Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.980
- Likes
- 52.533
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Κεφάλαιο 14: Ο υποθαλάσσιος τοίχος, η παραλία-θαύμα, ένας θάνατος, ποντικός-σκαθάρι και λίγα αίματα
Ως συνήθως ξύπνησα πριν απ' όόυς, άλλωστε σπάνια κοιμάμαι πάνω από 5 ώρες. Ήταν πολύ όμορφα, γαλήνια, μαγικά. Το πρωινό ήταν πολύ απλό, αλλά απογειωνόταν όταν έβαζες λίγη τοπική μερέντα στο ψωμί.
Ο βαρκάρης για την εκδρομή μας ήταν ένας αγέλαστος χοντρούλης με κόκκινα δόντια και μηδέν Αγγλικά. Δουλειά του βέβαια δεν ήταν να μας χαμογελάει ή να μας πιάσει την πάρλα, αλλά να μας πάει στο friwen wall, που όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν ένας υποθαλάσσιος γκρεμός όπου θα κάναμε snorkeling. Η διαδρομή ήταν εξαιρετική, τόσα καταπράσινα νησάκια, σχεδόν όλα ακατοίκητα και τα χρώματα στο νερό ήταν πανέμορφα.
Φτάσαμε στο wall και βουτήξαμε με τις μάσκες μας, αλλά παρότι τα νερά ήταν αρκετά διαυγή, δυστυχώς η ώρα δεν ήταν κατάλληλη, ο ήλιος έπεφτε από τη λάθος μεριά, έπρεπε να μας φέρουν απόγευμα κι όχι πρωί. Φυσικά μπορέσαμε να δούμε αρκετά ψάρια και κοράλια, αλλά η προβλήτα στο νησί μας ήταν απείρως πιο ενδιαφέρουσα, οπότε είχες την αίσθηση του dwongrade. Επιπλέον κάτι μικρο-οργανισμοί σαν μικροσκοπικές τσούχτρες μας τσιμπούσαν συνέχεια και ήταν πολύ ενοχλητικοί, αν και ο πόνος δεν ήταν οξύς.
Κάναμε στάση και στο νησάκι μπροστά από το friwen wall, μικροσκοπικό αλλά όμορφο. Ο βαρκάρης έβαλε μπρος τη μηχανή και μας πήγε σε ένα μεγαλύτερο νησί, του οποίου η παραλία λέγεται friwen beach. Αμάν! Τι παραλιάρα είναι αυτή! Τρομερά χρώματα το νερό, δεν υπήρχε ψυχή εκτός από δυο πιτσιρίκια, ένας φοίνικας έμπαινε σχεδόν μέσα στο νερό και μια καρύδα που επέπλεε ήταν η ιδανική μπάλα για να παίξουμε water polo στα πραγματικά φοβερά νερά. Πάθαμε πλάκα! Τα δέντρα προσέφεραν και ίσκιο, ευτυχώς διότι ο ήλιος έκαιγε σατανικά. Η άμμος ήταν πούδρα, τα νερά θεϊκά, τα χρώματα σαν από screensaver. Τσαλαβουτήσαμε, ξαπλώσαμε, τα είπαμε, αλλωστε είμαστε πολλά χρόνια φίλοι αλλά βρισκόμαστε και οι τρεις εξαιρετικά σπάνια, περπατήσαμε κατά μήκος της απίθανης αμμουδιάς και στο τέλος κάναμε και πάλι λίγο snorkeling. Για το βυθό είχαμε έρθει υποτίθεται, αλλά τελικώς το χάιλάιτ ήταν η παραλία, μοναδική.
Γυρίσαμε, φάγαμε το πολύ νόστιμο μεσημεριανό μας, τα είπαμε με τους ωραίους τύπους τους Ιταλούς και καθώς γυρίσαμε στις καλύβες μας να ρεμβάσουμε, ακούσαμε πάνω στην προβλήτα κραυγές. Έσπευσαν πολλοί προς τα κει, μαζί και δυο αλλοδαπές που ήταν γιατροί κι έτυχε να βρίσκονται στο διπλανό υποτυπώδες κέντρο καταδύσεων. Ο άνθρωπος που σφάδαζε ήταν ντόπιος και παρότι ήμασταν σε μεγάλη απόσταση, τον άκουγα πεντακάθαρα να προσπαθεί να ανασάνει αλλά από τα πνευμόνια του έβγαινε ένα αγωνιώδες φύσημα, σα να προσπαθεί να αναπνεύσει και να του έχει τρυπήσει ο φάρυγγας. Δε θα τον ξεχάσω τον ήχο αυτό, μια απελπισμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να μείνει στη ζωή. Έτρεξε πολύς κόσμος στην προβλήτα, εγώ πρότεινα να μην πάμε, δε θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε σε κάτι, γιατροί δεν είμαστε και μάλλον δε χρειάζονταν άλλοι 3 άνθρωποι από πάνω του. Με εμφανή καθυστέρηση ήρθε μια βάρκα, έβαλαν τον άνθρωπο μέσα κι έφυγαν μαζί με τις δύο γιατρούς καταδύτριες. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μαγικό αλλά η σκηνή πολύ θλιβερή, αυτοί οι άνθρωποι ζουν και μακριά ακόμη κι από οποιαδήποτε βασική μονάδα υγείας, θα έπρεπε να τον πάνε μέχρι το Wasai που εκεί υπάρχει ουσιαστικά μόνο κέντρο υγείας. Ευχήθηκα να γίνει καλά ο άνθρωπος.
Στο δείπνο κάτσαμε και πιάσαμε κουβέντα με τους Ιταλούς, πολύ ωραία άτομα όλοι τους. Είχαμε κι ένα debate μεταξύ μας για το τι θα έπρεπε να κάνουμε την επομένη: εγώ επέμενα να τα σκάσουμε και να πάμε στο Piaynemo, παρά το εξωφρενικό κόστος, με το επιχείρημα ότι πότε θα ξαναβρισκόμασταν κοντά σε κάτι τέτοιο:
Ο Laurent έλεγε, όχι άδικα, πως το κόστος είναι υψηλό και προτιμούσε να πάμε στο Manta Point, ένα σημείο όπου συγκεντρώνονται ατέλειωτα σαλάχια, οι Ιταλοί μας είπαν πως αξίζει τον κόπο, πως είδαν ακόμη κι ένα τεράστιο σαλάχι να πετάγεται έξω από το νερό αλλά και πως έχει αρκετές και μεγάλες τσούχτρες που καθιστούν τη δραστηριότητα ελαφρώς μαρτύριο ειδικά όταν κάθονταν στα χείλη και υπήρχε και η -σαφώς φτηνότερη- επιλογή του Sauwandarek, όπου η μια Ιταλίδα που είχε πάει πριν έρθουν οι υπόλοιποι μας είπε πως το snorkeling ήταν το καλύτερο που έκανε στη χώρα. Εν τέλει προκρίθηκε η τρίτη λύση και μάλιστα θα πηγαίναμε και μαζί με τους Ιταλούς. Ήταν προτιμότερο και για μένα σε σχέση με τα σαλάχια, που είχα δει πολλά και τιτανοτεράστια στο Παλάου.
Πέσαμε για ύπνο αργά το βράδυ, με τα ανεπαίσθητα κύματα να παφλάζουν από κάτω μας. Κι εκεί που για μια φορά κατάφερα να με πάρει ο ύπνος νωρίς πετάχτηκα όρθιος στη μέση της νύχτας ουρλιάζοντας από τον πόνο, νιώθοντας κάτι να μου δαγκώνει το μεγάλει δάχτυλο του ποδιού, που βρισκόταν μέσα από την κουνουπιέρα, αλλά την “τέντωνε” επικίνδυνα. “Τι έγινε ρε;” μου λέει ο Laurent. “Ρε συ, κάτι με δάγκωσε και πολύ δυνατά μάλιστα”, είπα σφαδάζοντας. “Εφιάλτης ήταν”, μου είπε. “Τι εφιάλτης μωρέ; Κοίτα τα σεντόνια” του είπα, που ήταν γεμάτα αίματα, όπως και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στα ποντίκια. Στα λιγοστά αρνητικά σχόλια για το κατάλυμα είχαμε διαβάσει πως “το βράδυ έτρεχαν αρουραίοι στην οροφή της καλύβας”, οπότε άρχισα να ανησυχώ μην κόλλησα καμία λεπτοσπίρωση.
Ήταν πια σχεδόν 2 το πρωί, δεν ήξερα τι να κάνω κι έψαξα μέσα στα σκοτάδια να βρω την καλύβα του Indra, που τουλάχιστον είχε λίγο αντισηπτικό, αλλά μου φάνηκε ανεπαρκές, οπότε έψαξα να βρω και τους Ιταλούς, άλλωστε όλοι γιατροί ήταν. Τους ξύπνησα τους ανθρώπους, αλλά ήταν ευγενέστατες οι κοπέλες, μου έδωσαν ένα τζελ, ανησύχησαν που τους είπα ότι ίσως είναι ποντίκι, μου έδωσαν να πάρω προληπτικά αμοξισιλίνη και με ρώτησαν αν έχω κάνει και το εμβόλιο λύσσας. Κάναμε κι ένα μίνι συνέδριο με τους ντόπιους, ο Indra έλεγε ότι ίσως ο μυστηριώδης επιτιθέμενος ήταν καβούρι, αλλά τελικά καταλήξαμε πως το πιθανότερο σενάριο ήταν να είναι ένα από τα σκαθάρια που έμοιαζαν με κατσαρίδες που είχαμε δει όλοι. Ο Πάνος μάλιστα έψαξε στο δωμάτιό του και βρήκε δύο, το ένα μεγάλο διαστάσεων. Από πάνω έμοιαζαν με κατσαρίδες, είχαν όμως δαγκάνες και μάλλον ανήκαν στην οικογένεια του σκαθαριού. Η υπόθεση ήταν ότι σκαρφάλωνε πάνω στην κουνουπιέρα, κάπου εκεί κούνησα το πόδι μου και το συμπαθές έντομο αποφάσισε να με δαγκώσει με όλη του τη δύναμη. Who knows, ακόμη εδώ είμαι, οπότε τίποτε θανατηφόρο δεν ήταν, αλλά μη έχοντας αναρρώσει πλήρως από πολύ πρόσφατη βορρελίωση που μου κόλλησε ανεπαίσθητο τσιμπούρι στον Αμαζόνιο και αναρίθμητες νευρολογικές επιπτώσεις από το Astra Zeneca επί ενάμησι χρόνο, το τελευταίο που ήθελα ήταν νέα προβληματάκια. Τελικώς αποφασίσαμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο και πέσαμε όλοι για ύπνο. Ό,τι είναι να'ρθει θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει, που έλεγε και ο γενναίος Μαζεστίξ, ο μόνος Γαλάτης που δε φοβόταν μην του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι.
Last edited: