Extra muros
Member
- Μηνύματα
- 205
- Likes
- 1.520
Φαγητό vol. II
Συνεχίζουμε τη γαστριμαργική περιήγηση στο Σάου Μιγκέλ, γιατί εσείς το ζητήσατε (απολύτως κανένας), παρουσιάζοντας τα "κανονικά" εστιατόρια που αξίζουν της προσοχής του επισκέπτη.
Restaurante O Museu
H εμπνευσμένη ονομασία οφείλεται - σωστά μαντέψατε - στην τοποθεσία του εστιατορίου ακριβώς απέναντι από μουσείο τοπικής ιστορίας Carlos Machado, που επίσης αξίζει μια επίσκεψη. Δύο λέξεις μπορούν να περιγράψουν τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: food porn. Πίστευα ότι οι Πορτογάλοι είχαν τερματίσει την εν λόγω κατηγορία με τη francesinha του Πόρτο, αλλά βρήκα το δάσκαλό μου από ένα μοσχαρίσιο φιλέτο πάχους 2 πόντων τουλάχιστον, μέσα σε σάντουτς περιχυμένο από τόνους κρέμας γάλακτος αλά ελληνική ταβέρνα στα 80ς - 90ς, τηγανητό αυγό στην κορυφή και δυο καντάρια πατάτες τηγανητές. Κανονικά όταν βλέπω τόση κρέμα φεύγω τρέχοντας, εδώ όμως δεν ξέρω γιατί, αλλά κάπως το σύνολο έδενε αρμονικά, αν και σίγουρα οι αρτηρίες μας θα είχαν άλλη άποψη. Μην κάνετε το λάθος (μας) και πάρετε δεύτερο κυρίως, πεταμένες θερμίδες και λεφτά. Ένα ορεκτικούλι - εν προκειμένω μικρή ποικιλία των νοστιμότατων αζοριανών τυριών - και ένα καραφάκι τοπικό κρασί (που είναι λίγο αψύ για τα γούστα μου, όχι μόνο εκεί, αλλά ό,τι ντόπιο δοκίμασα) είναι πάνω από αρκετό. Τιμή 27 ευρώ το άτομο, θα ήταν αισθητά χαμηλότερη χωρίς το αχρείαστο δεύτερο κυρίως.
Rotas da Ilha Verde
Ως μοναδικό vegetarian/vegan εστιατόριο του νησιού, και όχι μεγάλο, είναι πάντα ανάρπαστο κυρίως μεταξύ των τουριστών. Το μεσημέρι έχει αναμονή καθώς δε δέχεται κρατήσεις, ενώ για το δείπνο η κράτηση μια μέρα πριν τουλάχιστον κρίνεται απαραίτητη, τουλάχιστον την καλοκαιρινή περίοδο. Μια από τις συνιδιοκτήτριες - ή γυναίκα του ιδιοκτήτη, δεν το διευκρίνησα αυτό - είχε δουλέψει σαιζόν σε ριζόρτ στη Χαλκιδική παλιά, αγάπησε πολύ την Ελλάδα και θυμόταν ακόμα μερικές φράσεις στα ελληνικά, όπως το "όχι σήμερα", που ήταν η κλασική απάντηση των μαστόρων όταν χρειαζόταν κάποια επισκευή στο ξενοδοχείο. Γενικά οι ντόπιοι, μη όντας συνηθισμένοι σε παρουσία Ελλήνων στο νησί (εμείς βρήκαμε άλλες δυο κοπέλες που συμπτωματικά κατοικούσαν από κάτω μας στο χόστελ), αντιδρούσαν με ένα κράμα περιέργειας και ενθουσιασμού που μπορεί να νιώθαν οι κάτοικοι του Καστελόριζου αν τους ερχόταν τουρίστας από το Βανουάτου. Με παραξένεψε αρκετά αυτό, δεδομένου ότι και στην ηπειρωτική Πορτογαλία βλέπουν τους Έλληνες με συμπάθεια, αλλά είναι σαφώς πιο εξοικοιωμένοι και λιγότερο εντυπωσιασμένοι με την παρουσία τους, που ειδικά στη Λισαβόνα είναι και ολοένα μαζικότερη χρόνο το χρόνο. Τέλος στην ησιόδεια παρέκβαση κι επιστροφή στο φαϊ. Εδώ οι τιμές ήταν πιο τσιμπημένες από οπουδήποτε αλλού πήγαμε, και οι μερίδες μικρότερες, έστω και χορταστικές σαν σύνολο, η ποιότητα όμως ήταν αντίστοιχη. Πολύ φίνες κι εκλεπτυσμένες γεύσεις, ειδικά το ριζότο παντζαριού μπαίνει στο hall of fame των πάμπολλων risotti που έχει τιμήσει κατά καιρούς ο ουρανίσκος μου. Πολύ νόστιμο και το τσιζκέικ τους, από περιέργεια φάγαμε και το βίγκαν τζατζίκι που εμπνεύστηκε η κυρία που λέγαμε πριν, η οποία μάλιστα μας ζήτησε την επιείκεια μας για το ότι δεν έμοιαζε καθόλου με το ελληνικό. Όντως καμία σχέση, ωστόσο ήταν ένα αρκετά δροσερό κι ευχάριστο dip. Τιμή 30 ευρώ για 2 κυρίως, 1 ορεκτικό, σαλάτα, γλυκό και 2 ποτήρια κρασί.
São Pedro
Αν και η αισθητική και το μεγάλο μέγεθος με παρέπεμψαν σε δηθενομάγαζα των νοτίων προαστίων, το εν λόγω εστιατόριο που στεγάζεται όπως κατάλαβα στο ναυτικό όμιλο της Πόντα Ντελγάδα άξιζε την μιας ώρας αναμονή Παρασκευή βράδυ χωρίς κράτηση), τόσο για το φιλέτο τόνου, όσο κυρίως για το πιο απίθανα τρυφερό χταπόδι που έχω δοκιμάσει ποτέ, ο κλισέ όρος "λουκούμι' ποτέ δεν περιέγραψε τόσο επακριβώς την αίσθηση που άφησε αυτό το θαλάσσιο γλύκισμα πάνω μας. Κόστος για δύο κυρίως, ορεκτικό και δυο ποτήρια κρασί 26 ευρώ το άτομο.
Τα υπόλοιπα εστιατόρια που επισκεφτήκαμε περιλαμβανόταν στις εκδρομές, οπότε ήταν τα κλασικά "γκρουπάδικα" μαζικής λογικής, των οποίων το όνομα δεν είχε νόημα να συγκρατήσω ώστε να επισκεφτώ ξανά. Όπως ωστόσο νομίζω ότι προανέφερα, η ποιότητα γενικά ήταν καλύτερη από τα περισσότερα μαγαζιά του είδους τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ηπειρωτική Πορτογαλία.
Συνεχίζουμε τη γαστριμαργική περιήγηση στο Σάου Μιγκέλ, γιατί εσείς το ζητήσατε (απολύτως κανένας), παρουσιάζοντας τα "κανονικά" εστιατόρια που αξίζουν της προσοχής του επισκέπτη.
Restaurante O Museu
H εμπνευσμένη ονομασία οφείλεται - σωστά μαντέψατε - στην τοποθεσία του εστιατορίου ακριβώς απέναντι από μουσείο τοπικής ιστορίας Carlos Machado, που επίσης αξίζει μια επίσκεψη. Δύο λέξεις μπορούν να περιγράψουν τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: food porn. Πίστευα ότι οι Πορτογάλοι είχαν τερματίσει την εν λόγω κατηγορία με τη francesinha του Πόρτο, αλλά βρήκα το δάσκαλό μου από ένα μοσχαρίσιο φιλέτο πάχους 2 πόντων τουλάχιστον, μέσα σε σάντουτς περιχυμένο από τόνους κρέμας γάλακτος αλά ελληνική ταβέρνα στα 80ς - 90ς, τηγανητό αυγό στην κορυφή και δυο καντάρια πατάτες τηγανητές. Κανονικά όταν βλέπω τόση κρέμα φεύγω τρέχοντας, εδώ όμως δεν ξέρω γιατί, αλλά κάπως το σύνολο έδενε αρμονικά, αν και σίγουρα οι αρτηρίες μας θα είχαν άλλη άποψη. Μην κάνετε το λάθος (μας) και πάρετε δεύτερο κυρίως, πεταμένες θερμίδες και λεφτά. Ένα ορεκτικούλι - εν προκειμένω μικρή ποικιλία των νοστιμότατων αζοριανών τυριών - και ένα καραφάκι τοπικό κρασί (που είναι λίγο αψύ για τα γούστα μου, όχι μόνο εκεί, αλλά ό,τι ντόπιο δοκίμασα) είναι πάνω από αρκετό. Τιμή 27 ευρώ το άτομο, θα ήταν αισθητά χαμηλότερη χωρίς το αχρείαστο δεύτερο κυρίως.
Rotas da Ilha Verde
Ως μοναδικό vegetarian/vegan εστιατόριο του νησιού, και όχι μεγάλο, είναι πάντα ανάρπαστο κυρίως μεταξύ των τουριστών. Το μεσημέρι έχει αναμονή καθώς δε δέχεται κρατήσεις, ενώ για το δείπνο η κράτηση μια μέρα πριν τουλάχιστον κρίνεται απαραίτητη, τουλάχιστον την καλοκαιρινή περίοδο. Μια από τις συνιδιοκτήτριες - ή γυναίκα του ιδιοκτήτη, δεν το διευκρίνησα αυτό - είχε δουλέψει σαιζόν σε ριζόρτ στη Χαλκιδική παλιά, αγάπησε πολύ την Ελλάδα και θυμόταν ακόμα μερικές φράσεις στα ελληνικά, όπως το "όχι σήμερα", που ήταν η κλασική απάντηση των μαστόρων όταν χρειαζόταν κάποια επισκευή στο ξενοδοχείο. Γενικά οι ντόπιοι, μη όντας συνηθισμένοι σε παρουσία Ελλήνων στο νησί (εμείς βρήκαμε άλλες δυο κοπέλες που συμπτωματικά κατοικούσαν από κάτω μας στο χόστελ), αντιδρούσαν με ένα κράμα περιέργειας και ενθουσιασμού που μπορεί να νιώθαν οι κάτοικοι του Καστελόριζου αν τους ερχόταν τουρίστας από το Βανουάτου. Με παραξένεψε αρκετά αυτό, δεδομένου ότι και στην ηπειρωτική Πορτογαλία βλέπουν τους Έλληνες με συμπάθεια, αλλά είναι σαφώς πιο εξοικοιωμένοι και λιγότερο εντυπωσιασμένοι με την παρουσία τους, που ειδικά στη Λισαβόνα είναι και ολοένα μαζικότερη χρόνο το χρόνο. Τέλος στην ησιόδεια παρέκβαση κι επιστροφή στο φαϊ. Εδώ οι τιμές ήταν πιο τσιμπημένες από οπουδήποτε αλλού πήγαμε, και οι μερίδες μικρότερες, έστω και χορταστικές σαν σύνολο, η ποιότητα όμως ήταν αντίστοιχη. Πολύ φίνες κι εκλεπτυσμένες γεύσεις, ειδικά το ριζότο παντζαριού μπαίνει στο hall of fame των πάμπολλων risotti που έχει τιμήσει κατά καιρούς ο ουρανίσκος μου. Πολύ νόστιμο και το τσιζκέικ τους, από περιέργεια φάγαμε και το βίγκαν τζατζίκι που εμπνεύστηκε η κυρία που λέγαμε πριν, η οποία μάλιστα μας ζήτησε την επιείκεια μας για το ότι δεν έμοιαζε καθόλου με το ελληνικό. Όντως καμία σχέση, ωστόσο ήταν ένα αρκετά δροσερό κι ευχάριστο dip. Τιμή 30 ευρώ για 2 κυρίως, 1 ορεκτικό, σαλάτα, γλυκό και 2 ποτήρια κρασί.
São Pedro
Αν και η αισθητική και το μεγάλο μέγεθος με παρέπεμψαν σε δηθενομάγαζα των νοτίων προαστίων, το εν λόγω εστιατόριο που στεγάζεται όπως κατάλαβα στο ναυτικό όμιλο της Πόντα Ντελγάδα άξιζε την μιας ώρας αναμονή Παρασκευή βράδυ χωρίς κράτηση), τόσο για το φιλέτο τόνου, όσο κυρίως για το πιο απίθανα τρυφερό χταπόδι που έχω δοκιμάσει ποτέ, ο κλισέ όρος "λουκούμι' ποτέ δεν περιέγραψε τόσο επακριβώς την αίσθηση που άφησε αυτό το θαλάσσιο γλύκισμα πάνω μας. Κόστος για δύο κυρίως, ορεκτικό και δυο ποτήρια κρασί 26 ευρώ το άτομο.
Τα υπόλοιπα εστιατόρια που επισκεφτήκαμε περιλαμβανόταν στις εκδρομές, οπότε ήταν τα κλασικά "γκρουπάδικα" μαζικής λογικής, των οποίων το όνομα δεν είχε νόημα να συγκρατήσω ώστε να επισκεφτώ ξανά. Όπως ωστόσο νομίζω ότι προανέφερα, η ποιότητα γενικά ήταν καλύτερη από τα περισσότερα μαγαζιά του είδους τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ηπειρωτική Πορτογαλία.
Last edited: