• Η αναδρομή στο παρελθόν συνεχίζεται! Ψηφίστε την Ταξιδιωτική Ιστορία του μήνα για τους μήνες Μάιο - Σεπτέμβριο 2020 !

Αργεντινή Βολιβία Περού Χιλή Χαμένες πόλεις, Τσε, παγετώνες και έρημοι (Περού, Βολιβία, Χιλή, Αργεντινή και Ανταρκτική)

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.737
Likes
22.850
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
Έγινε συνήθεια να είμαστε πάνω από τα σύννεφα.

View attachment 207286

View attachment 207287

Ο Δον Τόμας ετοιμάζοντας το πρωινό μας χαράματα. View attachment 207288

Όλοι χρειάστηκαν γαϊδουράκι για να περάσουν το ποταμάκι εκτός από τον αίλουρο Κρεκούζα, εξάλλου με 115 κιλά δεν νομίζω να τα καταφερνε το κακόμοιρο. :)
View attachment 207289
Λες και γυρίζουμε ταινία στην Αγρια Δύση...
View attachment 207291

View attachment 207294

View attachment 207290

View attachment 207292 View attachment 207295
Ποτέ δε γνωρίζαμε τι μας περιμένει στην επόμενη στροφή!

View attachment 207293
Έχω να ανέβω σε γαιδουρακι 30 χρόνια.... Είναι το αγαπημένο μου ζωακι. -
 
Last edited:

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.737
Likes
22.850
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
Με εχεις συγκινησει κι αλλες φορες με τις αφηγησεις σου, αυτη τη φορα ομως με εστειλες κανονικα. Για να φτασω εγω η νεαντερταλια να σε διαβαζω απο δανεικο σμαρτφον και να σχολιαζω απο τη Μηλο, τι να λεμε τωρα...
Είμαι δύο μέρες στη Λέρο και η μόνη επαφή που έχω μέχρι τώρα με το νησί είναι όταν μπαίνω στη θάλασσα για να σβήσω το κάψιμο του ήλιου... Κατά τα άλλα είμαι στο Περού και πανευτυχης!!! :D
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
10.020
Likes
52.863
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Η ανατολή του ηλίου στη λίμνη Τιτικάκα ήταν φοβερή. Το ίδιο και η πρωινή μου διάρροια, αλλά δεν τρέχει και τίποτε(εκτός από το ασταμάτητο καζανάκι). Ξυπνήσαμε νωρίς ώστε να προλάβουμε και το τοπικό αρχαιολογικό μουσείο το οποίο μας είπαν πως άνοιγε στις 7, αλλά τελικώς δεν ίσχυε, τσάμπα ξυπνήσαμε τόσο νωρίς, αν κι έτσι κι αλλιώς φαινόταν σε εικόνα διάλυσης απ’ όσο μπορέσαμε να διακρίνουμε από τα στην καλύτερη κατασκονισμένα και στη χειρότερη σπασμένα τζάμια του.

Αποφασίσαμε να πάρουμε το καραβάκι για το νότιο κομμάτι του νησιού, όπου και διαπιστώσαμε πως δεν προλαβαίναμε να φτάσουμε στο Yumani, αλλιώς θα χάναμε το λεωφορείο των 10.30 για τη Λα Πας, όπου έπρεπε να φτάσουμε σύντομα ώστε να πάμε στο Iskanwaya και να προλάβουμε να επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα 1-2 μέρες αργότερα για να παραλάβουμε την Άνγια που θα ερχόταν αεροπορικώς, μεγάλη η χάρη της. Έτσι φάγαμε ένα σαντουιτσάκι στο λιμάνι και μετά από ένα περίπλου με μια επιπλέουσα παντόφλα καταλήξαμε με ένα λεωφορείο της κακιάς ώρας στη Λα Πας και συγκεκριμένα στη γειτονιά των νεκροταφείων, όπου ρωτώντας μάθαμε ότι όντως υπάρχει μια εταιρεία ονόματι ΤΡΙ που φεύγει γι’ αυτό το μακρινό Iskanwaya τις Τρίτες στις 4 το πρωί (!) και μάλλον κι άλλη μία που φεύγει τις Δευτέρες, δηλαδή αύριο. Δυστυχώς το τουριστικό γραφείο της –πολύ ενδιαφέρουσας- γειτονιάς των νεκροταφείων ήταν κλειστό (Κυριακή γαρ) και κανείς άλλος δεν ήξερε πως ΔΙΑΟΛΟ θα φτάναμε σε αυτό το Iskanwaya, που κάθε μέρα που περνούσε φαινόταν όλο και πιο «χαμένη» πόλη (που’ σαι @James με τα googlemaps σου να μας χαρείς).

Η είσοδος πάντως στη Λα Πας οδικώς από το προάστιο του El Alto είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή, όπου το φοβερό χιονισμένο Illimani εμφανίζεται ανάμεσα σε άθλιες πολυκατοικίες και τα καλώδια του νεότατου τελεφερίκ που εδώ και ένα χρόνο επιτέλους προσφέρει ανθρώπινη πρόσβαση –και νέες δυνατότητες μεταφοράς και εργασίας- στους κατοίκους μιας εκ των πιο διαβόητων γειτονιών νοτιαμερικάνικων πρωτευουσών. Κάναμε τη βολτίτσα μας στη Λα Πας περιφερόμενοι με τους σάκους μας στις υπαίθριες αγορές, τα καταστήματα χειρομαντείας και ...κοκαμαντείας, θαυμάζοντας τα ομοιώματα κρεμασμένων κλεφτών με σημειώματα «εδώ κρεμάμε και καίμε όποιον κλέβει την πραμάτεια μας» (και το εννοούν, η αυτοδικία στα υψίπεδα των Άνδεων είναι σοβαρή υπόθεση), μέχρι που είδαμε ένα- ο Θεός να το κάνει - γήπεδο-όπου διεξαγόταν τοπικό ματς ποδοσφαίρου και είπαμε να το τιμήσουμε με την παρουσίας μας (που’ σαι @10900km να μας θαυμάσεις). Το γήπεδο ήταν γεματο μεθυσμένους αλλά ο φωτεινός πίνακας περιέργως λειτουργούσε, οπότε μάθαμε πως η τοπική ομάδα απέσπασε ένα τιμητικό 1-1 από τη φιλοξενούμενη του Desaguadero (μιλάμε για συνοριακή πόλη, φανταστείτε κάτι σαν το Διδυμότειχο), αντί να φάει τρία όπως θα όφειλε βάσει της εικόνας του ματς. Γελάσαμε αρκετά με κάποιους παίκτες με εντυπωσιακές μπυροκοιλιές και κινήσαμε για το ξενοδοχείο που είχε κλείσει ο Κρεκούζας, το οποίο δε βρήκαμε ποτέ, οπότε καταλήξαμε σε ένα άλλο με τα μισά λεφτά, κανένα πρόβλημα.

Την επόμενη μέρα θα ξυπνούσαμε στις 3 ώστε να πάρουμε εκείνο το λεωφορείο που ελπίζαμε πως θα υπήρχε, οπότε απολαύσαμε ένα θεϊκό ζεστό ντους (στην Τιτικάκα δεν υπήρχε η αντίστοιχη δυνατότητα) κι είπαμε να πάμε μια βολτίτσα στο κέντρο της Λα Πας. Ήμασταν δίπλα στο San Francisco, οπότε αρκετά κεντρικά ώστε να κινηθούμε με τα πόδια και να δούμε τους γνωστούς υπάιθριους κωμικούς με αστεία επιπέδοου Σεφερλή και βγάλε (τα μισά τελείωναν με κλανιές και τα άλλα μισά με κάποιον άνδρα να εμφανίζεται με περούκα και φούστα), τους δρόμους γεμάτους από κόσμο, μια μεθυσμένη που μου την έπεσε αποκαλώντας με «παίδαρο» (με μέτρο το αλκοόλ παιδιά, προκαλεί τύφλωση) την οποία απέφυγα με μια επιδέξια τρίπλα και καταλήξαμε στην plaza Murillo όπου ένας μοναχικός Κινέζος έπαιζε όπερα με ένα είδος άρπας. Από εκεί η οδός Jaen, το πιο ιστορικό δρομάκι αυτής της πολύ υποτιμημένης πρωτεύουσας που δε φαίνεται να αλλάζει με την πάροδο των δεκαετιών, είναι ζήτημα πέντε λεπτών για να βρούμε ένα καταπληκτικό μπαράκι με το όνομα Chopperia, ένα πραγματικό θησαυρό από αντίκες, για να μη σας πω ότι μέχρι και η μπαργούμαν βλεπόταν. Βγάλαμε φωτογραφίες δίπλα στο ομοίωμα στου ψηλότερου Βολιβιανού όλων των εποχών ύψους 2.40 και παραγγείλαμε δυο αξιοπρεπέστατες πίτσες από τις οποίες φαγώθηκε μόνο η μία, αφού του Κρεκούζα ως συνήθως ήρθε με ρίγανη παρότι είχε ζητήσει το αντίθετο, οπότε και τη χάρισε σε μια γλυκύτατη υπαίθρια πωλήτρια χαρτομάντηλων απέξω, που μας χάρισε ένα εκπληκτικό χαμόγελο για την καλή μας πράξη της ημέρας (της νύχτας τέλος πάντων).

Ο ύπνος μας διήρκησε μόλις 3 ώρες, λόγω της μετάβασης μας σε αυτό το Iskanwaya… ή έτσι νομίζαμε. Εμείς μπορεί να ήμασταν στην ώρα μας μέσα στο απίστευτο κρύο στις 3.10 στη γειτονιά των νεκροταφείων, ανάμεσα σε μεθυσμένους, αλλά το λεωφορείο δεν το βρίσκαμε πουθενά. Συνεχίσαμε την αναζήτηση σε μια γειτονιά όπου οι πάντες μέσα στο μισοσκόταδο ουρούσαν υπαιθρίως, ένας τυφλός την έπεφτε σε μια υπάιθρια σουβλατζού που μαγείρευε σουβλάκια από δεν ξέρω τι πρώτη ύλη (παιδάκια;; ) ανάμεσα σε ντόπιους που κατουρούσαν κι εμείς το μόνο λεωφορείο που βλέπαμε πήγαινε για το Charazani, που δεν μας έκανε. Οι οδηγοί πάντως επέμεναν ότι για να φτάσουμε στο ευλογημένο Iskanwaya και τον ενδιάμεσο σταθμό του χωριουδάκι Aucapata θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τις 6 για να έρθει το σχετικό λεωφορείο, οπότε σκοτώσαμε δυόμιση ώρες σε ένα παρακμιακό μαγαζί που σέρβιρε δυο προϊόντα: ένα φουσκωμένο ψωμί που θα ήθελε να μοιάζει σε καλτσόνε αλλά πρακτικά ήταν σαν αποτυχημένη γκαστρωμένη τυρόπιτα χρώματος προφυλακτικί (κατά το κεραμιδί, βυσσινί κλπ είναι και το χρώμα των προφυλακτικών) κι ένα μωβ ποτό που θα ήθελε να είναι βυσσινάδα αλλά μάλλον σε αναβράζον κουστούμι της ιστορικής Φρουτοπίας έφερνε, σε υγρή μορφή. Παράγγειλα κι από τα δύο αλλά τόλμησα να φάω μόνο το ψωμάκι, που ήταν αξιοπρεπές, σε αντίθεση με τη ντεμέκ ταινία που πρόβαλλε το κατάστημα όπου ένας Ρώσος κατάδικος σάπιζε στο ξύλο σε ένα τουρνουά κρατουμένων στη Γεωργία τους πάντες και προσπάθησε να το σκάσει χτίζοντας μια συγκινητική φιλία με έναν Αμερικανό συνκατάδικο εν μέσω πολλής σφαλιάρας, καρπαζιάς και φάπας σε άλλους κατάδικους, δεσμοφύλακες και περαστικούς σε τοπία τόσο σχετικά με τη Γεωργία όσο και το φοξ τροτ με τη Μογγολία. Υπέστη το ψωμάκι, την ταινία, αλλά το φωσφορίζον αφέψημα αποδείχθηκε too much για την αφεντιά μου. Ομοία τύχη είχε και η απόπειρα να φτάσουμε στην Aucapata εκείνη την ημέρα, αφού τελικώς η δεύτερη εταιρεία αποδείχθηκε ότι πηγαίνει στην Aucapata μόνο όποτε της καπνίσει και τη συγκεκριμένη μέρα ήταν άκαπνη: θα έπρεπε να ξανάρθουμε στην Οδό Σουβλατζήδων, Ουρώντων και Χαζοταινιών ξανά την επομένη, πάλι στις 3.

Δε βαριέσαι, συμβαίνουν αυτά, άλλωστε αυτό το Iskanwaya πρέπει να το αξίζει, σκέφτηκα. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο κατά τις 6.30, κατάκοποι οπότε και πέσαμε ξεροί μέχρι τις 12, μετά ιντερνετίσαμε μέχρι τις 4, ο Κρεκούζας διαπίστωσε τις χαρές της ακτάσχετης διάρροιας ενώ συνδεόταν στα σόσιαλ μύδια από τρεις διαφορετικές συσκευές και τελικά αποφασίσαμε να πάμε άλλη μια βόλτα στην αγαημένη Λα Πας. Απ ‘ο,τι φαίνεται πάντως τη χρειαζόμασταν μια έξτρα ελεύθερη ημέρα και η πόλη σίγουρα τη δικαιούται: μπορεί να μην έχει τα τρομερά αξιοθέατα, ωστόσο φάγαμε σε ένα κατάστημα-αντίκα, περπατήσαμε όλο το Prado με τα πόδια, πέσαμε πάνω σε ένα casting Βολιβιανών μοντέλων (η μια ασχημότερη από την άλλη κι όλες μαζί χειρότερες κι απ’την πρώτη σύζυγο του Τσε, τη Hilda Gadea, γκουγκλάρετε και θα με καταλάβετε) και περάσαμε ένα απόγευμα απολαβάνοντας μια πόλη ολοζώντανη, αυθεντική, αντιτουριστική και ινιδάνικη. Αύριο όμως βρέξει-χιονίσει θα φτάναμε στο Iskanwaya, τη μυστηριώδη χαμένη πόλη τηw Βολιβίας, δε μας σταματούσε κανείς...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
10.020
Likes
52.863
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Ανατολή ηλίου πάνω από την Τιτικάκα.
DSC04939.JPG
Οι συνεπιβάτες μας στη βάρκα.
DSC04941.JPG

Πάντα μου φαίνονταν εξωτικές οι χιονισμένες βουνοκορφές πάνω από την Τιτικάκα.
DSC04945.JPG
Παράκτια λάμα, δεν το βλέπεις και συχνά, αλλά με το υψόμετρο της Λα Πας όλα γίνονται.
DSC04949.JPG

Το Ιλιμάνι πάνω από το El Alto.
DSC04951.JPG

Ορίστε, η μαντάμ Μάγδα διαβάζει την τύχη σας σε φύλλα κόκας, κάνεις σπονδές για ταξίδια σπουδές, ζευγάρια, στην Πατσαμάμα και καλεί και τα πνεύματα.
DSC04953.JPG
Όποιος κλέβει να ξέρει τι τον περιμένει, όχι παίζουμε με δικαστήρια, εφέσεις και αηδίες.
DSC04959.JPG

Σέντερ φορ μπυροκοιλώνης. Ά Εθνική παρακαλώ.
DSC04962.JPG

Απαγορεύεται η είσοδος σε μεθυσμένους. Δεν εφαρμοζόταν και πολύ φανατικά η απαγόρευση...
DSC04963.JPG
Τις αγαπώ, σας το είπα;

DSC04964.JPG

Η plaza Murillo το βράδυ.
DSC04972.JPG
Και το μπαράκι-αντίκα.
DSC04976.JPG
Η οδός Jaen.
DSC04978.JPG
DSC04984.JPG

Αγαπάμε La Paz διότι είναι αντιτουριστική κι εναλλακτικά όμορφη.
DSC04988.JPG
Αν έχει βλάβη να δω πώς θα βρει άκρη ο ηλεκτρολόγος.
DSC04990.JPG

"Εθνικό Μνημείο, απαγορεύεται να βάφετε και να κολλάτε αφίσες".
DSC04991.JPG

Μεγάλη επιτυχία οι Σεφερλήδες, τίγκα τα σκαλιά, καλό ε;
DSC04969.JPG
 
Last edited:

panius

Member
Μηνύματα
668
Likes
2.744
Καλά και τα εναλλακτικά, αλλά το highlight είναι αυτό μακράν!!! Αυτό είναι που πρέπει να δει κανείς ακομα και με πινακίδες rooms to let, souvenirs from Peru, και Incas Palace Hotel να αναβοσβήνουν στα βράχια από πάνω! Ελπίζω να τα καταφέρω να πάω μέσα στα επόμενα 2 χρόνια!
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
10.020
Likes
52.863
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Όσον αφορά το Iskanwaya, το google maps σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ναι, είπαμε και μεις να το παίξουμε ψαγμένοι αλλά το παρακάναμε.
Καλά και τα εναλλακτικά, αλλά το highlight είναι αυτό μακράν!!! Αυτό είναι που πρέπει να δει κανείς ακομα και με πινακίδες rooms to let, souvenirs from Peru, και Incas Palace Hotel να αναβοσβήνουν στα βράχια από πάνω! Ελπίζω να τα καταφέρω να πάω μέσα στα επόμενα 2 χρόνια!
Όπως τα λες, εννοείται ότι είναι το καρα-χάιλάιτ, για πολλούς μιας ταξιδιωτικής ζωής ολόκληρης.
Καλά, έτσι που τα γράφουμε στο φόρουμ θα μας διαβάζει κανείς και θα νομίζει ότι το Μάτσου Πίτσου έχει ξέρω γω τα πλήθη της Ντίσνεϊλάντ, από τις φωτογραφίες που βάλαμε κι εμείς κι άλλα μέλη είναι ξεκάθαρο πόσο λίγος είναι ο κόσμος ακόμη. Θα είναι πάντως ενοχλητικό το περιορισμένο ωράριο, αυτό βλέπω ως βασικότερο πρόβλημα των νέων κανονισμών, αν και μένει να δούμε πώς θα εφαρμοστούν.
 
Last edited:

coco

Member
Μηνύματα
1.301
Likes
2.285
Επόμενο Ταξίδι
ιταλια παλι
Ταξίδι-Όνειρο
ρωσια
Ολοι εμεις που διαβαζουμε και βλεπουμε φωτογραφιες και περναμε τοσο ομορφα μαζι σας,νομιζω σας χρωσταμε μια πιο ενεργη αναμειξη στην ιστορια σας..Προτεινω μολις ολοκληρωθει,να ψηφισουμε την πιο ομορφη ,δυνατη φωτογραφια και τον λογο που μας αρεσε η μας συγκινησε!
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
10.020
Likes
52.863
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Ξανά λοιπόν στις 3 το πρωί βρισκόμασταν να τουρτουρίζουμε στην αγαπημένη μας γωνία, δίπλα στη σουβλατζού, τους τύπους που ουρούσαν και μερικά λεωφορεία, χωρίς να δυσκολευτούμε να βρούμε το δικό μας: ήταν το πιο χρέπι απ’ όλα. Η καλή είδηση ήταν ότι δεν ήταν γεμάτο, άρα θα είχαμε κάποια σχετική άπλα με μόλις 15 επιβάτες σε ένα λεωφορείο 50 θέσεων. Η κακή είδηση ήταν πως το λεωφορείο σκυλοβρωμούσε, μιλάμε για φοβερή μπίχλα. Αγαπάμε ντεμέκ ΚΤΕΛ κι εγώ έχω μια άλφα ανθεκτικότητα στη βρώμα, αλλά ο Κώστας πέρασε σχεδόν και τις δέκα ώρες της διαδρομής κρατώντας τη μύτη του, έχοντας μόνο τα γκατζετάκια του να του παίζουν μουσική για παρηγοριά.

Οι επιβάτες από την άλλη πλευρά ήταν απίθανοι! Είχα βρει μια μόνο μαρτυρία από κάποιον Ισπανό (νομίζω) που είχε κάνει τη διαδρομή κι είχε επισκεφθεί το Iskanwaya. Αποφεύγοντας ρατσιστικές υπερβολές περιέγραφε πως οι επιβάτες ανέδυαν περίεργες μυρωδιές λόγω των τροφίμων που κατανάλωναν, των πολλών ωρών χωρίς τη δυνατότητα «να φρεσκαριστούν» και «μιας ιδιαίτερης μυρωδιάς που ίσως να είναι δυσάρεστη για κάποιους». Για τις μυρωδιές είχε ένα δίκιο, αν και ήταν μίξη των επιβατών και της μυρωδιάς που ανέδυε το λεωφορείο. Συνταξιδέψαμε με μερικές απίθανες φαφούτες γριούλες, μερικά μωρά σε υφασμάτινα μαντήλια δεμένα στην πλάτη των μανάδων τους, κανα-δυο μοναχικούς νέους και μερικούς επικούς παππούληδες.

Η διαδρομή ήταν απίστευτα άδεια... Ούτε ένα αυτοκίνητο για ώρες στους χωμάτινους δρόμους που οδηγούσαν στην Aucapata, το χωριό από το οποίο... με κάποιον τρόπο θα φτάναμε στην Iskanwaya. Τοπία ξερά, μυστηριώδη, αλλά όχι τόσο όμορφα όσο αυτά που είχαμε συνηθίσει στο Περού. Ο στωικός οδηγός του λεωφορείου οδηγούσε στο χείλος του γκρεμού για ώρες, οι επιβάτες άρχιζαν να ροχαλίζουν ή να μασουλάνε φύλλα κόκας, δεκάδες εκ των οποίων στόλιζαν το πάτωμα σύντομα κι εμείς συνεχίζαμε να βλέπουμε από τα βρώμικα παράθυρα χωριά ξεχασμένα ακόμη κι από το χρόνο. Σε ένα τέτοιο χωριό φάντασμα κάναμε και μια στάση για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα της φύσης, όπου ένα κουφάρι γηπέδου ποδοσφαίρου με σκουριασμένα δοκάρια ανταγωνιζόταν ένα σάπιο λεωφορείο για το βραβεία ντεκαντάνς κι επιτέλους εμφανίστηκε κι ένα δείγμα ζωής: δυο γιαγιάδες που κάθονταν πάνω σε σκαμπό μπροστά από ένα άδειο τσίγγινο περίπτερο. Πώς ζουν οι άνθρωποι σε τέτοια μέρη, όπου το μοναδικό λεωφορείο περνάει δυο φορές την εβδομάδα και μεταφέρει όλους κι όλους 15 ανθρώπους;

Τα ξερά βουνά συνεχίστηκαν, η ατέλειωτη σκόνη το ίδιο, όπως και οι στροφές και μετά από 11 ώρες καταλήξαμε σε ένα κεφαλοχώρι, όπου το λεωφορείο σταμάτησε. Δεν κατάλαβα τι περιμέναμε, αλλά το πιο ανησυχητικό ήταν πως ούτε ο οδηγός το ήξερε... Περιμέναμε μισή, μία ώρα μέχρι που αποφάσισα να βρω ένα τρόπο να φτάσουμε μέχρι το Iskanwaya, έτσι κι αλλιώς το λεωφορείο δε θα μας πήγαινε μέχρι τέλους, ακόμη κι εκεί που θα μας άφηνε θα έπρεπε να βρούμε κάποιον/κάτι/κάπως να μας πάει μέχρι το ευλογημένο Iskanwaya. Τελικώς ρωτώντας βρήκα έναν Juan που μετέφερε κάτι μεταλλωρύχους σε ένα ορυχείο σχετικά κοντά στον αρχαιολογικό χώρο (τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν!) και δέχτηκε να μας πάει μέχρι εκεί. Δυστυχώς θέση δεν απέμενε στο βανάκι του, που ήταν γεμάτο με σίδερα, εργαλεία, μπογιές, σακιά, κόντρα πλακέ και σκούπες, πάνω στα οποία έπρεπε να κάτσω για ένα δίωρο περίπου, ισορροπώντας ανάμεσα σε μια πόρτα ασφαλείας και δυο σακιά τσιμέντο επί αμέτρητες στροφές σε ένα δρόμο που δυο φορές που συναντηθήκαμε με άλλο όχημα αναγκαστήκαμε να ακροβατήσουμε σε ένα γκρεμό όπου το παραμικρό λάθος θα μας έκανε μονόστηλο στις ανακοινώσεις κηδειών στην τοπική εφημερίδα, που σιγά μην υπάρχει. Φτάσαμε στο ορυχείο χρυσού, το οποίο ήταν ιδιωτικό και πολύ μικρό. Υποτίθεται πως η στάση μας εκεί θα διαρκούσε δέκα λεπτά, δηλαδή είκοσι, εντάξει σαράντα όλα κι όλα και φύγαμε. Ο Juan μας ξεκαθάρισε πως δε θα μπορούσε να μας πάει όλο το δρόμο μέχρι το Iskanwaya γιατί είναι πολύ κακοτράχαλος (κι άλλο;;; πόσο πιο κακοτράχαλος;; στο κακοτραχαλόμετρο είχαμε χτυπήσει κόκκινο...), αλλά θα μας άφηνε όσο πιο κοντά γινόταν στο σπίτι του Waldo, για τον οποίον είχα διαβάσει στο blog του (νομίζω) Ισπανού ότι είναι ο μόνος κάτοικος σε περπατήσιμη απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος... του ανήκει. Ο Juan ζήτησε να του πληρώσουμε το 50% του συμφωνηθέντος ποσού, το οποίο ευγενικά αρνήθηκα. Γούστο θα είχε να έπαιρνε τα μισά, να μην ξαναρχόταν και να περνούσαμε το βράδυ στου... Waldo.

Κατεβήκαμε τις (κακοτράχαλες) στροφές κι επιτέλους είδαμε το σπίτι του Waldo. Πού ζει ο άνθρωπος; Ο οπίος άνθρωπος είναι ένας 51χρονος κύριος που ζει χωρίς ρεύμα κυριολεκτικά στην ερημιά με την κυρά του, έχει όμως νερό κι ένα κινητό και ψιλοφροντίζει τα αρχαία (είδα μια σκούπα είναι η αλήθεια), λόγος για τον οποίο οι αρχές του κόβουν ε΄να χατζηλίκι, προφανώς ώστε να μη φύγει κι αυτός από την περιοχή. Οι κοντινότεροι γείτονές του είναι οι εργάτες σε ένα ορυχείο που βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά. Τον ρώτησα αν έρχονται τουρίστες. «Βέβαια, συνέχεια!», απάντησε. «Τον προηγούμενο μήνα ήρθε ένας, τον Ιούνιο άλλοι δυο ενώ έρχονται και οι αρχαιολόγοι μια-δυο φορές το χρόνο, αλλά μετά φαίνεται να ξεχνάνε το μέρος κι εξαφανίζονται για λίγους μήνες». Μάλιστα, 1-2 τουρίστες το τρίμηνο και μερικοί αρχαιολόγοι δυο φορές το χρόνο, μόλις γίναμε δεκτοί σε ένα πολύ exclusive club... Ο Waldo μας ζήτησε πέντε λεπτά και θα μας οδηγούσε ο ίδιος στον αρχαιολογικό χώρο.

Το μονοπάτι ήταν πολύ κουραστικό, μάλλον επειδή είχαμε «αδειάσει» από τα δύο τρεκ. Αλλά σε λίγα λεπτά θα έβλεπα επιτέλους το Iskanwaya. Ο οδηγός μου προειδοποιούσε πως η σύγκριση με το Μάτσου Πίτσου ήταν «ελαφρώς αισιόδοξη» αλλά η υπόνοια ότι «φαίνεται πιο εξωγήινο από το Tiwanaku», δηλαδή τον εντυπωσιακότερο αρχαιολογικό χώρο της χώρας (με σημαντικότατη ιστορία) μου είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, όπως και η έλλειψη περεταίρω πληροφοριών, πέραν του ότι αποδίδεται στους Mollu, χρονολογείται ανάμεσα στο 1145 και το 1425 και περιλαμβάνει πάνω από 70 κτίρια, τείχη, δρόμους, πλατείες και αποθήκες. Είναι να μην είχα προσδοκίες;

Η πρώτη θέα ήταν απογοητευτική: κάποιοι πλίνθοι που από μακριά δεν ξεχώριζαν και πολύ από το έδαφος του βουνού, με background ένα ξερό, γκρίζο, καταθλιπτικό τοπίο. Αμάν, γι’ αυτό τον έφερα τον Κώστα μέχρι εδώ; Σιγά-σιγά πάντως, όσο πλησιάζαμε, το ένα τοιχάκι φάνηκε να μετατρέπεται σε ολόκληρη πόλη. Όχι εντυπωσιακή αλλά θετικά περιέργη, και κάπως μυστηριώδης, με τον καημένο το Waldo να μοιράζεται μαζί μας τα ελάχιστα πράγματα που γνώριζε για το μέρος: αγρότης είναι, όχι αρχαιολόγος. Η αλήθεια είναι ότι όσο γυρίζαμε το χώρο λίγο περισσότερο, άρχισα να τον συμπαθώ (το χώρο εννοώ), αλλά μια απογοήτευση την ένιωσα για να είμαι ειλικρινής. Χάρηκα που έφτασα μέχρι εκεί, που το είδα, αλλά φοβάμαι ότι αν το συστήσω σε κάποιον άλλον, δεν το γλιτώνω το βρωμόξυλο. Είναι από αυτά τα μέρη που είναι περίεργα, μυστηριώδη, καταθλιπτικά και απογοητευτικά ταυτόχρονα. Από αυτά που μόνο εγώ πηγαίνω. Μόνο που αυτή τη φορά έσυρα και τον Κώστα μαζί μου, η όλη περιπέτεια μας «κόστισε» 3 γεμάτες μέρες και σίγουρα θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει άλλα πράγματα, άλλωστε ο δικός του χρόνος θα τελείωνε σύντομα και πρακτικά είχε θυσιάσει το μονοπάτι του Τσε για κάτι που ήταν πιο «Γιώργος» απ’ ό,τι «Κώστας».

Αυτά σκεφτόμουν όσο πήραμε το (κακοτράχαλο, είπαμε) μονοπάτι της επιστροφής, με το ανέβασμα να μου φαίνεται ένας μικρός Γολγοθάς και την ανησυχία να εντείνεται βλέποντας ότι ο Juan δεν είχε έρθει. Ανακουφίστηκα όταν είδα το φορτηγάκι του να εμφανίζεται κι ενώ ανεβαίναμε τα απίστευτα κατσάβραχα με βομβάρδιζε με ερωτήσεις που έδειχναν μια τεράστια δίψα για πληροφορίες, λογική για άποιον που ζούσε στο τέρμα Θεού: Σε ποια χώρα σκοτώνονται οι μαύροι μεταξύ τους; Πώς είναι η οικονομία της Χιλής; Τι γίνεται στην Κούβα; Η συζήτηση μαζί του ήταν ενδιαφέρουσα, μάθαμε πως το ορυχείο χρυσού είναι πρακτικά ένας συνεταιρισμός ανάμεσα σε τρεις μικροεπενδυτές με πραγματικά μικρό κεφάλαιο (όχι αυτό που φαντάζεται κανείς όταν ακούει τις λέξεις «ορυχείο χρυσού»), ότι ο Juan είναι ενεργότατο μέλος του MAS (Κίνημα προς το Σοσιαλισμό, το κυβερνών κόμμα του προέδρου Έβο Μοράλες) και πως κατά τη γνώμη του ο Έβο κάνει «πολύ καλή δουλειά, άστους να λένε βλακείες, έχει αλλάξει τη χώρα».

Με τα πολλά φτάσαμε και στο χωριό Aucapata, το οποίο φαινόταν εκπληκτικά αυθεντικό: μια μεγάλη κεντρική πλατεία, δεν υπήρχε νερό προς πώληση, ούτε ένα εστιατόριο στην πλατεία, τρεις γιαγιούλες όλες κι όλες και μια καταπληκτική θέα από τις επιβλητικές Άνδεις απέναντι. Ψάξαμε να βρούμε το μουσείο, στο οποίο είχα διαβάσει ότι θα μπορούσαμε να δούμε κάποια από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην Iskanwaya. Αποδείχθηκε ότι το μουσείο δεν είχε υπαλλήλους και βασικά ήταν ένα κλειδωμένο σπίτι, τα κλειδιά του οποίου είχε... η τοπική μπακάλισσα! Την οποία εντοπίσαμε κι οι πόρτες του παλιού αρχοντικού άρχισαν να ανοίγουν μία-μία για να αντικρύσουμε μια συλλογή από κεραμεικά σε βιτρίνες άλλης εποχής και βρώμικες, χωρίς καμία παρουσίαση, λεζάντα, επεξήγηση σε ένα κτίριο αξιολάτρευτα ετοιμόρροπο. Ήταν κρίμα που δεν είχαμε αρκετό χρόνο για να εντοπίσουμε κάποιον που να μπορεί να μας δώσει έστω μια ελάχιστη επεξήγηση, αλλά πλέον η προτεραιότητα ήταν να βρούμε κάποιον να μας φιλοξενήσει και μέσω μιας άλλης cholita (ινδιάνα με παραδοσιακη φορεσιά) βρήκαμε ένα δωμάτιο για 4€/άτομο σε ένα σπίτι με κηπάκο. Κλειδί δεν υπήρχε, αλλά υπήρχαν δυο κρεβάτια και δυο κουβέρτες που εν τέλει ήταν και το πιο βασικό. Πεινούσαμε σα λύκοι, ρωτήσαμε πού στο καλό τρώει κανείς σε αυτό το χωριό και αποδείχθηκε πως υπάρχουν τέσσερεις επιλογές, δηλαδή τρεις, οι εξής δύο: η κυρία Μπέρτα, η οποία βασικά είχε στήσει ένα ολόκληρο τραπέζι στην κουζίνα της, όπου κάτσαμε για να απολαύσουμε το φαγητάκι που μας έφτιαξε για 1,2€: σουπίτσα, τηγανητή πατάτα κομμένη στο χέρι και ρύζι με ολίγον από κρέας. Η κυρα-Μπέρτα μαγείρευε βλέποντας σε ένα DVD μια απίστευτα καλτ μεξικάνικη σειρά 25ετίας με ένα ορφανό παιδάκι και μια καλή υπηρέτρια που βασανίζονται από μια κακιά πλούσια. Εξίσου καλτ ήταν η σκηνή όπου μια πελάτισσα μπήκε στην κουζίνα της Μπέρτα κι έγινε ένας υπολογισμός του ρεφενέ σε τεφτέρι... Εικόνες της Ελλάδας του ’50 σε ένα συμπαθές μπακάλικο ενός απίθανου χωριού των Άνδεων, το οποίο δε διέθετε εμφιαλωμένο νερό, οπότε αρκεστήκαμε στη δίλιτρη Coca Cola, την οποία και εν τέλει χαρίσαμε στους άλλους δυο συνδαιτημόνες με τους οποίους μοιραζόμασταν το τραπέζι της Μπέρτα.

Γυρίσαμε προς το δωμάτια για να κοιμηθούμε λίγες ώρες, αφού το λεωφορείο θα έφευγε... στις 2 το πρωί κι αν το χάναμε θα έπρεπε να περιμένουμε τρεις μέρες. Στο δρόμο για το κατάλυμά μας περάσαμε πάλι τις γριούλες που έπλεκαν, μερικά γουρουνάκια και κάποια παιδάκια που έπαιζαν ποδόσφαιρο στους κατά τ’άλλα άδειους δρόμους του γραφικού χωριού. Σκέφτηκα ότι θα αξιολογούσα το Iskanwaya την επομένη, με πιο καθαρό μυαλό, αλλά αν μη τι άλλο η επίσκεψη και μόνο στην Aucapata άξιζε τον κόπο. Άλλες Άνδεις εδώ, εξίσου μαγικές πάντως.
 

Εκπομπές Travelstories

Booking.com

Ενεργά Μέλη

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.745
Μηνύματα
910.896
Μέλη
39.483
Νεότερο μέλος
Chryssa03

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom