Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.019
- Likes
- 52.800
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Nusa Penida, ο παράδεισος της παραλίας και η κόλαση της "ασφάλτου"
Αποχαιρετίσαμε το σπίτι του Wayan ολίγον στενοχωρημένοι. Χωρίς υπερβολή παίζει να είναι το καλύτερο κατάλυμα που έχω μείνει ποτέ, ήταν ό,τι είχα ονειρευτεί. Ο θείος του Wayan εμφανίστηκε χαράματα χαμογελαστός για να μας πάει στο λιμάνι Sanur, απ' όπου ξέραμε πως φεύγουν τα πλοία, για ένα εκ των οποίων μας είχε κλείσει εισιτήριο ο Wayan. Στο λιμάνι είχε πάρα πολύ κόσμο, με τους περισσότερους από τους μισούς να είναι Ινδονήσιοι. Τα γραφεία των εταιρειών και των πρακτορείων είναι αρκετά τακτοποιημένα, αλλά υπάρχει σαφής έλλειψη υποδομών στη μαρίνα. Μια αρκετά σοβαρή έλλειψη θα έλεγα πως είναι για παράδειγμα... ότι δεν υπάρχει μαρίνα. Δηλαδή τα σκάφη πλησιάζουν την ακτή, δένουν με κάτι σκοινιά της κακιάς ώρας σε κάτι βράχια και οι επιβάτες πρέπει να επιβιβαστούν μπαίνοντας μέχρι τη μέση στο νερό, με τα κύματα να τους χτυπάνε, άλλωστε στο Μπαλί είμαστε, πάντα υπάρχει κύμα.
Υπήρχαν αρκετά σκάφη και πολλοί εμφανώς daytrippers, υποθέτω πως πήγαιναν στο Lembogan για diving και surfing, αν κρίνω από την ενδυμασία τους. Το οποίο Lembogan είναι το διπλανό νησάκι από τη Nusa Penida, που είναι το μεγαλύτερο από τα δύο αλλά προφανώς πολύ μικρότερο από το Μπαλί, περίπου 25 φορές μικρότερο για την ακρίβεια. Και μιας που πιάσαμε τα “ξέρεις-ξέρεις-ως-προς-το-μέγεθος”, το Μπαλί είναι 10 φορές περίπου την έκταση της Κέρκυρας, ή περίπου στο 60% της Κρήτης για να έχουμε μια τάξη μεγέθους. Ε η Nusa Penida είναι τρεις φορές σαν τη Σαντορίνη.
Τέλος πάντων, εμείς επιλέξαμε Nusa Penida, γιατί κατά τας περιγραφάς είναι “το Μπαλί πριν τον τουρισμό”, ένα νησί με λιγότερο spiritualism αλλά και πιο άγριο σα φύση, με πιο χαλαρούς ρυθμούς. Αφήσαμε τα παπούτσια μας λοιπόν στο... καφάσι που είχαν τοποθετήσει οι υπεύθυνοι στην άμμο, γίναμε μούσκεμα μέχρι τον αφαλό προκειμένου να μπούμε στο καραβάκι και σε περίπου 45 λεπτά και μετά από αρκετό αλλά όχι τραγικό κούνημα φτάσαμε στην ποθητή Nusa Penida.
To παλικάρι που θα μας υποδεχόταν από το κατάλυμα που είχε κλείσει η senorita Χ άργησε, σε βαθμό που ήμασταν οι μόνοι που δεν είχε έρθει κανείς να μας παραλάβει. Όταν εμφανίστηκε όμως τον συγχωρέσαμε, ήταν άλλωστε τόσο χαμογελαστός κι εύκολα ο πιο εμφανίσιμος Ινδονήσιος που έχω δει ποτέ. Μπήκαμε στο όχημά του και ξεκινήσαμε την ανηφορική πορεία προς το κέντρο του νησιού. Η φύση δεν έμοιαζε καθόλου με το Μπαλί, θα την έλεγα πιο ξερή αλλά και πιο απόκρημνη, ο δρόμος ήταν ένας πραγματικός καρόδρομος, αλλά αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν τα κατάμαυρα σύννεφα πάνω από το νησί που προμήνυαν δυνατή βροχή, δυνητικά καταστροφική για το πλάνο μας να πάρουμε μηχανάκι και να ξεκινήσουμε αμέσως την εξερεύνηση του νησιού. Κοιτούσα και την κατάσταση του δρόμου, κάνοντας μια εκτίμηση για το κατά πόσο θα μπορούσα να οδηγήσω σε τέτοιους χωματόδρομους, αφού είχα διαβάσει πως αυτό ήταν το “καλό” κομμάτι του δρόμου και πως άλλα αποτελούνταν από απλές κοτρώνες πάνω στις οποίες έπρεπε να ακροβατούν οι αναβάτες, με μοιραία πολλές φορές αποτελέσματα.
Το κατάλυμα ήταν -για τα ρουστίκ δεδομένα του νησιού- φοβερό. Μέχρι και πισίνα είχε παρόλο το μισκροσκοπικό του μέγεθος και μας έδωσαν και το καλύτερο δωμάτιο από τα 5-6 που διαθέτει όλα κι όλα, υπερυψωμένο με θέα την πισίνα και τους πίσω λόφους και σε σχήμα αβγού. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε τις υποδομές ή την προσοχή στη λεπτομέρεια του Wayan, αλλά και πάλι ξεπέρασε τις προσδοκίες, εύγε στη senorita Χ για την επιλογή της, σκίζει σε κάτι τέτοια. Μας καλωσόρισε ο ιδιοκτήτης Kadek, ευγενέστατος αλλά σαφώς πιο χίπης από το Wayan και πολύ λιγότερο παραδοσιακός. Μας είχε φυλάξει το μηχανάκι που του είχαμε ζητήσει και μου το παρέδωσε με λίγη διστακτικότητα αφού είχε δει “αρκετούς Αυστραλούς να σπάνε τα χέρια τους ή και να πέφτουν από τα βράχια” και μου ζήτησε να του κάνω μια επίδειξη των δυνατοτήτων μου, για να βεβαιωθεί πως ξέρω να καβαλάω μηχανάκι. Το οποίο μηχανάκι ήταν ξεχαρβαλωμένο, πράγμα λογικό κοιτώντας την κατάσταση των “δρόμων”, όπου δεν είναι μόνο η σχεδόν παντελής έλλειψη ασφάλτου αλλά και οι πέτρες, τα κλαδιά, οι λακούβες, οι απότομες στροφές και το ότι σε πολλά σημεία δε χωράει και μηχανάκι και αυτοκίνητο (δύο αυτοκίνητα χωράνε σε λίγα σημεία του “οδικού δικτύου” του νησιού έτσι κι αλλιώς).
Δεν πολυκρατιόμασταν, βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε. Πρώτος στόχος το Kelingking, μάλλον το πιο γνωστό -ως εικόνα τουλάχιστον- από τα αξιοθέατα του νησιού, μια παραλία που στι φωτογραφίες μοιάζει τόσο ψεύτικη που πήγαμε και οι δύο με μικρό καλάθι. Είδαμε κάποια παιδάκια που γύριζαν από το σχολείο με τις στολές τους και περπατούσαν σα παπάκια στη σειρά, αλλά αυτό που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση φτάνοντας στο... parkir ήταν ο αριθμός των οχημάτων. Γενικώς το νησί είχε περισσότερη κίνηση από όση φανταζόμασταν, κυρίως εγχώριου τουρισμού και κυκλοφορούσαν αρκετά -για τους στενούς δρόμους του- οχήματα.
Πάρκαρα, κατεβήκαμε, ρίξαμε μια ματιά στη θέα της παραλίας κάααατω, σε έναν πολύ απόκρημνο βράχο και ανακράξαμε ΓΟΥΑΟΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ. Δύο ερωτήματα γεννήθηκαν:
α) είναι πραγματικό αυτό που βλέπουμε;
β) πώς διάολο φτάνει κανείς εκεί κάτω;
Εντάξει, το θέαμα κόβει την ανάσα, δεν είμαι και πολύ καλός στις περιγραφές, ας πούμε πως είναι κάτι ανάμεσα στη θέα του Ρίο ντε Τζανέιρο και την παραλία Ναυάγιο στη Ζάκυνθο. Μια απίθανη παραλία ενός κόλπου που προφυλάσσεται από δυο τεράστια βράχια που ξεπροβάλλουν στη μέση του ωκεανού, περίπου 150 μέτρα πιο κάτω. Αρχικά βλέπεις ότι υπάρχει μια σκάλα... η οποία όμως χάνεται κάπου στο υπερπέραν και αυτό που δε βλέπεις είναι πως από κάποιο σημείο κι έπειτα δεν υπάρχουν σκαλιά αλλά βράχια, στα οποία θα πρέπει να κατεβαίνεις χρησιμοποιώντας και τα τέσσερα άκρα ακροβατώντας σε πέτρες για περίπου 30 με 40 λεπτά. Ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε και υποψιαστήκαμε πως η κατάβαση δε θα είναι και τόσο εύκολη όταν είδαμε κάποιους -αρκετούς- να επιστρέφουν κι άλλους να μην επιδιώκουν καν να φτάσουν μέχρι κάτω, παρά να αρκούνται σε φωτογραφίες από ψηλά. Κι απόλυτα δικαιολογημένα γιατί και το τοπίο είναι από τα πιο όμορφα που έχω δει οπουδήποτε σε αυτό τον πλανήτη και η κατάβαση ήταν πιο επίπονη από όσο μπορώ να περιγράψω.
Ακόμη κι έτσι είδαμε μερικούς ήρωες που κατάφεραν να κατέβουν με σαγιονάρες και φυσικά είπαμε να κατέβουμε κι εμείς, που στην τελική φορούσαμε και κλειστά παπούτσια. Κι εδώ θα βρείτε τη χρησιμότερη συμβουλή αυτής της ιστορίας: όπου κι αν πάτε στη Nusa Penida να φοράτε παπούτσια. Αρχίσαμε λοιπόν να κατεβαίνουμε, να κατεβαίνουμε και να κατεβαίνουμε κι άλλο, μέχρι που συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε για να φτάσουμε να κατεβαίνουμε και στο τέλος να διαπιστώσουμε ότι έχει κι άλλο κατέβασμα. Και κατεβήκαμε. Ας έχουν υπόψη τους όσοι δεν έχουν τη στοιχειώδη φυσική κατάσταση ότι μετά... θα πρέπει να το ανέβουν μετά όλο αυτό. Αλλά ας έχουν υπόψη ότι αξίζει κάθε λεπτό κούρασης.
Φτάσαμε κάτω και αμέσως νιώσαμε τα πόδια μας να βυθίζονται στην άμμο σα πούδρα σε μια τεράστια παραλία με κάλυψη από δέντρα κι ελάχιστο κόσμο. Ταυτόχρονα βέβαια διαπιστώσαμε πως αυτό που υποπτευόμασταν από ψηλά είναι αλήθεια: ότι το κύμα είναι τέτοιο που δεν μπορείς να κολυμπήσεις, αλλά αυτό δεν έκανε το τοπίο σε τίποτε λιγότερο μαγικό. Αγοράσαμε και δυο αναψυκτικά και σνακ από μια κυριούλα που τα πουλούσε σε ένα φορητό ψυγείο που κάποιος ήρωας πρφανώς θα φορτωνόταν μέχρι την κορυφή το απογευματάκι και κάτσαμε πάνω στα φαρδιά κλαδιά του δέντρου για να ξαποστάσουμε, πριν μπούμε να τσαλαβουτήσουμε -μέχρι το σημείο που γινόταν- σε αυτόν τον παράδεισο. Στο τέλος της παραλίας υπήρχε και μια σπηλιά, αράξαμε εκεί μόνοι μας με τα κύματα να μας επισκέπτονται όποτε το θυμόντουσαν και πλατσουρούσαμε γελώντας. Τι απίθανο μέρος, αξέχαστο θα μας μείνει.
Η επιστροφή ήταν επίπονη, αν και για μένα λιγότερο επικίνδυνη, στην κατάβαση οι πιθανότητες ατυχήματος μου φαίνονταν περισσότερες. Η Χ πάντως εξαντλήθηκε στην ανάβαση, αλλά τα κατάφερε τελικώς και νομίζω δικαιωματικά φάγαμε ένα παγωτάκι σε ένα από τα λίγα παραπήγματα που υπήρχαν δίπλα στο parkir. Α μην το ξεχάσω, και η δεύτερη συμβουλή της ημέρας: αντηλιακό οπωσδήποτε! Τα μαύρα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί κι ο ήλιος έκαιγε ανελέητα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα προφύλαξης κατά την ανάβαση.
Η επόμενή μας στάση λέγαμε να είναι η φυσική δεξαμενή νερού στο Tembeling. Έκανα το λάθος να το βάλω στο googlemaps σε ένα από τα ελάχιστα σημεία που υπήρχε σήμα για τα δεδομένα μου, και το δεύτερο λάθος να πιστέψω -ακράδαντα κιόλας!- ότι αυτό το μαραφέτι ήξερε πού με πήγαινε. Καταλήξαμε μέσα σε κάτι χωράφια κι από εκεί πάνω σε ένα μονοπάτι εύρους περίπου μισού μέτρου πάνω σε ολοστρόγγυλες κοτρώνες. “Είσαι σίγουρος πως είναι από εδώ;” με ρώτησε αλλεπάλληλα η Χ. “Μα κοίτα, το λέει το googlemaps” είπα επανειλλημμένα σε βαθμό αταβισμού. Μέχρι που το μαραφέτι σε κάποια φάση ανάμεσα σε δέντρα μου υπέδειξε να κάνω ημιαναστροφή και να σκαρφαλώσω μια πέτρα ύψους ενός μέτρου, πράγμα αδύνατον για όποιον δεν είναι ο spiderman, οπότε μου ήρθε η θεία επιφοίτηση ότι ΜΑΛΛΟΝ μπούρδες λέει το gps. Επιστρέψαμε στο κοντινότερο αγρόκτημα, όπου πέσαμε κιόλας και το μηχανάκι προσγειώθηκε πάνω στο αριστερό μου πόδι κι είδα κι έπαθα να το σηκώσω. Ο καλός και απορημένος χωρικός μας υπέδειξε πώς επιστρέφαμε στον ας τον πούμε δρόμο και διαπιστώσαμε πως υπάρχει άλλο μονοπάτι, σαφώς πιο προσβάσιμο, οι λακούβες του οποίου μου φάνηκαν όαση σε σχέση με τις προηγούμενες κοτρώνες.
Με τα πολλά φτάσαμε -μέσω ενός δρόμου με άσφαλτο! αλήθεια λέω- σε μια διασταύρωση όπου μερικοί ντόπιοι κάθονταν κάτω από ένα παράπηγμα, έχοντας παρκάρει τα μηχανάκια τους και μας ενημέρωσαν ευγενικά πως προσέφεραν υπηρεσίες ταξί μέχρι την ποθητή φυσική δεξαμενή. Απάντησα ευγενικά πως δε χρειάζεται, αφού είχαμε μηχανάκι. “Είστε σίγουροι;” ξαναρώτησαν χωρίς να επιμείνουν. Ε δεν ήμασταν, αλλά κάτσε ρε αδερφέ, από μονοπάτι με πέτρες ανάμεσα στους αγρούς ερχόμασταν, δεν ήμασταν τίποτε τυχαίοι. Πόσο χειρότερα να είναι τα δυόμιση χιλιόμετρα που απέμεναν και μάλιστα κατηφορικά; Απάντηση: τραγικά χειρότερα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια διαδρομή κι έχω οδηγήσει off road από το Λάος (επί εβδομάδες περικαλώ) μέχρι το Νεπάλ. Απίστευτη κλίση “δρόμου”, με διάσπαρτες λακούβες και πέτρες, κλαδιά, λάσπες και ξαναλέω τέτοια κλίση που λίγο αν πατούσες το φρένο έπεφτες. Αν δεν πατούσες, απλά έφευγες κουτρουβαλώντας. Ενα ταλαίπωρο ζευγάρι Ολλανδών ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και ο οδηγός μου είπε με τρόμο στα μάτια “το μετάνιωσα φίλε, καλύτερα αφήστε το μηχανάκι και πηγαίνετε πεζοί”. Δεν ήθελα να το αφήσω εκεί, συνέχισα σημειωτόν, ανάγκασα τη Χ να κατέβει τρεις φορές, έπεσα άλλες δύο, στη μία έχασα το κινητό μου κι αναγκάστηκα να επιστρέψω για να το βρω και γενικώς ήταν το μεροκάματο του τρόμου.
Ε, φτάσαμε. Τι είδαμε; Ένα μίνι καταρράκτη να δημιουργεί μια όμορφη μικρή δεξαμενή πεντακάθαρου νερού με θέα τη θάλασσα λίγα μέτρα παρακάτω. Ήταν όμορφα; Ναι, πολύ. Άξιζε τον κόπο; Όχι αν οδηγείς εσύ, έπρεπε πολύ απλά να έχουμε τη μίνιμουμ ευφυία να καταλάβουμε ότι για να υπάρχουν μοτοταξιτζήδες στη μέση του πουθενά και να ζουν από αυτό, μάλλον κάποιος λόγος θα υπάρχει. Αλλά ναι, ήταν πολύ όμορφα και η δεξαμενή και η παραλιούλα παραδίπλα και η πιο άγρια γεμάτη πέτρες παραλία ακόμη παραδίπλα. Και κυρίως, σχεδόν μόνοι μας ήμασταν, πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι είχαν φτάσει μέχρι εκεί να περάσουν μια-δυο ώρες.
Στην επιστροφή παρακάλεσα έναν από τους οδηγούς να πάρει τη Χ κι έναν άλλον να πάρει εμένα με το δικό μας μηχανάκι γιατί δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα. Οπότε να και η τρίτη συμβουλή της ημέρας: αν πάτε στο Tembeling επενδύστε 10 ευρώ σε έναν ντόπιο οδηγό να σας πάει και να σας φέρει σε εκείνα τα 2,5 χιλιόμετρα για να μην είναι τα τελευταία της ζωής σας.
Πεινούσαμε. Οπότε σταματήσαμε στο πρώτο warung που βρήκαμε, ένα απλό ανεπητίδευτο φαγάδικο στη μέση του πουθενά. Το φαγητό ήταν απλά υποφερτό, η τιμή εντελώς αστεία για τα 6 πιάτα που πήραμε αλλά αξέχαστος μας έμεινε ο μικροσκοπικός ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του που κάθε δύο λεπτά ερχόταν και μας έκανε υπόκλιση σε κάθε terima kasih, σε βαθμό που στο τέλος γελούσαμε κι εμείς κι αυτός, ήταν και λίγο γκούφι, του έπεφταν τα πράγματα, χαχάνιζε η γυναίκα του, γελάσαμε, χορτάσαμε, τους αγαπάμε όλους.
Είχε βραδιάσει πια κι επιστρέψαμε στο κατάλυμά μας πολύ κουρασμένοι, άλλωστε είχαμε ξυπνήσει στις 5. Κάτσαμε για λίγο στο μπαλκονάκι κοιτώντας τα βουνά να εξαφανίζονται και συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε άλλες δυο γεμάτες ημέρες στη χώρα, μετά η Χ θα έφευγε και θα έπαιρναν τη σκυτάλη άλλοι συνταξιδιώτες.
Last edited: