ioanna karagianni
Member
- Μηνύματα
- 1.666
- Likes
- 1.327
- Επόμενο Ταξίδι
- Κρακοβία-Βαρσοβία
- Ταξίδι-Όνειρο
- ...Ιθάκη...
Το επόμενο πρωί τα αυτοκίνητα, μας περίμεναν έξω από το στρατόπεδο. Οι κότες φυσικά εξαφανισμένες, τα επίπεδα περίεργα κουτιά δεν ήταν πια στην οροφή, προφανώς είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
Φάγαμε πρωινό στο καφενείο του χωριού, αυγά βραστά από το κοτέτσι του καφετζή, τσιαπάτι από τον περίεργο φούρνο, τσάι μαύρο δυνατό και γλυκό. Αν με αυτήν την περιγραφή, σας έρχεται στο νου ελληνικό καφενεδάκι με στρογγυλά μπλε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο κάτω από τον πλάτανο, σας παρακαλώ σβήστε αυτή την εικόνα και εισέλθετε στο πνεύμα της βιβλική περιοχής που βρισκόμασταν. Ετοιμόρροπα τραπέζια και καρέκλες όλα καμωμένα πρόχειρα από σανίδες με το χαρακτηριστικό ακαθόριστο χρώμα της πολυκαιρίας, της σκόνης και της εγκατάλειψης, πάτωμα χωμάτινο, η ατμόσφαιρα όμως σου φαινόταν οικία, σαν πράγματι να βρισκόσουν στο καφενείο του χωριού σου. Μετά το πρωινό μας κάναμε μια βόλτα στο χωριό με τους οδηγούς να μας ακολουθούν κατά πόδας, δεν μας άφηναν στιγμή από τα μάτια τους. Στο πρακτορείο, ένα πλάτωμα στην άκρη του δρόμου, παλιά τατα λεωφορεία γέμιζαν με επιβάτες που θα ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή με εμάς.
Εκεί γνωρίσαμε και ένα ζευγάρι Ισπανών που μου προκάλεσαν μεγάλη περιέργεια και ακόμα τους θυμάμαι με θαυμασμό, μια αεικίνητη ψαρομάλλα και ένας κύριος 60 περίπου ετών, ο άντρας κινούταν με πατερίτσες, και οι δύο άνετοι και χαμογελαστοί λες και είχαν κοιμηθεί σε πεντάστερο ξενοδοχείο και τώρα ετοιμάζονταν να διανύσουν ασφαλτόδρομο με πολυτελές αυτοκίνητο. Πορευτήκαμε αρκετά μαζί τους, ποτέ δεν σκέφτηκα ότι ήταν ένα ζευγάρι μεγάλων ανθρώπων με αναπηρία που ταλαιπωρούνταν σε αυτήν την δύσκολη διαδρομή, ήταν ένα φρέσκο ζωηρό ζευγάρι που έκανε τις διακοπές του, τέτοια εντύπωση σου έδινε.
Ξεκινήσαμε, 8 χιλιόμετρα έξω από το χωριό σταματήσαμε, μας μάζεψαν και άρχισαν τη ενημέρωση γιατί από εδώ άρχιζε η εμπόλεμη ζώνη (για να πας από το Drassστο Kargilπερνούσες υποχρεωτικά από αυτήν). Οι κανόνες ήταν οι εξής:
Στο βαν δεν μιλούσε κανείς, το τοπίο σου έκοβε την ανάσα, δεν μπορώ να βρω τίποτε για να το συγκρίνω για να σας το περιγράψω, θυμάμαι τον Σταύρο να μιλάει για μια «θάλασσα βουνά», ο δρόμος μας ήταν μια λεπτή επίπεδη λουρίδα σκαλισμένη πάνω στο βουνό ίσα ίσα που να χωράει ένα αυτοκίνητο, δίπλα ακριβώς γκρεμός απότομος και ατελείωτος, κατά καιρούς στα βάθη των γκρεμών διακρίνονταν φορτηγά αναποδογυρισμένα και αφημένα να σκουριάζουν, προφανώς είχαν διαλέξει να χαλάσουν στην εντελώς λάθος περιοχή. Τα παράθυρα αναγκαστικά ανοιχτά λόγω ζέστης, σκόνη και καυσαέριο έμπαινε από παντού, αν σκούπιζες το πρόσωπο σου το μαντήλι έβγαζε μαυρίλα. Νομίζω από εκεί άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους οι νομάδες, άνθρωποι μόνοι που περπατούσαν πάνω στους παγετώνες φορώντας κάπες, και σανδάλια ή πρωτόγονα παπούτσια, φορτωμένοι με κάθε λογής πράγματα, που πήγαιναν; Στέκονταν στην άκρη για να περάσουμε και συνέχιζαν, ή μερικές φορές τους διακρίναμε σε απότομες πλαγιές να ανεβαίνουν σταθερά το βουνό λες και περπατούσαν σε ίσιωμα. Άλλοτε πάλι, ομάδες νομάδων κινιόντουσαν παράλληλα με τον δρόμο ή ήταν κατασκηνωμένοι στην άκρη του, δίπλα σε μικρές λίμνες, πάντα με την συνοδεία γιακ, τα φόρτωναν με όλο τους το νοικοκυριό και ξεκινούσαν για την επόμενη στάση τους. Δεν είχα ξαναδεί ανθρώπους τόσο εναρμονισμένους με την φύση, να ζουν από αυτή χωρίς να την πληγώνουν, να ζουν με τα ελάχιστα και να είναι τόσο ήρεμοι.
Ύστερα από το προηγούμενο βράδυ και με την αγωνία των πιθανών μαχών στο δρόμο μας, η συντροφιά μας είχε πάρει άλλη μορφή, ήξερα τον Σταύρο (και την γυναίκα του, που δεν ήταν μαζί μας) πολλά χρόνια και τους αγαπούσα πολύ, με τον Νίκο και την Λίτσα γνωριζόμασταν επίσης καλά και υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ μας, την Ιωάννα ήδη στα ίχνη του βουδισμού ήταν μια ήρεμη και ευχάριστη παρουσία ο Γιώργος αν και ήξερε μόνο την Βούλα ήταν άνθρωπος με όρεξη για κάθε τι καινούργιο και έτσι δέσαμε καλά όλοι μαζί, όλοι δεχτήκαμε την κατάσταση και ενωθήκαμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Εμένα μου έκανε πολύ καλό αυτή η στάση γιατί με απαγκίστρωνε από το φόβο του άγνωστου και τις «δυτικές» μου απαιτήσεις και με βοήθησε να βιώσω ένα ταξίδι που μας ήταν σαφές πια ότι ήμασταν τυχεροί που αξιωθήκαμε να το κάνουμε έστω και για μια φορά στην ζωή μας.
Φάγαμε πρωινό στο καφενείο του χωριού, αυγά βραστά από το κοτέτσι του καφετζή, τσιαπάτι από τον περίεργο φούρνο, τσάι μαύρο δυνατό και γλυκό. Αν με αυτήν την περιγραφή, σας έρχεται στο νου ελληνικό καφενεδάκι με στρογγυλά μπλε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο κάτω από τον πλάτανο, σας παρακαλώ σβήστε αυτή την εικόνα και εισέλθετε στο πνεύμα της βιβλική περιοχής που βρισκόμασταν. Ετοιμόρροπα τραπέζια και καρέκλες όλα καμωμένα πρόχειρα από σανίδες με το χαρακτηριστικό ακαθόριστο χρώμα της πολυκαιρίας, της σκόνης και της εγκατάλειψης, πάτωμα χωμάτινο, η ατμόσφαιρα όμως σου φαινόταν οικία, σαν πράγματι να βρισκόσουν στο καφενείο του χωριού σου. Μετά το πρωινό μας κάναμε μια βόλτα στο χωριό με τους οδηγούς να μας ακολουθούν κατά πόδας, δεν μας άφηναν στιγμή από τα μάτια τους. Στο πρακτορείο, ένα πλάτωμα στην άκρη του δρόμου, παλιά τατα λεωφορεία γέμιζαν με επιβάτες που θα ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή με εμάς.
Εκεί γνωρίσαμε και ένα ζευγάρι Ισπανών που μου προκάλεσαν μεγάλη περιέργεια και ακόμα τους θυμάμαι με θαυμασμό, μια αεικίνητη ψαρομάλλα και ένας κύριος 60 περίπου ετών, ο άντρας κινούταν με πατερίτσες, και οι δύο άνετοι και χαμογελαστοί λες και είχαν κοιμηθεί σε πεντάστερο ξενοδοχείο και τώρα ετοιμάζονταν να διανύσουν ασφαλτόδρομο με πολυτελές αυτοκίνητο. Πορευτήκαμε αρκετά μαζί τους, ποτέ δεν σκέφτηκα ότι ήταν ένα ζευγάρι μεγάλων ανθρώπων με αναπηρία που ταλαιπωρούνταν σε αυτήν την δύσκολη διαδρομή, ήταν ένα φρέσκο ζωηρό ζευγάρι που έκανε τις διακοπές του, τέτοια εντύπωση σου έδινε.
Ξεκινήσαμε, 8 χιλιόμετρα έξω από το χωριό σταματήσαμε, μας μάζεψαν και άρχισαν τη ενημέρωση γιατί από εδώ άρχιζε η εμπόλεμη ζώνη (για να πας από το Drassστο Kargilπερνούσες υποχρεωτικά από αυτήν). Οι κανόνες ήταν οι εξής:
- Δεν σταματούσαμε πουθενά, κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα, ότι χαλάει το πετάμε στο γκρεμό και συνεχίζουμε. Ακίνητοι αποτελούμε στόχο
- Δεν βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, δεν απομακρυνόμαστε από τον δρόμο μπορεί να πυροβοληθούμε.
Στο βαν δεν μιλούσε κανείς, το τοπίο σου έκοβε την ανάσα, δεν μπορώ να βρω τίποτε για να το συγκρίνω για να σας το περιγράψω, θυμάμαι τον Σταύρο να μιλάει για μια «θάλασσα βουνά», ο δρόμος μας ήταν μια λεπτή επίπεδη λουρίδα σκαλισμένη πάνω στο βουνό ίσα ίσα που να χωράει ένα αυτοκίνητο, δίπλα ακριβώς γκρεμός απότομος και ατελείωτος, κατά καιρούς στα βάθη των γκρεμών διακρίνονταν φορτηγά αναποδογυρισμένα και αφημένα να σκουριάζουν, προφανώς είχαν διαλέξει να χαλάσουν στην εντελώς λάθος περιοχή. Τα παράθυρα αναγκαστικά ανοιχτά λόγω ζέστης, σκόνη και καυσαέριο έμπαινε από παντού, αν σκούπιζες το πρόσωπο σου το μαντήλι έβγαζε μαυρίλα. Νομίζω από εκεί άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους οι νομάδες, άνθρωποι μόνοι που περπατούσαν πάνω στους παγετώνες φορώντας κάπες, και σανδάλια ή πρωτόγονα παπούτσια, φορτωμένοι με κάθε λογής πράγματα, που πήγαιναν; Στέκονταν στην άκρη για να περάσουμε και συνέχιζαν, ή μερικές φορές τους διακρίναμε σε απότομες πλαγιές να ανεβαίνουν σταθερά το βουνό λες και περπατούσαν σε ίσιωμα. Άλλοτε πάλι, ομάδες νομάδων κινιόντουσαν παράλληλα με τον δρόμο ή ήταν κατασκηνωμένοι στην άκρη του, δίπλα σε μικρές λίμνες, πάντα με την συνοδεία γιακ, τα φόρτωναν με όλο τους το νοικοκυριό και ξεκινούσαν για την επόμενη στάση τους. Δεν είχα ξαναδεί ανθρώπους τόσο εναρμονισμένους με την φύση, να ζουν από αυτή χωρίς να την πληγώνουν, να ζουν με τα ελάχιστα και να είναι τόσο ήρεμοι.
Ύστερα από το προηγούμενο βράδυ και με την αγωνία των πιθανών μαχών στο δρόμο μας, η συντροφιά μας είχε πάρει άλλη μορφή, ήξερα τον Σταύρο (και την γυναίκα του, που δεν ήταν μαζί μας) πολλά χρόνια και τους αγαπούσα πολύ, με τον Νίκο και την Λίτσα γνωριζόμασταν επίσης καλά και υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ μας, την Ιωάννα ήδη στα ίχνη του βουδισμού ήταν μια ήρεμη και ευχάριστη παρουσία ο Γιώργος αν και ήξερε μόνο την Βούλα ήταν άνθρωπος με όρεξη για κάθε τι καινούργιο και έτσι δέσαμε καλά όλοι μαζί, όλοι δεχτήκαμε την κατάσταση και ενωθήκαμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Εμένα μου έκανε πολύ καλό αυτή η στάση γιατί με απαγκίστρωνε από το φόβο του άγνωστου και τις «δυτικές» μου απαιτήσεις και με βοήθησε να βιώσω ένα ταξίδι που μας ήταν σαφές πια ότι ήμασταν τυχεροί που αξιωθήκαμε να το κάνουμε έστω και για μια φορά στην ζωή μας.