Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.980
- Likes
- 52.533
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Κεφάλαιο 18: Ένας κρατήρας, η κυνοφαγία, τα ρεκόρ γκίνες, οι κουκουβάγιες, ένα μουσείο ναρκεμπόρων και το καυτό νερό και φαγητό
Μετά το πρωινό ήρθε η ώρα να βγούμε από την πόλη. Υποτίθεται ότι από τα αξιοθέατα γύρω από το Manado τα σημαντικότερα είναι το εθνικό πάρκο Tagkoko Batuangas Dua Saudara με την ποικιλόμορφη και σπάνια πανίδα και το Pulau Bunaken για το βυθό του, αλλά εμείς είχαμε αποφασίσει να πάμε στα βουνά.
Πρώτος στόχος ήταν το ενργότατο ηφαίστειο Gunung Mahawu με τελευταία έκρηξη μόλις προ δεκαετίας, γύρω από τον κρατήρα του οποίου μπορεί να κάνει κανείς μια ωραία πεζοπορία. Συγκοινωνία για εκεί δεν υπάρχει και είναι και μιάμιση ώρα από την πόλη. Πριν ψάξουμε για ενοικίαση αυτοκινήτου είπαμε να δούμε αν βρούμε κάποιον οδηγό στο gojek και βρέθηκε άμεσα ένας με...13€. Ξεκινήσαμε λοιπόν για να πάθουμε την πλάκα μας τόσο με τη φύση (είχαμε διαβάσει ότι επ΄ροκειτο για πανέμορφη διαδρομή αλλά πραγματικά η έκρηξη πρασίνου δεν μπορεί να περιγραφεί, ούτε και να εγκλωνιστεί σε φωτογραφίες) όσο και με τις ατελείωτες στροφές, άλλωστε θα ανεβαίναμε σχεδόν ενάμησι χιλιόμετρο σε υψόμετρο. Για άλλη μια φορά μας έκανε εντύπωση πόσο καθαρή είναι η επαρχία της Ινδονησίας κι εν τέλει φτάσαμε στην είσοδο του ηφαιστείου, όπου υπάρχει ένα γραφείο για να πληρώσει κανείς την είσοδο, αλλά δεν υπήρχε κανείς για να την εισπράξει. Είχαμε διαβάσει πως τα Σαββατοκύριακα είναι τίγκα από κόσμο αλλά Τρίτη πρωί ανεβήκαμε τις (ατελείωτες) σκάλες μόνοι μας, με μένα μάλιστα να θέλω να τις ανέβω τρέχοντας και να μου κόβεται η ανάσα. Γεράσαμε σύντροφοι.
Ο κρατήρας υποτίθεται πως διαθέτει μια λίμνη με θείο, αλλά όταν φτάσαμε στο χείλος του κρατήρα δεν μπορούσαμε να τη διακρίνουμε. Αποφασίσαμε να κάνουμε το γύρο του κρατήρα, αλλά με γρήγορο ρυθμό για να πέσουν και οι μπάκες και κάπως έτσι ιδρώσαμε όμορφα κάνοντας τον πλήρη γύρο σε 29' αντί για τα προτεινόμενα 45. Και ναι, από διάφορα σημεία έγινε πλέον ορατή η ποθητή λίμνη, αλλά ακόμη πιο όμορφα ήταν που ήμασταν μόνοι μας, που εμφανίστηκε ένα μαύρο σύννεφο να μας προστατέψει από τον ήλιο και που όλο το μονοπάτι ήταν γεμάτο χόρτα που είχαν να κοπούν πολλούς μήνες, δίνοντας έτσι στη μοναχική πεζοπορία μια αίσθηση μυστηρίου.
Είχαμε πει στον οδηγό να μας περιμένει διότι προφανώς από εκεί ψηλα δε θα βρίσκαμε συγκοινωνία ποτέ, και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας, το Tomohon, τη μεγαλύτερη κωμόπολη της ορεινής αυτής περιοχής του βόρειου Sulawesi. Στη διαδρομή συναντήσαμε αρκετούς αγρότες και αγρότισσες με καπελάκια α λα Βιετνάμ, να δουλεύουν με τις τσάπες τους μάλλον όπως κάνουν εδώ και αιώνες στην περιοχή και να μας χαιρετούν πάντα με χαμόγελο.
Η διαδρομή διήρκεσε περίπου 20 λεπτά, ο οδηγός μας άφησε κοντά στην αγορά που είχαμε έρθει να δούμε και όπου γίναμε δεκτοί με βλέμματα καλοδεχούμενης απορίας. Και τα δικά μας τα βλέμματα πάντως εκφραστικά πρέπει να ήταν όταν αντικρύσαμε αποκεφαλισμένα σκυλιά, άλλωστε το κρέας σκύλου είναι το παραδοσιακότερο φαγητό σε αυτό το κομμάτι της Ινδονησίας. Πέραν των σκυλιών είδαμε τεράστια φίδια έτοιμα προς βρώση, ψημένες τεράστιες νυχτερίδες και κάποια άρτι αφιχθέντα σκυλάκια σε κλουβιά που μάλλον είχαν καταλάβει το πεπρωμένο τους, άλλωστε μπροστά τους τεμαχίζονταν κάποια άλλα που μόλις είχαν μαγειρευτεί. Ασχέτως της άποψης που μπορεί να έχει κανείς για την κυνοφαγία (μπορώ να φανταστώ ζωόφιλους ακτιβιστές να κάνουν χαρακίρι), η αγορά είχε μεγάλο ενδιαφέρον πολιτιστικά και φολκλορικά, ενώ μας έκανε εντύπωση και πόσο καθαρή ήταν. Συναντήσαμε αρκετές γραφικές μορφές, από πλανώδιους με ισοζύφια στην πλάτη μέχρι ένα πατέρα που ήθελε να βγάλουμε φωτπγραφία τα δύο αλμπινάκια παιδιά του.
Υπήρχε κι άλλη αγορά πιο πέρα, πιο... νορμάλ αυτή τη φορά, με ψάρια , λαχανικά, κοτόπουλα και πολύ κεφάτους welcoming ντόπιους. Κάναμε τις βόλτες μας κι είπαμε να πάμε και στο μουσείο Pinawetengan, που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον για τα φαινομενικά ασύνδετα εκθέματα που διέθετε. Στο δρόμο περάσαμε πολλές και όμορφες εκκλησίες, θυμίζοντάς μας πως βρισκόμαστε σε άλλον ένα χριστιανικό θύλακα στην πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα του κόσμου.
Φτάσαμε και στο μουσείο. Το πρώτο που βλέπει κανείς στον υπαίθριο χώρο είναι τα καμάρια του μουσείου, δηλαδή τη μεγαλύτερη τρομπέτα που μπορεί να παίξει κανείς στον κόσμο, καθώς και το μεγαλύτερο ξυλόφωνο, αμφότερα μάλιστα διαθέτουν πιστοποίηση από το βιβλίο Γκίνες. Την τρομπέτα δεν τη δοκιμάσαμε, προσπαθήσαμε όμως να παίξουμε το ξυλόφωνο με τα τεράστια σφυριά, αλλά δεν είχαμε πολλή επιτυχία, αφού εκτός από στοιχειώδεις μουσικές γνώσεις πρέπει να έχεις και τη διάπλαση του Σακίλ Ο Νιλ για να παίζεις με ένα σφυράκι ψηλότερο από μένα.
Το μουσείο διέθετε και αντίγραφα παραδοσιακών σπιτιών της περιοχής, σε πλήρες μέγεθος, αλλά και μια τεράστια συλλογή αντικειμένων και έργων τέχνης με θέμα τις κουκουβάγιες, που θεωρούνται ιερές στην περιοχή. Η αίθουσα ήταν σκοτεινή και σκονισμένη, αλλά τουλάχιστον μας της άνοιξε η -καλά το μαντέψατε, ευγενέστατη και μικροσκοπική- κοπελίτσα, και το εύρος των αντικειμένων που απεικόνιζαν κουκουβάγιες ήταν εντυπωσιακό: από πολυθρόνες μέχρι τασάκια υποδήλωναν τη λατρεία προς τις κουκουβάγιες, ενώ υπήρχε κι ένα κείμενο με αναφορές στην κουλτούρα της λατρείας του συγκεκριμένου πτηνού ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς στην αρχαία Αθήνα.
Το πίσω μέρος του μουσείου ήταν και το πιο ενδιαφέρον για μένα. Όχι δεν είχε αρχαία, δυστυχώς, αλλά μια πολύ ωραία έκθεση για τη λαογραφία της περιοχής που είναι πολύ ιδιαίτερη. Ο τοπικός πληθυσμός λοιπόν ανήκει στην εθνότητα των Minahasa -που λατρεύουν τις κουκουβάγιες όπως προείπαμε- οι οποίοι έχουν και μια ιστορία τουλάχιστον 3 χιλιάδων ετών. Η γλώσσα τους, που είναι πιο κοντά στα Φιλιππινέζικα, ζει και βασιλεύει, πολλά από τα έθιμα, τα ενδύματα και τους χορούς τους όμως πλέον συναντώνται μόνο σε φεστιβάλ ή σε εκδηλώσεις που γίνονται για τουρίστες, αν φιλοτιμηθεί να περάσει κανένα γκρουπ από την περιοχή δηλαδή. Κάποιες από τις φωτογραφίες ήταν πολύ ενδιαφέρουσες, ενώ η κυριούλα με μεγάλη υπερηφάνια μας μίλησε και για τις προσπάθειες αναβίωσης των τοπικών φεστιβάλ, που απ' ό,τι φαίνεται γίνονται με μεγαλοπρέπεια.
Το σύμπλεγμα τον Γκινεσικών οργάνων, εκθέσεων κουκουβάγιας και φωτογραφικού υλικού της τοπικής λαογραφίας όμως διέθετε κι ένα ακόμη κτίριο. Το οποίο ήταν αφιερωμένο στον... αγώνα της δίωξης ναρκωτικών. Δεν κάνω πλάκα, μιλάμε για ένα ολόκληρο κτίριο με έκθεση που άγγιζε το cringe μοναδικά, συμπεριλαμβάνοντας εκθέματα που σχετίζονταν με τη χρήση και παραγωγή των ναρκωτικών ουσιών από το όπιο μέχρι το ecstasy, φωτογραφικό υλικό από hall of fame εγχώριων και αλλοδαπών διάσημων χρηστών (!), ένα τοπ-10 εμπόρων ναρκωτικών (!!!) καθώς και μια συλλογή από μανεκέν που έδειχναν τις συνέπειες της χρήσης ναρκωτικών, από την αρχική αδιαθεσία μέχρι ...το φέρετρο. Αν μη τι άλλο όλο το σύμπλεγμα του μουσείου μας κράτησε το ενδιαφέρον.
Περάσαμε να δούμε και το τοπικό καχέκτυπο του αγάλματος Ιησού του Ρίο που έφερνε στο Saruman και φτάσαμε και στα θερμά λουτρά. Οργανωμένο ήταν το μέρος, έστω και με περίεργο setting, αφού μας έδωσαν από ένα δωμάτιο με προσωπική “μπανιέρα” στον καθένα, όπου περίμενες να γεμίσει με το καυτό νερό από τις πηγές και προσποιούσουν ότι δεν πήραν φωτιά τα @@@ σου σε αυτές τις ζεματιστές θερμοκρασίες. Ενθουσιάστηκα λιγότερο από τους συνταξιδιώτες μου, είχαμε προνοήσει όμως να πληρώσουμε το “ακριβό” εισιτήριο αξίας 3€ το οποίο και συμπεριλάμβανε χρήση της πισίνας. Φυσικά ήμασταν μόνοι μας κι έτσι όλη η υπάιθρια και περικυκλωμένη από φανταστική βλάστηση πισίνα ήταν όλη δική μας, ώστε να κάνουμε “μπόμπες” και άλλες χαζομάρες 16χρονων, αλλά και να αράξουμε στο νερό και να τα πούμε σαν παλιοί φίλοι σε αυτό το τόσο απολαυστικό και δροσιστικό περιβάλλον.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην πόλη πολύ ικανοποιημένοι από την εξόρμησή μας. Ξαναλέω, δε νομίζω ότι ήταν καλύτερα από το κολύμπι με τους φαλαινοκαρχαρίες, αλλά δε βαρεθήκαμε στιγμή. Αυτό που είχαμε πάθει είναι ότι πεινούσαμε σα λύκοι, οπότε επιστρέφοντας στο Manado πήγαμε στο εστιατόριο τοπικής κουζίνας Raja Setu , όπου διαπιστώσαμε το όσα λένε για το πόσο καυτερή είναι η τοπική κουζίνα ευσταθούν. Βάζουν τσίλι με το κιλό οι μπαγάσηδες, έκλαιγα για πολλή ώρα, αλλά ήταν όλα πολύ νόστιμα.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για να πολεμήσω με τη Lion Air και την edreams, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα για τη δεύτερη πτήση. Η επόμενη μέρα αναμενόταν να είναι η πιο βαρετή του ταξιδιού, αφού θα είχαμε απλά και μόνο ένα stopover στο όχι και τόσο συγκλονιστικό Makassar που ήδη γνωρίζαμε, ώστε να μπορέσουμε να πετάξουμε για το Kai Kecil, ίσως το λιγότερο γνωστό από τα μέρη που θα επισκεπτόμασταν σε αυτό το ταξίδι και για το οποίο πίστευα πως θα είναι είτε μούφα είτε αποκάλυψη. Για να δούμε...