Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.017
- Likes
- 52.795
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Ημέρα 39: Susamyr, Toktogul & Arslanbob
Tα καλά του να μην έχεις ίντερνετ είναι ότι... κοιμηθήκαμε αντί να τσατάρουμε (Τζόρντι), να ινσταγκράρουμε (Κρεκούζας) ή να τζογάρουμε πόσες τάπες θα κάνει ο Γκομπέρ απέναντι στους Σανς (γκουχ γκουχ). Το πρωινό μας ήταν καλούτσικο, αφήσαμε κι ένα φιλοδώρημα στην καλή κυριούλα και φύγαμε μετά από μια μικρή βόλτα στα περίχωρα του σπιτιού με τα ποταμάκια και τα δεντράκια πήραμε τους δρόμους για τον τελικό μας προορισμό για σήμερα, το Arslanbob, ένα χωριό όπου ας πούμε ότι υπάρχει και μια μικρή ροή τουριστών στη χώρα (εμείς δεν είδαμε κανέναν, αλλά είπαμε ήμαστε και εντελώς εκτός χάι σίζον).
Η πρώτη μας στάση ήταν στο Kojumkul, όπου σταματήσαμε να δούμε ένα μνημείο σε ένα τοπικό γίγαντα. Ψιλοαδιάφορο ήταν, αλλά το γύρω τοπίο μου άρεσε, αυτή η απεραντοσύνη του τίποτα σου δίνει μια ωραία αίσθηση ελευθερίας, από τα άλογα που βόσκουν σε ατέλειωτες κοιλάδες μέχρι την εικόνα μιας οικογένειας που εμφανίζεται από το πουθενά να μαζεύει νερό σε κάποιο ποτάμι. Στο δρόμο για το πέρασμα του Susamyr είδαμε κάποιους πάγκους όπου κάτι κυριούλες είχαν στήσει κάτι γιούρτες κι ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι και πουλούσαν αναψυκτικά και τσάι. Αφού κατεβήκαμε να αγοράσουμε κάτι συνειδητοποιούσαμε πως ζούσαν σε αυτές τις γιούρτες, εκεί στη μέση του τίποτα, με τα παιδιά τους, έπλεναν τα ρούχα τους, μαγείρευαν και... πουλούσαν αναψυκτικά.
Ο δρόμος μετά το πέρασμα είναι ολοκαίνουριος και πραγματικό χαλί. Αρχικά το γύρω τοπίο ήταν εντελώς χιονισμένο, όσο όμως σιγά-σιγά κατεβαίναμε σε υψόμετρο, γινόταν όλο και πιο πράσινο και οδηγώντας πια κατά μήκος του ποταμιού τα πάντα ήταν καταπράσινα, σα να βρισκόμασταν σε άλλη χώρα σε σχέση με τα γυμνά βουνά των προηγούμενων ωρών και ημερών. Το μάτι μου δε χόρταινε το πράσινο, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε και να χορτάσουμε από φαγητό οπότε κάναμε μια στάση σε ένα... Λεβέντη (πιτ στοπ, πώς το λένε αυτό στα Ελληνικά; ) με θέα ένα πελώριο φράγμα για να φάμε πέστροφες, αφού πρώτα ο ιδιοκτήτης χρειάστηκε να πάρει τηλέφωνο το γιο του που μιλούσε Αγγλικά προκειμένου να καταλάβει τι θέλαμε να παραγγείλουμε (λες και υπήρχε και καμία τρομερή ποικιλία).
Καλούτσικα φάγαμε, συνεχίσαμε δια μέσω καταπράσινων φαραγγιών και σε ένα από αυτά όπου σταματήσαμε για φωτογραφίες η Α ξέχασε τα γυαλιά της, επιστρέψαμε για να τα πάρουμε και τσιμπήσαμε και το τρίτο μας πρόστιμο από την τροχαία του Κιργιστάν, αλλά αυτά τα είχαμε συνηθίσει πια.
Φτάσαμε στο Arslanbob το απόγευμα και είχε αρχίσει να νυχτώνει, οπότε δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο από τα 18 homestays, αλλά ρωτώντας όλα βρίσκονται και καταλήξαμε σε ένα μεγάλο σπίτι με βαθιά θρησκευόμενους μουσουλμάνους, ο κύριος μάλιστα είχε πάει δύο φορές στη Μέκκα, αλλά Αγγλικά φυσικά δε μιλούσαν ούτε λέξη. Η σύζυγός του ετοίμασε δείπνο για τους δύο από μας που πεινούσαν και φάγαμε στο τραπεζάκι στο πάτωμα. Πολύ παραδοσιακό το σπίτι τους και παρότι το μπάνιο ήταν εξωτερικό, στην αυλή δηλαδή, είχαμε πολύ ευχάριστη διαμονή. Για την επόμενη συνεννοηθήκαμε με τον κυριούλη ώστε να πάρει το CBT, δηλαδή τον τοπικό συνεταιρισμό ξεναγών, ώστε να δούμε τι θα μπορούσαμε να δούμε και να κάνουμε.
Ημέρα 40: Arslanbob - Ozgun - Osh
Το τοπικό γραφειάκι του CBT ήταν μικρό, αλλά ο κύριος που μας υποδέχθηκε ήταν αρκετά οργανωμένος, εμ όρεξη και καλά Αγγλικά και μας κανόνισε να πάμε για ένα τρίωρο τρεκ στα περίχωρα του χωριού. Το ίδιο το χωριό ήταν πολύ αυθεντικό, με παραδοσιακά κρεοπωλεία, παιδάκια παντού, αγρότες που φύτευαν πατάτες με άροτρα, άλλους που έκαναν πικνίκ , όλοι τους φιλικοί αλλά και ντροπαλοί.
Το Arslanbob είναι γνωστό γιατί διαθέτει το μεγαλύτερο δάσος καρυδιών στον κόσμο και οι καρυδιές είναι αρκετά εντυπωσιακές, με πολλές από αυτές να είναι άνω των 30 μέτρων και εκατό ετών. Ο τοπικός συνεταιρισμός που διαχειρίζεται τα καρύδια σε μια καλή χρονιά εξασφαλίζει σε κάθε οικογένεια ένα εισόδημα της τάξης των 1700-2300€ ανά σοδειά, που αναλογικά με τα εισοδήματα στη χώρα είναι αρκετά χρήματα. Τα καρύδια πάντως σπάζονται στη Jalalabad κι εξάγονται κυρίως στην Τουρκία, απ' όπου και θα γίνει η διάθεσή τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το δάσος μου φάνηκε πολύ όμορφο, ενώ μας προσέφερε και μια βιβλική εικόνα με μια γιαγιά με γαϊδουράκι να πηγαίνει τον εγγονό της στο σχολείο, εικόνες άλλων αιώνων πια στον αναπτυγμένο κόσμο.
Ανεβήκαμε σε ένα λόφο με ωραία θέα του χωριού και των γύρω βουνοκορφών και καταλήξαμε σε κάτι μικρούς αλλά αρκετά εντυπωσιακούς καταρράκτες. Ο ξεναγός μας εξήγησε πως την υψηλή περίοδο, δηλαδή το καλοκαίρι, τα τρεκ στην περιοχή είναι αρκετά δημοφιλή, όπως και οι μεγαλύτερες αποστολές για συνδυασμό τρεκ και ελεύθερου σκι, μακριά από οργανωμένες πίστες. Κοντά στους καταρράκτες δυο κοπελίτσες πωλούσαν μια περίεργη καφετιά σκόνη, από συμπυκνωμένο μήλο, την οποία και αγόρασα για 0,25€ και δεν ήταν καθόλου άσχημη ως γεύση, ενώ ένας παππούλης και κάτι παιδάκια μας ποζάρισαν όλο αθωότητα.
Μας άρεσε το μικρό τρεκ και η επίσκεψη στο Arslanbob, τσιμπήσαμε κι ένα πλοβ (τι άλλο; ) στο τοπικό εστιατόριο Istanbul και αφήσαμε το χωριό πίσω μας, κατευθυνόμενοι προς το Ozgun, στο δρόμο για το οποίο τα τοπία ήταν τα πιο πράσινα που είχαμε δει. Το Ozgun φιλοξενεί ένα τεράστιο παζάρι στο οποίο είναι πολύ εύκολο να χαθεί κανείς κι όπου ο Τζόρντι αντιμετωπίστηκε ως ροκ σταρ λόγω της μπλούζας της Μπαρτσελόνα που φορούσε. Μικροί και μεγάλοι όλοι ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί του κι ενθουσιάζονταν όταν μάθαιναν ότι μένει στη Μπαρτσελόνα και πηγαίνει στο γήπεδο. Αν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε θα τους εξηγούσαμε ότι μάλιστα διετέλεσε και προπονητής σε μια από τις άπειρες ομάδες των φυτωρίων της ομάδας, αλλά εδώ καλά-καλά δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε για να παραγγείλουμε ψάρι (παρά τις εξαιρετικές μου μιμήσεις ψαριού, να σημειωθεί). Κατά τα άλλα, πλην ξηρών καρπών και κάποιων παραδοσιακών κιργίζικων καπέλων, το παζάρι ειδικευόταν -όπως και πολλά στην Κεντρική Ασία- σε φθηνά κινεζικά προϊόντα κι είχε λίγο ενδιαφέρον πλην των ωραίων φυσιογνωμιών των ευγενέστατων και πάλι ντόπιων.
Ήρθε η ώρα να φύγουμε και καταλήξαμε στον προορισμό μας για τα επόμενα δυο βράδια, το Osh, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Είχα κάνει κράτηση σε ένα Hotel Salam που αποδείχθηκε μεγάλο αστέρι: πολύ σπιτική ατμόσφαιρα, απλά δωμάτια σε ένα υπόγειο με κοινόχρηστο σαλόνι το οποίο οικειοποιηθήκαμε, απλά κρεβάτι σε γιαπωνέζικο στιλ στο υπερυψωμένο πάτωμα και σωρεάν πλύσιμο ρούχων. Η ρεσεψιονίστ με το γιαπωνέζικο φιζίκ χαμογελούσε συνεχώς, το νερό ήταν τέρμα ζεστό και το ίντερνετ δούλευε κανόνι. Κι όλα αυτά για 9€ το άτομο, από τα καλύτερα καταλύματα του ταξιδιού, από αυτά τα περίεργα μέρη που για κάποιο λόγο τα αισθάνεσαι σα σπίτι.
Επειδή ήταν του Αγίου Γεωργιού, είπαμε με το συνονόματο και συνεορτάζοντα Τζόρντι να καλέσουμε τα παιδιά σε ένα ακριβό εστιατόριο στην πόλη, έτσι για να γιορτάσουμε και να τους ευχαριστήσουμε για την παρέα τους και που μας ανέχονται (μεγάλη υπόθεση για το Τζόρντι ότι τόσο η Α όσο κι ο Κρεκούζας έκαναν πολύ φιλότιμες προσπάθειες να συνεννούνται μαζί τους και στα λειτουργικότατα Ισπανικά τους). Το εστιατόριο ήταν ένα περίεργο υβρίδιο μεταξύ εστιατορίου και κλαμπ, με καλό φαγητό αλλά γκουρμέ μερίδες, με αποτέλεσμα ο Κρεκούζας να παραγγείλει δύο πιάτα μπριζόλας για να χορτάσει, συν ένα τρίτο πιάτο για να εξασφαλίσει πως δε θα πεινάσει το βράδυ.
Πριν το εστιατόριο βρήκαμε κι ένα ράφτη για να επισκευάσουμε το σκισμένο παντελόνι του Κρεκούζα κι ο άνθρωπος ήταν τόσο ευγενής. Πλην της φιλάργυρης τροχαίας όλοι οι Κιργίζιοι ήταν γλυκύτατοι γενικώς. Κάναμε και τη βολτίτσα μας το βράδυ ώστε να θαυμάσουμε και το τεράστιο άγαλμα του Λένιν, γυρίσαμε κι ένα βίντεο για ένα φιλικό ζευγάρι της Α που παντρευόταν και για κάποιο λόγο χάρηκαν που είδαν το Τζόρντι να τους εύχεται "καλά μαμήσια" στα Ελληνικά και μετά από μια γερή δόση ίντερνετ πέσαμε για ύπνο.
Ημέρα 41: Οsh
Η σημερινή θα ήταν ημέρα ξεκούρασης κι ανασύνταξης, πριν ξεκινήσουμε για τα Παμίρ την επομένη, και με την ευκαιρία θα κλείναμε και κάποιες εκκρεμμότητες.
Μια από αυτές ήταν η ρώσικη βίζα του Κρεκούζα, οπότε πήγαμε στο ρωσικό προξενείο που βρισκόταν πολύ κοντά μας. Το θέμα του Κρεκούζα δε λύθηκε, αλλά κοντά στο προξενείο βρήκαμε ένα εστιατόριο ονόματι Aviator, με διακόσμηση αεροπλάνου μέσα. Δυστυχώς πρωινό σε σέρβιραν, αλλά το σταμπάραμε για τη συνέχεια και δε μας βγήκε σε κακό. Τελικώς πρωινό φάγαμε σε ένα ελιτίστικο φαστφουντάδικο, όπου χτύπησα ένα κλαμπ σάντουιτς και μια ομελέτα συν μια πολύ καλή ζεστή σοκολάτα, τον Κρεκούζα όμως τον πείραξε το μπέργκερ που έφαγε.
Συνέχεια είχε το κεντρικό πάρκο της πόλης, που έσφυζε από ζωή με ηλικιωμένουςνα παίζουν σκάκι in true Soviet style, παιδάκια να παίζουν κάτι παιχνίδια από την εποχή των Flintstones, κάτι συγκρουόμενα από την εποχή του Βάρσου κι ένα μηχαναμητάκι με μπασκέτα που το σκίσαμε, σπάζοντας όλα τα τοπικά ρεκόρ σκοραρίσματος. Ο Κρεκούζας κατάφερε να ξεχάσει εκεί το διαβατήριό του, αλλά του το είχαν κρατήσει οι ψυχούλες κι έτσι ήρθε καθησυχασμένος να μας βρει στο μέτριο παζάρι της πόλης, όπου το βασικό ενδιαφέρον ήταν τι τσεμπέρι θα αγόραζε ο Τζόρντι στη Μαρ...
Πήγαμε στο μουσείο της Osh που μας φάνηκε λολίγον αδιάφορο, πλην της εποχής του κομουνισμού, την οποία, ως συνηθίζεται στις πρώην σοβιετικές "δημοκρατίες" σφάζουν με το βαμβάκι. Καταλήξαμε σε ένα κιτς παρκάκι με καρδούλες όπου ο Κρεκούζας, με ανυψωμένο ηθικό, ραμμένο παντελόνι και διαβατήριο πλέον στην τσέπη του, έδωσε ρεσιτάλ με τη σερβιτόρα, βγάζοντας απανωτές σέλφι, καλώντας την να τον επισκεφθεί στο Μόναχο, την Αθήνα, τη Λαμία και πιθανότατα όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις, φεϊσμπουκίστηκε κι έμαθε ότι η κοπέλα θα επέστρεφε στην Κίνα όπου σπουδάζει. Να μην εκπλαγεί αν την επισκεφθεί ο κοινωνικότερος Ευρωπαίος όλων των εποχώνε.
Μετά από το διαλειμματάκι είπαμε να πάμε και στο ιερό για τους μουσουλμάνους όρος Suleiman Too, με τα περισσότερα από τα 500 σκαλιά, την όμορφη θέα όπου μπορούσε κανείς να διαπιστώσει πόσο χαμηλά είναι τα κτίρια στην Osh και πόσο παίζει το ελλενίτ στις σκεπές τους και να απολαύσει μερικές γιαγούλες να το καταδιασκεδάζουν κάνοντας τσουλήθρα σε έναν ιερό βράχο με κλίση, όπου γελούσαν μέχρι δακρύων. Α, είχε κι ένα μουσείο το ιερό όρος (πιο πολύ σε λόφο φέρνει)στο εσωτερικό του σε κάτι σαν σπήλαιο , όπου ευτυχώς η είσοδος ήταν μόλις δύο ευρώ γιατί ο Τζόρντι κι εγώ το βρήκαμε μάπα, αν κι ο Κρεκούζας με την Α το βρήκαν αξιόλογο.
Ξαναπεράσαμε να χαιρετίσουμε το φίλο μας το Λένιν και οι τρεις μας (ο Κρεκούζας πλέον είχε θέματα με την τουαλέτα) πήγαμε στο Aviator όπου εκτός του πολύ αξιοπρεπούς φαγητού, απολαύσαμε και μια τάξη από ντόπια κοριτσάκια, εξαιρετικά πειθαρχημένα απέναντι στη δασκάλα τους.
Το βραδάκι είδαμε και τη Ζαλγκίρις να προκρίνεται στο final four απέναντι στον Ολυμπιακό, αφού ο Κρεκουζάκος για τη γιορτή μου αγόρασε euroleague pass και μπορέσαμε να δούμε το ματσάκι. Δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό το Osh, ήταν όμως μια πόλη φιλική, με καλούτσικο φαγητό και γεμίσαμε τις μπαταρίες μας για το μαραθώνιο των Παμίρ που θα ξεκινούσε την επομένη.
Tα καλά του να μην έχεις ίντερνετ είναι ότι... κοιμηθήκαμε αντί να τσατάρουμε (Τζόρντι), να ινσταγκράρουμε (Κρεκούζας) ή να τζογάρουμε πόσες τάπες θα κάνει ο Γκομπέρ απέναντι στους Σανς (γκουχ γκουχ). Το πρωινό μας ήταν καλούτσικο, αφήσαμε κι ένα φιλοδώρημα στην καλή κυριούλα και φύγαμε μετά από μια μικρή βόλτα στα περίχωρα του σπιτιού με τα ποταμάκια και τα δεντράκια πήραμε τους δρόμους για τον τελικό μας προορισμό για σήμερα, το Arslanbob, ένα χωριό όπου ας πούμε ότι υπάρχει και μια μικρή ροή τουριστών στη χώρα (εμείς δεν είδαμε κανέναν, αλλά είπαμε ήμαστε και εντελώς εκτός χάι σίζον).
Η πρώτη μας στάση ήταν στο Kojumkul, όπου σταματήσαμε να δούμε ένα μνημείο σε ένα τοπικό γίγαντα. Ψιλοαδιάφορο ήταν, αλλά το γύρω τοπίο μου άρεσε, αυτή η απεραντοσύνη του τίποτα σου δίνει μια ωραία αίσθηση ελευθερίας, από τα άλογα που βόσκουν σε ατέλειωτες κοιλάδες μέχρι την εικόνα μιας οικογένειας που εμφανίζεται από το πουθενά να μαζεύει νερό σε κάποιο ποτάμι. Στο δρόμο για το πέρασμα του Susamyr είδαμε κάποιους πάγκους όπου κάτι κυριούλες είχαν στήσει κάτι γιούρτες κι ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι και πουλούσαν αναψυκτικά και τσάι. Αφού κατεβήκαμε να αγοράσουμε κάτι συνειδητοποιούσαμε πως ζούσαν σε αυτές τις γιούρτες, εκεί στη μέση του τίποτα, με τα παιδιά τους, έπλεναν τα ρούχα τους, μαγείρευαν και... πουλούσαν αναψυκτικά.
Ο δρόμος μετά το πέρασμα είναι ολοκαίνουριος και πραγματικό χαλί. Αρχικά το γύρω τοπίο ήταν εντελώς χιονισμένο, όσο όμως σιγά-σιγά κατεβαίναμε σε υψόμετρο, γινόταν όλο και πιο πράσινο και οδηγώντας πια κατά μήκος του ποταμιού τα πάντα ήταν καταπράσινα, σα να βρισκόμασταν σε άλλη χώρα σε σχέση με τα γυμνά βουνά των προηγούμενων ωρών και ημερών. Το μάτι μου δε χόρταινε το πράσινο, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε και να χορτάσουμε από φαγητό οπότε κάναμε μια στάση σε ένα... Λεβέντη (πιτ στοπ, πώς το λένε αυτό στα Ελληνικά; ) με θέα ένα πελώριο φράγμα για να φάμε πέστροφες, αφού πρώτα ο ιδιοκτήτης χρειάστηκε να πάρει τηλέφωνο το γιο του που μιλούσε Αγγλικά προκειμένου να καταλάβει τι θέλαμε να παραγγείλουμε (λες και υπήρχε και καμία τρομερή ποικιλία).
Καλούτσικα φάγαμε, συνεχίσαμε δια μέσω καταπράσινων φαραγγιών και σε ένα από αυτά όπου σταματήσαμε για φωτογραφίες η Α ξέχασε τα γυαλιά της, επιστρέψαμε για να τα πάρουμε και τσιμπήσαμε και το τρίτο μας πρόστιμο από την τροχαία του Κιργιστάν, αλλά αυτά τα είχαμε συνηθίσει πια.
Φτάσαμε στο Arslanbob το απόγευμα και είχε αρχίσει να νυχτώνει, οπότε δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο από τα 18 homestays, αλλά ρωτώντας όλα βρίσκονται και καταλήξαμε σε ένα μεγάλο σπίτι με βαθιά θρησκευόμενους μουσουλμάνους, ο κύριος μάλιστα είχε πάει δύο φορές στη Μέκκα, αλλά Αγγλικά φυσικά δε μιλούσαν ούτε λέξη. Η σύζυγός του ετοίμασε δείπνο για τους δύο από μας που πεινούσαν και φάγαμε στο τραπεζάκι στο πάτωμα. Πολύ παραδοσιακό το σπίτι τους και παρότι το μπάνιο ήταν εξωτερικό, στην αυλή δηλαδή, είχαμε πολύ ευχάριστη διαμονή. Για την επόμενη συνεννοηθήκαμε με τον κυριούλη ώστε να πάρει το CBT, δηλαδή τον τοπικό συνεταιρισμό ξεναγών, ώστε να δούμε τι θα μπορούσαμε να δούμε και να κάνουμε.
Ημέρα 40: Arslanbob - Ozgun - Osh
Το τοπικό γραφειάκι του CBT ήταν μικρό, αλλά ο κύριος που μας υποδέχθηκε ήταν αρκετά οργανωμένος, εμ όρεξη και καλά Αγγλικά και μας κανόνισε να πάμε για ένα τρίωρο τρεκ στα περίχωρα του χωριού. Το ίδιο το χωριό ήταν πολύ αυθεντικό, με παραδοσιακά κρεοπωλεία, παιδάκια παντού, αγρότες που φύτευαν πατάτες με άροτρα, άλλους που έκαναν πικνίκ , όλοι τους φιλικοί αλλά και ντροπαλοί.
Το Arslanbob είναι γνωστό γιατί διαθέτει το μεγαλύτερο δάσος καρυδιών στον κόσμο και οι καρυδιές είναι αρκετά εντυπωσιακές, με πολλές από αυτές να είναι άνω των 30 μέτρων και εκατό ετών. Ο τοπικός συνεταιρισμός που διαχειρίζεται τα καρύδια σε μια καλή χρονιά εξασφαλίζει σε κάθε οικογένεια ένα εισόδημα της τάξης των 1700-2300€ ανά σοδειά, που αναλογικά με τα εισοδήματα στη χώρα είναι αρκετά χρήματα. Τα καρύδια πάντως σπάζονται στη Jalalabad κι εξάγονται κυρίως στην Τουρκία, απ' όπου και θα γίνει η διάθεσή τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το δάσος μου φάνηκε πολύ όμορφο, ενώ μας προσέφερε και μια βιβλική εικόνα με μια γιαγιά με γαϊδουράκι να πηγαίνει τον εγγονό της στο σχολείο, εικόνες άλλων αιώνων πια στον αναπτυγμένο κόσμο.
Ανεβήκαμε σε ένα λόφο με ωραία θέα του χωριού και των γύρω βουνοκορφών και καταλήξαμε σε κάτι μικρούς αλλά αρκετά εντυπωσιακούς καταρράκτες. Ο ξεναγός μας εξήγησε πως την υψηλή περίοδο, δηλαδή το καλοκαίρι, τα τρεκ στην περιοχή είναι αρκετά δημοφιλή, όπως και οι μεγαλύτερες αποστολές για συνδυασμό τρεκ και ελεύθερου σκι, μακριά από οργανωμένες πίστες. Κοντά στους καταρράκτες δυο κοπελίτσες πωλούσαν μια περίεργη καφετιά σκόνη, από συμπυκνωμένο μήλο, την οποία και αγόρασα για 0,25€ και δεν ήταν καθόλου άσχημη ως γεύση, ενώ ένας παππούλης και κάτι παιδάκια μας ποζάρισαν όλο αθωότητα.
Μας άρεσε το μικρό τρεκ και η επίσκεψη στο Arslanbob, τσιμπήσαμε κι ένα πλοβ (τι άλλο; ) στο τοπικό εστιατόριο Istanbul και αφήσαμε το χωριό πίσω μας, κατευθυνόμενοι προς το Ozgun, στο δρόμο για το οποίο τα τοπία ήταν τα πιο πράσινα που είχαμε δει. Το Ozgun φιλοξενεί ένα τεράστιο παζάρι στο οποίο είναι πολύ εύκολο να χαθεί κανείς κι όπου ο Τζόρντι αντιμετωπίστηκε ως ροκ σταρ λόγω της μπλούζας της Μπαρτσελόνα που φορούσε. Μικροί και μεγάλοι όλοι ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί του κι ενθουσιάζονταν όταν μάθαιναν ότι μένει στη Μπαρτσελόνα και πηγαίνει στο γήπεδο. Αν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε θα τους εξηγούσαμε ότι μάλιστα διετέλεσε και προπονητής σε μια από τις άπειρες ομάδες των φυτωρίων της ομάδας, αλλά εδώ καλά-καλά δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε για να παραγγείλουμε ψάρι (παρά τις εξαιρετικές μου μιμήσεις ψαριού, να σημειωθεί). Κατά τα άλλα, πλην ξηρών καρπών και κάποιων παραδοσιακών κιργίζικων καπέλων, το παζάρι ειδικευόταν -όπως και πολλά στην Κεντρική Ασία- σε φθηνά κινεζικά προϊόντα κι είχε λίγο ενδιαφέρον πλην των ωραίων φυσιογνωμιών των ευγενέστατων και πάλι ντόπιων.
Ήρθε η ώρα να φύγουμε και καταλήξαμε στον προορισμό μας για τα επόμενα δυο βράδια, το Osh, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Είχα κάνει κράτηση σε ένα Hotel Salam που αποδείχθηκε μεγάλο αστέρι: πολύ σπιτική ατμόσφαιρα, απλά δωμάτια σε ένα υπόγειο με κοινόχρηστο σαλόνι το οποίο οικειοποιηθήκαμε, απλά κρεβάτι σε γιαπωνέζικο στιλ στο υπερυψωμένο πάτωμα και σωρεάν πλύσιμο ρούχων. Η ρεσεψιονίστ με το γιαπωνέζικο φιζίκ χαμογελούσε συνεχώς, το νερό ήταν τέρμα ζεστό και το ίντερνετ δούλευε κανόνι. Κι όλα αυτά για 9€ το άτομο, από τα καλύτερα καταλύματα του ταξιδιού, από αυτά τα περίεργα μέρη που για κάποιο λόγο τα αισθάνεσαι σα σπίτι.
Επειδή ήταν του Αγίου Γεωργιού, είπαμε με το συνονόματο και συνεορτάζοντα Τζόρντι να καλέσουμε τα παιδιά σε ένα ακριβό εστιατόριο στην πόλη, έτσι για να γιορτάσουμε και να τους ευχαριστήσουμε για την παρέα τους και που μας ανέχονται (μεγάλη υπόθεση για το Τζόρντι ότι τόσο η Α όσο κι ο Κρεκούζας έκαναν πολύ φιλότιμες προσπάθειες να συνεννούνται μαζί τους και στα λειτουργικότατα Ισπανικά τους). Το εστιατόριο ήταν ένα περίεργο υβρίδιο μεταξύ εστιατορίου και κλαμπ, με καλό φαγητό αλλά γκουρμέ μερίδες, με αποτέλεσμα ο Κρεκούζας να παραγγείλει δύο πιάτα μπριζόλας για να χορτάσει, συν ένα τρίτο πιάτο για να εξασφαλίσει πως δε θα πεινάσει το βράδυ.
Πριν το εστιατόριο βρήκαμε κι ένα ράφτη για να επισκευάσουμε το σκισμένο παντελόνι του Κρεκούζα κι ο άνθρωπος ήταν τόσο ευγενής. Πλην της φιλάργυρης τροχαίας όλοι οι Κιργίζιοι ήταν γλυκύτατοι γενικώς. Κάναμε και τη βολτίτσα μας το βράδυ ώστε να θαυμάσουμε και το τεράστιο άγαλμα του Λένιν, γυρίσαμε κι ένα βίντεο για ένα φιλικό ζευγάρι της Α που παντρευόταν και για κάποιο λόγο χάρηκαν που είδαν το Τζόρντι να τους εύχεται "καλά μαμήσια" στα Ελληνικά και μετά από μια γερή δόση ίντερνετ πέσαμε για ύπνο.
Ημέρα 41: Οsh
Η σημερινή θα ήταν ημέρα ξεκούρασης κι ανασύνταξης, πριν ξεκινήσουμε για τα Παμίρ την επομένη, και με την ευκαιρία θα κλείναμε και κάποιες εκκρεμμότητες.
Μια από αυτές ήταν η ρώσικη βίζα του Κρεκούζα, οπότε πήγαμε στο ρωσικό προξενείο που βρισκόταν πολύ κοντά μας. Το θέμα του Κρεκούζα δε λύθηκε, αλλά κοντά στο προξενείο βρήκαμε ένα εστιατόριο ονόματι Aviator, με διακόσμηση αεροπλάνου μέσα. Δυστυχώς πρωινό σε σέρβιραν, αλλά το σταμπάραμε για τη συνέχεια και δε μας βγήκε σε κακό. Τελικώς πρωινό φάγαμε σε ένα ελιτίστικο φαστφουντάδικο, όπου χτύπησα ένα κλαμπ σάντουιτς και μια ομελέτα συν μια πολύ καλή ζεστή σοκολάτα, τον Κρεκούζα όμως τον πείραξε το μπέργκερ που έφαγε.
Συνέχεια είχε το κεντρικό πάρκο της πόλης, που έσφυζε από ζωή με ηλικιωμένουςνα παίζουν σκάκι in true Soviet style, παιδάκια να παίζουν κάτι παιχνίδια από την εποχή των Flintstones, κάτι συγκρουόμενα από την εποχή του Βάρσου κι ένα μηχαναμητάκι με μπασκέτα που το σκίσαμε, σπάζοντας όλα τα τοπικά ρεκόρ σκοραρίσματος. Ο Κρεκούζας κατάφερε να ξεχάσει εκεί το διαβατήριό του, αλλά του το είχαν κρατήσει οι ψυχούλες κι έτσι ήρθε καθησυχασμένος να μας βρει στο μέτριο παζάρι της πόλης, όπου το βασικό ενδιαφέρον ήταν τι τσεμπέρι θα αγόραζε ο Τζόρντι στη Μαρ...
Πήγαμε στο μουσείο της Osh που μας φάνηκε λολίγον αδιάφορο, πλην της εποχής του κομουνισμού, την οποία, ως συνηθίζεται στις πρώην σοβιετικές "δημοκρατίες" σφάζουν με το βαμβάκι. Καταλήξαμε σε ένα κιτς παρκάκι με καρδούλες όπου ο Κρεκούζας, με ανυψωμένο ηθικό, ραμμένο παντελόνι και διαβατήριο πλέον στην τσέπη του, έδωσε ρεσιτάλ με τη σερβιτόρα, βγάζοντας απανωτές σέλφι, καλώντας την να τον επισκεφθεί στο Μόναχο, την Αθήνα, τη Λαμία και πιθανότατα όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις, φεϊσμπουκίστηκε κι έμαθε ότι η κοπέλα θα επέστρεφε στην Κίνα όπου σπουδάζει. Να μην εκπλαγεί αν την επισκεφθεί ο κοινωνικότερος Ευρωπαίος όλων των εποχώνε.
Μετά από το διαλειμματάκι είπαμε να πάμε και στο ιερό για τους μουσουλμάνους όρος Suleiman Too, με τα περισσότερα από τα 500 σκαλιά, την όμορφη θέα όπου μπορούσε κανείς να διαπιστώσει πόσο χαμηλά είναι τα κτίρια στην Osh και πόσο παίζει το ελλενίτ στις σκεπές τους και να απολαύσει μερικές γιαγούλες να το καταδιασκεδάζουν κάνοντας τσουλήθρα σε έναν ιερό βράχο με κλίση, όπου γελούσαν μέχρι δακρύων. Α, είχε κι ένα μουσείο το ιερό όρος (πιο πολύ σε λόφο φέρνει)στο εσωτερικό του σε κάτι σαν σπήλαιο , όπου ευτυχώς η είσοδος ήταν μόλις δύο ευρώ γιατί ο Τζόρντι κι εγώ το βρήκαμε μάπα, αν κι ο Κρεκούζας με την Α το βρήκαν αξιόλογο.
Ξαναπεράσαμε να χαιρετίσουμε το φίλο μας το Λένιν και οι τρεις μας (ο Κρεκούζας πλέον είχε θέματα με την τουαλέτα) πήγαμε στο Aviator όπου εκτός του πολύ αξιοπρεπούς φαγητού, απολαύσαμε και μια τάξη από ντόπια κοριτσάκια, εξαιρετικά πειθαρχημένα απέναντι στη δασκάλα τους.
Το βραδάκι είδαμε και τη Ζαλγκίρις να προκρίνεται στο final four απέναντι στον Ολυμπιακό, αφού ο Κρεκουζάκος για τη γιορτή μου αγόρασε euroleague pass και μπορέσαμε να δούμε το ματσάκι. Δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό το Osh, ήταν όμως μια πόλη φιλική, με καλούτσικο φαγητό και γεμίσαμε τις μπαταρίες μας για το μαραθώνιο των Παμίρ που θα ξεκινούσε την επομένη.