hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Βamyan: Στας εξοχάς!
Ξημέρωσε η τελευταία μέρα παραμονής μου στο Bamyan και με τον Sajjad συμφωνήσαμε να είναι χαλαρή. Στα εξοχάς! Αποφασίστηκε να επισκεφθούμε το χωριό του το Khaldar, μερικά χιλιόμετρα δυτικά από το Bamyan σ’ένα όμορφο οροπέδιο με καλλιέργειες. Ευκαιρία για μένα να βρεθώ λίγο εκτός τουριστικών διαδρομών (σάμπως βέβαια είχα συναπαντήσει κι άλλον τουρίστα ως τώρα; )
Η διαδρομή ήταν γνωστή, την είχαμε διανύσει πριν 2 μέρες πηγαίνοντας προς τις λίμνες Band-e Amir, μόνο που εκεί που δέσποζε ένα φρούριο στρίψαμε σ’ενα χωματόδρομο κι αρχίσαμε να διασχίζουμε χωράφια και χωριά. Στα περισσότερα από αυτά τα σπίτια ήταν μισοκατεστραμμένα.
«Έργο των Ταλιμπάν, την εποχή που έκαναν συστηματική εθνοκάθαρση των Χαζάρα στη περιοχή» μου το αιτιολόγησε ο Sajjad. Δεν είναι μόνο η εθνοτική διαφορετικότητα που υπαγόρευσε κάτι τέτοιο αλλά και το γεγονός ότι οι Χαζάρα κατά πλειονότητα σιίτες μουσουλμάνοι, ήταν άθλιοι αιρετικοί, άρα άξιοι θανάτου στα μάτια των Ταλιμπάν.
Λίγο πιο κάτω, μεσοχώραφα, κάναμε στάση διότι συναντήσαμε ένα ξάδελφο του Sajjad. Τώρα με τέτοιες πολυμελείς οικογένειες ένα ξάδελφο κάπου θα συναπαντήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Διάθεση να πηδάω τα αρδευτικά χαντάκια στα χωράφια για να κάνω χειραψίες με το ξάδελφο δεν είχα κι έτσι απέμεινα στην άκρη του δρόμου, μοναχός, αλλοεθνής, αλλόθρησκος (τι λέω; άπιστος!) στο έλεος των περαστικών.
Με πλησίασαν δύο τυπικές φιγούρες Χαζάρα κι εκεί άρχισε το κουβεντολόι σε εσπεράντο-νοηματική μετά τα τυπικά as salaam alaykum. Οι χωρικοί ήταν φιλικότατοι, περίεργοι βέβαια για τη προέλευση ενός αγνώστου ατόμου που έσκασε μύτη στη περιοχή τους κι αρκετά ευχάριστοι σαν παρέα... αν μπορούσα να τους κατανοήσω φυσικά. Για να τους αποζημιώσω για το επικοινωνιακό αλλαλούμ, τους αποθανάτισα με τη φωτογραφική μηχανή κι αποχαιρετιστήκαμε όλοι πανευτυχείς.
Συνεχίζοντας φτάσαμε στο χωριό του Sajjad όπου επικρατούσε αναβρασμός εργασιών. Ο πατέρας του είχε παραχωρήσει στη κοινότητα χώρο και όλοι μαζί οι άντρες του χωριού έβαζαν το χεράκι τους για να χτιστεί το νέο τζαμί. Όπως πρόδιδε ο τρόπος κατασκευής ήταν το στιβαρότερο κτίσμα του χωριού, σε σχέση με τα πλινθόκτιστα σπίτια. Ανηφορίσαμε προς το πατρογονικό του και στο δρόμο συναντήσαμε άλλον ένα ξάδελφο που κατηφόριζε με το γάιδαρο εκτελώντας μεταφορές υλικών. Αυτός προέκυψε ιδιαιτέρως ενθουσιώδης από την παρουσία μου: υψώνοντας το χέρι αποθανατίστηκε σαν άλλος Μεγαλέξανδρος αλλά επί όνου κι ουχί Βουκεφάλα.
Ο Sajjad μου έδειξε τα ερείπια του σπιτιού του παππού του. Σήμερα στέκουν μόνο μισογκρεμισμένοι τοίχοι και χορτιασμένο δάπεδο. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω. Η καταστροφική μανία των Ταλιμπάν κι εδώ η αιτία. Μόνο τη τύχη του παππού δεν αποτόλμησα να ρωτήσω για να μη ξύσω πληγές.
Περιηγήθηκα λίγο στο ανηφορικό δρομάκι του μικρού χωριού απολαμβάνοντας την θεα προς τη κοιλάδα, με τον ξάδελφο να συνεχίζει να πηγαινοέρχεται ενθουσιώδης πάνω στο γάιδαρο. Σε κάθε σπίτι ήταν μαζεμένα σε τεράστιες στίβες ξερόκλαδα και κοπριά. Η περιοχή έχει λιγοστά δένδρα κι έτσι η θέρμανση τις κρύες νύχτες του χειμώνα εξασφαλίζεται δια της οικολογικότατης αυτής μεθόδου.
Οι καλοκυράδες του σπιτού έκαναν τη μπουγάδα τους στο ρεματάκι όπου έπαιζαν αμέριμνα ένα σωρό παιδουλίνια κι άπλωναν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα απλά πάνω στο γρασίδι κάτω από το άπλετο φως του φθινοπωρινού ήλιου.
Τελικά περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού. Οι τοίχοι από χώμα κι άχυρο, η έννοια εσωτερικής διακόσμησης ανύπαρκτη εκτός ενός ημερολογίου με τη φυσιογνωμία του Χαζάρα μουτζαχεντίν και «μάρτυρα» στα χέρια των Ταλιμπάν Abdul Ali Mazari εν μέσω τριανταφύλλων και κεριών. Eτέρα αισθητική παρέμβαση το πουλάκι που πάλευε όλη την ώρα να ξεφύγει από το μικροσκοπικό κλουβί που το’χαν κλείσει. Στην πορεία αντιλήφθηκα ότι ο κύρης του σπιτιού είχε χόμπυ να στήνει παγίδες και να πιάνει διάφορα πουλιά, των οποίων την τύχη δεν αποσαφήνισα. Με περισσή περηφάνεια μου έδειξε τα δύο ζωντανά γεράκια που είχε πιάσει. Το ένα πάλευε να λευτερωθεί πανικόβλητο. Το άλλο μάλλον στωικά είχε αποδεχτεί τη μοίρα του και στεκόταν ήρεμο και καμαρωτό πάνω στο τούβλο που το είχε δέσει ο δεσμώτης του.
Αφού περιεργάστηκα την κυνηγετική καραμπίνα του, απόλαυσα το κλασσικό τσάι που μου πρόσφεραν. Στο τέλος μουρμούρισα ένα tashakor (ευχαριστώ) αφού αδυνατούσα να συνομιλήσω με τον κύρη του σπιτιού (η κυρά ήταν σκιώδης παρουσία, κάτι σαν τις κυβερνήσεις της αντιπολίτευσης στη χώρα μας) και πήραμε το κατήφορο προς τα χωράφια.
Χάζεψα το αλώνι, αποθανάτησα τα σχολιαρόπαιδα και τέλος συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, κατά την οποία κλεφτά και μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου μπόρεσα να φωτογραφήσω γυναίκες μέσα στα πολύχρωμα τσαντόρ τους να επιστρέφουν από τα χωράφια. Εδώ η μπούρκα ήταν ξένη προς τη κουλτούρα των ντόπιων και παράταιρη.
Η πορεία μας έφερε σ’έναν άλλον βράχο, τον Khojakej, σαν εκείνο της Κοιλάδας του Δράκου, σ’ένα αφιλόξενο τοπίο. Στη ράχη του υπήρχε ένα κυκλικό χτίσμα όπου στη βάση του ανάβλυζε νερό μέσα σε μια φυσική γούρνα.
“Ότι πρέπει για μπάνιο στη φύση” μου είπε ο Sajjad. Συμφώνησα χωρίς δεύτερη κουβέντα, καθώς η ροή νερού στη ντουζιέρα του ξενώνα γινόταν με το σταγονόμετρο. Ακόμα όμως κι αν το αποτολμούσα υπό (σκανδαλωδώς για τα ήθη) αδαμιαία περιβολή, υπήρχε ένας μεγάλος απών: το σαπούνι. Αρκέστηκα στον ενθουσιασμό για το φαινόμενο, το οποίο τροφοδοτούσε μεγάλες δεξαμενές, ποτήστρες για τα ζωντανά της περιοχής και φυσικές μπανιέρες για το πλύσιμο χαλιών και λοιπών ρούχων των νομάδων.
Για μια φορά ακόμα το βλέμμα μου ταξίδεψε στο γυμνό, απέριττο τοπίο με τα γήινα χρώματα κι αφέθηκα γοητευμένος στην παράδοξη σαγήνη του.
Λίγο πριν στην επιστροφή μας στο Bamyan, κάναμε μια παράκαμψη στο κοντινό χωριό Sorkhqol. Αυτό το χωριό, πολλά σπίτια του οποίου ήταν τρωγλοδυτικά, το είχα βάλει στο μάτι και κάθε φορά που περνούσαμε από μπροστά το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής έπαιρνε φωτιά. Φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου όταν χωρίς να το περιμένω κάναμε παράκαμψη προς τα ενδότερά του. Πρόθεση του Sajjad ήταν να μου δείξει τη σπηλιά Chehel Sotun καταφύγιο διαφόρων ενόπλων κατά τη διάρκεια των πολυετών πολέμων κι από κει να απολαύσουμε μια πανοραμική θέα της κοιλάδας και του ίδιου του χωριού.
Η σπηλιά είχε μηδενικό ενδιαφέρον, η θέα ήταν εξαιρετική κι εγώ θέλοντας να πραγματώσω το απωθημένο μου του εδήλωσα ότι θα ήθελα να επιστρέψω πεζή στον κεντρικό δρόμο. Δαγκώθηκε λίγο και αναγκάστηκε να με συνοδέψει, καθώς ικανό με είχε να χτυπάω τη πόρτα κανενός σπιτιού και να μπαίνω απρόσκλητος, γεγονός με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η σύντομη διαδρομή υπήρξε για μένα αφάνταστα γοητευτική καθώς μέσα στα νεώτερα πλίνθινα κτίσματα, υπήρχαν πόρτες και παράθυρα πάνω στους βράχους δείγμα ότι άνθρωποι κατοικούν μέσα σ’αυτούς όπως αιώνες πριν έπρατταν οι βουδιστές μοναχοί στο Bamyan. Σε μια γωνιά παιδιά έπαιζαν μέσα σ’ενα απομεινάρι σοβιετικού τάνκ, πιο κάτω σιωπηλές γυναικείες φιγούρες έπαιρναν τον ανηφορικό δρόμο κουβαλώντας τα ψώνια του σπιτιού, πιο κει ηλικωμένες σκούπιζαν τις αυλές. Εικόνες που για μένα έκλειναν κατά το καλύτερο τρόπο την επίσκεψή μου στο απομονωμένο γεωγραφικά Bamyan.
Λίγο πριν τη δύση του ήλιου ανέβηκα στη βεράντα του ξενώνα ν’αγναντέψω το τελευταίο δειλινό στην όμορφη αυτή γωνιά του Αφγανιστάν. Στο βάθος πάνω στους λόφους που βάφονταν χρυσοκόκκινοι ατένισα για τελευταία φορά το κενό. Τους κατεστραμμένους Βούδες του Bamyan. Θύματα του φανατισμού, του σκοταδισμού στο όνομα ενός άλλου Παντελεήμονα και Φιλέσπλαχνου Θεού.
Η ψύχρα ήταν διαπεραστική και σιγά σιγά τ’αστέρια φάνηκαν στον ουρανό. Μετά το δείπνο αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για να κουκουλωθώ με τις κουβέρτες και να κοιμηθώ.
Η... East Horizon Airlines ήταν αδιαπραγμάτευτη: στις 6.30 το πρωί έπρεπε να είμαι στο... αεροδρόμιο για το... check in!
Ξημέρωσε η τελευταία μέρα παραμονής μου στο Bamyan και με τον Sajjad συμφωνήσαμε να είναι χαλαρή. Στα εξοχάς! Αποφασίστηκε να επισκεφθούμε το χωριό του το Khaldar, μερικά χιλιόμετρα δυτικά από το Bamyan σ’ένα όμορφο οροπέδιο με καλλιέργειες. Ευκαιρία για μένα να βρεθώ λίγο εκτός τουριστικών διαδρομών (σάμπως βέβαια είχα συναπαντήσει κι άλλον τουρίστα ως τώρα; )
Η διαδρομή ήταν γνωστή, την είχαμε διανύσει πριν 2 μέρες πηγαίνοντας προς τις λίμνες Band-e Amir, μόνο που εκεί που δέσποζε ένα φρούριο στρίψαμε σ’ενα χωματόδρομο κι αρχίσαμε να διασχίζουμε χωράφια και χωριά. Στα περισσότερα από αυτά τα σπίτια ήταν μισοκατεστραμμένα.
«Έργο των Ταλιμπάν, την εποχή που έκαναν συστηματική εθνοκάθαρση των Χαζάρα στη περιοχή» μου το αιτιολόγησε ο Sajjad. Δεν είναι μόνο η εθνοτική διαφορετικότητα που υπαγόρευσε κάτι τέτοιο αλλά και το γεγονός ότι οι Χαζάρα κατά πλειονότητα σιίτες μουσουλμάνοι, ήταν άθλιοι αιρετικοί, άρα άξιοι θανάτου στα μάτια των Ταλιμπάν.
Λίγο πιο κάτω, μεσοχώραφα, κάναμε στάση διότι συναντήσαμε ένα ξάδελφο του Sajjad. Τώρα με τέτοιες πολυμελείς οικογένειες ένα ξάδελφο κάπου θα συναπαντήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Διάθεση να πηδάω τα αρδευτικά χαντάκια στα χωράφια για να κάνω χειραψίες με το ξάδελφο δεν είχα κι έτσι απέμεινα στην άκρη του δρόμου, μοναχός, αλλοεθνής, αλλόθρησκος (τι λέω; άπιστος!) στο έλεος των περαστικών.
Με πλησίασαν δύο τυπικές φιγούρες Χαζάρα κι εκεί άρχισε το κουβεντολόι σε εσπεράντο-νοηματική μετά τα τυπικά as salaam alaykum. Οι χωρικοί ήταν φιλικότατοι, περίεργοι βέβαια για τη προέλευση ενός αγνώστου ατόμου που έσκασε μύτη στη περιοχή τους κι αρκετά ευχάριστοι σαν παρέα... αν μπορούσα να τους κατανοήσω φυσικά. Για να τους αποζημιώσω για το επικοινωνιακό αλλαλούμ, τους αποθανάτισα με τη φωτογραφική μηχανή κι αποχαιρετιστήκαμε όλοι πανευτυχείς.
Συνεχίζοντας φτάσαμε στο χωριό του Sajjad όπου επικρατούσε αναβρασμός εργασιών. Ο πατέρας του είχε παραχωρήσει στη κοινότητα χώρο και όλοι μαζί οι άντρες του χωριού έβαζαν το χεράκι τους για να χτιστεί το νέο τζαμί. Όπως πρόδιδε ο τρόπος κατασκευής ήταν το στιβαρότερο κτίσμα του χωριού, σε σχέση με τα πλινθόκτιστα σπίτια. Ανηφορίσαμε προς το πατρογονικό του και στο δρόμο συναντήσαμε άλλον ένα ξάδελφο που κατηφόριζε με το γάιδαρο εκτελώντας μεταφορές υλικών. Αυτός προέκυψε ιδιαιτέρως ενθουσιώδης από την παρουσία μου: υψώνοντας το χέρι αποθανατίστηκε σαν άλλος Μεγαλέξανδρος αλλά επί όνου κι ουχί Βουκεφάλα.
Ο Sajjad μου έδειξε τα ερείπια του σπιτιού του παππού του. Σήμερα στέκουν μόνο μισογκρεμισμένοι τοίχοι και χορτιασμένο δάπεδο. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω. Η καταστροφική μανία των Ταλιμπάν κι εδώ η αιτία. Μόνο τη τύχη του παππού δεν αποτόλμησα να ρωτήσω για να μη ξύσω πληγές.
Περιηγήθηκα λίγο στο ανηφορικό δρομάκι του μικρού χωριού απολαμβάνοντας την θεα προς τη κοιλάδα, με τον ξάδελφο να συνεχίζει να πηγαινοέρχεται ενθουσιώδης πάνω στο γάιδαρο. Σε κάθε σπίτι ήταν μαζεμένα σε τεράστιες στίβες ξερόκλαδα και κοπριά. Η περιοχή έχει λιγοστά δένδρα κι έτσι η θέρμανση τις κρύες νύχτες του χειμώνα εξασφαλίζεται δια της οικολογικότατης αυτής μεθόδου.
Οι καλοκυράδες του σπιτού έκαναν τη μπουγάδα τους στο ρεματάκι όπου έπαιζαν αμέριμνα ένα σωρό παιδουλίνια κι άπλωναν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα απλά πάνω στο γρασίδι κάτω από το άπλετο φως του φθινοπωρινού ήλιου.
Τελικά περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού. Οι τοίχοι από χώμα κι άχυρο, η έννοια εσωτερικής διακόσμησης ανύπαρκτη εκτός ενός ημερολογίου με τη φυσιογνωμία του Χαζάρα μουτζαχεντίν και «μάρτυρα» στα χέρια των Ταλιμπάν Abdul Ali Mazari εν μέσω τριανταφύλλων και κεριών. Eτέρα αισθητική παρέμβαση το πουλάκι που πάλευε όλη την ώρα να ξεφύγει από το μικροσκοπικό κλουβί που το’χαν κλείσει. Στην πορεία αντιλήφθηκα ότι ο κύρης του σπιτιού είχε χόμπυ να στήνει παγίδες και να πιάνει διάφορα πουλιά, των οποίων την τύχη δεν αποσαφήνισα. Με περισσή περηφάνεια μου έδειξε τα δύο ζωντανά γεράκια που είχε πιάσει. Το ένα πάλευε να λευτερωθεί πανικόβλητο. Το άλλο μάλλον στωικά είχε αποδεχτεί τη μοίρα του και στεκόταν ήρεμο και καμαρωτό πάνω στο τούβλο που το είχε δέσει ο δεσμώτης του.
Αφού περιεργάστηκα την κυνηγετική καραμπίνα του, απόλαυσα το κλασσικό τσάι που μου πρόσφεραν. Στο τέλος μουρμούρισα ένα tashakor (ευχαριστώ) αφού αδυνατούσα να συνομιλήσω με τον κύρη του σπιτιού (η κυρά ήταν σκιώδης παρουσία, κάτι σαν τις κυβερνήσεις της αντιπολίτευσης στη χώρα μας) και πήραμε το κατήφορο προς τα χωράφια.
Χάζεψα το αλώνι, αποθανάτησα τα σχολιαρόπαιδα και τέλος συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, κατά την οποία κλεφτά και μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου μπόρεσα να φωτογραφήσω γυναίκες μέσα στα πολύχρωμα τσαντόρ τους να επιστρέφουν από τα χωράφια. Εδώ η μπούρκα ήταν ξένη προς τη κουλτούρα των ντόπιων και παράταιρη.
Η πορεία μας έφερε σ’έναν άλλον βράχο, τον Khojakej, σαν εκείνο της Κοιλάδας του Δράκου, σ’ένα αφιλόξενο τοπίο. Στη ράχη του υπήρχε ένα κυκλικό χτίσμα όπου στη βάση του ανάβλυζε νερό μέσα σε μια φυσική γούρνα.
“Ότι πρέπει για μπάνιο στη φύση” μου είπε ο Sajjad. Συμφώνησα χωρίς δεύτερη κουβέντα, καθώς η ροή νερού στη ντουζιέρα του ξενώνα γινόταν με το σταγονόμετρο. Ακόμα όμως κι αν το αποτολμούσα υπό (σκανδαλωδώς για τα ήθη) αδαμιαία περιβολή, υπήρχε ένας μεγάλος απών: το σαπούνι. Αρκέστηκα στον ενθουσιασμό για το φαινόμενο, το οποίο τροφοδοτούσε μεγάλες δεξαμενές, ποτήστρες για τα ζωντανά της περιοχής και φυσικές μπανιέρες για το πλύσιμο χαλιών και λοιπών ρούχων των νομάδων.
Για μια φορά ακόμα το βλέμμα μου ταξίδεψε στο γυμνό, απέριττο τοπίο με τα γήινα χρώματα κι αφέθηκα γοητευμένος στην παράδοξη σαγήνη του.
Λίγο πριν στην επιστροφή μας στο Bamyan, κάναμε μια παράκαμψη στο κοντινό χωριό Sorkhqol. Αυτό το χωριό, πολλά σπίτια του οποίου ήταν τρωγλοδυτικά, το είχα βάλει στο μάτι και κάθε φορά που περνούσαμε από μπροστά το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής έπαιρνε φωτιά. Φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου όταν χωρίς να το περιμένω κάναμε παράκαμψη προς τα ενδότερά του. Πρόθεση του Sajjad ήταν να μου δείξει τη σπηλιά Chehel Sotun καταφύγιο διαφόρων ενόπλων κατά τη διάρκεια των πολυετών πολέμων κι από κει να απολαύσουμε μια πανοραμική θέα της κοιλάδας και του ίδιου του χωριού.
Η σπηλιά είχε μηδενικό ενδιαφέρον, η θέα ήταν εξαιρετική κι εγώ θέλοντας να πραγματώσω το απωθημένο μου του εδήλωσα ότι θα ήθελα να επιστρέψω πεζή στον κεντρικό δρόμο. Δαγκώθηκε λίγο και αναγκάστηκε να με συνοδέψει, καθώς ικανό με είχε να χτυπάω τη πόρτα κανενός σπιτιού και να μπαίνω απρόσκλητος, γεγονός με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η σύντομη διαδρομή υπήρξε για μένα αφάνταστα γοητευτική καθώς μέσα στα νεώτερα πλίνθινα κτίσματα, υπήρχαν πόρτες και παράθυρα πάνω στους βράχους δείγμα ότι άνθρωποι κατοικούν μέσα σ’αυτούς όπως αιώνες πριν έπρατταν οι βουδιστές μοναχοί στο Bamyan. Σε μια γωνιά παιδιά έπαιζαν μέσα σ’ενα απομεινάρι σοβιετικού τάνκ, πιο κάτω σιωπηλές γυναικείες φιγούρες έπαιρναν τον ανηφορικό δρόμο κουβαλώντας τα ψώνια του σπιτιού, πιο κει ηλικωμένες σκούπιζαν τις αυλές. Εικόνες που για μένα έκλειναν κατά το καλύτερο τρόπο την επίσκεψή μου στο απομονωμένο γεωγραφικά Bamyan.
Λίγο πριν τη δύση του ήλιου ανέβηκα στη βεράντα του ξενώνα ν’αγναντέψω το τελευταίο δειλινό στην όμορφη αυτή γωνιά του Αφγανιστάν. Στο βάθος πάνω στους λόφους που βάφονταν χρυσοκόκκινοι ατένισα για τελευταία φορά το κενό. Τους κατεστραμμένους Βούδες του Bamyan. Θύματα του φανατισμού, του σκοταδισμού στο όνομα ενός άλλου Παντελεήμονα και Φιλέσπλαχνου Θεού.
Η ψύχρα ήταν διαπεραστική και σιγά σιγά τ’αστέρια φάνηκαν στον ουρανό. Μετά το δείπνο αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για να κουκουλωθώ με τις κουβέρτες και να κοιμηθώ.
Η... East Horizon Airlines ήταν αδιαπραγμάτευτη: στις 6.30 το πρωί έπρεπε να είμαι στο... αεροδρόμιο για το... check in!
Last edited: