_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.237
Χωρίς καθυστερήσεις (ημέρα 2η)
Χωρίς καθυστερήσεις (ημέρα 2η)
Κάναμε μια τρίωρη βόλτα μετά τον έλεγχο εισιτηρίων στο αεροδρόμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, μέχρι που ήρθε η ώρα της αναχώρησης για τον τελικό προορισμό, με την South African Airways. Αναχώρηση την προγραμματισμένη ώρα. Λίγο πριν φτάσουμε στην πύλη, ένα ζευγάρι άκουσε που μιλούσαμε ελληνικά και μας ρώτησε μερικές λεπτομέρειες, στα ελληνικά παρακαλώ, αν και ήταν μαύροι. Σπούδαζαν στην Θεσσαλονίκη, οδοντίατρος η γυναίκα και κάτι άλλο ο άντρας, πριν καμιά τριανταριά χρόνια. Μας έδωσαν τις επαγγελματικές τους κάρτες, να επικοινωνήσουμε μαζί τους την επομένη, να συναντηθούμε για έναν καφέ, όταν θα περνούσαμε από Bulawayo όπου έμεναν, για να πάμε Matopos.
Μετά από μια πτήση διάρκειας λιγότερης από δύο ώρες, φτάσαμε σε έναν ξερό όπως φαινόταν από το αεροπλάνο τόπο και σε ένα μικρό, παλιό, διεθνές αεροδρόμιο. Πατήσαμε όμως Αφρική, είμαστε στη Ζιμπάμπουε!
Ήταν μια ουρά στην είσοδο του αεροδρομίου, αποτελούμενη από όσους επιβάτες είχε το αεροπλάνο. Μετά, ο υπάλληλος μας παρέπεμπε σε μια άλλη ουρά, αναλόγως την χώρα υπηκοότητας μας και του διαβατηρίου μας. Εκεί, δύο υπάλληλοι έβγαζαν τη βίζα του επισκέπτη. Δείχνεις διαβατήριο, σε ρωτάνε αν θέλεις μονής ή διπλής εισόδου βίζα, πληρώνεις το αντίστοιχο αντίτιμο, σου δίνουν και μια απόδειξη που πρέπει λέει να την κρατάς και το διαβατήριο σφραγισμένο με τη βίζα. Το μεγαλύτερο μέρος των τριών ουρών, αποτελούντο από Κινέζους τουρίστες. Τότε, ακόμη τους συμπαθούσα, ή μάλλον δεν τους αντιπαθούσα.
Οι αποσκευές είναι εύκολη υπόθεση, πεταγμένες όλες σε μια στοίβα μες τη μέση του αεροδρομίου, πίσω από τους υπαλλήλους αυτούς - εντοπίζεις τη βαλίτσα σου, την αρπάζεις όσο προλαβαίνεις πριν την πετάξουν άλλοι παραπέρα δυο-τρείς φορές και δεν ολοκληρώσει το ταξίδι της, περνάς από έλεγχο αποσκευών, που ο υπάλληλος δεν τις κοιτάζει καθόλου και βγαίνεις από το αεροδρόμιο, πολύ απλά.
Ακριβώς έξω από το κτίριο του αεροδρομίου βρίσκεται το γραφείο της Europcar που είχαμε κλείσει αυτοκίνητο για πέντε ημέρες. Η υπάλληλος συστήνεται και χαμογελάει με ένα κατάλευκο, τεράστιο χαμόγελο, επιδεικνύοντας τα πεταχτά της δόντια. Υπέγραψα τα κατάλληλα έγγραφα αφού έδειξα δίπλωμα, έκανα κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τα βενζινάδικα, λαμβάνοντας την απάντηση ‘‘υπάρχουν πολλά, παντού, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα’’, παίρνω το κλειδί και μπαίνω στο μικρό δεξιοτίμονο. Δεν ήταν μόνο η πρώτη μου φορά που οδηγούσα εκτός συνόρων, ήταν και η πρώτη φορά που οδηγούσα δεξιοτίμονο (φυσικό, αφού δεν είχα οδηγήσει ξανά στο εξωτερικό). Ανάβω το gps, αλλά τίποτα. Μας έδειχνε να πηγαίνουμε σε ένα λιβάδι, τέλος. Ευτυχώς που τα προβλέπω όλα και είχα δει στον χάρτη πως πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο από το αεροδρόμιο.
Πηγαίναμε λοιπόν, στρίβω στην στροφή που είχα εκτυπώσει σε χαρτί να φαίνεται η εικόνα με λεπτομέρειες, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρεθήκαμε να περνάμε από γειτονιές φτωχικές, με εκατοντάδες ανθρώπους να περπατάνε, όλοι χρώματος μαύρου, δρόμοι γεμάτοι λακκούβες, ίσα για να περνά ένα αυτοκίνητο, άντε και ένα ποδήλατο. Ήμασταν πια σίγουροι ότι δεν ήταν ο δρόμος προς το ξενοδοχείο (που να μην είχα εκτυπώσει φωτογραφία με την στροφή δηλαδή), αλλά ήταν ευκαιρία για μια μικρή ματιά στις γειτονιές που έμοιαζαν με εικόνες βγαλμένες από ντοκιμαντέρ.
Άνθρωποι χωρίς παπούτσια, οι τυχεροί ίσως φορούσαν σαγιονάρες ή παλιά μπαλωμένα παπούτσια, περπατούσαν στην άκρη του δρόμου, εκεί που αντί για πεζοδρόμιο υπάρχει μόνο χώμα. Γυναίκες κουβαλούσαν διάφορα, κουβάδες, σακούλες και ποιος ξέρει τι άλλο. Πιο πέρα, κάτω από ένα δέντρο κάθεται μία θρησκευτική ομάδα ντυμένη στα λευκά. Τα βλέμματα όλων των πεζών γύριζαν προς το αυτοκίνητό μας, φαντάζομαι αναρωτώμενοι τι γυρεύει ένα αυτοκίνητο με δυο λευκούς εκεί. Η βόλτα αυτή κράτησε πολύ λίγο και υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας να επιστρέψουμε κάποια μέρα, όταν θα ξαναγυρνούσαμε στους Καταρράκτες Βικτώρια.
Επιστρέψαμε στον κεντρικό δρόμο, ρωτήσαμε κάποιον σχετικά με τη διαδρομή και με τις οδηγίες που μας έδωσε, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Πριν καν μεταφερθούμε στο δωμάτιο, ρωτήσαμε στο γραφείο εντός του ξενοδοχείου για την πτήση με ελικόπτερο και αν υπήρχε διαθεσιμότητα για εκείνη τη μέρα – εκείνη την ώρα δηλαδή, αφού είχε ήδη πάει δύο το μεσημέρι. Ναι, υπήρχε, θα μας έπαιρναν σε καμιά ώρα από το ξενοδοχείο. Χωρίς καθυστερήσεις λοιπόν. Πήγαμε στο δωμάτιο να κάνουμε ένα ντουζ στα γρήγορα, να πασαλειφτούμε με διάφορα εντομοαπωθητικά και κατεβήκαμε πάλι.
Το ξενοδοχείο από την βεράντα του δωματίου μας:
Ο οδηγός συστήθηκε και μας μετέφερε σε ένα βαν που ήδη μέσα περίμεναν μια κυρία και μια κοπέλα. Ήταν μητέρα και κόρη από την Ελβετία, ταξίδευαν τρείς εβδομάδες, από Ναμίμπια, Μποτσουάνα και το ταξίδι τους θα τελείωνε εδώ. Φτάσαμε γρήγορα στο μέρος με τα ελικοδρόμια και γνωρίσαμε τους άλλους δύο που θα ήταν μαζί στο ελικόπτερο (έξι άτομα δηλαδή – πιο στριμωχτά δε γίνεται). Το άλλο ζευγάρι ήταν από Ν. Αφρική. Εννοείται πως το πρώτο θέμα ήταν η οικονομική κρίση της χώρας μας, πως βρεθήκαμε εμείς στη Ζιμπάμπουε και άλλα παρόμοια και το δεύτερο ότι όλοι έχουν πάει στην Μύκονο. Στην Σαντορίνη πήγατε τους ρωτάω; Μπα…
Με τη βοήθεια της πολύ ενδιαφέρουσας κουβέντας περί της ελληνικής κρίσης, πέρασε η ώρα, ήρθε το ελικόπτερο και ήμασταν έτοιμοι για την Πτήση των Αγγέλων (Flight of Angels). Ρομαντικό ή μη, πρέπει να αναφέρω γιατί λέγεται έτσι: διότι ο David Livingstone όταν ανακάλυψε το μέρος, είπε ότι είναι ‘‘ένα θέαμα τόσο υπέροχο, που οι άγγελοι πρέπει να κοίταζαν κάτω όταν περνούσαν από πάνω’’.
Δεν ξέρω τι έκαναν τελικά οι άγγελοι, αλλά εμείς σίγουρα κοιτάζαμε κάτω με το βλέμμα κολλημένο εκεί. Είναι ένα θέαμα όντως υπέροχο, έβλεπα το νερό που περνάει από τα νησάκια του ποταμού Ζαμβέζη να καταλήγει σε μια τεράστια χαράδρα, ύψους κατά μέσο όρο 100 μέτρων, πλάτους περίπου 1.500 μέτρων και να δημιουργείται τελικά αυτό το τοπίο. Το σπρέι από την πτώση του νερού φτάνει πολύ ψηλά και μοιάζει με ένα σύννεφο ομίχλης. Και ήμασταν σχεδόν στην περίοδο χαμηλότερης στάθμης των νερών. Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά, γέμισα όσο μπορούσα πιο γρήγορα την κάρτα της μηχανής με μερικές φωτογραφίες και την άφησα στην άκρη για να απολαύσω το θέαμα από το ελικόπτερο, που διαρκούσε λιγότερο από 15 λεπτά.
Άποψη των καταρρακτών απο το ελικόπτερο:
Αφού προσγειωθήκαμε, μας έδειξαν ένα dvd που μας τραβούσαν πριν και μετά την πτήση, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, ειδικά να βλέπεις τον εαυτό σου να σε ζυγίζουν πριν πετάξεις, δεν το αγόρασε κανείς μας και φύγαμε, αφού ο κάμεραμαν ‘στράβωσε’ λίγο.
Το βαν μας άφησε πίσω στο ξενοδοχείο και αμέσως πήγαμε να προγραμματίσουμε τις εκδρομές που θέλαμε να κάνουμε όταν θα επιστρέφαμε μετά από τέσσερις ημέρες περιπλάνησης σε άλλα Εθνικά Πάρκα. Κανονίσαμε την μονοήμερη στο Εθνικό Πάρκο Chobe της Μποτσουάνα, horse back safari κ.α.
Ήταν νωρίς σχετικά και πήραμε το αμάξι για μια μικρή βόλτα στην περιοχή, φτάνοντας μέχρι την είσοδο των καταρρακτών, περισσότερο για να δούμε πόσο μακριά είναι από το ξενοδοχείο, γιατί σίγουρα θα την περπατούσαμε τη διαδρομή κάποιες φορές. Σε αυτό το ξενοδοχείο θα μέναμε και όταν επιστρέφαμε από την περιπλάνηση.
Ώρα για λίγη ξεκούραση πια. Δειπνήσαμε εντός του ξενοδοχείου, σε έναν πολύ όμορφο χώρο, με αφρικάνικη μουσική και χορούς και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιο. Ανάψαμε το φιδάκι για να μας σώσει από τα κουνούπια, κατεβάσαμε τις κουνουπιέρες και πέσαμε ξεροί για ύπνο.
Χωρίς καθυστερήσεις (ημέρα 2η)
Κάναμε μια τρίωρη βόλτα μετά τον έλεγχο εισιτηρίων στο αεροδρόμιο του Γιοχάνεσμπουργκ, μέχρι που ήρθε η ώρα της αναχώρησης για τον τελικό προορισμό, με την South African Airways. Αναχώρηση την προγραμματισμένη ώρα. Λίγο πριν φτάσουμε στην πύλη, ένα ζευγάρι άκουσε που μιλούσαμε ελληνικά και μας ρώτησε μερικές λεπτομέρειες, στα ελληνικά παρακαλώ, αν και ήταν μαύροι. Σπούδαζαν στην Θεσσαλονίκη, οδοντίατρος η γυναίκα και κάτι άλλο ο άντρας, πριν καμιά τριανταριά χρόνια. Μας έδωσαν τις επαγγελματικές τους κάρτες, να επικοινωνήσουμε μαζί τους την επομένη, να συναντηθούμε για έναν καφέ, όταν θα περνούσαμε από Bulawayo όπου έμεναν, για να πάμε Matopos.
Μετά από μια πτήση διάρκειας λιγότερης από δύο ώρες, φτάσαμε σε έναν ξερό όπως φαινόταν από το αεροπλάνο τόπο και σε ένα μικρό, παλιό, διεθνές αεροδρόμιο. Πατήσαμε όμως Αφρική, είμαστε στη Ζιμπάμπουε!
Ήταν μια ουρά στην είσοδο του αεροδρομίου, αποτελούμενη από όσους επιβάτες είχε το αεροπλάνο. Μετά, ο υπάλληλος μας παρέπεμπε σε μια άλλη ουρά, αναλόγως την χώρα υπηκοότητας μας και του διαβατηρίου μας. Εκεί, δύο υπάλληλοι έβγαζαν τη βίζα του επισκέπτη. Δείχνεις διαβατήριο, σε ρωτάνε αν θέλεις μονής ή διπλής εισόδου βίζα, πληρώνεις το αντίστοιχο αντίτιμο, σου δίνουν και μια απόδειξη που πρέπει λέει να την κρατάς και το διαβατήριο σφραγισμένο με τη βίζα. Το μεγαλύτερο μέρος των τριών ουρών, αποτελούντο από Κινέζους τουρίστες. Τότε, ακόμη τους συμπαθούσα, ή μάλλον δεν τους αντιπαθούσα.
Οι αποσκευές είναι εύκολη υπόθεση, πεταγμένες όλες σε μια στοίβα μες τη μέση του αεροδρομίου, πίσω από τους υπαλλήλους αυτούς - εντοπίζεις τη βαλίτσα σου, την αρπάζεις όσο προλαβαίνεις πριν την πετάξουν άλλοι παραπέρα δυο-τρείς φορές και δεν ολοκληρώσει το ταξίδι της, περνάς από έλεγχο αποσκευών, που ο υπάλληλος δεν τις κοιτάζει καθόλου και βγαίνεις από το αεροδρόμιο, πολύ απλά.
Ακριβώς έξω από το κτίριο του αεροδρομίου βρίσκεται το γραφείο της Europcar που είχαμε κλείσει αυτοκίνητο για πέντε ημέρες. Η υπάλληλος συστήνεται και χαμογελάει με ένα κατάλευκο, τεράστιο χαμόγελο, επιδεικνύοντας τα πεταχτά της δόντια. Υπέγραψα τα κατάλληλα έγγραφα αφού έδειξα δίπλωμα, έκανα κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τα βενζινάδικα, λαμβάνοντας την απάντηση ‘‘υπάρχουν πολλά, παντού, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα’’, παίρνω το κλειδί και μπαίνω στο μικρό δεξιοτίμονο. Δεν ήταν μόνο η πρώτη μου φορά που οδηγούσα εκτός συνόρων, ήταν και η πρώτη φορά που οδηγούσα δεξιοτίμονο (φυσικό, αφού δεν είχα οδηγήσει ξανά στο εξωτερικό). Ανάβω το gps, αλλά τίποτα. Μας έδειχνε να πηγαίνουμε σε ένα λιβάδι, τέλος. Ευτυχώς που τα προβλέπω όλα και είχα δει στον χάρτη πως πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο από το αεροδρόμιο.
Πηγαίναμε λοιπόν, στρίβω στην στροφή που είχα εκτυπώσει σε χαρτί να φαίνεται η εικόνα με λεπτομέρειες, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρεθήκαμε να περνάμε από γειτονιές φτωχικές, με εκατοντάδες ανθρώπους να περπατάνε, όλοι χρώματος μαύρου, δρόμοι γεμάτοι λακκούβες, ίσα για να περνά ένα αυτοκίνητο, άντε και ένα ποδήλατο. Ήμασταν πια σίγουροι ότι δεν ήταν ο δρόμος προς το ξενοδοχείο (που να μην είχα εκτυπώσει φωτογραφία με την στροφή δηλαδή), αλλά ήταν ευκαιρία για μια μικρή ματιά στις γειτονιές που έμοιαζαν με εικόνες βγαλμένες από ντοκιμαντέρ.
Άνθρωποι χωρίς παπούτσια, οι τυχεροί ίσως φορούσαν σαγιονάρες ή παλιά μπαλωμένα παπούτσια, περπατούσαν στην άκρη του δρόμου, εκεί που αντί για πεζοδρόμιο υπάρχει μόνο χώμα. Γυναίκες κουβαλούσαν διάφορα, κουβάδες, σακούλες και ποιος ξέρει τι άλλο. Πιο πέρα, κάτω από ένα δέντρο κάθεται μία θρησκευτική ομάδα ντυμένη στα λευκά. Τα βλέμματα όλων των πεζών γύριζαν προς το αυτοκίνητό μας, φαντάζομαι αναρωτώμενοι τι γυρεύει ένα αυτοκίνητο με δυο λευκούς εκεί. Η βόλτα αυτή κράτησε πολύ λίγο και υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας να επιστρέψουμε κάποια μέρα, όταν θα ξαναγυρνούσαμε στους Καταρράκτες Βικτώρια.
Επιστρέψαμε στον κεντρικό δρόμο, ρωτήσαμε κάποιον σχετικά με τη διαδρομή και με τις οδηγίες που μας έδωσε, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Πριν καν μεταφερθούμε στο δωμάτιο, ρωτήσαμε στο γραφείο εντός του ξενοδοχείου για την πτήση με ελικόπτερο και αν υπήρχε διαθεσιμότητα για εκείνη τη μέρα – εκείνη την ώρα δηλαδή, αφού είχε ήδη πάει δύο το μεσημέρι. Ναι, υπήρχε, θα μας έπαιρναν σε καμιά ώρα από το ξενοδοχείο. Χωρίς καθυστερήσεις λοιπόν. Πήγαμε στο δωμάτιο να κάνουμε ένα ντουζ στα γρήγορα, να πασαλειφτούμε με διάφορα εντομοαπωθητικά και κατεβήκαμε πάλι.
Το ξενοδοχείο από την βεράντα του δωματίου μας:
Ο οδηγός συστήθηκε και μας μετέφερε σε ένα βαν που ήδη μέσα περίμεναν μια κυρία και μια κοπέλα. Ήταν μητέρα και κόρη από την Ελβετία, ταξίδευαν τρείς εβδομάδες, από Ναμίμπια, Μποτσουάνα και το ταξίδι τους θα τελείωνε εδώ. Φτάσαμε γρήγορα στο μέρος με τα ελικοδρόμια και γνωρίσαμε τους άλλους δύο που θα ήταν μαζί στο ελικόπτερο (έξι άτομα δηλαδή – πιο στριμωχτά δε γίνεται). Το άλλο ζευγάρι ήταν από Ν. Αφρική. Εννοείται πως το πρώτο θέμα ήταν η οικονομική κρίση της χώρας μας, πως βρεθήκαμε εμείς στη Ζιμπάμπουε και άλλα παρόμοια και το δεύτερο ότι όλοι έχουν πάει στην Μύκονο. Στην Σαντορίνη πήγατε τους ρωτάω; Μπα…
Με τη βοήθεια της πολύ ενδιαφέρουσας κουβέντας περί της ελληνικής κρίσης, πέρασε η ώρα, ήρθε το ελικόπτερο και ήμασταν έτοιμοι για την Πτήση των Αγγέλων (Flight of Angels). Ρομαντικό ή μη, πρέπει να αναφέρω γιατί λέγεται έτσι: διότι ο David Livingstone όταν ανακάλυψε το μέρος, είπε ότι είναι ‘‘ένα θέαμα τόσο υπέροχο, που οι άγγελοι πρέπει να κοίταζαν κάτω όταν περνούσαν από πάνω’’.
Δεν ξέρω τι έκαναν τελικά οι άγγελοι, αλλά εμείς σίγουρα κοιτάζαμε κάτω με το βλέμμα κολλημένο εκεί. Είναι ένα θέαμα όντως υπέροχο, έβλεπα το νερό που περνάει από τα νησάκια του ποταμού Ζαμβέζη να καταλήγει σε μια τεράστια χαράδρα, ύψους κατά μέσο όρο 100 μέτρων, πλάτους περίπου 1.500 μέτρων και να δημιουργείται τελικά αυτό το τοπίο. Το σπρέι από την πτώση του νερού φτάνει πολύ ψηλά και μοιάζει με ένα σύννεφο ομίχλης. Και ήμασταν σχεδόν στην περίοδο χαμηλότερης στάθμης των νερών. Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά, γέμισα όσο μπορούσα πιο γρήγορα την κάρτα της μηχανής με μερικές φωτογραφίες και την άφησα στην άκρη για να απολαύσω το θέαμα από το ελικόπτερο, που διαρκούσε λιγότερο από 15 λεπτά.
Άποψη των καταρρακτών απο το ελικόπτερο:
Αφού προσγειωθήκαμε, μας έδειξαν ένα dvd που μας τραβούσαν πριν και μετά την πτήση, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, ειδικά να βλέπεις τον εαυτό σου να σε ζυγίζουν πριν πετάξεις, δεν το αγόρασε κανείς μας και φύγαμε, αφού ο κάμεραμαν ‘στράβωσε’ λίγο.
Το βαν μας άφησε πίσω στο ξενοδοχείο και αμέσως πήγαμε να προγραμματίσουμε τις εκδρομές που θέλαμε να κάνουμε όταν θα επιστρέφαμε μετά από τέσσερις ημέρες περιπλάνησης σε άλλα Εθνικά Πάρκα. Κανονίσαμε την μονοήμερη στο Εθνικό Πάρκο Chobe της Μποτσουάνα, horse back safari κ.α.
Ήταν νωρίς σχετικά και πήραμε το αμάξι για μια μικρή βόλτα στην περιοχή, φτάνοντας μέχρι την είσοδο των καταρρακτών, περισσότερο για να δούμε πόσο μακριά είναι από το ξενοδοχείο, γιατί σίγουρα θα την περπατούσαμε τη διαδρομή κάποιες φορές. Σε αυτό το ξενοδοχείο θα μέναμε και όταν επιστρέφαμε από την περιπλάνηση.
Ώρα για λίγη ξεκούραση πια. Δειπνήσαμε εντός του ξενοδοχείου, σε έναν πολύ όμορφο χώρο, με αφρικάνικη μουσική και χορούς και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιο. Ανάψαμε το φιδάκι για να μας σώσει από τα κουνούπια, κατεβάσαμε τις κουνουπιέρες και πέσαμε ξεροί για ύπνο.
Last edited by a moderator: