zmaria
Member
Το ακαδημαϊκό τέταρτο, το γαλήνιο μοναστήρι Brancoveanu & η δασόφυτη φάρμα Herchelia Sambata De Jos.
Ξυπνάμε για πρωινό και μας φτιάχνω μια ομελέτα της κακιάς ώρας. Δεν έχω λάδι και χρησιμοποιώ λίγο βούτυρο, όμως βασικά δεν υπάρχει απορροφητήρας και η κουζίνα ντουμανιάζει. Τουλάχιστον η ομελέτα τρώγεται και μάλιστα πολύ ευχάριστα. Τι σόι «σαλσέρα νοικοκυρά» είμαι άλλωστε, που λέει κι ένας φίλος μου.
Στις 9 πρέπει να είμαστε έτοιμοι κάτω που θα μας περιμένει ο Ioan κ η Έφη καθυστερεί. ΠΑΛΙ. Δεν έχει καλή σχέση με την ώρα, actually είναι κατά τι τσακωμένες και δεν τα πολυλένε. Αν και η όποια καθυστέρηση γενικώς με δαιμονίζει αφού η ίδια είμαι πάντα συνεπής, έχει τόσα άλλα προτερήματα που της το συγχωρώ και το ανέχομαι καρτερικά. Μια μονάχα υποψία αυστηρότητας υπάρχει που και που στο βλέμμα μου.
Εκείνη τότε κατεβάζει το κεφάλι σαν το κουτάβι που ξέρει πως έχει κάνει λαλακία και συνεχίζει να ετοιμάζεται. Με τόσα καμώματα που μου κάνει, είναι αδυνατόν να της κρατήσω μούτρα. Η γνήσια ευγένεια της μας ηρεμεί σε κάθε φάση. Σε όλο το ταξίδι λέει κελαρυστά στους πάντες ευχαριστώ «thank youuuuuuu» σε τέτοια υπερβολή, που έχει γίνει το σλόγκαν της παρέας. Το «ακαδημαϊκό τέταρτο» καθυστέρησης όπως η ίδια το αποκαλεί, έχει αρχίσει να γίνεται συνήθεια. Αλλά ας μην της το πούμε, θα γίνει μισάωρο και θα ξεμείνω από κατανόηση.
Η χθεσινή μας μανουρίτσα σαν να έχει απομακρυνθεί και οι 4 φίλοι ξεκινάμε καλοδιάθετοι την εκδρομή. Ο Νίκος κι η Έφη σαπίζουν στον ύπνο με το που μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Στο τσεπάκι τον έχουν και λίγο δεν μου δανείζουν. Φίλοι σου λέει μετά! Όμως κι εγώ ανταποδίδω, δεν χάνω την ευκαιρία όσο κοιμούνται να τους βγάζω φωτογραφίες που πολύ τους «κολακεύουν».
Είχαμε σκοπό να επισκεφτούμε την λίμνη Balea, όμως λόγω εργασιών το τελεφερίκ είναι κλειστό. Μου στοιχίζει κάπως αφού ήταν από τα must του προγράμματος μου, όμως τι να κάνουμε, αυτά έχει η ταξιδιωτική ζωή. Έτσι κι αλλιώς είναι καλύτερα να την επισκεφθείς χειμώνα που είναι παγωμένη για να δεις το ice hotel και την εκκλησία ιγκλού που λέγεται πως έχει.
Πρώτη μας στάση εναλλακτικά, το μοναστήρι Brancoveanu που βρίσκεται στο χωριό Sambata. Για να φτάσουμε εκεί περνάμε από έναν ήσυχο, αθόρυβο δρόμο, ο οποίος έχει φτιαχτεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, για να μπορείς να επισκεφθείς το μοναστήρι. Γύρω μας όλα ερημιά, δεν βλέπουμε σχεδόν ούτε ένα αμάξι. Τα πάντα είναι πυκνοφυτεμένα, και ποίμνια ζώων βοσκούν κάθε τρεις και λίγο. Οι εικόνες της ρουμάνικης εξοχής είναι πλέον οικείες στα μάτια μας, αλλά ποτέ κουραστικές. Δεν θα βαριόμουν ποτέ φυσικούς πίνακες από λουλούδια και δέντρα.
Περνάμε την πρώτη είσοδο και ακολουθούμε ένα μεγάλο μονοπάτι ανάμεσα από έναν καλοφροντισμένο κήπο. Είναι ευωδιασμένος από τις αμέτρητες τριανταφυλλιές και γεμάτο από επιμελώς κουρεμένα δεντράκια. Στην εσωτερική αυλή οι κήποι είναι εξίσου περιποιημένοι. Οι μοναχοί φαίνεται να τα πηγαίνουν καλά με την κηπουρική κι ο Ioan μας πληροφορεί πως οι περισσότεροι που κατοικούν εδώ είναι εντυπωσιακά μορφωμένοι.
Η ύπαρξη του μοναστηριού οφείλεται στην βασιλική οικογένεια Brancoveanu, από όπου έχει πάρει και το όνομα του. Χτίστηκε τον 17ο αιώνα από τον Preda Brancoveanu και ήταν η πρώτη χτισμένη από ξύλο εκκλησία στην κοιλάδα Sambata. Ο εγγονός του, πρίγκιπας της Βλαχίας Constantin ξαναέχτισε το μοναστήρι το 1696, το ενίσχυσε με πέτρα αυτήν την φορά και το μεγάλωσε προκειμένου να προστατεύσει την ορθόδοξη εκκλησία από την καθολικισμό που εμφανίστηκε όταν η Τρανσυλβανία διοικούταν από τους Habsburgs (Αυστριακούς).
Η προσπάθεια του δεν ήταν και πολύ επιτυχής. Τα μοναστήρια τότε θεωρούνταν και προφανώς ήταν εστίες διατήρησης της ορθοδοξίας οπότε ρημάζονταν. Το 1785 το Brancoveanu καταστράφηκε μερικώς κι οι μοναχοί του εκδιώθηκαν από τους Habsburgs κατά την διάρκεια θρησκευτικών συγκρούσεων. Όχι μόνο δεν υπέκυπταν, αλλά προσπαθούσαν να πείσουν και άλλους να αντισταθούν το ίδιο.
Ο Constantin μαζί με τους 4 γιους του εκτελέστηκαν όταν αρνήθηκαν να αφήσουν την χριστιανική τους πίστη και να ασπαστούν το Islam. Γι αυτό, η ρουμάνικη ορθόδοξη εκκλησία τους κήρυξε αγίους και μάρτυρες. Μάλιστα γιορτάζουν μια μέρα μετά την Παναγία, στις 16 Αυγούστου. Οι αγιογραφίες τους κοσμούν τον εξωτερικό χώρο του μοναστηριού.
Χρειάστηκε ένας αιώνας και λίγες αλλά άκαρπες προσπάθειες ορισμένων για να αρχίσει να ξαναχτίζεται τελικά το 1926 από τον αρχιμανδρίτη Nicolae Balan. Στόχος του η αναδιοργάνωση του μοναχισμού στην Τρανσυλβανία. Σεβόμενος την αρχική του αρχιτεκτονική, προσπάθησε να το φτιάξει με τις ίδιες δομές και σύμφωνα με την αρχική του εικόνα. Ήθελε επιπλέον να είναι αρκετά μεγάλο ώστε να μπορούν να διαμένουν άνετα μοναχοί και ηλικιωμένοι ιερείς και μαζί να φτιαχτεί το εργαστήριο τυπογραφίας. Γι αυτό και του πήρε 20 χρόνια μέχρι να γίνουν τα εγκαίνια του ανακαινισμένου ναού, στις 15 Αυγούστου το 1946.
Δεν συνηθίζω να κυνηγάω μοναστήρια και εκκλησίες στα ταξίδια μου. Λογικά θα δω κάποια, χωρίς όμως να αποτελούν προτεραιότητα. Πρέπει να είναι κάτι ιδιαίτερο, όπως το συγκεκριμένο που είναι θαρρείς αγγελοκαμωμένο. Γύρω από αυτό υπάρχουν αραιά διασκορπισμένες και ταιριαστές με το μοναστήρι πανσιόν. Είναι ένα καθόλα τέλειο ησυχαστήριο, ότι πρέπει αν έχεις ανάγκη από ανάπαυλα ή και απομόνωση, μακριά από τους θορύβους της πόλης.
Πιστός ή όχι, δεν μπορείς παρά να χαλαρώσεις και να παρασυρθείς στην κάλμα του. Μια ήρεμη σιγή σκεπάζει τα πάντα και το μόνο που μπορεί να την χαλάσει είναι…. τιτιβίσματα πουλιών, όμως κι αυτά εναρμονίζονται με την σιγαλιά της γύρω φύσης. Μοσχοβολάει ο τόπος αγαλλίασμα.
Μου φαίνεται περίεργο που βλέπω παπάδες σαν τους δικούς μας, με μαύρα ράσα και μούσια δηλαδή, συνήθως στο εξωτερικό συναντώ καθολικούς ιερείς. Και είναι και η πρώτη φορά που βλέπω τέτοιον παπά σε αγιογραφία. Για κάποιον λόγο μου φαίνεται αστείο και καλαμπουριάζω, δεν ξέρω γιατί. Μήπως επειδή δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν παπά άγιο? Παίζει.
Ξεδιψάμε από μια πηγή και λίγο πιο 'κει ανάβουμε το κεράκι μας το οποίο τοποθετούμε μέσα σε νερό, σε έναν ειδικό εξωτερικό χώρο. Γιατί? δεν ξέρω πάλι, αλλά αν είναι για αποφυγή πυρκαγιάς, μου φαίνεται έξυπνη ιδέα.
Λίγο πιο μακριά από την κεντρική είσοδο έχει χώρο να παρκάρουν αυτοκίνητα, έναν αυτόματο πωλητή καφέ και ένα περίπτερο με σουβενίρ. Χαζεύω την μικρή πραμάτεια, χωρίς να κεντρίζει κάτι το ενδιαφέρον μου.
Σειρά στην εκδρομή μας έχει η φάρμα αλόγων Herchelia Sambata De Jos. Είναι στον δρόμο για το μοναστήρι κι επειδή μας άκουσε χθες ο Ioan να εκφράζουμε την συμπάθειά μας στα άλογα, πρότεινε να το συνδυάσουμε.
Η φάρμα είναι τεράστια και περιστοιχισμένη από δασόφυτη έκταση. Εκτρέφει την φυλή αλόγων lipizzaner κι η είσοδος έχει 10 lei/άτομο. Με το που μπαίνεις υπάρχει μια αλάνα με διάφορα εμπόδια. Εδώ προφανώς εκπαιδεύονται τα άλογα ή/και γίνονται επιδείξεις. Ακολουθεί ένας μεγάλος κατά μήκος στάβλος όπου φυλάσσονται τα αρσενικά.
Είναι πιο άγρια από τα θηλυκά, δεν κυκλοφορούν ελεύθερα και δεν τα χρησιμοποιούν για ίππευση επίδοξων αλλά άσχετων καβαλάρηδων καλή ώρα όπως εγώ. Βρίσκονται το καθένα ατομικά στο κελί του και έξω από κάθε κελί αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία του: όνομα, ηλικία, προέλευση κλπ. Στεναχωριέμαι που είναι σημαδεμένα κατάσαρκα με τον αριθμό τους.
Υπάρχει μια επιγραφή με την προειδοποίηση πως είναι πολύ άγρια και για αυτό απαγορεύεται να τα αγγίξεις. Μασουλάνε αδιάκοπα σανό, και δεν μας δίνουν σημασία.
Ένα όμως, το μοναδικό, είναι τόσο κοινωνικό και φιλικό μαζί μας που δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Μας κοιτάζει κατάματα μέ τα μεγάλα μελαγχολικά του μάτια κι ένας έρωτας με την πρώτη ματιά γεννιέται. Ή μάλλον καλύτερα να πω δύο. Πολιορκεί μια τα χάδια τα δικά μου, μια της Έφης. Ψυχούλα μου όμορφη!
Επίσης, βρωμάει ελεεινά. Κοντεύουμε να κλείσουμε ώρα εδώ μέσα και θα ποτίσει το μαλλί! Τον πούλο!
Προχωράμε ελάχιστα μέχρι να σιμώσουμε μια μεγάλη έκταση με τα «γυναικόπαιδα» της φάρμας. Κι αυτά τρώνε συνέχεια αλλά αυτά τρώνε παρέα και πίνουν νερό από κοινές γούρνες. Τα λίγα πουλάρια τρέχουν πίσω από τις μαμάδες τους κι ένα από αυτά στέκεται με δυσκολία στα πόδια του. Ένας άνθρωπος της φάρμας, μας λέει πως είναι μόλις 2 ημερών.
Η Έφη ιππεύει ενίοτε, εγώ όχι να και πολύ θα το ήθελα! Θα το έκανα τώρα ευχαρίστως, όμως η wannabe αμαζόνα επιθυμία πεθαίνει ακαριαία. Θα έπρεπε να έχουμε ενημερώσει από χθες για να προετοιμάσουν κάποιο από τα θυλυκά άλογα. Κρίμα! Η βόλτα με τα άλογα κοστίζει 25 ευρώ για μια ώρα.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και συνεχίζουμε για Sibiu. Ο Νίκος και η Έφη αποκοιμιούνται πάλι, μπορεί και λίγα λεπτά αφότου έχουμε ξεκινήσει. Μα τι γίνεται πια με αυτά τα παιδιά! Χαμογελώ σαν τους θωρώ. Είναι γερμένοι στην ίδια στάση, το στόμα τους είναι ισόποσα ανοιχτό. Μέχρι και στον ύπνο τους είναι συγχρονισμένα τα πουλάκια μου. Ααααααα, όλα κι όλα. Ή είμαστε χορευτές ή δεν είμαστε.
Ξυπνάμε για πρωινό και μας φτιάχνω μια ομελέτα της κακιάς ώρας. Δεν έχω λάδι και χρησιμοποιώ λίγο βούτυρο, όμως βασικά δεν υπάρχει απορροφητήρας και η κουζίνα ντουμανιάζει. Τουλάχιστον η ομελέτα τρώγεται και μάλιστα πολύ ευχάριστα. Τι σόι «σαλσέρα νοικοκυρά» είμαι άλλωστε, που λέει κι ένας φίλος μου.
Στις 9 πρέπει να είμαστε έτοιμοι κάτω που θα μας περιμένει ο Ioan κ η Έφη καθυστερεί. ΠΑΛΙ. Δεν έχει καλή σχέση με την ώρα, actually είναι κατά τι τσακωμένες και δεν τα πολυλένε. Αν και η όποια καθυστέρηση γενικώς με δαιμονίζει αφού η ίδια είμαι πάντα συνεπής, έχει τόσα άλλα προτερήματα που της το συγχωρώ και το ανέχομαι καρτερικά. Μια μονάχα υποψία αυστηρότητας υπάρχει που και που στο βλέμμα μου.
Εκείνη τότε κατεβάζει το κεφάλι σαν το κουτάβι που ξέρει πως έχει κάνει λαλακία και συνεχίζει να ετοιμάζεται. Με τόσα καμώματα που μου κάνει, είναι αδυνατόν να της κρατήσω μούτρα. Η γνήσια ευγένεια της μας ηρεμεί σε κάθε φάση. Σε όλο το ταξίδι λέει κελαρυστά στους πάντες ευχαριστώ «thank youuuuuuu» σε τέτοια υπερβολή, που έχει γίνει το σλόγκαν της παρέας. Το «ακαδημαϊκό τέταρτο» καθυστέρησης όπως η ίδια το αποκαλεί, έχει αρχίσει να γίνεται συνήθεια. Αλλά ας μην της το πούμε, θα γίνει μισάωρο και θα ξεμείνω από κατανόηση.
Η χθεσινή μας μανουρίτσα σαν να έχει απομακρυνθεί και οι 4 φίλοι ξεκινάμε καλοδιάθετοι την εκδρομή. Ο Νίκος κι η Έφη σαπίζουν στον ύπνο με το που μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Στο τσεπάκι τον έχουν και λίγο δεν μου δανείζουν. Φίλοι σου λέει μετά! Όμως κι εγώ ανταποδίδω, δεν χάνω την ευκαιρία όσο κοιμούνται να τους βγάζω φωτογραφίες που πολύ τους «κολακεύουν».
Είχαμε σκοπό να επισκεφτούμε την λίμνη Balea, όμως λόγω εργασιών το τελεφερίκ είναι κλειστό. Μου στοιχίζει κάπως αφού ήταν από τα must του προγράμματος μου, όμως τι να κάνουμε, αυτά έχει η ταξιδιωτική ζωή. Έτσι κι αλλιώς είναι καλύτερα να την επισκεφθείς χειμώνα που είναι παγωμένη για να δεις το ice hotel και την εκκλησία ιγκλού που λέγεται πως έχει.
Πρώτη μας στάση εναλλακτικά, το μοναστήρι Brancoveanu που βρίσκεται στο χωριό Sambata. Για να φτάσουμε εκεί περνάμε από έναν ήσυχο, αθόρυβο δρόμο, ο οποίος έχει φτιαχτεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, για να μπορείς να επισκεφθείς το μοναστήρι. Γύρω μας όλα ερημιά, δεν βλέπουμε σχεδόν ούτε ένα αμάξι. Τα πάντα είναι πυκνοφυτεμένα, και ποίμνια ζώων βοσκούν κάθε τρεις και λίγο. Οι εικόνες της ρουμάνικης εξοχής είναι πλέον οικείες στα μάτια μας, αλλά ποτέ κουραστικές. Δεν θα βαριόμουν ποτέ φυσικούς πίνακες από λουλούδια και δέντρα.
Περνάμε την πρώτη είσοδο και ακολουθούμε ένα μεγάλο μονοπάτι ανάμεσα από έναν καλοφροντισμένο κήπο. Είναι ευωδιασμένος από τις αμέτρητες τριανταφυλλιές και γεμάτο από επιμελώς κουρεμένα δεντράκια. Στην εσωτερική αυλή οι κήποι είναι εξίσου περιποιημένοι. Οι μοναχοί φαίνεται να τα πηγαίνουν καλά με την κηπουρική κι ο Ioan μας πληροφορεί πως οι περισσότεροι που κατοικούν εδώ είναι εντυπωσιακά μορφωμένοι.
Η ύπαρξη του μοναστηριού οφείλεται στην βασιλική οικογένεια Brancoveanu, από όπου έχει πάρει και το όνομα του. Χτίστηκε τον 17ο αιώνα από τον Preda Brancoveanu και ήταν η πρώτη χτισμένη από ξύλο εκκλησία στην κοιλάδα Sambata. Ο εγγονός του, πρίγκιπας της Βλαχίας Constantin ξαναέχτισε το μοναστήρι το 1696, το ενίσχυσε με πέτρα αυτήν την φορά και το μεγάλωσε προκειμένου να προστατεύσει την ορθόδοξη εκκλησία από την καθολικισμό που εμφανίστηκε όταν η Τρανσυλβανία διοικούταν από τους Habsburgs (Αυστριακούς).
Η προσπάθεια του δεν ήταν και πολύ επιτυχής. Τα μοναστήρια τότε θεωρούνταν και προφανώς ήταν εστίες διατήρησης της ορθοδοξίας οπότε ρημάζονταν. Το 1785 το Brancoveanu καταστράφηκε μερικώς κι οι μοναχοί του εκδιώθηκαν από τους Habsburgs κατά την διάρκεια θρησκευτικών συγκρούσεων. Όχι μόνο δεν υπέκυπταν, αλλά προσπαθούσαν να πείσουν και άλλους να αντισταθούν το ίδιο.
Ο Constantin μαζί με τους 4 γιους του εκτελέστηκαν όταν αρνήθηκαν να αφήσουν την χριστιανική τους πίστη και να ασπαστούν το Islam. Γι αυτό, η ρουμάνικη ορθόδοξη εκκλησία τους κήρυξε αγίους και μάρτυρες. Μάλιστα γιορτάζουν μια μέρα μετά την Παναγία, στις 16 Αυγούστου. Οι αγιογραφίες τους κοσμούν τον εξωτερικό χώρο του μοναστηριού.
Χρειάστηκε ένας αιώνας και λίγες αλλά άκαρπες προσπάθειες ορισμένων για να αρχίσει να ξαναχτίζεται τελικά το 1926 από τον αρχιμανδρίτη Nicolae Balan. Στόχος του η αναδιοργάνωση του μοναχισμού στην Τρανσυλβανία. Σεβόμενος την αρχική του αρχιτεκτονική, προσπάθησε να το φτιάξει με τις ίδιες δομές και σύμφωνα με την αρχική του εικόνα. Ήθελε επιπλέον να είναι αρκετά μεγάλο ώστε να μπορούν να διαμένουν άνετα μοναχοί και ηλικιωμένοι ιερείς και μαζί να φτιαχτεί το εργαστήριο τυπογραφίας. Γι αυτό και του πήρε 20 χρόνια μέχρι να γίνουν τα εγκαίνια του ανακαινισμένου ναού, στις 15 Αυγούστου το 1946.
Δεν συνηθίζω να κυνηγάω μοναστήρια και εκκλησίες στα ταξίδια μου. Λογικά θα δω κάποια, χωρίς όμως να αποτελούν προτεραιότητα. Πρέπει να είναι κάτι ιδιαίτερο, όπως το συγκεκριμένο που είναι θαρρείς αγγελοκαμωμένο. Γύρω από αυτό υπάρχουν αραιά διασκορπισμένες και ταιριαστές με το μοναστήρι πανσιόν. Είναι ένα καθόλα τέλειο ησυχαστήριο, ότι πρέπει αν έχεις ανάγκη από ανάπαυλα ή και απομόνωση, μακριά από τους θορύβους της πόλης.
Πιστός ή όχι, δεν μπορείς παρά να χαλαρώσεις και να παρασυρθείς στην κάλμα του. Μια ήρεμη σιγή σκεπάζει τα πάντα και το μόνο που μπορεί να την χαλάσει είναι…. τιτιβίσματα πουλιών, όμως κι αυτά εναρμονίζονται με την σιγαλιά της γύρω φύσης. Μοσχοβολάει ο τόπος αγαλλίασμα.
Μου φαίνεται περίεργο που βλέπω παπάδες σαν τους δικούς μας, με μαύρα ράσα και μούσια δηλαδή, συνήθως στο εξωτερικό συναντώ καθολικούς ιερείς. Και είναι και η πρώτη φορά που βλέπω τέτοιον παπά σε αγιογραφία. Για κάποιον λόγο μου φαίνεται αστείο και καλαμπουριάζω, δεν ξέρω γιατί. Μήπως επειδή δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν παπά άγιο? Παίζει.
Ξεδιψάμε από μια πηγή και λίγο πιο 'κει ανάβουμε το κεράκι μας το οποίο τοποθετούμε μέσα σε νερό, σε έναν ειδικό εξωτερικό χώρο. Γιατί? δεν ξέρω πάλι, αλλά αν είναι για αποφυγή πυρκαγιάς, μου φαίνεται έξυπνη ιδέα.
Λίγο πιο μακριά από την κεντρική είσοδο έχει χώρο να παρκάρουν αυτοκίνητα, έναν αυτόματο πωλητή καφέ και ένα περίπτερο με σουβενίρ. Χαζεύω την μικρή πραμάτεια, χωρίς να κεντρίζει κάτι το ενδιαφέρον μου.
Σειρά στην εκδρομή μας έχει η φάρμα αλόγων Herchelia Sambata De Jos. Είναι στον δρόμο για το μοναστήρι κι επειδή μας άκουσε χθες ο Ioan να εκφράζουμε την συμπάθειά μας στα άλογα, πρότεινε να το συνδυάσουμε.
Η φάρμα είναι τεράστια και περιστοιχισμένη από δασόφυτη έκταση. Εκτρέφει την φυλή αλόγων lipizzaner κι η είσοδος έχει 10 lei/άτομο. Με το που μπαίνεις υπάρχει μια αλάνα με διάφορα εμπόδια. Εδώ προφανώς εκπαιδεύονται τα άλογα ή/και γίνονται επιδείξεις. Ακολουθεί ένας μεγάλος κατά μήκος στάβλος όπου φυλάσσονται τα αρσενικά.
Είναι πιο άγρια από τα θηλυκά, δεν κυκλοφορούν ελεύθερα και δεν τα χρησιμοποιούν για ίππευση επίδοξων αλλά άσχετων καβαλάρηδων καλή ώρα όπως εγώ. Βρίσκονται το καθένα ατομικά στο κελί του και έξω από κάθε κελί αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία του: όνομα, ηλικία, προέλευση κλπ. Στεναχωριέμαι που είναι σημαδεμένα κατάσαρκα με τον αριθμό τους.
Υπάρχει μια επιγραφή με την προειδοποίηση πως είναι πολύ άγρια και για αυτό απαγορεύεται να τα αγγίξεις. Μασουλάνε αδιάκοπα σανό, και δεν μας δίνουν σημασία.
Ένα όμως, το μοναδικό, είναι τόσο κοινωνικό και φιλικό μαζί μας που δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Μας κοιτάζει κατάματα μέ τα μεγάλα μελαγχολικά του μάτια κι ένας έρωτας με την πρώτη ματιά γεννιέται. Ή μάλλον καλύτερα να πω δύο. Πολιορκεί μια τα χάδια τα δικά μου, μια της Έφης. Ψυχούλα μου όμορφη!
Επίσης, βρωμάει ελεεινά. Κοντεύουμε να κλείσουμε ώρα εδώ μέσα και θα ποτίσει το μαλλί! Τον πούλο!
Προχωράμε ελάχιστα μέχρι να σιμώσουμε μια μεγάλη έκταση με τα «γυναικόπαιδα» της φάρμας. Κι αυτά τρώνε συνέχεια αλλά αυτά τρώνε παρέα και πίνουν νερό από κοινές γούρνες. Τα λίγα πουλάρια τρέχουν πίσω από τις μαμάδες τους κι ένα από αυτά στέκεται με δυσκολία στα πόδια του. Ένας άνθρωπος της φάρμας, μας λέει πως είναι μόλις 2 ημερών.
Η Έφη ιππεύει ενίοτε, εγώ όχι να και πολύ θα το ήθελα! Θα το έκανα τώρα ευχαρίστως, όμως η wannabe αμαζόνα επιθυμία πεθαίνει ακαριαία. Θα έπρεπε να έχουμε ενημερώσει από χθες για να προετοιμάσουν κάποιο από τα θυλυκά άλογα. Κρίμα! Η βόλτα με τα άλογα κοστίζει 25 ευρώ για μια ώρα.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και συνεχίζουμε για Sibiu. Ο Νίκος και η Έφη αποκοιμιούνται πάλι, μπορεί και λίγα λεπτά αφότου έχουμε ξεκινήσει. Μα τι γίνεται πια με αυτά τα παιδιά! Χαμογελώ σαν τους θωρώ. Είναι γερμένοι στην ίδια στάση, το στόμα τους είναι ισόποσα ανοιχτό. Μέχρι και στον ύπνο τους είναι συγχρονισμένα τα πουλάκια μου. Ααααααα, όλα κι όλα. Ή είμαστε χορευτές ή δεν είμαστε.
Last edited: