Μας πήγαν σε ένα μεγάλο σπίτι έξω από την πόλη, ήταν του ιδιοκτήτη του πρακτορείου μας. Μας επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουμε την αξιοπρεπή τουαλέτα και μια συμπαθέστατη κυρία μας κέρασε κουλουράκια και ένα κρέας με ρύζι, παράξενο πρωινό αλλά καλοδεχούμενο. Το βαν μας είχε υποστεί μεγάλες ζημιές, θα μέναμε στο λιμνόσπιτο για μια μέρα και την επόμενη θα μας παρελάμβανε νέο βαν. Ήταν μια μέρα ξεκούρασης και χαλάρωσης. Περιφερόμασταν στο σπίτι κάναμε μπάνιο, πίναμε τσάι στην υπέροχη βεράντα του. Επιπλέον φάγαμε ένα περίεργο συνδυασμό, φακές σούπα με βραστά αυγά να επιπλέουν μέσα, η Βούλα κοίταξε το φαγητό, ζήτησε συγνώμη και πήγε στο δωμάτιο της, κοιταχτήκαμε «κονσέρβα» είπαμε άφωνα όλοι μαζί. Το ηλιοβασίλεμα πάντα συνεπές στο ραντεβού του, μας χάρισε μια αποχαιρετιστήρια υπέροχη όψη της λίμνης. Η Ιωάννα άναψε κεράκια, ο μάγειρας μας έφερε ναργιλέ, σε εκείνη την βεραντούλα με τις παράταιρες βικτωριανές καρέκλες το Κασμίρ μας αποχαιρέτησε.
Ξύπνησα πολύ νωρίς το πρωί από ένα βίαιο τράνταγμα, «ααααα τι συμβαίνει;» πήχτρα σκοτάδι, από δίπλα άκουσα το βογκητό του Σταύρου «πήγαινα τουαλέτα και σκόνταψα στο κρεβάτι σου, αχχ πονάω», «πάλι ρε Σταύρο, κόφτο βρε αγόρι μου κάθε φορά που θες τουαλέτα στο Srinagar, μια συμφορά την παθαίνεις».
Την επόμενη μέρα το νέο μας βαν μας περίμενε με καινούργιο οδηγό. Ήταν ένας αδύναμος κοντούλης με βοηθό έναν έφηβο το πολύ 16 χρονών. Είχαν ταξιδέψει όλο το βράδυ για να φτάσουν και θα συνέχιζαν να οδηγούν ως την Daramshala. Στις έντονες διαμαρτυρίες μας για την κατάσταση του οδηγού, απάντησαν ότι δεν χρειαζόταν ανάπαυση και ότι ήταν πεπειραμένος οδηγός, και δεν είχε πρόβλημα να οδηγήσει μέχρι το βράδυ, άντεχε αυτός, ο τυπάκος από δίπλα έγνεφε με ένα κατακόκκινο από το μάσημα του χόρτου χαμόγελο. Το μεροκάματο του τρόμου όπως λέει εύστοχα και η Έρση. Ο Γιώργος ανέλαβε την πρώτη επαφή με την οδηγό μας. Του πήρε 10 δεύτερα για να καταλάβει ότι σε αντίθεση με τον προηγούμενο οδηγό αυτός ήξερε να λέει μόνο yes και τίποτε άλλο.
Το τοπίο από μετά την επιβλητικότητα των Ιμαλάϊων μας φάνηκε αδιάφορο, φτάσαμε στο Dalhousie. Το χωριό είχε πάρει το όνομα του από έναν Άγγλο Λόρδο, ήταν γεμάτο Θιβετιανούς πρόσφυγες και μαγαζιά που πουλούσαν χαλιά και άλλα θιβετιανά αντικείμενα. Το βράδυ φτάσαμε στην Daramshala.
Όσοι δεν έχουν πάει σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Η Daramshala είναι η πόλη του Δαλάι Λάμα, και ίσως για αυτό και μοιάζει σαν ελληνικό νησί την εποχή των χίπηδων. Σκαρφαλωμένη σε έναν καταπράσινο λόφο, πνιγμένη στο πράσινο, εντελώς διαφορετική από τις Ινδικές πόλεις, με μπαρ, εστιατόρια, και νεαρούς τουρίστες να περιφέρονται με φαρδιά χρωματιστά παντελόνια. Το βαν σταμάτησε στο χώρο των λεωφορείων, ζαλωθήκαμε τα σακίδια μας και σκαρφαλώσαμε σε μια απότομη ανηφόρα με μια κρίση 45% περίπου. Καταλήξαμε στο Mc Leod Ganj, ένα ξενοδοχείο χτισμένο στην άκρη της πλαγιάς, έξω από τα δωμάτια του απλωνόταν γκρεμός με οργιώδη βλάστηση. Σουρούπωνε όταν βγήκαμε για βόλτα και φαγητό, ήταν τόσο γλυκιά η αίσθηση της χαρούμενης ραθυμίας του τόπου που ήδη λυπόμουν για την σύντομη διαμονή μας. Θα ήθελα να κάτσουμε περισσότερες μέρες. Μετά από ένα καταπληκτικό δείπνο, κάτσαμε για μπύρες σε ένα μικρό μπαρ, με μουσική των 60ς ήμουν στην Ινδία;;;; Στον γυρισμό η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν κλειδαμπαρωμένη, μας άνοιξαν μετά από επίμονα κτυπήματα, μια απλή βόλτα στον διάδρομο ήταν αρκετή για να καταλάβουμε γιατί προσέχουν τόσο πολύ, όλο το ξενοδοχείο άχνιζε. Από παντού ερχόταν η χαρακτηριστική μυρωδιά του χόρτου, σχεδόν ντρεπόμουν που δεν μύριζε και το δικό μας δωμάτιο. Για αυτό και τα κλειδαμπαρώματα μετά τις 11, φοβόντουσαν τίποτα εισβολές από όργανα του νόμου. Ήμουν ενθουσιασμένη, γκρίνιαζα γιατί θα μείνουμε τόσο λίγο, γιατί δεν κάτσαμε και άλλο έξω, γιατί δεν ήθελα να κοιμηθώ κτλ. Ο Σταύρος τα πήρε, «μα επιτέλους βγάλε την καρεκλίτσα σου στον διάδρομο, με τόσο ντουμάνι σε πέντε λεπτά θα έχεις πέσει σε καταστολή, να ησυχάσουμε και εμείς».
Το πρωί μετά από ένα όμορφο πρωινό σε ένα μικρό μαγαζάκι γεμάτο τουρίστες, επισκεφθήκαμε την κατοικία του Δαλάι Λάμα. Ρωτήσαμε αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με τον ίδιο, αλλά δυστυχώς τα ραντεβού του κλείνονταν ένα μήνα πριν. Στο μονοπάτι προς το σπίτι του είδα για πρώτη φορά στην ζωή μου μαϊμούδες, ο τόπος ήταν γεμάτος από meditation centers. Κάναμε μια ακόμα χαλαρή βόλτα, αγοράσαμε τσάγια και σουρωτήρια και μετά με πόνο καρδιάς αποχαιρέτησα αυτόν τον τόπο που δεν πρόλαβα να χορτάσω.
Ο οδηγός μας περίμενε ήδη μαστουρωμένος και πιωμένος, μας χάρισε ένα κατακόκκινο χαμόγελο και άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Κάναμε μια μικρή στάση στην λίμνη rewalsar, pilgrimage center για Ινδουιστές, Βουδιστές και Σιχ. Πολύ τουριστική περιοχή. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της περιοχής ήταν οι γυναίκες με τα τοπικά χρώματα που κουβαλούσαν στο κεφάλι τους καλάθια με τρόφιμα, με αποκορύφωμα μια χαμογελαστή μαμά με ένα μεγάλο δεμάτι χόρτα στο κεφάλι, και από δίπλα ένα μικρό θαμνάκι να περπατάει, ήταν η κόρη της που είχε στο δικό της μικρό κεφαλάκι ένα δεμάτι και την είχε καλύψει ολόκληρη, μόνο ποδαράκια φαινόντουσαν. Το βράδυ φτάσαμε στην Σίμλα.
Η Σίμλα είναι μια αδιάφορη πόλη, θα μέναμε για έναν ύπνο και το άλλο πρωί θα συνεχίζαμε. Όμως ήταν σοκαριστηκά καθαρή για Ινδική πόλη, ποιοι έμεναν εκεί; Έμοιαζε με ευρωπαϊκή, μεγάλη ασφαλτωμένοι δρόμοι, πινακίδες που ειδοποιούσαν πως όποιος φτύνει πληρώνει πρόστιμο!!! τακτικά σπίτια, καθαρές πλατείες. Από εκείνη την περιοχή το μόνο που μου έμεινε ήταν ότι το πρωί σε μια βόλτα που κάναμε στην πλατεία, μια μαϊμού μου βούτηξε τα μαλλιά. Φώναζα έκπληκτη με την κακία της, ώσπου με άφησε. Οι Ινδοί με κοίταζαν και γελούσαν, ο Νίκος με τον Σταύρο όλο φροντίδα για μένα ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, «δεν πρόλαβα να τραβήξω φωτογραφία, εσύ;», «όχι γμτ, Ιωάννα μήπως μπορείς να το ξανακάνεις;». Μια αξιοπρεπής πόλη βρήκα και εγώ και αμέσως φρόντισα να γίνω ρεζίλη.
Φύγαμε για Rishikesh. Πάλι μια διαδρομή με τυπικό ινδικό τοπίο, μεγάλες φωλιές τερμιτών και ωραίες αντλίες νερού από την unicef ήταν τα ενδιαφέροντα σποτ στην διαδρομή μας. Στην είσοδο Hardwar υπήρχαν διόδια. Ο οδηγός μας απτόητος πέρασε τρέχοντας, χωρίς να σταματήσει, πίσω μας οι Ινδοί αστυνόμοι ούρλιαζαν, τι συμβαίνει με αυτόν;
Όταν φτάσαμε στην διασταύρωση για Rishikesh όμως τα διόδια ήταν πιο οργανωμένα. Ο οδηγός μας πιστός στην τακτική του πέρασε τρέχοντας, μας κυνήγησαν τρεις αστυνομικοί, μας σταμάτησαν και κατέβασαν τον οδηγό και τον συνοδηγό του. Μπροστά μας έβγαλαν κάτι μεγάλα ραβδιά και άρχισαν να τους βαράνε και να τους κλωτσάνε. Τρέξαμε να τους σώσουμε, οι αστυνομικοί μας εξήγησαν ότι έπρεπε να πληρώσουμε διόδια και οι οδηγοί μας δεν είχαν λεφτά, πληρώσαμε εμείς και φύγαμε. Ξέραμε ότι το πρακτορείο, τους είχε δώσει λεφτά για βενζίνη και διόδια, προφανώς ο δικός μας λαμπρός νέος προτίμησε να τα επενδύσει με άλλους τρόπους. Οι επιπτώσεις των προτιμήσεων του φαινόταν στον ψυχεδελικό τρόπο που περπατούσε. Το βράδυ ήμασταν στο Rishikesh. Αφήσαμε τους άλλους εκεί στην όχθη του ποταμού με τα πράγματα μας και με τον Σταύρο πήγαμε να βρούμε ξενοδοχείο, ο πιτσιρικάς μας σταμάτησε, έκοψε κάποια χόρτα που μοσχοβολούσαν και μας τα έδωσε, μας έκανε νόημα να τα κρατάμε κάτω από την μύτη μας, γιατί;
Περάσαμε πάνω από μια γέφυρα, στερεωμένη με σχοινιά, πολύ εντυπωσιακή με αεροδυναμικό σχήμα, που ταλαντευόταν ελαφρά στα βήματα μας. Μόλις πατήσαμε τα πόδια μας στο έδαφος καταλάβαμε γιατί θέλαμε τα χόρτα, ο τόπος βρωμούσε ανυπόφορα, η αποπνικτική ζέστη και η υγρασία έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Περπατήσαμε για λίγο ανάμεσα σε ακαθαρσίες και κοιμισμένα κορμιά μετά ο Σταύρος με σταμάτησε «δεν πρόκειται να περιφερόμαστε 11 ώρα την νύχτα μέσα σε αυτή την βρώμα, για να διαλέξουμε ξενοδοχείο, ο Lonely Planet προτείνει το Grand hotel, πάμε να το βρούμε και ελπίζω να έχει δωμάτια». Σταθήκαμε τυχεροί, ένας Ινδός καθάριζε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί του και μας έδειξε το δρόμου του ξενοδοχείου. Με τα χόρτα κάτω από την μύτη μπήκαμε στο ξενοδοχείο. Πολυκαιρισμένο κτίριο με σιδερένιες πόρτες, στο χολ του είδαμε τύπους να κοιμούνται στο πάτωμα, διευκρίνισα με στόμφο ότι εμείς θέλουμε δωμάτια για να κοιμηθούμε, είχε; Ναι είχε, τα κλείσαμε και γυρίσαμε πίσω για να πάρουμε τα πράγματα μας και τους άλλους. Ώσπου να φτάσουμε στο ξενοδοχείο το λεξιλόγιο μου είχε εμπλουτιστεί με μια νέα σειρά βρισιών, οι συνταξιδιώτες μου αποδειχτήκαν πολλοί εφευρετικοί στην εκδήλωση της δυσαρέσκεια τους, ιδίως όταν είδαν που θα περάσουν το βράδυ τους. Η Βούλα έκανε έναν πολύ άσχημο καυγά στον Σταύρο, απελπισμένη έφυγε για το δωμάτιο που θα μοιραζόταν με τον Γιώργο. Θα ήθελα και εγώ να μπορούσα να μαλώσω με κάποιον, τα δωμάτια ήταν άθλια. Το μόνο καλό στο δικό μας δωμάτιο ήταν ότι είχε ανεμιστήρα οροφής, ήταν μια παρηγοριά, η δροσιά που πρόσφερε ήταν περισσότερο ψυχολογική παρά πραγματική. Είχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι που η Ιωάννα το κάλυψε με ένα δικό της σεντόνι. Ο Σταύρος μας ανέλαβε τον ρόλο του εξολοθρευτή στη τουαλέτα, έπρεπε να καταλάβουμε τον χώρο που ως τώρα κατοικούταν από κατσαρίδες, εμείς από έξω τον ενθαρρύναμε, η ηρωική του έξοδο καλύφθηκε από τις ζητωκραυγές μας, τον ανακηρύξαμε ευεργέτη μας και ξαπλώσαμε. Κοιμηθήκαμε αμέσως.
Το πρωί μας βρήκε ιδρωμένους και βρώμικους. Βγήκαμε έξω, χιλιάδες κόσμος ήταν στον ποταμό Ganges, και δεκάδες μεταφορικά μέσα έφερναν και άλλους, πλένονταν στο ποτάμι, έπλεναν τα δόντια τους, έριχναν προσφορές, αγελάδες κολυμπούσαν, η Ιωάννα μίλησε για την «τέλεια αμφισβήτηση του δυτικού καθωσπρεπισμού». Πήραμε μια βάρκα μαζί με τους ντόπιους και κάναμε βόλτα ανάμεσα στους πιστούς και τις προσφορές, οι ντόπιοι γέμιζαν τα μπουκάλια τους με νερό από το ποτάμι και μας ράντιζαν σαν αγιασμό. Δεν έχω να πω πολλά για όσα είδα, θα ήθελα, άλλα θα προτιμήσω να σας παραπέμψω στον «Ξάγρυπνο» christo 71, κάτι τέτοιο ζήσαμε και εμείς. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και ξαπλώσαμε αποκαμωμένοι στο κρεβάτι, ήταν 10.00 περίπου και οι υπόλοιποι της παρέας είχαν αρχίσει να ξυπνάνε. Η τελευταία εικόνα που έχω από αυτήν την πόλη πριν φύγουμε ήταν τα πολύχρωμα σάρι των γυναικών στα σκαλιά του ποταμού.
Το απόγευμα φτάσαμε στο Δελχί, ο Γιώργος, ο Σταύρος και εγώ, θα φεύγαμε το ίδιο βράδυ, κάναμε ένα μπάνιο στο δωμάτιο των παιδιών, ευπρεπιστήκαμε και φύγαμε για το αεροδρόμιο.
Μετά από μια πτήση χωρίς απρόοπτα προσγειωθήκαμε στο Ελληνικό. Μετά τον έλεγχο των εισιτηρίων, με πλησίασε ένας κύριος,
- Η κυρία Καραγιάννη;
- μάλιστα, μου δείχνει το σήμα του,
- το διαβατήριο σας παρακαλώ, το ανοίγει και μετά γυρίζει απότομα και καρφώνει το βλέμμα του πάνω μου,
- είμαστε από την δίωξη ναρκωτικών
- α μάλιστα, με μια γρήγορη ματιά διαπιστώνω ότι και οι δύο φίλοι μου δέχονται τον ίδιο έλεγχο από έναν άλλον αστυνομικό.
- Φαίνεται ότι γυρίζετε με πολύ περισσότερες αποσκευές από όταν φύγατε
- είναι γιατί τώρα κουβαλάμε και τα πράγματα των φίλων μας που έμειναν στην Ινδία, φύγαμε 7 και γυρίζουμε 3
- ναι αλλά είχατε πάει στο Κασμίρ, ο τόπος είναι γνωστός για το χασίς του
(εγώ κύριε όργανο κοιμόμουν…), ακολουθήστε με παρακαλώ
- ξέρετε δεν έχω παραλάβει ακόμα τα πράγματα μου
- Μην σας απασχολεί αυτό.
Μας οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο, μας έκανα σωματική έρευνα και έλεγξαν τις χειραποσκευές μας,
- Τι είναι αυτό
- Μουσικό όργανο τάμπλα το λένε
- και γιατί το φέρατε; Στριφογυρίζει την τάμπλα στα χέρια του ψάχνοντας για καμιά τρύπα, ώρες είναι να μου το ξεκοιλιάσει κιόλας.
- έχω έναν φίλο που είναι μουσικός, έχω ακόμα μία τάμπλα στην βαλίτσα μου.
- και τι θα τις κάνει τις τάμπλες ο φίλος σας;
(γλυκό του κουταλιού, τι θα κάνει τις τάμπλες ένας μουσικός
Τον κοίταξα με το βλέμμα της αγελάδας
- ξέρετε είναι μουσικός επανέλαβα ηλιθιωδώς.
Κάπου εκεί εμφανίστηκαν και οι βαλίτσες μας,
- καθίστε εκεί θα σας φωνάξουμε.
Κάθισα «εκεί», ο Σταύρος κουβέντιαζε με έναν αστυνομικό, ο Γιώργος πλήρωνε φόρους για το χαλί του, και οι αστυνομικοί με πλαστικά γάντια άδειαζαν τις βαλίτσες μας.
Η εικόνα τους ξεθώριασε, μπροστά μου άρχισαν να εμφανίζονται σκιές από νούφαρα που ανοίγουν ρόδινα μέσα στην λίμνη, νομάδες που προχωρούν στα ατελείωτα μονοπάτια των βουνών, μοναχούς που βαράνε γκονγκ, πιστούς που προσεύχονται, παιδιά που παίζουν… και ξαφνικά ήξερα ότι αυτό το ταξίδι δεν θα τελείωνε ποτέ, θα γύριζε ξανά και ξανά στο μυαλό μας, με μια φευγαλέα μυρωδιά, μια λάμψη του ήλιου, ένα χαμόγελο… ως τώρα ταξίδευα στην Ευρώπη και έλεγα ότι διεύρυνα τις γνώσεις μου, στην Ινδία διεύρυνα την άγνοια μου. Έμαθα ότι υπάρχουν κόσμοι που δεν ήξερα, και δεν θα κατάφερνα να γνωρίσω,
- νις
Μόνο να αγγίξω για λίγο, όσο θα μου το επέτρεπαν οι αντοχές και οι καταβολές μου
- εσπινίς
Γιατί αυτοί ζούσαν στην αιωνιότητα και εγώ σε ένα φθαρτό σήμερα.
- ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ
Ένα χέρι κρατούσε το διαβατήριο μου μπροστά μου,
- Ορίστε; Το ρώτησα σαν υπνωτισμένη
- Έχετε τελειώσει, μου είπε το χέρι, πάρτε το διαβατήριο σας,
Πάνω στον πάγκο ο σάκος μου ήταν ατσούμπαλα κλεισμένος και με περίμενε
- Μπορώ να φύγω;
- Βεβαίως, καλώς ήρθατε στην Ελλάδα.
Σουχω πει οτι σε μισω???
Αχ,αχ,αχ,αχ,γιατι με αναστατωσες ετσι χρυση μου?? Το Daramshala ηταν στα υποψην μου για αυτο το ταξιδι που περασα στην Ινδια,αλλα δεν γινοτανε ολα κι ετσι τοκοψα..
" ως τώρα ταξίδευα στην Ευρώπη και έλεγα ότι διεύρυνα τις γνώσεις μου, στην Ινδία διεύρυνα την άγνοια μου. Έμαθα ότι υπάρχουν κόσμοι που δεν ήξερα, και δεν θα κατάφερνα να γνωρίσω"
Αχ,ποσα μερη υπαρχουν στον κοσμο και δεν θα καταφερουμε ποτε να τα γνωρισουμε σαυτη τη ζωη...Αυτο ειναι το παραπονο μου..
Χαίρομαι που κατάφερες να διατηρήσεις στην ιστορία σου μια "ντοκιμαντερίστικη" περιγραφή και να μας κάνεις να δούμε,να μυρίσουμε,να γευτούμε,να ακούσουμε ότι και εσύ,χωρίς περιττές "λυρικές" περιγραφές και στόμφους.Η εμπειρία σου που μας μετέδωσες ήταν τόσο δυνατή από μόνη της,που δεν χρειαζόταν λογοτεχνικά διανθίσματα...μπράβο.
Το #297,εκφράζει και εμένα. Μια παρατήρηση:Λίγο Βούλα ακόμα δεν θα έκανε κακό