά φύσαγε παγερές ριπές βορείου ανέμου που ερχόταν από τα Ιμαλάια ίσια κάτω μέχρι το Ρατζασταν!
Και εννοείται ότι το δάγκωσα! Και φυσικά και δεν τα ξαναφόρεσα σε όλο το ταξίδι. Η γευστική εμπειρία όμως του δείπνου ήταν πολύ κάτω του μέτριου: ένας φτωχός μπουφές προσπαθούσε να καλύψει ένα πούλμαν γερμανούς και άλλο ένα με γάλλους μέσα σε μια μεγαλόπρεπη και περίτεχνα διακοσμημένη τραπεζαρία. Κρίμα τα μεταξωτά δηλαδή! Τέλος πάντων μπορεί ποικιλία να μην είχε, αλλά χορτάσαμε και αποσυρθήκαμε στο μπαράκι για να πιούμε το ινδικό ρούμι που τόσο μας ζέσταινε. Βγαίνοντας έξω από το κεντρικό κτίριο, η νύχτα γέμιζε από μελωδίες από κάπου μακρινά. Ρωτήσαμε και μας είπαν ότι γινόταν γάμος στην μουσουλμανική συνοικία της πόλης. Σκεφτήκαμε τι εντύπωση θα κάναμε αν εμφανιζόμασταν απρόσκλητοι. Αλλά αν κάναμε ένα «καλό» δώρο γάμου στη νύφη; Δε θα μας καλούσαν αμέσως μέσα; Όμως δεύτερες σκέψεις ακολούθησαν μεγαλύτερης σωφροσύνης τις πρώτες: «Που να τρέχουμε μέσα στο μαύρο βράδυ-κάνει και κρύο-είμαι ντυμένη ελαφρά- φόρεσα και τα καλά μου παπούτσια ας μη πατήσω και καμία σβουνιά, νυστάζω κιόλας» Και έτσι η νύφη δεν πήρε ποτέ το Δώρο της (αλλά δεν πειράζει κιόλας, γιατί δεν το έμαθε!) και εμείς, αφού τα κοπανήσαμε παρέα με κάτι χαρούμενους γερμανούς (οι οποίοι ευτυχώς δε μας μετρούσαν τα ποτά ότι τάχα μας τα χρηματοδοτούν) πήγαμε γραμμή για ύπνο!
Την επόμενη σηκωθήκαμε αφού είχαμε κοιμηθεί πολύ καλά μια και το μικρό σχετικά δωμάτιο μας μια χαρά ζεσταινόταν με το αερόθερμο. Η ησυχία που απολαμβάναμε μας ξεκούραζε πολύ από το πολύβοον της Ινδίας. Στο ξενοδοχείο υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πελατών όλο και όλο το οποίο είχε ωράρια από τα δικά μας και είχαμε την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και χαλάρωσης. Δεν ήταν άσχημα. Βέβαια το εστιατόριο υπολειτουργούσε και δε θα έλεγα ότι η κουζίνα τους μας ξετρέλανε, το αντίθετο μάλιστα. Το πρωί ήρθε το κερασάκι στην τούρτα: ζήτησα λίγο τυρί για να το φάω με τις φρυγανιές μου και μου έφεραν τυρί τριμμένο για μακαρόνια. Βάσει ποιας λογικής ουδέποτε κατάλαβα. Αφού λοιπόν πήραμε το πρωινό μας με την ησυχία μας ξεκινήσαμε να πάμε προς τη Mandawa. «Γιατί πάμε εκεί;» Ρώτησε ο αφέντης. «Χμμμ δεν ξέρω. Το έβαλε το πρακτορείο στο πρόγραμμα και είπα γιατί όχι; Κάτι θα ξέρουν και αυτοί» ανταπάντησα. Ο αφέντης για μια εισέτι φορά μου έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και αναστέναξε.
Σύντομα αντιληφθήκαμε ότι ο οδηγός μας είχε μια ανασφάλεια για τη διαδρομή. «Έχω κάνει πολλές φορές τη διαδρομή Jaipur- Mandawa και Delhi –Mandawa, αλλά είναι η πρώτη φορά που θα κάνω τη διαδρομή Pushkar Mandawa και αυτός ο δρόμος δεν είναι εθνική οδός, αλλά περνάει από χώρια, όποτε δεν είμαι απολύτως σίγουρος πως πρέπει να πάμε» μας είπε και αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόταση που ξεστόμισε σε όλο το ταξίδι. «Δεν πειράζει είπαμε. Ρωτώντας πας στην πόλη». Η αλήθεια είναι ότι ψιλοχαθήκαμε κιόλας, αλλά είχε και το χαβά του το θέμα.
Και κάναμε την πιο ενδιαφέρουσα διαδρομή: Μέσα από χωρια να χαζεύουμε την παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική και την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Σαν μαγεμένη χάζευα και πολύ σπανίως σκεφτόμουν: «Πωπώ τι καταπληκτική σκηνή! Θα έπρεπε να βγάλω μια φωτογραφία». Είχα τόσο απορροφηθεί από αυτά που έβλεπα στη διαδρομή που καμία σκέψη δε μου περνούσε γιατί μέχρι να ανοίξω τη μηχανή και να την σηκώσω και να στοχεύσω μέσα από τον φακό της πόσες εικόνες δε θα έχανα; Κόσμος πολύς στους δρόμους των χωριών. Μου ήρθε στο μυαλό μου ο τρόπος που αρχαίοι όριζαν την ώρα: «περί πληθουσαν αγοράν». Γεμάτη κόσμο η αγορά τους, τα μικρομάγαζα τους ασφυκτικά γεμάτα και τα καρότσια τριγυρισμένα από νοικοκυρές που γέμιζαν το ζεμπίλι. Εντύπωση μας έκαναν τα άπειρα κουρεία. «μες τη μαύρη φτώχεια είναι» παρατήρησε ο αφέντης «αλλά για ξύρισμα πηγαίνουν στον κουρέα». Μάλλον ο κουρέας ήταν κάποιο μέρος της κοινωνικής ζωής των ανδρων. Κομμωτήρια πάντως δεν είδαμε.
Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη, 255 χιλιόμετρα, αλλά η ταχύτητα μας ήταν μικρή μέσα από τα διάφορα χώρια. Φθάσαμε μεσημεράκι στην Mandawa, περνώντας πρώτα από το Fatehpur (απλό χωρίς Sikri). Το Fatehpur είναι ένα είδος επαρχιακής πρωτεύουσας με πολύ ζωή και πανέμορφα παλιά κτίρια τα οποία κατέρρεαν σιγά σιγά, όπως παντού στην Ινδία άλλωστε . Και η Mandawa είναι κάτι ανάλογο, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Το αυτοκίνητο περνούσε από τους δρόμους της αγοράς, η οποία όπως σε κάθε μέρος έσφυζε από ζωή και άρχισε να ανεβαίνει προς ένα ύψωμα. «που θα κοιμηθούμε απόψε;» ρώτησε ο δίκαια φιλύποπτος αφέντης. «Στο Mandawa Castle» απάντησα εγώ χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις. Ο αφέντης αναστέναξε βαθιά και δεν θέλησε να το σκαλίσει περαιτέρω το θέμα. Ότι ήταν να ξημερώσει επί της κεφαλής του θα ξημέρωνε, ούτως η άλλως! Εδώ που έμπλεξε δε θα μπορούσε να κάνει πίσω άλλωστε. Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή του λόφου, πέρασε μια τεραστία πύλη ανοιχτή μεν αλλά φρουρούμενη από δυο σαρικοφορους και μας άδειασε σε μια αυλή χωμάτινη. Τριγύρω μας το κάστρο του Μαχαραγιά της Mandawa. Εκεί θα μέναμε! Προχωρήσαμε προς τη ρεσεψιόν για να πάρουμε το κλειδί μας και είδαμε φάτσα κάρτα στο σαλόνι του κάστρου, το οποίο τώρα εκτελούσε χρέη lobby, δυο εντυπωσιακούς ασημένιους θρόνους, των οποίων η σημερινή χρησιμότητα περιοριζόταν στο να φωτογραφίζονται επ΄ αυτών οι τουρίστες. Μας έδωσαν το κλειδί του δωματίου μας, το οποίο δεν ήταν τόσο ψηλοτάβανο όσο αυτό στην Jaipur, αλλά ήταν τρίχωρο και με τοιχογραφίες παντού. Το δε μπάνιο είχε ένα ζόρι για να διασχίσεις την πόρτα του: έπρεπε συγχρόνως και να σκύβει κανείς το κεφάλι γιατί η πόρτα ήταν χαμηλή, αλλά και να σηκώνει ψηλά το πόδι γιατί το σκαλοπάτι ήταν πολύ ψηλό! Αφού κατάφερνες να μπεις χωρίς να σκοντάψεις και να φας τα μούτρα σου, είτε να κάνεις καρούμπαλο στο κεφάλι σου, βρισκόσουν σε ένα μπάνιο εξίσου μεγάλο όσο και οι τρεις χώροι του δωματίου μαζί και είχε μια τεράστιων διαστάσεων στρογγυλή μπανιέρα για ίσαμε τέσσερα άτομα και με ένα τεράστιο παράθυρο από πάνω της το οποίο έβλεπε στην αυλή. Το δε τζάμι του διαφανέστατο! Όλα στη φόρα! Γρήγορα παρατηρήσαμε ότι το τρίχωρο ενδιαίτημα μας θα μπορούσε άνετα να είναι και πεντάχωρο: απλώς δυο κλειδωμένες πόρτες μας χώριζαν από τους διπλανούς χώρους, εκ των οποίων ο δεξιός χώρος είχε καταληφθεί από γάλλους τουρίστες (ακούγαμε τα γαλλικά) και ο εξ ευωνύμων από γερμανούς (ακούγαμε τα γερμανικά). Αφήσαμε τα πράγματα μας και βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα εντός του κάστρου το οποίο είναι τεράστιο. Δεν έχει μετατραπεί ολόκληρο σε ξενοδοχείο, γιατί είναι τεράστιο: άλλωστε πόσοι να είναι οι τουρίστες που πηγαίνουν σε αυτήν την ξεχασμένη πόλη; Ο μαχαραγιάς έχει κρατήσει για την πάρτη του ένα τμήμα του κάστρου του που από ότι μου είπε κάποιος από τους άπειρους υπηρέτες, είναι καινούργιο κτίσμα. Όσο το περιτριγυρίζαμε εντυπωσιαζόμαστε όλο και περισσότερο από αυτό το κτίσμα. Ο καιρός είχε φτιάξει και ήταν όνειρο να πιει κανείς έναν καφέ στον κήπο δίπλα στην πισίνα.
Μετά από λίγο όμως είχε έρθει η ώρα της βόλτας στην πόλη. Είχαμε έρθει να πάρουμε μια ιδέα σχετικά με τα haveli της περιοχής. Haveli είναι τα πλούσια αρχοντικά σπίτια των εμπόρων της περιοχής. Στην Mandawa τα haveli ανήκουν σε ινδουιστές: αυτοί είναι οι ευκατάστατοι έμποροι. Οι μουσουλμάνοι στην πόλη αυτή είναι φτωχοί. Το όνομα haveli προέρχεται από τη λέξη hava η οποία σημαίνει αέρας. Ονομάζονται έτσι επειδή είναι κτισμένα γύρω από δυο ανοικτές προς τον ουρανό αυλές. Κάτι αντίστοιχο με τα αραβικά riad, δηλαδή. Η εξωτερική αυλή αφορά τις επαγγελματικές δραστηριότητες του ιδιοκτήτη του σπιτιού: Υπάρχει το γραφείο για τις επαγγελματικές δραστηριότητες, το λογιστήριο, η αποθήκη, πιθανόν στην εξωτερική μεριά του σπιτιού να υπάρχουν και μαγαζιά. Από τον εξωτερικό χώρο έμπαινε κανείς στην πρώτη αυλή από μια πελώρια δίφυλλη πόρτα η οποία είχε επαρκές μέγεθος ώστε να χώρα ακόμη και ελέφαντας, αν χρειαζόταν. (Φυσικά τα καραβάνια του δρόμου του μεταξιού αποτελούντο κυρίως από καμήλες). Στην εσωτερική αυλή είναι τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της οικογένειας στα οποία δεν είχαν πρόσβαση οι ξένοι. Σε κάθε haveli ήταν πιθανόν να έμεναν πάνω από τριάντα άτομα αντιπροσωπεύοντας τρεις η τέσσερις γενιές τουλάχιστον. Τα haveli στη Mandawa είναι στολισμένα τόσο στους εξωτερικούς τοίχους όσο και στο εσωτερικούς τους με τοιχογραφίες οι οποίες έχουν είτε παραδοσιακά θέματα: θεούς μοτίβα σχετικά με την ευημερία, ανθοστολισμό, προσωπογραφίες ωραίων γυναικών κλπ είτε σχετικά με την επαγγελματική ενασχόληση του ιδιοκτήτη τους: για παράδειγμα μια πομπή εμπορικού καραβανιού, και κάποια μοντέρνα για την εποχή θέματα: αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια. Παράλληλα μπορεί να υπάρχουν προσωπογραφίες του ιδιοκτήτη, του μαχαραγιά της περιοχής, άγγλων (οι οποίοι παρουσιάζονται αγέλαστοι και εντελώς ξινοί!) και να υπάρχουν και κενές θέσεις για να συμπληρωθεί η σειρά των προσωπογραφιών από τους νέους ιδιοκτήτες στο μέλλον. Η Mandawa υπήρξε στο πέρασμα του δρόμου του μεταξιού, αν και το μετάξι δεν πολυπέρασε από εκεί. Μάλλον τα πλούτη της τα οφείλει στο εμπόριο του οπίου, το οποίο περνούσε από κάθε κατεύθυνση και προς κάθε κατεύθυνση προφανώς. Όλος αυτός ο συσσωρευμένος πλούτος έγινε η αιτία να κτισθούν πολλά τέτοια αρχοντικά. Αργότερα, με την κατάρρευση των εμπορικών δρόμων, κατέρρευσε και η οικονομία της περιοχής. Οι έμποροι κλείδωσαν τα αρχοντικά τους και τα εγκατέλειψαν την πόλη τους σε αναζήτηση καλύτερης εμπορικής τύχης στη Βομβάη και στην Καλκούτα. Τα αρχοντικά άρχισαν σιγά σιγά να καταρρέουν. Αυτήν την εποχή στην Mandawa σώζονται περί τα πενήντα περίπου. Όμως και όσα έχουν σωθεί δεν έχουν τύχει καμίας κρατικής προστασίας. Οποίος θέλει μπορεί να γκρεμίσει το πατρικό του και να πωλήσει το οικοδομικό υλικό του σπιτιού στους διάφορους παλαιοπώλες οι οποίοι με τη σειρά τους το μεταπωλούν σε δυτικούς που θέλουν να στολίσουν τις επαύλεις τους με εθνικ πινελιές: μια πόρτα χειροποίητη με στολίδια από ελεφαντόδοντο, ένα σκαλιστό παραθυρόφυλλο από αρωματικό ξύλο, ένα ξύλινο ταβάνι ζωγραφισμένο με παραστάσεις, κάποιες μαρμάρινες κολώνες, κάποια σιντριβάνια η κάποιες μαρμάρινες γούρνες. Ότι πάρει κανείς! Αυτή η φθορά που αντικρίζαμε ήταν στενάχωρη. Πολύ σύντομα η Mandawa θα έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί φυσιογνωμία. Οι σκέψεις μας έτρεξαν αλλού: οι σύγχρονοι έμποροι οπίου, ναρκωτικών κλπ, έχουν άραγε την αντίστοιχη καλαισθησία που είχαν οι ομόλογοι τους του παρελθόντος και κτίζουν τέτοια ενδιαφέροντα κτίρια; Για παράδειγμα ο τουρίστας του μέλλοντος δηλαδή θα περιτριγυρίζει τα λαμπρά ερείπια των επαύλεων στο Medellin επαινώντας την καλαισθησία των σύγχρονων μας εμπόρων απαγορευμένων ουσιών; Η μήπως είναι εξ ορισμού τόσο κακόγουστα και νεοπλουτιστικα -για κάθε εποχή- κτίρια που καλά θα κάνουν να χαθούν από το πρόσωπο της γης το συντομότερο δυνατόν;
Επισκεφθήκαμε –αν θυμάμαι καλά – έξι τέτοια αρχοντικά. Από ένα σημείο και πέρα η τυποποίηση ήταν εμφανής. Το πρώτο είχε συντηρηθεί και είχε διασκευαστεί στην ταράτσα του σε εστιατόριο. Το δεύτερο ήταν κλειστό και οι οικογένεια στην οποία άνηκε είχε μετακομίσει στην Βομβάη, αλλά είχε αφήσει έναν φύλακα. Εκεί παρατηρήσαμε ότι στην κουζίνα δεν συνήθιζαν να έχουν καμινάδα με τη θλιβερή συνέπεια ο καπνός να βγαίνει από την πόρτα και να έχει καταστρέψει μέρος των τοιχογραφιών. Ο αφέντης που εκτός των άλλων είναι και της ευταξίας, άστραψε και βρόντηξε! «Μα είναι δυνατόν, από τη μια να βλέπουμε τα εξαιρετικά αστρονομικά όργανα και από την άλλη να μην ξέρουν να φτιάξουν μια καμινάδα!» «Δε θα τους βάλεις εσύ σε θεογνωσία!» προσπάθησα να τον πείσω. «Δε θα υποτιμάς την πολιτισμό τους!» «Μα δεν υποτιμώ τον πολιτισμό τους! Τιμώ τα θετικά του, αλλά καυτηριάζω την έλλειψη της καμινάδας στον πολιτισμό τους!» ανταπάντησε!
Είδαμε επίσης δυο ολόιδια Haveli τα οποία θεωρητικά σε περίπτωση καυγά θα μπορούσαν να χωριστούν με μεσοτοιχία φτιαγμένα στο ίδιο οικόπεδο. Επρόκειτο για τις ιδιοκτησίες δυο δίδυμων αδερφών οι οποίοι έφτιαξαν δυο ίδια σπίτια και παντρεύτηκαν και δυο αδερφές (οι οποίες μάλλον δεν ήταν δίδυμες), προφανώς για να περιορίσουν τις πιθανότητες να υπάρξει διχόνοια. Είδαμε και μερικά αρχοντόσπιτα ακόμη. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα σπίτι το οποίο κατοικείτο και για να δούμε την οροφή του σαλονιού στην οποία είχαν επενδυθεί κάνα δυο κιλά χρυσό περάσαμε από μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα-κουζίνα όπου μια γυναίκα μαγείρευε κάτι σε μια κατσαρόλα και στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια γρια η οποία μας έκοψε το εισιτήριο εισόδου. Πάντως το ταβάνι ήταν πανέμορφο, όχι τόσο για την χρήση του χρυσού, αλλά κυρίως γιατί ο τότε πλούσιος ιδιοκτήτης είχε παραγγείλει τις τοιχογραφίες σε κάποιον εξαιρετικό καλλιτέχνη της περιοχής. Και εδώ θέλω να πω ότι αυτές οι ζωγραφιές των haveli με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο μου θύμισαν τουλάχιστον όσον αφορά τις προσωπογραφίες και την απεικόνιση των ανθέων τους δικούς μας χιοναδιτες ζωγράφους. Στο τελευταίο haveli που πήγαμε οι οικοδεσπότες ήταν πιο φιλόξενοι. Το κατοικούσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες και δεν ήθελαν εισιτήριο. Μπαίνοντας μέσα είδαμε ότι όντως το σπίτι αυτό είναι κατοικημένο. Μια από τις κάμαρες του ισογείου η οποία ήταν εντελώς ανοικτή προς την κεντρική αυλή ήταν διαμορφωμένη σε υπνοδωμάτιο κάποιο νέου η νέας της οικογένειας. Ένα μόνο κρεβάτι στρωμένο, ένα γραφείο και πάνω του ένα computer. Παρά κει σε ένα τραπέζι παρατήρησα ένα βιβλίο πανεπιστημιακό βιβλίο για management στα αγγλικά. Προφανώς η οικογένεια είχε ξεπέσει από τα αλλοτινά πλούτη της, αλλά το πάλευε μέσω της μόρφωσης να ανέλθει στο σημείο που κάποτε ήταν. Φύγαμε γρήγορα γιατί νιώσαμε κάπως αμήχανα να παρατηρούμε εκτός από το αρχιτεκτόνημα και τη ζωή τους.
Κατόπιν κάναμε βόλτα στην αγορά η οποία ήταν τελείως διαφορετική από την αγορά στο Pushkar-όχι ότι δεν είχε τα γνωστά πασμινομαγαζα, αλλά αφού έφευγε κανείς από το δρόμο που οδηγούσε στο κάστρο έφτανε σε μια αγορά που κατά κάποιον τρόπο απευθυνόταν περισσότερο στον τοπικό πληθυσμό. Χάζεψα με το μαγαζιά που πωλούσαν χαρταετούς, χάζεψα μια κοπέλα –μουσουλμάνα μάλλον- η οποία έφτιαχνε σε μια φωτιά βραχιόλια από λάκα. Δοκίμασα μερικά, αλλά δεν μου έκαναν, τουλάχιστον αυτά που μου άρεσαν! Εκείνα που μου έκαναν δε μου άρεσαν κιόλας. Πάντως πολύ λεπτοκαρπες πρέπει να είναι οι ινδές! Έβλεπα στα ζαχαροπλαστεία να ετοιμάζουν γλυκά, τα οποία γινόντουσαν ανάρπαστα, αλλά δε μπορώ να πω ότι είχα ξεπεράσει τη φοβία μου για το επίπεδο καθαριότητας. (εδώ που τα λέμε γιατί φοβία; Φόβος κανονικός και μάλιστα απολύτως τεκμηριωμένος ήταν!). Όποτε περιοριστήκαμε σε κάποια σπόρια που αγοράσαμε από έναν πλανόδιο που μόλις τα είχε ψήσει στη φωτιά και ήταν πεντανοστιμα! Κοιτάζαμε τον κόσμο που έκανε τα ψώνια του. Χαζέψαμε τη μεγάλη διώροφη πύλη από την οποία περνούσε ένα ταλαιπωρημένο λεωφορείο για να εισέλθει, θαυμάσαμε το κτίριο της τράπεζας το οποίο μας παρέπεμπε σε καιρούς αλλοτινούς, αποικιοκρατικούς και μια και έπιασε να νυχτώνει επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας για φαγητό. Είχα μεν δει στο internet ότι υπήρχε ένα εξαιρετικό εστιατόριο σε ένα ανακαινισμένο haveli, το οποίο μας το συνέστησε και ο ξεναγός μας, αλλά μια και διαφήμιζε roof garden είπαμε να μην αποτολμήσουμε κάτι τέτοιο μέσα στην παγερή νύχτια, αλλά να προτιμήσουμε την τραπεζαρία του ξενοδοχείου μας. Πράγμα που πράξαμε αφού πρώτα τιμήσαμε δέοντος την στρογγυλή μπανιέρα μας. Πως μου ήρθε: ίσως να οφείλεται στην στρογγυλή μπανιέρα, ίσως πάλι να οφείλεται στο κάστρο αυτό καθεαυτό, ίσως να με έπιασε μια κρίση κομψότητας η οποία με πιάνει άπαξ του έτους μάξιμουμ, ίσως πάλι κάτι να μου έκαναν οι ασημένιοι θρόνοι, πάντως αποφάσισα να φορέσω τα καλά μου ρούχα που είχα φέρει στη βαλίτσα: Τώρα μη φανταστείτε τίποτε σάρι με τον αφαλό έξω! Όχι. Απλώς τίμησα το τραγούδι της Μελίνας Κανά που έλεγε «Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει» Εμ! Έτσι και εγώ! Και φυσικά φύσαγε παγερές ριπές βορείου ανέμου που ερχόταν από τα Ιμαλάια ίσια κάτω μέχρι το Ρατζασταν!
Και εννοείται ότι το δάγκωσα! Και φυσικά και δεν τα ξαναφόρεσα σε όλο το ταξίδι. Η γευστική εμπειρία όμως του δείπνου ήταν πολύ κάτω του μέτριου: ένας φτωχός μπουφές προσπαθούσε να καλύψει ένα πούλμαν γερμανούς και άλλο ένα με γάλλους μέσα σε μια μεγαλόπρεπη και περίτεχνα διακοσμημένη τραπεζαρία. Κρίμα τα μεταξωτά δηλαδή! Τέλος πάντων μπορεί ποικιλία να μην είχε, αλλά χορτάσαμε και αποσυρθήκαμε στο μπαράκι για να πιούμε το ινδικό ρούμι που τόσο μας ζέσταινε. Βγαίνοντας έξω από το κεντρικό κτίριο, η νύχτα γέμιζε από μελωδίες από κάπου μακρινά. Ρωτήσαμε και μας είπαν ότι γινόταν γάμος στην μουσουλμανική συνοικία της πόλης. Σκεφτήκαμε τι εντύπωση θα κάναμε αν εμφανιζόμασταν απρόσκλητοι. Αλλά αν κάναμε ένα «καλό» δώρο γάμου στη νύφη; Δε θα μας καλούσαν αμέσως μέσα; Όμως δεύτερες σκέψεις ακολούθησαν μεγαλύτερης σωφροσύνης τις πρώτες: «Που να τρέχουμε μέσα στο μαύρο βράδυ-κάνει και κρύο-είμαι ντυμένη ελαφρά- φόρεσα και τα καλά μου παπούτσια ας μη πατήσω και καμία σβουνιά, νυστάζω κιόλας» Και έτσι η νύφη δεν πήρε ποτέ το Δώρο της (αλλά δεν πειράζει κιόλας, γιατί δεν το έμαθε!) και εμείς, αφού τα κοπανήσαμε παρέα με κάτι χαρούμενους γερμανούς (οι οποίοι ευτυχώς δε μας μετρούσαν τα ποτά ότι τάχα μας τα χρηματοδοτούν) πήγαμε γραμμή για ύπνο!