Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.025
- Likes
- 52.902
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Νωρίς το πρωί πήρα ένα mototaxi με σκοπό να επισκεφθώ τα ερείπια της Santa Cruz la Vieja, δηλαδή της παλιάς Σάντα Κρους, της πρώτης πόλης που ιδρύθηκε στην περιοχή, αν όχι σε όλη τη Βολιβία. Ο καιρός απειλούσε με βροχή, αλλά τη γλίτωσα με κάτι ψιχάλες.
Στην είσοδο του «αρχαιολογικού χώρου» δεν υπήρχε κανείς για να εισπράξει το αντίτιμο του εισιτηρίου, το οποίο ήταν μάλλον πρέπον, αφού ο χώρος ήταν απογοητευτικός: βάσεις κτιρίων και μόνο, που δεν ξεπερνούσαν τα τριάντα εκατοστά. Τουλάχιστον οι επεξηγηματικές πινακίδες ήταν αρκετά διαφωτιστικές: οι πρώτοι έποικοι ξεκίνησαν το επικό τους ταξίδι από την Asuncion με 24 πλοία (προφανώς δια της υδάτινης οδού), φέρνοντας μαζί τους και 1500 φιλικούς προς αυτούς ινδιάνους που συνταξίδευαν με τα κανό τους (αν δει κάποιος την απόσταση Ασουνσιόν-San Jose de Chiquitania μέσω ποταμού συνειδητοποιεί τις διαστάσεις του έπους), αλλά συνάντησαν τεράστιες δυσκολίες, μεταξύ των οποίων την επιθετικότητα των ντόπιων και την πείνα (για παράδειγμα έπρεπε να περιμένουν 4 μήνες μέχρι να τους αποφέρει καρπούς το καλαμπόκι). Εν τέλει η πόλη ιδρύθηκε με τα χίλια ζόρια, αλλά ό,τι απομένει από αυτήν είναι ανάμεσα στο ανύπαρκτο και το απογοητευτικό, αν και η αλήθεια είναι πως χάρηκα που το επισκέφθηκα το μέρος και μου έφυγε και η περιέργεια.
Το κυρίως πιάτο της ημέρας πάντως ήταν η επίσκεψη σε άλλες misiones. Ήμουν στην ώρα μου για το πρώτο trufi προς το San Rafael, όπου λόγω της δυνατής πια βροχής η λάσπη μας ταλαιπώρησε αρκετά. Δεν είναι και πολύ ωραίο το κοκκινόχωμα όταν βρέχει... Ευτυχώς βρήκα αμέσως trufi για το San Miguel, το οποίο ήταν τόσο sleepy που μέχρι και τα άλογα στην κεντρική πλατεία λιάζονταν σαν τις τομάτες και η εκκλησία που είχα έρθει να επισκεφθώ ήταν κλειστή. Μου είπαν ότι θα άνοιγε στις 2, οπότε έκατσα να φάω σε ένα τοπικό εστιατόριο χωρίς πελάτες, μενού και μάγειρα... α, τελικά εμφανίστηκε μια κυρία (έπρεπε να την ψάξω τρία δωμάτια πιο μέσα, όπου έβλεπε βολιβιάνικη σαπουνόπερα), που μου ανακοίνωσε όλο χαρα πως το μόνο που σερβίρει είναι... milanesa. Δε βαριέσαι, άμα πεινάς όλα γκουρμέ σου φαίνονται (not!).
H εκκλησία πάντως άνοιξε όντως στις 2 και ο φύλακας αποφάσισε να μου πει και πέντε πράγματα, ειδικά για το Hans Roth, το συνεχιστή του Schmidt, τον οποίο και γνώρισε, έναν άνθρωπο που συνέβαλε τα μέγιστα ώστε αυτές οι εκκλησίες των Ιησουιτών να αναπαλαιωθούν. Μου έδειξε ποια κομμάτια ήταν αυθεντικά από την οικοδόμηση των εκκλησιών και ποια αποτελούσαν μέρος της αναστήλωσης, μου είπε πως δέχονται 1-2 τουρίστες 2-3 φορές το μήνα, αλλά και πως στις λειτουργίες η εκκλησία μαζεύει 300-400 πιστούς, ενώ στις γιορτές γεμίζει ασφυκτικά. Ε, αφού δεν έρχονται τουρίστες τουλάχιστον να έρχονται οι πιστοί, σκέφτηκα, ώστε να θαυμάζουν τις πανέμορφες ξύλινες σπιράλ κολώνες, τα πανέμορφα σχέδια στους τοίχους και τις περίτεχνες οροφές. Πραγματικά πολύ ενυπωσιακός ναός, έμεινα πολύ ευχαριστημένος, άξιζε την αναμονή... και τη milanesa.
Έπρεπε να συνεχίσω για Concepcion, αλλά το trufi δεν είχε βρει ακόμη το μίνιμουμ αριθμό επιβατών ώστε να αναχωρήσει, οπότε έκατσα παρέα με τους ντόπιους στον τοπικό συνεταιρισμό ταξί περιμένοντας στωικά να εμφανιστούν κι άλλοι επιβάτες. Η κυρία που έκοβε τα εισιτήρια επέμενε να αγοράσω εγώ άλλα 3-4 για να φύγουμε, αλλά της απάντησα «πριτς». Επέμεινε λίγο αργότερα, οπότε εισέπραξε κι άλλο πριτς και την Τρίτη φορά που μου πρότεινε να πληρώσω για απόντες επιβάτες είπα να πρωτοτυπήσω και της απάντησα πάλι ΠΡΙΤΣ. Τελικά εμφανίστηκε ο ελάχιστος αριθμός επιβατών και φτάσαμε στην Concepcion (άλλη μια mission δηλαδή) το βράδυ. Με τη βοήθεια ενός mototaxi βρήκα ένα κατάλυμα και κοιμήθηκα σε ένα όμορφο δωμάτιο μπροστά σε ένα patio. Δεν ήταν άσχημο μέχρι στιγής αυτό το κομμάτι της Βολιβίας, αλλά σαφώς downgrade σε σχέση με το υπόλοιπο ταξίδι. Θα έμενα και την αυριανή στις misiones, επισκεπτόμενος δυο ακόμη.
Η εκκλησία της Concepcion επισκευαζόταν όταν την επισκέφθηκα, με χρήση απίστευτα πολλών κεραμιδιών. Τελικά ειδοποιήθηκε η κυριούλα του διπλανού γραφείου και μου άνοιξε. Εντάξει, νομίζω ότι μετά και από αυτήν είδα αρκετές εκκλησίες πια. Το διπλανό μουσείο πάντως ήταν πιο ενδιαφέρον: διέθετε μάσκες, φωτογραφίες από την αναστήλωση, σκηνές από ταινίες και θεατρικά που σχετίζονταν με την ιστορία των ιησουιτικών κοινοτήτων, όργανα, άρπες, ενώ επιστρέφοντας στην εκκλησία με γοήτευσαν και οι διαφορετικές σκαλιστές απεικονίσεις σε κάθε έναν από τους πάγκους. Παρά την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική, η Concepcion δεν παύει να είναι μια μεγάλη πόλη και σχετικά μοντέρνα, κάτι που δεν περίμενα.
Για άλλη μια φορά, οι ώρες της μετάβασης στη Σάντα Κρους ήταν λιγότερες από το αναμενόμενο χάρη στους βελτιωμένους δρόμους παρά τη βροχή. Ωστόσο, ο σκοπός ήταν να φτάσω στην Cochabamba και η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν να κάνω άλλες 8 ώρεςς το λεωφορείο. Βρήκα online αεροπορικά εισιτήρια, αλλά το σάιτ της εταιρείας απαιτούσε τον αριθμό της... βολιβιανής μου ταυτότητας, οπότε αναγκάστηκα να πάω στο αεροδρόμιο και να το αγοράσω επιτόπου. Διαπίστωσα κάπως αργά πως αν είχα επιλέξει πτήση μέσω Λα Πας θα είχα κάνει μια από τις διασημότερες αεροπορικές διαδρομές στον κόσμο, λόγω της θέας πάνω από το Illimani, αλλά τι να κάνουμε, ας μου ξεφύγει και κάτι για την επόμενη.
Στην Cochabamba δεν είχα ξαναπάει κι ανυπομονούσα να φτάσω. Μια πόλη χωρίς ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον, αλλά με αυθεντικότητα και πιο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Incallajta, που όπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομα, πρόκειται για πόλη των Ίνκας. Είπα να ξεφύγω λίγο από το μπάτζετ και νοίκιασα ένα ολόκληρο διαμέρισμα για 45$ ημερησίως, ένα κόστος πολύ πάνω από το συνήθη προϋπολογισμό μου, αλλά κάποιες φορές στα ταξίδια πρέπει να μας αυτοκακομαθαίνουμε. Ο ιδιοκτήτης, ένας Γάλλος ονόματι Michael ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων τύπος, όπως εξαιρετικό ήταν και το σήμα Ίντερνετ, αφού το διαμέρισμα βρισκόταν πίσω από την κεραία της εταιρείας τηλεφωνίας κι αποβλακώθηκα μέχρι αργά σερφάροντας.
Την επόμενη βγήκα όλο χαρά στην πόλη για εξερεύνηση. Η πόλη μου έδωσε την εντύπωση ότι είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει η γεωγραφική της θέση: μια μίξη της ινδιάνικης Λα Πας με την κοσμοπολίτικη Σάντα Κρους.
Η πρώτη στάση ήταν στο Convento όπου έφαγα μια χυλόπιτα, πρώτον διότι είναι υπό επισκευή και δεύτερον διότι το μικρό κομμάτι του στο οποίο επιτρέπεται η πρόσβαση είναι επισκέψιμο μόνο το απόγευμα, το οποίο ήταν κακό αφού το απόγευμα είχε Ευρωλίγκα κι επιτέλους είχα σύδνεση για να απολαύσω το πάθος μου. Άρα το συμπαθές μοναστήρι θα χρειαστεί αν περιμένει μέχρι την επόμενη φορά. Έκανα τη βόλτα μου χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα επιβεβαιώνοντας ότι οι Βολιβιανοί είναι πολύ ερωτιάρηδες (τα «Χοσεφίνα σε αγαπώ» στους τοίχους είναι αμέτρητα), βλέποντας ολίγη αποικιακή αρχιτεκτονική κι έναν αδιάφορο καθεδρικό, απολαμβάνοντας μερικά πραγματικά καλά γκραφίτι και τρώγοντας δεύτερη χιλόπιτα από το Palacio Portales που βρίσκεται σε πολύ όμορφη γειτονιά αλλά η επίσκεψη είναι δυνατή μόνο μέσω guided tours τα οποία λαμβάνουν χώρα μόνον τα απογεύματα. Τι διάολο, κανείς δε δουλεύει πρωί στην Cochabamba;
Ε, είπα να κατευθυνθώ προς το άλλο αξιοθέατο της πόλης, που υποτίθεται ότι θα ήταν «μια τεράστια αν και κάπως κλειστοφοβική αγορά όπου μπορεί κανείς να βρει τα πάντα». Η αγορά είχε λίγα πράγματα, κλειστοφοβική δεν ήταν σε καμία περίπτωση και τεράστια ακόμη λιγότερο. Η πόλη πάντως, χωρίς να είναι όμορφη, έχει χρώμα και χαρακτήρα. Βρήκα ένα βιβλιοπωλείο εμ ενδιαφέρον όνομα (the spitting llama) όπου αγόρασα ένα παλιό βιβλίιο για τον Ωνάση και τη Χριστίνα, τίμησα το street food και το παγωτάκι και κατευθύνθηκα στο παλάτι μου για να απολαύσω την Ευρωλίγκα.
Μόλις αυτή ολοκληρώθηκε, κατευθύνθηκα στο Palacio Patino, την έπαυλη ενός βαρόνου του κασσίτερου, όπου ένας ευγενέστατος ξεναγός κι ένα ζευγάρι έγχρωμων πενντάρηδων από την Ιντιάνα ήταν η παρέα μου για τη μισή ώρα περιήγησης στο καταπληκτικό κτίσμα, όπου δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες, διότι πραγματικά άξιζε την επίσκεψη.
Η Cochabamba μπορεί να μη διαθετει τίποτε αξιοθέατα πρώτης γραμμής, είναι όμως μια πόλη με χρώμα, πάμφθηνα ταξί, καλά εστιατόρια και σε ένα από αυτά κατέληξα κι εγώ, στο αργεντίνικο La Estancia, όπου αν και δεν είμαι τόσο φαν του κρέατος πρέπει να ομολογήσω πως η αναλογία ποιότητας/τιμής ήταν εξαιρετική. Τρώγοντας ψιλοπαρακολούθησα κι ένα ματς ποδοσφαίρου που διεξαγόταν στο γειτονικό γήπεδο και στο οποίο αμφιταλαντευόμουν να πάω, αλλά τελικώς δικαιώθηκα, αφού οι κερκίδες ήταν σχεδόν άδειες, παρότι η πέμπτη στη βαθμολογία Cochabamba κέρδισε την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος. Ρώτησα προς τι η χαμηλή προσέλευση φιλάθλων και μου είπαν ότι και οι ίδιοι οι κάτοικοι απορούν, διότι η ομάδα τους τα πηγαίνει αρκετά καλά. Αργότερα κλασικά χάθηκα στην ευρύτερη περιοχή, που ήταν σαφώς upmarket με πολυτελή γυμναστήρια, μερικά σουσάδικα και όπου οι μόνοι ινδιάνοι ήταν οι πλανώδιοι πωλητές.
Ευχάριστη η μέρα γενικώς, χωρίς να έχει ιδιαίτερες συγκινήσεις. Για την επόμενη σχεδίαζα να επισκεφθώ ένα χωριό ονόματι Totora και να δειπνήσω σε κάποιο από τα πολλά υποσχόμενα εστιατόρια της πόλης. Είπαμε, δε σκίζει κι από αξιοθέατα η πόλη, αλλά μου άρεσε ό,τι έβλεπα, απολάμβανα την ξεκούραση... και το ίντερνετ με την Ευρωλίγκα. Καμιά φορά κι αυτά τα διαλείματα είναι απαραίτητα σε ένα πολύμηνο ταξίδι.
Στην είσοδο του «αρχαιολογικού χώρου» δεν υπήρχε κανείς για να εισπράξει το αντίτιμο του εισιτηρίου, το οποίο ήταν μάλλον πρέπον, αφού ο χώρος ήταν απογοητευτικός: βάσεις κτιρίων και μόνο, που δεν ξεπερνούσαν τα τριάντα εκατοστά. Τουλάχιστον οι επεξηγηματικές πινακίδες ήταν αρκετά διαφωτιστικές: οι πρώτοι έποικοι ξεκίνησαν το επικό τους ταξίδι από την Asuncion με 24 πλοία (προφανώς δια της υδάτινης οδού), φέρνοντας μαζί τους και 1500 φιλικούς προς αυτούς ινδιάνους που συνταξίδευαν με τα κανό τους (αν δει κάποιος την απόσταση Ασουνσιόν-San Jose de Chiquitania μέσω ποταμού συνειδητοποιεί τις διαστάσεις του έπους), αλλά συνάντησαν τεράστιες δυσκολίες, μεταξύ των οποίων την επιθετικότητα των ντόπιων και την πείνα (για παράδειγμα έπρεπε να περιμένουν 4 μήνες μέχρι να τους αποφέρει καρπούς το καλαμπόκι). Εν τέλει η πόλη ιδρύθηκε με τα χίλια ζόρια, αλλά ό,τι απομένει από αυτήν είναι ανάμεσα στο ανύπαρκτο και το απογοητευτικό, αν και η αλήθεια είναι πως χάρηκα που το επισκέφθηκα το μέρος και μου έφυγε και η περιέργεια.
Το κυρίως πιάτο της ημέρας πάντως ήταν η επίσκεψη σε άλλες misiones. Ήμουν στην ώρα μου για το πρώτο trufi προς το San Rafael, όπου λόγω της δυνατής πια βροχής η λάσπη μας ταλαιπώρησε αρκετά. Δεν είναι και πολύ ωραίο το κοκκινόχωμα όταν βρέχει... Ευτυχώς βρήκα αμέσως trufi για το San Miguel, το οποίο ήταν τόσο sleepy που μέχρι και τα άλογα στην κεντρική πλατεία λιάζονταν σαν τις τομάτες και η εκκλησία που είχα έρθει να επισκεφθώ ήταν κλειστή. Μου είπαν ότι θα άνοιγε στις 2, οπότε έκατσα να φάω σε ένα τοπικό εστιατόριο χωρίς πελάτες, μενού και μάγειρα... α, τελικά εμφανίστηκε μια κυρία (έπρεπε να την ψάξω τρία δωμάτια πιο μέσα, όπου έβλεπε βολιβιάνικη σαπουνόπερα), που μου ανακοίνωσε όλο χαρα πως το μόνο που σερβίρει είναι... milanesa. Δε βαριέσαι, άμα πεινάς όλα γκουρμέ σου φαίνονται (not!).
H εκκλησία πάντως άνοιξε όντως στις 2 και ο φύλακας αποφάσισε να μου πει και πέντε πράγματα, ειδικά για το Hans Roth, το συνεχιστή του Schmidt, τον οποίο και γνώρισε, έναν άνθρωπο που συνέβαλε τα μέγιστα ώστε αυτές οι εκκλησίες των Ιησουιτών να αναπαλαιωθούν. Μου έδειξε ποια κομμάτια ήταν αυθεντικά από την οικοδόμηση των εκκλησιών και ποια αποτελούσαν μέρος της αναστήλωσης, μου είπε πως δέχονται 1-2 τουρίστες 2-3 φορές το μήνα, αλλά και πως στις λειτουργίες η εκκλησία μαζεύει 300-400 πιστούς, ενώ στις γιορτές γεμίζει ασφυκτικά. Ε, αφού δεν έρχονται τουρίστες τουλάχιστον να έρχονται οι πιστοί, σκέφτηκα, ώστε να θαυμάζουν τις πανέμορφες ξύλινες σπιράλ κολώνες, τα πανέμορφα σχέδια στους τοίχους και τις περίτεχνες οροφές. Πραγματικά πολύ ενυπωσιακός ναός, έμεινα πολύ ευχαριστημένος, άξιζε την αναμονή... και τη milanesa.
Έπρεπε να συνεχίσω για Concepcion, αλλά το trufi δεν είχε βρει ακόμη το μίνιμουμ αριθμό επιβατών ώστε να αναχωρήσει, οπότε έκατσα παρέα με τους ντόπιους στον τοπικό συνεταιρισμό ταξί περιμένοντας στωικά να εμφανιστούν κι άλλοι επιβάτες. Η κυρία που έκοβε τα εισιτήρια επέμενε να αγοράσω εγώ άλλα 3-4 για να φύγουμε, αλλά της απάντησα «πριτς». Επέμεινε λίγο αργότερα, οπότε εισέπραξε κι άλλο πριτς και την Τρίτη φορά που μου πρότεινε να πληρώσω για απόντες επιβάτες είπα να πρωτοτυπήσω και της απάντησα πάλι ΠΡΙΤΣ. Τελικά εμφανίστηκε ο ελάχιστος αριθμός επιβατών και φτάσαμε στην Concepcion (άλλη μια mission δηλαδή) το βράδυ. Με τη βοήθεια ενός mototaxi βρήκα ένα κατάλυμα και κοιμήθηκα σε ένα όμορφο δωμάτιο μπροστά σε ένα patio. Δεν ήταν άσχημο μέχρι στιγής αυτό το κομμάτι της Βολιβίας, αλλά σαφώς downgrade σε σχέση με το υπόλοιπο ταξίδι. Θα έμενα και την αυριανή στις misiones, επισκεπτόμενος δυο ακόμη.
Η εκκλησία της Concepcion επισκευαζόταν όταν την επισκέφθηκα, με χρήση απίστευτα πολλών κεραμιδιών. Τελικά ειδοποιήθηκε η κυριούλα του διπλανού γραφείου και μου άνοιξε. Εντάξει, νομίζω ότι μετά και από αυτήν είδα αρκετές εκκλησίες πια. Το διπλανό μουσείο πάντως ήταν πιο ενδιαφέρον: διέθετε μάσκες, φωτογραφίες από την αναστήλωση, σκηνές από ταινίες και θεατρικά που σχετίζονταν με την ιστορία των ιησουιτικών κοινοτήτων, όργανα, άρπες, ενώ επιστρέφοντας στην εκκλησία με γοήτευσαν και οι διαφορετικές σκαλιστές απεικονίσεις σε κάθε έναν από τους πάγκους. Παρά την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική, η Concepcion δεν παύει να είναι μια μεγάλη πόλη και σχετικά μοντέρνα, κάτι που δεν περίμενα.
Για άλλη μια φορά, οι ώρες της μετάβασης στη Σάντα Κρους ήταν λιγότερες από το αναμενόμενο χάρη στους βελτιωμένους δρόμους παρά τη βροχή. Ωστόσο, ο σκοπός ήταν να φτάσω στην Cochabamba και η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν να κάνω άλλες 8 ώρεςς το λεωφορείο. Βρήκα online αεροπορικά εισιτήρια, αλλά το σάιτ της εταιρείας απαιτούσε τον αριθμό της... βολιβιανής μου ταυτότητας, οπότε αναγκάστηκα να πάω στο αεροδρόμιο και να το αγοράσω επιτόπου. Διαπίστωσα κάπως αργά πως αν είχα επιλέξει πτήση μέσω Λα Πας θα είχα κάνει μια από τις διασημότερες αεροπορικές διαδρομές στον κόσμο, λόγω της θέας πάνω από το Illimani, αλλά τι να κάνουμε, ας μου ξεφύγει και κάτι για την επόμενη.
Στην Cochabamba δεν είχα ξαναπάει κι ανυπομονούσα να φτάσω. Μια πόλη χωρίς ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον, αλλά με αυθεντικότητα και πιο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Incallajta, που όπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομα, πρόκειται για πόλη των Ίνκας. Είπα να ξεφύγω λίγο από το μπάτζετ και νοίκιασα ένα ολόκληρο διαμέρισμα για 45$ ημερησίως, ένα κόστος πολύ πάνω από το συνήθη προϋπολογισμό μου, αλλά κάποιες φορές στα ταξίδια πρέπει να μας αυτοκακομαθαίνουμε. Ο ιδιοκτήτης, ένας Γάλλος ονόματι Michael ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων τύπος, όπως εξαιρετικό ήταν και το σήμα Ίντερνετ, αφού το διαμέρισμα βρισκόταν πίσω από την κεραία της εταιρείας τηλεφωνίας κι αποβλακώθηκα μέχρι αργά σερφάροντας.
Την επόμενη βγήκα όλο χαρά στην πόλη για εξερεύνηση. Η πόλη μου έδωσε την εντύπωση ότι είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει η γεωγραφική της θέση: μια μίξη της ινδιάνικης Λα Πας με την κοσμοπολίτικη Σάντα Κρους.
Η πρώτη στάση ήταν στο Convento όπου έφαγα μια χυλόπιτα, πρώτον διότι είναι υπό επισκευή και δεύτερον διότι το μικρό κομμάτι του στο οποίο επιτρέπεται η πρόσβαση είναι επισκέψιμο μόνο το απόγευμα, το οποίο ήταν κακό αφού το απόγευμα είχε Ευρωλίγκα κι επιτέλους είχα σύδνεση για να απολαύσω το πάθος μου. Άρα το συμπαθές μοναστήρι θα χρειαστεί αν περιμένει μέχρι την επόμενη φορά. Έκανα τη βόλτα μου χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα επιβεβαιώνοντας ότι οι Βολιβιανοί είναι πολύ ερωτιάρηδες (τα «Χοσεφίνα σε αγαπώ» στους τοίχους είναι αμέτρητα), βλέποντας ολίγη αποικιακή αρχιτεκτονική κι έναν αδιάφορο καθεδρικό, απολαμβάνοντας μερικά πραγματικά καλά γκραφίτι και τρώγοντας δεύτερη χιλόπιτα από το Palacio Portales που βρίσκεται σε πολύ όμορφη γειτονιά αλλά η επίσκεψη είναι δυνατή μόνο μέσω guided tours τα οποία λαμβάνουν χώρα μόνον τα απογεύματα. Τι διάολο, κανείς δε δουλεύει πρωί στην Cochabamba;
Ε, είπα να κατευθυνθώ προς το άλλο αξιοθέατο της πόλης, που υποτίθεται ότι θα ήταν «μια τεράστια αν και κάπως κλειστοφοβική αγορά όπου μπορεί κανείς να βρει τα πάντα». Η αγορά είχε λίγα πράγματα, κλειστοφοβική δεν ήταν σε καμία περίπτωση και τεράστια ακόμη λιγότερο. Η πόλη πάντως, χωρίς να είναι όμορφη, έχει χρώμα και χαρακτήρα. Βρήκα ένα βιβλιοπωλείο εμ ενδιαφέρον όνομα (the spitting llama) όπου αγόρασα ένα παλιό βιβλίιο για τον Ωνάση και τη Χριστίνα, τίμησα το street food και το παγωτάκι και κατευθύνθηκα στο παλάτι μου για να απολαύσω την Ευρωλίγκα.
Μόλις αυτή ολοκληρώθηκε, κατευθύνθηκα στο Palacio Patino, την έπαυλη ενός βαρόνου του κασσίτερου, όπου ένας ευγενέστατος ξεναγός κι ένα ζευγάρι έγχρωμων πενντάρηδων από την Ιντιάνα ήταν η παρέα μου για τη μισή ώρα περιήγησης στο καταπληκτικό κτίσμα, όπου δυστυχώς απαγορεύονταν οι φωτογραφίες, διότι πραγματικά άξιζε την επίσκεψη.
Η Cochabamba μπορεί να μη διαθετει τίποτε αξιοθέατα πρώτης γραμμής, είναι όμως μια πόλη με χρώμα, πάμφθηνα ταξί, καλά εστιατόρια και σε ένα από αυτά κατέληξα κι εγώ, στο αργεντίνικο La Estancia, όπου αν και δεν είμαι τόσο φαν του κρέατος πρέπει να ομολογήσω πως η αναλογία ποιότητας/τιμής ήταν εξαιρετική. Τρώγοντας ψιλοπαρακολούθησα κι ένα ματς ποδοσφαίρου που διεξαγόταν στο γειτονικό γήπεδο και στο οποίο αμφιταλαντευόμουν να πάω, αλλά τελικώς δικαιώθηκα, αφού οι κερκίδες ήταν σχεδόν άδειες, παρότι η πέμπτη στη βαθμολογία Cochabamba κέρδισε την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος. Ρώτησα προς τι η χαμηλή προσέλευση φιλάθλων και μου είπαν ότι και οι ίδιοι οι κάτοικοι απορούν, διότι η ομάδα τους τα πηγαίνει αρκετά καλά. Αργότερα κλασικά χάθηκα στην ευρύτερη περιοχή, που ήταν σαφώς upmarket με πολυτελή γυμναστήρια, μερικά σουσάδικα και όπου οι μόνοι ινδιάνοι ήταν οι πλανώδιοι πωλητές.
Ευχάριστη η μέρα γενικώς, χωρίς να έχει ιδιαίτερες συγκινήσεις. Για την επόμενη σχεδίαζα να επισκεφθώ ένα χωριό ονόματι Totora και να δειπνήσω σε κάποιο από τα πολλά υποσχόμενα εστιατόρια της πόλης. Είπαμε, δε σκίζει κι από αξιοθέατα η πόλη, αλλά μου άρεσε ό,τι έβλεπα, απολάμβανα την ξεκούραση... και το ίντερνετ με την Ευρωλίγκα. Καμιά φορά κι αυτά τα διαλείματα είναι απαραίτητα σε ένα πολύμηνο ταξίδι.