Η πρόταση για το ταξίδι στην Τανζανία, έγινε σε μία πολύ δύσκολη φάση της ζωής μου. Εργαζόμουν σε μία ανθρωπιστική οργάνωση για πολλά χρόνια, οπότε θεώρησαν ότι ένα "field visit" ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνη την περίοδο (τους ευχαριστώ πολύ).
Είχαμε ένα πρόγραμμα HIV-AIDS, οπότε ήταν ευκαιρία να το επισκεφτώ και να μαζέψω μαρτυρίες. Ήδη εκεί βρισκόταν μία συνάδελφος, οπότε θα ταξίδευα μόνη. Έπρεπε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να κάνω όλα τα απαραίτητα εμβόλια, κάτι το οποίο δεν πρόλαβα τελικά, γιατί κάποια εμβόλια έπρεπε να γίνουν με διαφορά ημερών πράγμα το οποίο δεν γινόταν γιατί δεν είχα το χρόνο. Έκανα όμως τα πιο βασικά οπότε ήμουν οκ.
Το ταξίδι ξεκινούσε στις 29 Ιουλίου. Η πτήση ήταν αργά το βράδυ και το δρομολόγιο ήταν Αθήνα-Γιοχάνεσμπουργκ και μετά εσωτερική πτήση για Νταρ-Ελ-Σαλάμ. Φτάνοντας στο Ελ.Βενιζέλος συνάντησα μία από τις συνηθισμένες ιστορίες του τύπου "η πτήση είναι overbooked,οπότε δεν μπορείτε να ταξιδέψετε". Δε θα σταθώ σε αυτό, γιατί εννοείται ότι ταξίδεψα, απλά το αναφέρω ως σύνηθες γεγονός ειδικά της Ολυμπιακής. Μου έχει τύχει αρκετές φορές αλλά έχω πάντα την τύχη με το μέρος μου και είμαι από αυτούς που ταξιδεύουν πάντα.
Η πτήση ήταν μεγάλη, περίπου 9 ώρες μέχρι Γιοχάνεσμπουργκ. Μετά είχα αναμονή για περίπου 6 ώρες και πραγματικά ήμουν ένα ενδιαφέρον θέαμα, μόνη, να τριγυρίζω γύρω-γύρω σε ένα υπέροχο αεροδρόμιο με σκοπό να βρω κάπου να καθήσω και να καπνίσω. Τελικά κατέληξα σε ένα καφέ-μπαρ στο οποίο ήμουν η μόνη γυναίκα και συγκεκριμένα η μόνη λευκή γυναίκα καπνίστρια. Εγώ βέβαια απτόητη. Ήδη είχα αρχίσει και ένιωθα όμορφα. Τόσα χρόνια σε ανθρωπιστική οργάνωση και τώρα έφτανε η ώρα που θα έβλεπα με τα μάτια μου, αυτά για τα οποία δούλευα.
Όταν ήρθε η ώρα για την εσωτερική πτήση, επιβιβαστήκαμε σε ένα αεροπλάνο που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί. Δεν θυμάμαι ποια εταιρία ήταν, αλλά το αεροπλάνο ήταν σίγουρα για απόσυρση. Ήμουν τόσο κουρασμένη, ώστε με το που κάθησα στη θέση μου αποκοιμήθηκα. Η εσωτερική πτήση ήταν περίπου 3 ώρες. Το μόνο που θυμάμαι από αυτήν την πτήση είναι ένα καρούμπαλο που απέκτησα καθώς ή είχε πολλά κενά αέρος ή ο πιλότος ήταν μεθυσμένος. Ήμουν όμως τόσο κουρασμένη που ούτε το χτύπημα στο παράθυρο δε με ξύπνησε (και ούτε και κανένας άλλος όμως). Κάποια στιγμή ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το αεροπλάνο , σταματημένο και σχεδόν άδειο. Όπως ήμουν από τον ύπνο δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Κάποια στιγμή βλέπω μία αεροσυνοδό να ελέγχει τις ζώνες των επιβατών και τη ρωτάω τι συνέβη. Η αεροσυνοδός μου απαντά "Ξεκινάμε για Κιλιμάντζαρο". Τότε ξύπνησα για τα καλά. Το αεροπλάνο είχε φτάσει στο Νταρ, είχαν κατέβει οι επιβάτες αλλά εγώ είχα μείνει μέσα γιατί κοιμόμουν του καλού καιρού. Την κοιτάζω πανικόβλητη και της εξηγώ ότι εγώ δεν πάω Κιλιμάντζαρο και φυσικά το ίδιο πανικόβλητη και αυτή άρχισε να φωνάζει στον πιλότο να ειδοποιήσει να φέρουν πάλι τη σκάλα γιατί μια ξανθιά απλά είχε αποκοιμηθεί και δεν είχε κατέβει στον προορισμό της. anyway, το θέμα είναι ότι κατέβηκα και ας με κοιτούσαν όλοι γελώντας......
Στο αεροδρόμιο με περίμενε η συνάδελφος μαζί με τον οδηγό που θα είχαμε τις επόμενες μέρες, τον υπέροχο Χαμίντου. Ήταν πια αργά το απόγευμα όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο Νταρ και είχε απίστευτη υγρασία. Επειδή βρισκόμουν εκεί λόγω δουλειάς οι κανόνες ασφαλείας μας επέβαλαν να πάμε κατευθείαν στο σπίτι που θα μέναμε, γιατί η ώρα πλησίαζε 22.00 και απαγορευόταν να κυκλοφορούμε έξω μετά από αυτήν την ώρα. Το σπίτι βρισκόταν για λόγους ασφαλείας πάλι, στην πιο ακριβή περιοχή του Νταρ (σαν να λέμε στη δική μας Εκάλη) και ήταν πραγματικά πολύ οξύμωρο γιατί λίγα τετράγωνα πιο πέρα τα σπίτια δεν ήταν παρά παραπήγματα. Έτσι είναι όμως σχεδόν σε όλες τις χώρες της Αφρικής. Υπάρχει ή πλούτος ή φτώχεια. Κοιμηθήκαμε νωρίς γιατί στις 7.00 είχε εγερτήριο γιατί θα πηγαίναμε οδικώς στην περιοχή που ήταν η αποστολή. Το Μακέτε βρισκόταν 12 ώρες οδικώς από την πρωτεύουσα και σε υψόμετρο περίπου 2.200 μέτρων. Ανήκει στην επαρχία της Ιρίνγκα και βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Τανζανίας, εκεί όπου οι δρόμοι συνεχίζουν για Ζάμπια ή Μαλάουι.
Η διαδρομή προς Μακέτε ήταν μαγευτική. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν μέσα από ένα πάρκο όπου κάθε λίγο βλέπαμε ή ελέφαντες ή μπαμπουίνους ή καμηλοπαρδάλεις ή ζέβρες ή ή......
Ένιωσα τόσο άσχημα που καταπατούσα το χώρο τους!!!!!! Μέσα στη ζούγκλα αυτοκινητόδρομος. Ζαλίσαμε τον Χαμίντου κάθε λίγο και λιγάκι να σταματάει για να βλέπουμε τα διάφορα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Και η ίδια η φύση όμως οργίαζε. Δάση τροπικά στην παραθαλάσσια ζώνη εναλλάσονταν με επιβλητικά baobab, δέντρα με τεράστιους κορμούς και κλαδιά που μοιάζουν με ανθρώπινα χέρια, δημιουργώντας ένα τοπίο με διάσπαρτα γλυπτά της φύσης.
Η διαδρομή μεγάλη αλλά με τίποτα δεν κλείναμε τα μάτια μας. Κάποια στιγμή ο Χαμίντου μας πήγε σε ένα εστιατόριο για φαγητό το οποίο ήταν στη μέση του πουθενά. Οι περισσότεροι Έλληνες ίσως να πάθαιναν "εγκεφαλικό" σε αυτό το εστιατόριο αν σκεφτούμε ότι εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν μαχαιροπήρουνα στα εστιατόριά τους. Εγώ όμως το θυμάμαι και χαμογελάω. Τι παραγγέλνουμε? Οι οδηγίες προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων επέβαλλαν κοτόπουλο. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε να τρώμε με τα χέρια κοτόπουλο με μια υπέροχη καυτερή σως πιπεριάς. Το καλύτερο όλων βέβαια ήταν η ύπαρξη coca-cola. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αν είναι δυνατόν. Είναι παντού.....Ακόμα και σε μία περιοχή ό,που το κατακεφαλήν ετήσιο εισόδημα ανέρχεται στην καλύτερη περίπτωση στα 150 δολάρια. Ο Χαμίντου κάθησε σε άλλο τραπέζι και ας τον πιέζαμε να καθήσει μαζί μας. Δεν μας επέτρεψε ούτε να τον κεράσουμε. Αλλά έτσι είναι παντού οι ωραίοι και περήφανοι Άντρες.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας γρήγορα, γιατί έπρεπε να είμαστε στο Μακέτε πριν τις 22.00 και όπως μας ενημέρωσε ο Χαμίντου οι τελευταίες 3 ώρες της διαδρομής θα ήταν off road. Το τοπίο άλλαξε πάλι. Τώρα περνούσαμε ατελείωτες φυτείες τσαγιού (γνωστής και στην Ελλάδα μάρκας). Τελευταία στάση πριν το Μακέτε μία "πόλη" της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι, όπου εκεί είδαμε μία ομάδα Μασάι οι οποίοι είχαν πάει για κάποιες συναλλαγές. Τους κοιτούσαμε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν υπέροχοι με τα πολύχρωμα μεταξωτά τους και τα τεράστια σκουλαρίκια τους.
Και πλέον είχαμε μπει στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Ακόμα το θυμάμαι και πονάω. Στην αρχή ήταν αστείο, αλλά μετά τη μία ώρα είχαμε αρχίσει και κουραζόμασταν. Ο Χαμίντου γελούσε μαζί μας. Οι "μουζούνγκου" (λευκοί) δεν ήταν μαθημένοι σε τέτοιου είδους διαδρομές. Όμως, όντως, μετά από περίπου 3 ώρες τελείωσε το βασανιστήριο μας και βρισκόμασταν πια στο Μακέτε.......
Είχαμε ένα πρόγραμμα HIV-AIDS, οπότε ήταν ευκαιρία να το επισκεφτώ και να μαζέψω μαρτυρίες. Ήδη εκεί βρισκόταν μία συνάδελφος, οπότε θα ταξίδευα μόνη. Έπρεπε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να κάνω όλα τα απαραίτητα εμβόλια, κάτι το οποίο δεν πρόλαβα τελικά, γιατί κάποια εμβόλια έπρεπε να γίνουν με διαφορά ημερών πράγμα το οποίο δεν γινόταν γιατί δεν είχα το χρόνο. Έκανα όμως τα πιο βασικά οπότε ήμουν οκ.
Το ταξίδι ξεκινούσε στις 29 Ιουλίου. Η πτήση ήταν αργά το βράδυ και το δρομολόγιο ήταν Αθήνα-Γιοχάνεσμπουργκ και μετά εσωτερική πτήση για Νταρ-Ελ-Σαλάμ. Φτάνοντας στο Ελ.Βενιζέλος συνάντησα μία από τις συνηθισμένες ιστορίες του τύπου "η πτήση είναι overbooked,οπότε δεν μπορείτε να ταξιδέψετε". Δε θα σταθώ σε αυτό, γιατί εννοείται ότι ταξίδεψα, απλά το αναφέρω ως σύνηθες γεγονός ειδικά της Ολυμπιακής. Μου έχει τύχει αρκετές φορές αλλά έχω πάντα την τύχη με το μέρος μου και είμαι από αυτούς που ταξιδεύουν πάντα.
Η πτήση ήταν μεγάλη, περίπου 9 ώρες μέχρι Γιοχάνεσμπουργκ. Μετά είχα αναμονή για περίπου 6 ώρες και πραγματικά ήμουν ένα ενδιαφέρον θέαμα, μόνη, να τριγυρίζω γύρω-γύρω σε ένα υπέροχο αεροδρόμιο με σκοπό να βρω κάπου να καθήσω και να καπνίσω. Τελικά κατέληξα σε ένα καφέ-μπαρ στο οποίο ήμουν η μόνη γυναίκα και συγκεκριμένα η μόνη λευκή γυναίκα καπνίστρια. Εγώ βέβαια απτόητη. Ήδη είχα αρχίσει και ένιωθα όμορφα. Τόσα χρόνια σε ανθρωπιστική οργάνωση και τώρα έφτανε η ώρα που θα έβλεπα με τα μάτια μου, αυτά για τα οποία δούλευα.
Όταν ήρθε η ώρα για την εσωτερική πτήση, επιβιβαστήκαμε σε ένα αεροπλάνο που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί. Δεν θυμάμαι ποια εταιρία ήταν, αλλά το αεροπλάνο ήταν σίγουρα για απόσυρση. Ήμουν τόσο κουρασμένη, ώστε με το που κάθησα στη θέση μου αποκοιμήθηκα. Η εσωτερική πτήση ήταν περίπου 3 ώρες. Το μόνο που θυμάμαι από αυτήν την πτήση είναι ένα καρούμπαλο που απέκτησα καθώς ή είχε πολλά κενά αέρος ή ο πιλότος ήταν μεθυσμένος. Ήμουν όμως τόσο κουρασμένη που ούτε το χτύπημα στο παράθυρο δε με ξύπνησε (και ούτε και κανένας άλλος όμως). Κάποια στιγμή ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το αεροπλάνο , σταματημένο και σχεδόν άδειο. Όπως ήμουν από τον ύπνο δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Κάποια στιγμή βλέπω μία αεροσυνοδό να ελέγχει τις ζώνες των επιβατών και τη ρωτάω τι συνέβη. Η αεροσυνοδός μου απαντά "Ξεκινάμε για Κιλιμάντζαρο". Τότε ξύπνησα για τα καλά. Το αεροπλάνο είχε φτάσει στο Νταρ, είχαν κατέβει οι επιβάτες αλλά εγώ είχα μείνει μέσα γιατί κοιμόμουν του καλού καιρού. Την κοιτάζω πανικόβλητη και της εξηγώ ότι εγώ δεν πάω Κιλιμάντζαρο και φυσικά το ίδιο πανικόβλητη και αυτή άρχισε να φωνάζει στον πιλότο να ειδοποιήσει να φέρουν πάλι τη σκάλα γιατί μια ξανθιά απλά είχε αποκοιμηθεί και δεν είχε κατέβει στον προορισμό της. anyway, το θέμα είναι ότι κατέβηκα και ας με κοιτούσαν όλοι γελώντας......
Στο αεροδρόμιο με περίμενε η συνάδελφος μαζί με τον οδηγό που θα είχαμε τις επόμενες μέρες, τον υπέροχο Χαμίντου. Ήταν πια αργά το απόγευμα όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο Νταρ και είχε απίστευτη υγρασία. Επειδή βρισκόμουν εκεί λόγω δουλειάς οι κανόνες ασφαλείας μας επέβαλαν να πάμε κατευθείαν στο σπίτι που θα μέναμε, γιατί η ώρα πλησίαζε 22.00 και απαγορευόταν να κυκλοφορούμε έξω μετά από αυτήν την ώρα. Το σπίτι βρισκόταν για λόγους ασφαλείας πάλι, στην πιο ακριβή περιοχή του Νταρ (σαν να λέμε στη δική μας Εκάλη) και ήταν πραγματικά πολύ οξύμωρο γιατί λίγα τετράγωνα πιο πέρα τα σπίτια δεν ήταν παρά παραπήγματα. Έτσι είναι όμως σχεδόν σε όλες τις χώρες της Αφρικής. Υπάρχει ή πλούτος ή φτώχεια. Κοιμηθήκαμε νωρίς γιατί στις 7.00 είχε εγερτήριο γιατί θα πηγαίναμε οδικώς στην περιοχή που ήταν η αποστολή. Το Μακέτε βρισκόταν 12 ώρες οδικώς από την πρωτεύουσα και σε υψόμετρο περίπου 2.200 μέτρων. Ανήκει στην επαρχία της Ιρίνγκα και βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Τανζανίας, εκεί όπου οι δρόμοι συνεχίζουν για Ζάμπια ή Μαλάουι.
Η διαδρομή προς Μακέτε ήταν μαγευτική. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν μέσα από ένα πάρκο όπου κάθε λίγο βλέπαμε ή ελέφαντες ή μπαμπουίνους ή καμηλοπαρδάλεις ή ζέβρες ή ή......
Ένιωσα τόσο άσχημα που καταπατούσα το χώρο τους!!!!!! Μέσα στη ζούγκλα αυτοκινητόδρομος. Ζαλίσαμε τον Χαμίντου κάθε λίγο και λιγάκι να σταματάει για να βλέπουμε τα διάφορα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Και η ίδια η φύση όμως οργίαζε. Δάση τροπικά στην παραθαλάσσια ζώνη εναλλάσονταν με επιβλητικά baobab, δέντρα με τεράστιους κορμούς και κλαδιά που μοιάζουν με ανθρώπινα χέρια, δημιουργώντας ένα τοπίο με διάσπαρτα γλυπτά της φύσης.
Η διαδρομή μεγάλη αλλά με τίποτα δεν κλείναμε τα μάτια μας. Κάποια στιγμή ο Χαμίντου μας πήγε σε ένα εστιατόριο για φαγητό το οποίο ήταν στη μέση του πουθενά. Οι περισσότεροι Έλληνες ίσως να πάθαιναν "εγκεφαλικό" σε αυτό το εστιατόριο αν σκεφτούμε ότι εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν μαχαιροπήρουνα στα εστιατόριά τους. Εγώ όμως το θυμάμαι και χαμογελάω. Τι παραγγέλνουμε? Οι οδηγίες προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων επέβαλλαν κοτόπουλο. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε να τρώμε με τα χέρια κοτόπουλο με μια υπέροχη καυτερή σως πιπεριάς. Το καλύτερο όλων βέβαια ήταν η ύπαρξη coca-cola. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αν είναι δυνατόν. Είναι παντού.....Ακόμα και σε μία περιοχή ό,που το κατακεφαλήν ετήσιο εισόδημα ανέρχεται στην καλύτερη περίπτωση στα 150 δολάρια. Ο Χαμίντου κάθησε σε άλλο τραπέζι και ας τον πιέζαμε να καθήσει μαζί μας. Δεν μας επέτρεψε ούτε να τον κεράσουμε. Αλλά έτσι είναι παντού οι ωραίοι και περήφανοι Άντρες.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας γρήγορα, γιατί έπρεπε να είμαστε στο Μακέτε πριν τις 22.00 και όπως μας ενημέρωσε ο Χαμίντου οι τελευταίες 3 ώρες της διαδρομής θα ήταν off road. Το τοπίο άλλαξε πάλι. Τώρα περνούσαμε ατελείωτες φυτείες τσαγιού (γνωστής και στην Ελλάδα μάρκας). Τελευταία στάση πριν το Μακέτε μία "πόλη" της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι, όπου εκεί είδαμε μία ομάδα Μασάι οι οποίοι είχαν πάει για κάποιες συναλλαγές. Τους κοιτούσαμε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν υπέροχοι με τα πολύχρωμα μεταξωτά τους και τα τεράστια σκουλαρίκια τους.
Και πλέον είχαμε μπει στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Ακόμα το θυμάμαι και πονάω. Στην αρχή ήταν αστείο, αλλά μετά τη μία ώρα είχαμε αρχίσει και κουραζόμασταν. Ο Χαμίντου γελούσε μαζί μας. Οι "μουζούνγκου" (λευκοί) δεν ήταν μαθημένοι σε τέτοιου είδους διαδρομές. Όμως, όντως, μετά από περίπου 3 ώρες τελείωσε το βασανιστήριο μας και βρισκόμασταν πια στο Μακέτε.......
Attachments
-
75,4 KB Προβολές: 203