isabelle
Member
- Μηνύματα
- 904
- Likes
- 4.190
Ας πω λοιπόν κι εγώ το κατιτίς μου.
Και καθώς τα της (κοινής) διαδρομής μας καλύπτονται ήδη εξόχως από τον αγαπημένο μου (παρά τα όσα του σούρνω ) συνταξιδιώτη-συγγραφέα, ας σταθώ καλύτερα σε κάποιες γενικές σκέψεις και διαπιστώσεις.
Κάθε ταξίδι γεννάει δεκάδες ερωτήματα, υπάρχουν όμως ειδικότερα δύο που μου έχουν κολλήσει επίμονα από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο Σουδάν και συνεχίζουν να με ταλανίζουν και τώρα που γύρισα.
Το πρώτο διατυπώθηκε ήδη από τον … ακατανόμαστο, αλλά δεν μπορώ παρά να το επαναλάβω κι εγώ, και μάλιστα υπογραμμισμένο με bold: Αν αυτό που ζήσαμε εμείς είναι ο σουδανικός χειμώνας, πώς διάολο είναι εκεί το καλοκαίρι;
Με ημερήσιες θερμοκρασίες Greek summer Δεκέμβρη μήνα, της τάξης των 32-35 βαθμών (υπό σκιά εννοείται), η ιδέα και μόνο ότι αυτές είναι οι πιο «ψυχρές» μέρες του χρόνου αρκεί για να σε στείλει αδιάβαστο. Σκεφτείτε μονάχα πώς καθηλωνόμαστε όλοι, με σώμα και μυαλό χυλό, μόλις βαρέσει στην Ελλάδα κάνα σαραντάρι πέντε-δέκα μέρες το χρόνο, και πείτε μου εσείς πώς στην ευχή αντέχουν ΕΠΙ ΜΗΝΕΣ τούτοι δω οι άνθρωποι στους 45-47 και βάλε βαθμούς του σουδανικού καλοκαιριού;;; Πώς δουλεύουν; Πώς κινούνται; Πώς, έστω, ανασαίνουν; Παρένθεση: Για μια ακόμη φορά σκέφτηκα σε τι ευλογημένο (και από άποψη κλίματος) τόπο έχουμε την τύχη να ζούμε και πόσο ασύλληπτα γελοίοι είμαστε (και) σ’ αυτό το ζήτημα, όταν μετατρέπουμε σε μείζον τηλεοπτικό δράμα λίγο κρύο, ζέστη ή βροχή παραπάνω από το «κανονικό». Κλείνει η παρένθεση.
Για την ιστορία, συμπληρώνω ότι εξ όσων μας είπανε στο Χαρτούμ, ο φετινός Δεκέμβρης δεν ήταν φυσιολογικός, ήτοι η θερμοκρασία κανονικά θα όφειλε να είναι κάπως χαμηλότερη. Ένα ακόμη σημάδι της συντελούμενης κλιματικής αλλαγής; Πιθανόν. Δεν θέλω όμως ούτε να σκέφτομαι πού μπορεί να φτάσει ο υδράργυρος στο Σουδάν αν προκύψει κάποια στιγμή εκεί ένα μη φυσιολογικό καλοκαίρι….
Το δεύτερο ερώτημα είναι το εξής: Πώς διάολο καταφέρνουν οι άνθρωποι, μέσα σε τέτοια σκόνη, άμμο και εν γένει μπίχλα, να διατηρούν τόσο καθαρά τα ρούχα τους και πάλλευκες σαν χιόνι τις κελεμπίες τους;
Και καλά στο Χαρτούμ με τις, ας πούμε, σύγχρονες ανέσεις, (τουλάχιστον για μερίδα του πληθυσμού). Έστω ότι εκεί μπορούν να πλένουν και να πλένονται σχετικά εύκολα και συχνά. Στους παραγκομαχαλάδες όμως του Σουάκιν και στις καλύβες της Κάσσαλα (για παράδειγμα), χωρίς τρεχούμενο νερό ούτε για δείγμα (μην σας πω χωρίς καθόλου νερό στοιχειωδώς καθαρό), πώς το κατορθώνουν;
Πώς γίνεται να βγαίνουν τόσα περιποιημένα παιδάκια, με απαστράπτουσες σχολικές στολές μέσα από χαμόσπιτα από τσιμεντόλιθο και άθλια λαμαρινένια παραπήγματα;
Ποιες ηρωικές μανάδες φροντίζουν να ντύσουν τη φτώχεια τους με χρώμα και χαμόγελα περισώζοντας την αξιοπρέπεια της καθαριότητας μέσα από τα σκουπίδια;
Κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικοί πρωταθλητές της ζωής. Ολυμπιονίκες της επιβίωσης. Και μάλιστα χωρίς καμιά επίγνωση του άθλου τους. Και καμιά αναγνώριση, εννοείται, από κανέναν, για το επίτευγμά τους αυτό, αρχής γενομένης από όλους εμάς εδώ στην Δύση (ναι, ακόμα και στην Ψωροκώσταινα της κρίσης) που έχουμε τα πάντα από τα αναγκαία και που συνέχεια γκρινιάζουμε για περισσότερα από τα περιττά.
Ναι, τους αγάπησα τους Σουδανούς, δεν το κρύβω. Και δικαίως. Τους αξίζει και με το παραπάνω. Δεν συναντάς εύκολα αλλού τόσο ανοιχτόκαρδο και άδολο πληθυσμό, ειδικά στην Αφρική. Είναι σκληρή η Αφρική, όχι μόνο για τους γηγενείς της αλλά και για τους ταξιδιώτες. Γι αυτό και στην Μαύρη Ήπειρο δεν πας εν γένει τραλαλά και ανυποψίαστος. Πας, όσο γίνεται, προετοιμασμένος ψυχολογικά, όχι μόνο για ν’ αντιμετωπίσεις τον εσωτερικό συγκλονισμό που επιφέρει η άμεση επαφή με την πιο ακραία φτώχεια αλλά και για να διαχειριστείς όλα τα παρελκόμενά της: τον ρατσισμό (ανάλογο με αυτόν που κερνάμε εδώ τους μαύρους μετανάστες, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά με αντεστραμμένους τους ρόλους), τις συνεχείς παρενοχλήσεις, την συχνά επιθετική επαιτεία (δώσε, είσαι λευκός άρα πλούσιος), τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις για να μην πληρώσεις διπλά και τρίδιπλα ακόμα κι ένα μπουκάλι νερό.
Εννοείται ότι υπάρχουν ιστορικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί λόγοι για όλα αυτά, μα ακόμα κι αν τους κατανοείς, η γνώση αυτή δεν αρκεί πάντα για να σε θωρακίσει συναισθηματικά. Πληγώνει πολύ η Αφρική πριν σε αφήσει να την αγαπήσεις..
Σε αντίθεση με τα παραπάνω γνωρίσματα που συναντάς σε πάμπολλες αφρικανικές χώρες, το Σουδάν φαντάζει σαν μια όαση προσήνειας, καλοσύνης, αθωότητας και ανθρωπιάς. Λες και ανήκει σε άλλη ήπειρο. Κάτι σαν νοτιοανατολική Ασία πριν τον τουρισμό. Ή σαν Ελλάδα του ’50
Με τα κάρα και τα γαϊδούρια.
Τους χωματένιους δρόμους και τα πλινθόκτιστα
Με την απλότητα και την καλαισθησία της αυθόρμητης λαϊκής αρχιτεκτονικής (προσέξτε παρακάλω την μπάρα στην πόρτα )
Με τους ανθρώπους να σε καλοδέχονται παντού και να σε καλούν να σε φιλέψουν.
Με τα παιδιά αμολημένα αμέριμνα στα αυτοσχέδια παιχνίδια τους.
Και όλα αυτά με φόντο αρχαιολογικούς χώρους που διέσχισαν θαρρείς τριανταπέντε αιώνων ιστορίας για την χαρά των ματιών σου και μόνο. Μόνος εσύ και οι πεσμένες κολώνες. Εσύ και μόνον εσύ στη σκιά των πυραμίδων. Πού αλλού στον κόσμο θα τα βρεις όλα αυτά συγκεντρωμένα σε μία και μόνη χώρα;
Ναι τους αγάπησα τους Σουδανούς κι έχω τους λόγους μου. Βάσιμους λόγους. Γιατί μια βδομάδα που περιφερθήκαμε στα ανατολικά της χώρας, μόνοι ο Ζυρ κι εγώ, πριν την hydronettίσια άφιξη, παντού μα παντού νιώσαμε ασφαλείς. Μοναδικές δυο σταγόνες γάλακτος σε μια θάλασσα μαύρου καφέ (μια βδομάδα δεν είδαμε πουθενά ούτε έναν λευκό για δείγμα), παντού μα παντού συναντήσαμε μονάχα ανθρώπους πρόθυμους να μας βοηθήσουν. Να μας δείξουν τον δρόμο, να συνεννοηθούν με τον οδηγό του αγοραίου, να μας βρουν κατάλυμα, να πάνε για λογαριασμό μας στους χαοτικούς σταθμούς των υπεραστικών να βγάλουν εισιτήρια. Χωρίς κανένα απολύτως κίνητρο πέρα απ’ αυτόν της φιλοξενίας και της εξυπηρέτησης των ξένων ταξιδιωτών που τους «έκαναν την τιμή» να επισκεφτούν την χώρα τους. Όχι μόνο κανείς δεν ζήτησε ποτέ μπαχτσίς, μα και κανένας δεν δέχτηκε όταν πήγαμε να δώσουμε. «Μα τι λέτε τώρα, χαρά μου που βοήθησα, welcome to my country».
Για να κρατήσουμε όμως την ροή της ιστορίας, ας αφήσουμε ως προσθήκη στο τέλος τiς εμπειρίες του ζεύγους στο ανατολικό Σουδάν κι ας παραμείνουμε για την ώρα στην διαδρομή του τρίο στον βορρά της χώρας.
Δεδομένου λοιπόν του γουρουνίσιου ζήλου να τα μαρτυρήσει όλα σε χρόνο dt, στην επόμενη ανάρτηση θα επικεντρωθώ στην προσθήκη φωτογραφικών συμπληρωμάτων από τα μέρη που έχουμε ήδη διατρέξει.
Και καθώς τα της (κοινής) διαδρομής μας καλύπτονται ήδη εξόχως από τον αγαπημένο μου (παρά τα όσα του σούρνω ) συνταξιδιώτη-συγγραφέα, ας σταθώ καλύτερα σε κάποιες γενικές σκέψεις και διαπιστώσεις.
Κάθε ταξίδι γεννάει δεκάδες ερωτήματα, υπάρχουν όμως ειδικότερα δύο που μου έχουν κολλήσει επίμονα από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο Σουδάν και συνεχίζουν να με ταλανίζουν και τώρα που γύρισα.
Το πρώτο διατυπώθηκε ήδη από τον … ακατανόμαστο, αλλά δεν μπορώ παρά να το επαναλάβω κι εγώ, και μάλιστα υπογραμμισμένο με bold: Αν αυτό που ζήσαμε εμείς είναι ο σουδανικός χειμώνας, πώς διάολο είναι εκεί το καλοκαίρι;
Με ημερήσιες θερμοκρασίες Greek summer Δεκέμβρη μήνα, της τάξης των 32-35 βαθμών (υπό σκιά εννοείται), η ιδέα και μόνο ότι αυτές είναι οι πιο «ψυχρές» μέρες του χρόνου αρκεί για να σε στείλει αδιάβαστο. Σκεφτείτε μονάχα πώς καθηλωνόμαστε όλοι, με σώμα και μυαλό χυλό, μόλις βαρέσει στην Ελλάδα κάνα σαραντάρι πέντε-δέκα μέρες το χρόνο, και πείτε μου εσείς πώς στην ευχή αντέχουν ΕΠΙ ΜΗΝΕΣ τούτοι δω οι άνθρωποι στους 45-47 και βάλε βαθμούς του σουδανικού καλοκαιριού;;; Πώς δουλεύουν; Πώς κινούνται; Πώς, έστω, ανασαίνουν; Παρένθεση: Για μια ακόμη φορά σκέφτηκα σε τι ευλογημένο (και από άποψη κλίματος) τόπο έχουμε την τύχη να ζούμε και πόσο ασύλληπτα γελοίοι είμαστε (και) σ’ αυτό το ζήτημα, όταν μετατρέπουμε σε μείζον τηλεοπτικό δράμα λίγο κρύο, ζέστη ή βροχή παραπάνω από το «κανονικό». Κλείνει η παρένθεση.
Για την ιστορία, συμπληρώνω ότι εξ όσων μας είπανε στο Χαρτούμ, ο φετινός Δεκέμβρης δεν ήταν φυσιολογικός, ήτοι η θερμοκρασία κανονικά θα όφειλε να είναι κάπως χαμηλότερη. Ένα ακόμη σημάδι της συντελούμενης κλιματικής αλλαγής; Πιθανόν. Δεν θέλω όμως ούτε να σκέφτομαι πού μπορεί να φτάσει ο υδράργυρος στο Σουδάν αν προκύψει κάποια στιγμή εκεί ένα μη φυσιολογικό καλοκαίρι….
Το δεύτερο ερώτημα είναι το εξής: Πώς διάολο καταφέρνουν οι άνθρωποι, μέσα σε τέτοια σκόνη, άμμο και εν γένει μπίχλα, να διατηρούν τόσο καθαρά τα ρούχα τους και πάλλευκες σαν χιόνι τις κελεμπίες τους;
Και καλά στο Χαρτούμ με τις, ας πούμε, σύγχρονες ανέσεις, (τουλάχιστον για μερίδα του πληθυσμού). Έστω ότι εκεί μπορούν να πλένουν και να πλένονται σχετικά εύκολα και συχνά. Στους παραγκομαχαλάδες όμως του Σουάκιν και στις καλύβες της Κάσσαλα (για παράδειγμα), χωρίς τρεχούμενο νερό ούτε για δείγμα (μην σας πω χωρίς καθόλου νερό στοιχειωδώς καθαρό), πώς το κατορθώνουν;
Πώς γίνεται να βγαίνουν τόσα περιποιημένα παιδάκια, με απαστράπτουσες σχολικές στολές μέσα από χαμόσπιτα από τσιμεντόλιθο και άθλια λαμαρινένια παραπήγματα;
Ποιες ηρωικές μανάδες φροντίζουν να ντύσουν τη φτώχεια τους με χρώμα και χαμόγελα περισώζοντας την αξιοπρέπεια της καθαριότητας μέσα από τα σκουπίδια;
Κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικοί πρωταθλητές της ζωής. Ολυμπιονίκες της επιβίωσης. Και μάλιστα χωρίς καμιά επίγνωση του άθλου τους. Και καμιά αναγνώριση, εννοείται, από κανέναν, για το επίτευγμά τους αυτό, αρχής γενομένης από όλους εμάς εδώ στην Δύση (ναι, ακόμα και στην Ψωροκώσταινα της κρίσης) που έχουμε τα πάντα από τα αναγκαία και που συνέχεια γκρινιάζουμε για περισσότερα από τα περιττά.
Ναι, τους αγάπησα τους Σουδανούς, δεν το κρύβω. Και δικαίως. Τους αξίζει και με το παραπάνω. Δεν συναντάς εύκολα αλλού τόσο ανοιχτόκαρδο και άδολο πληθυσμό, ειδικά στην Αφρική. Είναι σκληρή η Αφρική, όχι μόνο για τους γηγενείς της αλλά και για τους ταξιδιώτες. Γι αυτό και στην Μαύρη Ήπειρο δεν πας εν γένει τραλαλά και ανυποψίαστος. Πας, όσο γίνεται, προετοιμασμένος ψυχολογικά, όχι μόνο για ν’ αντιμετωπίσεις τον εσωτερικό συγκλονισμό που επιφέρει η άμεση επαφή με την πιο ακραία φτώχεια αλλά και για να διαχειριστείς όλα τα παρελκόμενά της: τον ρατσισμό (ανάλογο με αυτόν που κερνάμε εδώ τους μαύρους μετανάστες, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά με αντεστραμμένους τους ρόλους), τις συνεχείς παρενοχλήσεις, την συχνά επιθετική επαιτεία (δώσε, είσαι λευκός άρα πλούσιος), τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις για να μην πληρώσεις διπλά και τρίδιπλα ακόμα κι ένα μπουκάλι νερό.
Εννοείται ότι υπάρχουν ιστορικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί λόγοι για όλα αυτά, μα ακόμα κι αν τους κατανοείς, η γνώση αυτή δεν αρκεί πάντα για να σε θωρακίσει συναισθηματικά. Πληγώνει πολύ η Αφρική πριν σε αφήσει να την αγαπήσεις..
Σε αντίθεση με τα παραπάνω γνωρίσματα που συναντάς σε πάμπολλες αφρικανικές χώρες, το Σουδάν φαντάζει σαν μια όαση προσήνειας, καλοσύνης, αθωότητας και ανθρωπιάς. Λες και ανήκει σε άλλη ήπειρο. Κάτι σαν νοτιοανατολική Ασία πριν τον τουρισμό. Ή σαν Ελλάδα του ’50
Με τα κάρα και τα γαϊδούρια.
Τους χωματένιους δρόμους και τα πλινθόκτιστα
Με την απλότητα και την καλαισθησία της αυθόρμητης λαϊκής αρχιτεκτονικής (προσέξτε παρακάλω την μπάρα στην πόρτα )
Με τους ανθρώπους να σε καλοδέχονται παντού και να σε καλούν να σε φιλέψουν.
Με τα παιδιά αμολημένα αμέριμνα στα αυτοσχέδια παιχνίδια τους.
Και όλα αυτά με φόντο αρχαιολογικούς χώρους που διέσχισαν θαρρείς τριανταπέντε αιώνων ιστορίας για την χαρά των ματιών σου και μόνο. Μόνος εσύ και οι πεσμένες κολώνες. Εσύ και μόνον εσύ στη σκιά των πυραμίδων. Πού αλλού στον κόσμο θα τα βρεις όλα αυτά συγκεντρωμένα σε μία και μόνη χώρα;
Ναι τους αγάπησα τους Σουδανούς κι έχω τους λόγους μου. Βάσιμους λόγους. Γιατί μια βδομάδα που περιφερθήκαμε στα ανατολικά της χώρας, μόνοι ο Ζυρ κι εγώ, πριν την hydronettίσια άφιξη, παντού μα παντού νιώσαμε ασφαλείς. Μοναδικές δυο σταγόνες γάλακτος σε μια θάλασσα μαύρου καφέ (μια βδομάδα δεν είδαμε πουθενά ούτε έναν λευκό για δείγμα), παντού μα παντού συναντήσαμε μονάχα ανθρώπους πρόθυμους να μας βοηθήσουν. Να μας δείξουν τον δρόμο, να συνεννοηθούν με τον οδηγό του αγοραίου, να μας βρουν κατάλυμα, να πάνε για λογαριασμό μας στους χαοτικούς σταθμούς των υπεραστικών να βγάλουν εισιτήρια. Χωρίς κανένα απολύτως κίνητρο πέρα απ’ αυτόν της φιλοξενίας και της εξυπηρέτησης των ξένων ταξιδιωτών που τους «έκαναν την τιμή» να επισκεφτούν την χώρα τους. Όχι μόνο κανείς δεν ζήτησε ποτέ μπαχτσίς, μα και κανένας δεν δέχτηκε όταν πήγαμε να δώσουμε. «Μα τι λέτε τώρα, χαρά μου που βοήθησα, welcome to my country».
Για να κρατήσουμε όμως την ροή της ιστορίας, ας αφήσουμε ως προσθήκη στο τέλος τiς εμπειρίες του ζεύγους στο ανατολικό Σουδάν κι ας παραμείνουμε για την ώρα στην διαδρομή του τρίο στον βορρά της χώρας.
Δεδομένου λοιπόν του γουρουνίσιου ζήλου να τα μαρτυρήσει όλα σε χρόνο dt, στην επόμενη ανάρτηση θα επικεντρωθώ στην προσθήκη φωτογραφικών συμπληρωμάτων από τα μέρη που έχουμε ήδη διατρέξει.
Last edited: