_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.237
Μετάβαση στο Matopos (ημέρα 3η)
Ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε αυτή τη μέρα. Και συγκεκριμένα δεν ήξερα τι περίμενε εμένα, που είχα αναλάβει και την οδήγηση. Ξεκινήσαμε μετά το πρωινό, χωρίς gps αφού δεν υποστηρίζεται στη χώρα, με όλα μας τα μπαγκάζια αφού αφήσαμε και το δωμάτιο εκεί, προετοιμασμένοι για μια διαδρομή συνολικά περί τις πέντε ώρες, στο χαλαρό στυλ οδήγησης (420 χιλιόμετρα ως το Bulawayo συν 40 περίπου ως το Εθνικό Πάρκο Matobos National Park). Το κατά τα’ άλλα χαριτωμένο ενοικιαζόμενο δεν είχε ούτε cd-player , ούτε οιοδήποτε άλλο μέσο αναπαραγωγής μουσικής, γι’ αυτό μπήκε το κινητό στον φορτιστή αυτοκινήτου -που είχα προβλέψει να πάρω μαζί μου- να μας κρατήσει συντροφιά. Θα μου πείτε, γιατί, αν είχε cd-player είχες cd να βάλεις; Και όμως είχα. Είχα γράψει ένα cd για τον λόγο αυτό, να μας κρατάει παρέα στη μεγάλη αυτή διαδρομή. Άδικα εν τέλει.
Μετά από καμιά τριανταριά χιλιόμετρα, είδαμε τα πρώτα διόδια. Βασικά, είναι δυο-τρείς υπάλληλοι στη μέση του δρόμου, υπάρχει κάτι σαν στέγαστρο, οι καρέκλες τους, φοράνε και μια υποτιθέμενη στολή για το τυπικό της υπόθεσης, πληρώσαμε το ποσό του 1$, μας έδωσαν ένα επίσημο χαρτάκι ως απόδειξη και ρώτησα αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα, πότε δηλαδή είναι το επόμενο βενζινάδικο. Μου απήντησαν με εντελώς φυσικό τρόπο στο Bulawayo (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ζιμπάμπουε), μετά από 420 ατελείωτα χιλιόμετρα δηλαδή.
Το τοπίο κατά τη διαδρομή, μου φάνηκε κάπως ξερό και μονότονο, η εθνική οδός είναι της τάξεως της μίας λωρίδας σε κάθε κατεύθυνση, αλλά δε χρειάζονται παραπάνω, καθώς δεν υπάρχουν αυτοκίνητα να τις γεμίσουν. Ένα κατσίκι ερχόταν κατά πάνω μας και ίσα που την γλιτώσαμε, δηλαδή ίσα που την γλίτωσε εκείνo και το αποκορύφωμα ήταν ότι άρχισε να πέφτει η στάθμη της βενζίνης. Επικίνδυνα.
Το μονότονο τοπίο της διαδρομής
Σταματήσαμε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε στη διαδρομή, αλλά η μαύρη υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι δεν έχει βενζίνη (και τι έκανε Κυριακάτικα εκεί; ). Με την στάθμη του καυσίμου να πέφτει συνεχώς, βρήκαμε ακόμη ένα βενζινάδικο αρκετά χιλιόμετρα πιο κάτω και είπαμε να δοκιμάσουμε κι εκεί την τύχη μας.
Στην αρχή, οι μαύροι επιβάτες του αυτοκινήτου που ήταν αραγμένο δίπλα στις αντλίες καυσίμων, είπαν πως δεν ξέρουν αν έχει βενζίνη. Κανείς δε μας έδινε ιδιαίτερη σημασία, εκτός από ένα ξυπόλητο παιδάκι που ήρθε να μας πουλήσει μια χειροποίητη ξύλινη καμηλοπάρδαλη. Είδα σ’ ένα άλλο αμάξι μια λευκή γυναίκα, ήταν η οδηγός του. Υποτίθεται ότι επιτέλους κάποιος είχε κάποιο σκοπό να βρίσκεται σε βενζινάδικο. Η κυρία αυτή φώναξε στα αφρικανικά έναν άλλον λευκό κύριο που ήταν πιο πέρα και εκείνος μου είπε να πάω κοντά. Εκεί, ήταν ακόμη δύο τύποι (θα σταματήσω από εδώ και πέρα να αναφέρω και το χρώμα κάθε ανθρώπου, αλλά το 95% που συναντήσαμε στη Ζιμπάμπουε είναι μαύροι) και τους είπα με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα, με μια δόση υπερβολής, λύπης, απογοήτευσης και όσα άλλα μπορούσα να σκεφτώ πώς θα έφερναν ένα θετικό αποτέλεσμα, ότι θέλω λίγη βενζίνη, απλά να είμαι βέβαιος ότι θα φτάσω Bulawayo, που θα βρω άλλο βενζινάδικο. Ότι το αμάξι είναι μικρό και τελειώνει γρήγορα το καύσιμο και πώς με δέκα δολάρια θα φτάσει σίγουρα, για να μην μείνω στη μέση του δρόμου. Με την επίκληση στο συναίσθημα, κατάφερα να προμηθευτώ βενζίνη, με τον παλιό τρόπο μετάγγισης, που σημαίνει χρήση μπιτονιού, λάστιχου και πλαστικού μπουκαλιού. Το γλυκό μας αμαξάκι, λόγω μεγέθους, χρειαζόταν μόνο μερικά δολάρια όπως είχαμε προβλέψει και σχεδόν γέμισε.
Η μετάγγιση της βενζίνης...
Αν και από το γραφείο ενοικίασης του αυτοκινήτου μας ενημέρωσαν πως υπάρχει πλήθος μπλόκων από την αστυνομία, δεν είχαμε συναντήσει καθόλου. Όλα στη διαδρομή μετά την προμήθεια βενζίνης φαίνονταν πιο όμορφα. Άνθρωποι υπήρχαν παντού, όλοι πεζοί, περπατούσαν και πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ που να πηγαίνουν όλοι αυτοί. Για να καταλάβουμε καλύτερα τον αριθμό των πεζών, να αναφέρω ότι συχνά πυκνά υπήρχαν πινακίδες που ανέφεραν ότι σε 400 μέτρα υπήρχε σημείο ξεκούρασης, τα σημεία αυτά είναι τραπέζια και παγκάκια από μπετόν. Σε κομβικής σημασίας σημεία, διασταυρώσεις ή κοντά σε μεγάλα χωριά, υπάρχουν περισσότερα του ενός τραπέζια και περισσότερα των δύο παγκάκια.
Ένα απο τα πολλά σημεία ξεκούρασης
Περπατούσαν στον καυτό αφρικάνικο ήλιο, άλλοι με ρούχα πρόχειρα, άλλοι με πιο επίσημα, άλλοι με μωρά (άλλες με μωρά - δεν είδα ούτε έναν άντρα να κρατάει μωρό), άλλοι με παιδιά, παιδιά μόνα τους, άλλοι (άλλες) με πράγματα στο κεφάλι ή κουβάδες με νερό στο κεφάλι και όλοι να περπατάνε… Είδαμε πάγκους με ξυλόγλυπτα, παιδιά να πουλάνε δεσμίδες με καρότα, άλλους πάγκους με διάφορα φρούτα ή φυσικούς χυμούς. Όλα αυτά στην άκρη του δρόμου, σε ολόκληρο το μήκος της διαδρομής. Δεκάδες κίτρινες προειδοποιητικές πινακίδες, σχετικά με άγρια ζώα, ελάφια, ελέφαντες, χρωματιστούς σκύλους (printeddogs) κ.α. Και βεβαίως, δεκάδες πεζοί να κάνουν ωτοστόπ, με την ελπίδα ότι το επόμενο κάθε φορά αμάξι θα μεταφέρει το ταλαιπωρημένο κορμί τους στον προορισμό.
Γυναίκες που μεταφέρουν νερό
Υπαίθριες αγορές με ξυλόγλυπτα
Περπατώντας...
Προειδοποιητική πινακίδα
Ο δρόμος προς το Bulawayo, μας πάει νότια και δυτικά της χώρας. Το Matoposείναι ακόμη πιο νότια, 45 επιπλέον λεπτά οδήγησης. Οι μικροπωλητές σταμάτησαν να υπάρχουν την ώρα που ήρθε η βροχή. Ήταν σα να βρεθήκαμε σε άλλη χώρα. Πριν λίγο, ψηνόμασταν στους 35 βαθμούς και χωρίς κλιματισμό στο αυτοκίνητο (θα είχαμε σίγουρα μείνει από βενζίνη) και τώρα είχε βάλει και κρύο. Ένιωσα ένα αίσθημα ανακούφισης που ο καυτός ήλιος σταματούσε πια να καίει το δεξί μου χέρι.
Οδηγούσα σίγουρα περί τις πέντε ώρες όταν επιτέλους είδαμε την ταμπέλα που μας καλωσόριζε στην πόλη και λίγο παρακάτω πληρώσαμε ακόμη ένα και τελευταίο δολάριο για διόδια. Ακόμη μεγαλύτερο μου φάνηκε το καλωσόρισμα από το ανοιχτό βενζινάδικο, στο οποίο σταματήσαμε και γεμίσαμε, επιτέλους, καύσιμο. Η απόλυτη αίσθηση ασφάλειας.
Φτάνοντας στο Bulawayo
Περάσαμε μέσα από την πόλη, για να πάρουμε μια μικρή γεύση, αν και ο ευκολότερος δρόμος για να συνεχίσουμε προς Matopos, ήταν ο αντίθετος, δηλαδή να αποφεύγαμε τη διάσχιση της πόλης. Φυσικά χαθήκαμε, κάποιοι αστυνομικοί μας έστειλαν λίγο πιο πέρα, ένας μεθυσμένος ήρθε κοντά στο αμάξι περιεργαζόμενος όσα μπορούσε να δει από το μισάνοιχτο παράθυρο, αλλά πάτησα γκάζι και έφυγα με μια αναστροφή. Μια υπάλληλος σε ένα άλλο βενζινάδικο μας έστειλε ακόμη παραπέρα και τελικά με την αίσθηση του προσανατολισμού περισσότερο, βρήκαμε τον RoadMatopos. Πρέπει να αναφέρω πως όλοι, ακόμη και ο μεθυσμένος, ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν και σε μερικές περιπτώσεις αν δεν ήξεραν που πάμε, φώναζαν κι άλλους να βοηθήσουν (ή να μας μπερδέψουν) κι εκείνοι. Εντάξει, ο μεθυσμένος ήθελε περισσότερο να κλέψει.
Αυτή η πόλη, αν και βρισκόμουν σε σύγχυση και δεν είμαι σίγουρος για την αντικειμενικότητά μου, δε μου άφησε κάτι ιδιαίτερο να θυμάμαι. Το θέμα του αποπροσανατολισμού, σε συνδυασμό με τις πολλές ώρες οδήγησης, την αμφιβολία για το αν θα φτάναμε σήμερα στο ξενοδοχείο ή αν θα χανόμασταν και κάπου αλλού και τον φθινοπωρινό, μουντό καιρό, έκαναν το σκηνικό ακόμη πιο ζοφερό.
Όλα τα καταλύματα έχουν πινακίδες στους δρόμους όταν προσεγγίζει κανείς το μέρος, ώστε να κάνει λίγο ευκολότερο το έργο. Η βροχή σταμάτησε, αλλά ο ουρανός διατηρούσε το γκρίζο του χρώμα. Δεν χαθήκαμε, ήταν μια ευθεία ο δρόμος. Φτάσαμε στο AmalindaCampτο απόγευμα, νηστικοί. Εκείνη την ημέρα δε θα προλαβαίναμε να κάνουμε σαφάρι, πρώτον λόγω της περασμένης ώρας και δεύτερον λόγω της βροχής που έπεσε νωρίτερα.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο όσο πιο κοντά στο κτίριο υποδοχής μπορούσα. Ήμουν πολύ κουρασμένος, δεν ήθελα να κάνω ούτε βήμα παραπανίσιο. Στην υποδοχή μας περίμενε η Εκλίνα, μια πολύ γλυκιά κοπέλα. Αφού μας πέρασε για νεόνυμφο ζευγάρι, μας είπε ότι μας είχε ετοιμάσει την σουίτα. Και αφού την είχε ετοιμάσει, είπαμε ότι δεν πειράζει, το δεχόμαστε. Έτσι, μας παραχώρησαν τη σουίτα για τη διαμονή μας. Δύο υπάλληλοι ήρθαν και σήκωσαν τις βαλίτσες μας, τις έβαλαν στο κεφάλι τους και τις μετέφεραν στο δωμάτιο.
Ήταν ένα φανταστικό –χωρίς υπερβολές- δωμάτιο, που μας άφησε άναυδους πραγματικά. Δωμάτιο με τα όλα του, διπλό τεράστιο κρεβάτι με animalprintκάλυμμα, τις πολυθρόνες του, τις συρταριέρες του, απομονωμένο από τα υπόλοιπα, με αυλή και με άλλες πολυθρόνες και τραπεζάκια και μια ξύλινη γέφυρα που το ένωνε με έναν άλλον φυσικό βράχο περίπου 30 μέτρα απόσταση, πάνω στον οποίο υπήρχαν δύο ξαπλώστρες και απεριόριστη θέα - σε βουνά ως επί των πλείστων. Η κούραση που ως τώρα με είχε κατακλύσει, εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
Η σουίτα
Αφού φρεσκαριστήκαμε, κατεβήκαμε σε μια τραπεζαρία ιδίου στυλ. Βασικό υλικό το ξύλο, δέρμα, χαμηλό φωτισμό και κηροπήγια και φάγαμε ένα άκρως γευστικό δείπνο. Αποτελούνταν από τρία πιάτα, αξέχαστα νόστιμα, ειδικά μετά από μια τόσο δύσκολη μέρα. Ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες για τα δύο αυτά βράδια (οι τελευταίοι είχαν φύγει την ώρα που ερχόμασταν), οπότε το ευγενέστατο προσωπικό έδινε όλη του την προσοχή αποκλειστικά σε εμάς. Λίγο πριν τελειώσουμε, ήρθε και μας συστήθηκε ο οδηγός μας ο Paul, για να κανονίσουμε το πρόγραμμα της αυριανής ημέρας. Επίσης, η υπεύθυνη με ρώτησε τι ώρα θέλαμε καφέ ή τσάι στο δωμάτιο και τι ώρα θα κατέβουμε για πρωινό. Κοιτάχτηκα με την Τ, γουρλώσαμε τα μάτια από έκπληξη και δεν ήμασταν σίγουροι για το αν καταλάβαμε σωστά.
Επιστρέφοντας στη σουίτα, μας περίμενε άλλη μια έκπληξη. Οι κουνουπιέρες είχαν πέσει γύρω από το κρεβάτι, όπως πρέπει, το δερμάτινο κάλυμμα είχε φύγει πάνω από το πάπλωμα και η ηλεκτρική κουβέρτα ήταν αναμμένη σε χαμηλή θερμοκρασία. Αυτά ήταν το αποκορύφωμα για εμάς, στο τι εστί εξυπηρέτηση.
Ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε αυτή τη μέρα. Και συγκεκριμένα δεν ήξερα τι περίμενε εμένα, που είχα αναλάβει και την οδήγηση. Ξεκινήσαμε μετά το πρωινό, χωρίς gps αφού δεν υποστηρίζεται στη χώρα, με όλα μας τα μπαγκάζια αφού αφήσαμε και το δωμάτιο εκεί, προετοιμασμένοι για μια διαδρομή συνολικά περί τις πέντε ώρες, στο χαλαρό στυλ οδήγησης (420 χιλιόμετρα ως το Bulawayo συν 40 περίπου ως το Εθνικό Πάρκο Matobos National Park). Το κατά τα’ άλλα χαριτωμένο ενοικιαζόμενο δεν είχε ούτε cd-player , ούτε οιοδήποτε άλλο μέσο αναπαραγωγής μουσικής, γι’ αυτό μπήκε το κινητό στον φορτιστή αυτοκινήτου -που είχα προβλέψει να πάρω μαζί μου- να μας κρατήσει συντροφιά. Θα μου πείτε, γιατί, αν είχε cd-player είχες cd να βάλεις; Και όμως είχα. Είχα γράψει ένα cd για τον λόγο αυτό, να μας κρατάει παρέα στη μεγάλη αυτή διαδρομή. Άδικα εν τέλει.
Μετά από καμιά τριανταριά χιλιόμετρα, είδαμε τα πρώτα διόδια. Βασικά, είναι δυο-τρείς υπάλληλοι στη μέση του δρόμου, υπάρχει κάτι σαν στέγαστρο, οι καρέκλες τους, φοράνε και μια υποτιθέμενη στολή για το τυπικό της υπόθεσης, πληρώσαμε το ποσό του 1$, μας έδωσαν ένα επίσημο χαρτάκι ως απόδειξη και ρώτησα αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα, πότε δηλαδή είναι το επόμενο βενζινάδικο. Μου απήντησαν με εντελώς φυσικό τρόπο στο Bulawayo (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ζιμπάμπουε), μετά από 420 ατελείωτα χιλιόμετρα δηλαδή.
Το τοπίο κατά τη διαδρομή, μου φάνηκε κάπως ξερό και μονότονο, η εθνική οδός είναι της τάξεως της μίας λωρίδας σε κάθε κατεύθυνση, αλλά δε χρειάζονται παραπάνω, καθώς δεν υπάρχουν αυτοκίνητα να τις γεμίσουν. Ένα κατσίκι ερχόταν κατά πάνω μας και ίσα που την γλιτώσαμε, δηλαδή ίσα που την γλίτωσε εκείνo και το αποκορύφωμα ήταν ότι άρχισε να πέφτει η στάθμη της βενζίνης. Επικίνδυνα.
Το μονότονο τοπίο της διαδρομής
Σταματήσαμε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε στη διαδρομή, αλλά η μαύρη υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι δεν έχει βενζίνη (και τι έκανε Κυριακάτικα εκεί; ). Με την στάθμη του καυσίμου να πέφτει συνεχώς, βρήκαμε ακόμη ένα βενζινάδικο αρκετά χιλιόμετρα πιο κάτω και είπαμε να δοκιμάσουμε κι εκεί την τύχη μας.
Στην αρχή, οι μαύροι επιβάτες του αυτοκινήτου που ήταν αραγμένο δίπλα στις αντλίες καυσίμων, είπαν πως δεν ξέρουν αν έχει βενζίνη. Κανείς δε μας έδινε ιδιαίτερη σημασία, εκτός από ένα ξυπόλητο παιδάκι που ήρθε να μας πουλήσει μια χειροποίητη ξύλινη καμηλοπάρδαλη. Είδα σ’ ένα άλλο αμάξι μια λευκή γυναίκα, ήταν η οδηγός του. Υποτίθεται ότι επιτέλους κάποιος είχε κάποιο σκοπό να βρίσκεται σε βενζινάδικο. Η κυρία αυτή φώναξε στα αφρικανικά έναν άλλον λευκό κύριο που ήταν πιο πέρα και εκείνος μου είπε να πάω κοντά. Εκεί, ήταν ακόμη δύο τύποι (θα σταματήσω από εδώ και πέρα να αναφέρω και το χρώμα κάθε ανθρώπου, αλλά το 95% που συναντήσαμε στη Ζιμπάμπουε είναι μαύροι) και τους είπα με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα, με μια δόση υπερβολής, λύπης, απογοήτευσης και όσα άλλα μπορούσα να σκεφτώ πώς θα έφερναν ένα θετικό αποτέλεσμα, ότι θέλω λίγη βενζίνη, απλά να είμαι βέβαιος ότι θα φτάσω Bulawayo, που θα βρω άλλο βενζινάδικο. Ότι το αμάξι είναι μικρό και τελειώνει γρήγορα το καύσιμο και πώς με δέκα δολάρια θα φτάσει σίγουρα, για να μην μείνω στη μέση του δρόμου. Με την επίκληση στο συναίσθημα, κατάφερα να προμηθευτώ βενζίνη, με τον παλιό τρόπο μετάγγισης, που σημαίνει χρήση μπιτονιού, λάστιχου και πλαστικού μπουκαλιού. Το γλυκό μας αμαξάκι, λόγω μεγέθους, χρειαζόταν μόνο μερικά δολάρια όπως είχαμε προβλέψει και σχεδόν γέμισε.
Η μετάγγιση της βενζίνης...
Αν και από το γραφείο ενοικίασης του αυτοκινήτου μας ενημέρωσαν πως υπάρχει πλήθος μπλόκων από την αστυνομία, δεν είχαμε συναντήσει καθόλου. Όλα στη διαδρομή μετά την προμήθεια βενζίνης φαίνονταν πιο όμορφα. Άνθρωποι υπήρχαν παντού, όλοι πεζοί, περπατούσαν και πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ που να πηγαίνουν όλοι αυτοί. Για να καταλάβουμε καλύτερα τον αριθμό των πεζών, να αναφέρω ότι συχνά πυκνά υπήρχαν πινακίδες που ανέφεραν ότι σε 400 μέτρα υπήρχε σημείο ξεκούρασης, τα σημεία αυτά είναι τραπέζια και παγκάκια από μπετόν. Σε κομβικής σημασίας σημεία, διασταυρώσεις ή κοντά σε μεγάλα χωριά, υπάρχουν περισσότερα του ενός τραπέζια και περισσότερα των δύο παγκάκια.
Ένα απο τα πολλά σημεία ξεκούρασης
Περπατούσαν στον καυτό αφρικάνικο ήλιο, άλλοι με ρούχα πρόχειρα, άλλοι με πιο επίσημα, άλλοι με μωρά (άλλες με μωρά - δεν είδα ούτε έναν άντρα να κρατάει μωρό), άλλοι με παιδιά, παιδιά μόνα τους, άλλοι (άλλες) με πράγματα στο κεφάλι ή κουβάδες με νερό στο κεφάλι και όλοι να περπατάνε… Είδαμε πάγκους με ξυλόγλυπτα, παιδιά να πουλάνε δεσμίδες με καρότα, άλλους πάγκους με διάφορα φρούτα ή φυσικούς χυμούς. Όλα αυτά στην άκρη του δρόμου, σε ολόκληρο το μήκος της διαδρομής. Δεκάδες κίτρινες προειδοποιητικές πινακίδες, σχετικά με άγρια ζώα, ελάφια, ελέφαντες, χρωματιστούς σκύλους (printeddogs) κ.α. Και βεβαίως, δεκάδες πεζοί να κάνουν ωτοστόπ, με την ελπίδα ότι το επόμενο κάθε φορά αμάξι θα μεταφέρει το ταλαιπωρημένο κορμί τους στον προορισμό.
Γυναίκες που μεταφέρουν νερό
Υπαίθριες αγορές με ξυλόγλυπτα
Περπατώντας...
Προειδοποιητική πινακίδα
Ο δρόμος προς το Bulawayo, μας πάει νότια και δυτικά της χώρας. Το Matoposείναι ακόμη πιο νότια, 45 επιπλέον λεπτά οδήγησης. Οι μικροπωλητές σταμάτησαν να υπάρχουν την ώρα που ήρθε η βροχή. Ήταν σα να βρεθήκαμε σε άλλη χώρα. Πριν λίγο, ψηνόμασταν στους 35 βαθμούς και χωρίς κλιματισμό στο αυτοκίνητο (θα είχαμε σίγουρα μείνει από βενζίνη) και τώρα είχε βάλει και κρύο. Ένιωσα ένα αίσθημα ανακούφισης που ο καυτός ήλιος σταματούσε πια να καίει το δεξί μου χέρι.
Οδηγούσα σίγουρα περί τις πέντε ώρες όταν επιτέλους είδαμε την ταμπέλα που μας καλωσόριζε στην πόλη και λίγο παρακάτω πληρώσαμε ακόμη ένα και τελευταίο δολάριο για διόδια. Ακόμη μεγαλύτερο μου φάνηκε το καλωσόρισμα από το ανοιχτό βενζινάδικο, στο οποίο σταματήσαμε και γεμίσαμε, επιτέλους, καύσιμο. Η απόλυτη αίσθηση ασφάλειας.
Φτάνοντας στο Bulawayo
Περάσαμε μέσα από την πόλη, για να πάρουμε μια μικρή γεύση, αν και ο ευκολότερος δρόμος για να συνεχίσουμε προς Matopos, ήταν ο αντίθετος, δηλαδή να αποφεύγαμε τη διάσχιση της πόλης. Φυσικά χαθήκαμε, κάποιοι αστυνομικοί μας έστειλαν λίγο πιο πέρα, ένας μεθυσμένος ήρθε κοντά στο αμάξι περιεργαζόμενος όσα μπορούσε να δει από το μισάνοιχτο παράθυρο, αλλά πάτησα γκάζι και έφυγα με μια αναστροφή. Μια υπάλληλος σε ένα άλλο βενζινάδικο μας έστειλε ακόμη παραπέρα και τελικά με την αίσθηση του προσανατολισμού περισσότερο, βρήκαμε τον RoadMatopos. Πρέπει να αναφέρω πως όλοι, ακόμη και ο μεθυσμένος, ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν και σε μερικές περιπτώσεις αν δεν ήξεραν που πάμε, φώναζαν κι άλλους να βοηθήσουν (ή να μας μπερδέψουν) κι εκείνοι. Εντάξει, ο μεθυσμένος ήθελε περισσότερο να κλέψει.
Αυτή η πόλη, αν και βρισκόμουν σε σύγχυση και δεν είμαι σίγουρος για την αντικειμενικότητά μου, δε μου άφησε κάτι ιδιαίτερο να θυμάμαι. Το θέμα του αποπροσανατολισμού, σε συνδυασμό με τις πολλές ώρες οδήγησης, την αμφιβολία για το αν θα φτάναμε σήμερα στο ξενοδοχείο ή αν θα χανόμασταν και κάπου αλλού και τον φθινοπωρινό, μουντό καιρό, έκαναν το σκηνικό ακόμη πιο ζοφερό.
Όλα τα καταλύματα έχουν πινακίδες στους δρόμους όταν προσεγγίζει κανείς το μέρος, ώστε να κάνει λίγο ευκολότερο το έργο. Η βροχή σταμάτησε, αλλά ο ουρανός διατηρούσε το γκρίζο του χρώμα. Δεν χαθήκαμε, ήταν μια ευθεία ο δρόμος. Φτάσαμε στο AmalindaCampτο απόγευμα, νηστικοί. Εκείνη την ημέρα δε θα προλαβαίναμε να κάνουμε σαφάρι, πρώτον λόγω της περασμένης ώρας και δεύτερον λόγω της βροχής που έπεσε νωρίτερα.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο όσο πιο κοντά στο κτίριο υποδοχής μπορούσα. Ήμουν πολύ κουρασμένος, δεν ήθελα να κάνω ούτε βήμα παραπανίσιο. Στην υποδοχή μας περίμενε η Εκλίνα, μια πολύ γλυκιά κοπέλα. Αφού μας πέρασε για νεόνυμφο ζευγάρι, μας είπε ότι μας είχε ετοιμάσει την σουίτα. Και αφού την είχε ετοιμάσει, είπαμε ότι δεν πειράζει, το δεχόμαστε. Έτσι, μας παραχώρησαν τη σουίτα για τη διαμονή μας. Δύο υπάλληλοι ήρθαν και σήκωσαν τις βαλίτσες μας, τις έβαλαν στο κεφάλι τους και τις μετέφεραν στο δωμάτιο.
Ήταν ένα φανταστικό –χωρίς υπερβολές- δωμάτιο, που μας άφησε άναυδους πραγματικά. Δωμάτιο με τα όλα του, διπλό τεράστιο κρεβάτι με animalprintκάλυμμα, τις πολυθρόνες του, τις συρταριέρες του, απομονωμένο από τα υπόλοιπα, με αυλή και με άλλες πολυθρόνες και τραπεζάκια και μια ξύλινη γέφυρα που το ένωνε με έναν άλλον φυσικό βράχο περίπου 30 μέτρα απόσταση, πάνω στον οποίο υπήρχαν δύο ξαπλώστρες και απεριόριστη θέα - σε βουνά ως επί των πλείστων. Η κούραση που ως τώρα με είχε κατακλύσει, εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
Η σουίτα
Αφού φρεσκαριστήκαμε, κατεβήκαμε σε μια τραπεζαρία ιδίου στυλ. Βασικό υλικό το ξύλο, δέρμα, χαμηλό φωτισμό και κηροπήγια και φάγαμε ένα άκρως γευστικό δείπνο. Αποτελούνταν από τρία πιάτα, αξέχαστα νόστιμα, ειδικά μετά από μια τόσο δύσκολη μέρα. Ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες για τα δύο αυτά βράδια (οι τελευταίοι είχαν φύγει την ώρα που ερχόμασταν), οπότε το ευγενέστατο προσωπικό έδινε όλη του την προσοχή αποκλειστικά σε εμάς. Λίγο πριν τελειώσουμε, ήρθε και μας συστήθηκε ο οδηγός μας ο Paul, για να κανονίσουμε το πρόγραμμα της αυριανής ημέρας. Επίσης, η υπεύθυνη με ρώτησε τι ώρα θέλαμε καφέ ή τσάι στο δωμάτιο και τι ώρα θα κατέβουμε για πρωινό. Κοιτάχτηκα με την Τ, γουρλώσαμε τα μάτια από έκπληξη και δεν ήμασταν σίγουροι για το αν καταλάβαμε σωστά.
Επιστρέφοντας στη σουίτα, μας περίμενε άλλη μια έκπληξη. Οι κουνουπιέρες είχαν πέσει γύρω από το κρεβάτι, όπως πρέπει, το δερμάτινο κάλυμμα είχε φύγει πάνω από το πάπλωμα και η ηλεκτρική κουβέρτα ήταν αναμμένη σε χαμηλή θερμοκρασία. Αυτά ήταν το αποκορύφωμα για εμάς, στο τι εστί εξυπηρέτηση.
Last edited by a moderator: