hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.164
- Likes
- 14.535
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Κεφ.9ο. Ένα scotch on the rocks στο pool bar παρακαλώ…
Το πρωινό με βρήκε να κοιτάζω απορημένα μέσα από τα τσιμπλιασμένα μισάνοιχτα βλέφαρά μου τον babaduma να σουλατσέρνει μέσα στη τρελή χαρά στην παραλία με μια παρέα παιδιών....:roll:
To camping μας στην περιοχή Rosh
(Μετά από παράκληση του hydronetta δίνω το «εναρκτήριο λάκτισμα» στο 9ο κεφάλαιο καθότι η οξεία μουργελίτις που γενικώς τον διακατείχε καθ’όλη την παραμονή μας στο νησί, ισχυρή – προφανώς – επιρροή των παρεπιδημούντων αυτοχθόνων, του στερούσε τις χαρές του πρωινού εγερτηρίου…)
Είναι δύσκολα τα πρωινά στη Σαλονίκη… Θες λίγο το κλίμα και η υγρασία, θες λίγο η βαρειά ατμόσφαιρα, θες λίγο η φασαρία και η βουή της πόλης, θες λίγο το άγχος της καθημερινότητας, θες λίγο οι νυχτερινές δραστηριότητες στην «ερωτική πόλη» (τρομάρα μας), θες λίγο απ’ όλ’ αυτά, το πρωινό ξύπνημα για την έναρξη των καθημερινών δραστηριοτήτων μπορεί να εξελιχθεί σε επώδυνη εμπειρία. Έχει, όμως, ένα μεγάλο ατού που εξαφανίζει πολλά απ’ τα παραπάνω: Τη θάλασσα και την παραλία της. Δεν είναι λίγες οι φορές (όταν ο καιρός είναι καλός) που ξεκινώ απ’ τις ανατολικές παρυφές της πόλης για να διασχίσω με τα πόδια τα περίπου 4 χιλιόμετρα μέχρι την εργασία μου στο κέντρο. Παρά την κατά καιρούς όχι-και-τόσο εύοσμη μυρωδιά που αναδύει ο Θερμαϊκός, το ελαφρύ αεράκι και το περπάτημα παίζουν θετικό και αναζωογονητικό ρόλο στο ξεκίνημα της μέρας. Αρκετός κόσμος κάνει το ίδιο πράγμα, τα ίδια πρόσωπα πολλές φορές, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν βλέμματα με νόημα, δίχως λόγια αλλά με έκδηλη τη χαρά και την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.
Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου εκείνο το πρωινό στο κάμπινγκ καθώς έκανα τη γυμναστική μου λίγα μέτρα μπροστά από τη σκηνή, αγναντεύοντας τη ελαφρά κυματισμένη θάλασσα, μ’ ένα ελαφρύ αεράκι να με δροσίζει και να φέρνει συνειρμούς, τον ήλιο να ‘χει μόλις ξεμυτίσει πίσω απ’ την οροσειρά Haggerκαι μόνους ήχους κάποια τιτιβίσματα πουλιών και το βαριεστημένο, αγουροξυπνημένο πέταγμα κάποιων γλάρων. Κι ανθρώπινη ύπαρξη πουθενά… Αλλά, για μια στιγμή, σ’ αυτό το τελευταίο κάνεις ένα λάθος: Τρεις μικροσκοπικές φιγούρες, περπατώντας εκεί που σκάει το κύμα, κινούνται απ’ τ’ ανατολικά προς το μέρος σου με γοργό χοροπηδηχτό βηματισμό!
Συνεχίζω τη γυμναστική μου, άδειο πλέον το κεφάλι από σκέψεις, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα αντικείμενα του ενδιαφέροντός μου, προσποιούμενος ότι δε δίνω σημασία. Το ίδιο κάνουν κι αυτά: Τρεις πιτσιρικάδες, κρατώντας κάτι στα χέρια τους ο καθένας απ’ αυτούς, μιλούν σιγανά μεταξύ τους, με χαμηλωμένα τα κεφάλια που, ωστόσο, συχνά τα σηκώνουν και κοιτάνε στιγμιαία προς το ξένο «φρούτο» που κάνει περίεργες κινήσεις. Σίγουρα η πρωινή γυμναστική δεν εντάσσεται στις καθημερινές τους δραστηριότητες!
Καθώς πλησιάζουν περισσότερο προς το μέρος μου, παίρνουν σχήμα τα αντικείμενα που κρατάνε: Ένα ψάρι γύρω στο μισό κιλό, ένα μεγάλο κοχύλι ιδίου μεγέθους με το ψάρι, και κάτι ακόμη που μοιάζει για ένα μικρό κομμάτι από δίχτυα ψαρέματος. Έχουν φτάσει ήδη κοντά μου, βρίσκονται στην ευθεία του οπτικού μου πεδίου με τη θάλασσα, αλλά δεν κοιτούν προς τα μένα, με κατεβασμένα κεφάλια και μουρμουρίζοντας κατευθύνονται προς τη δυτική άκρη του ορίζοντα…
Βάζω μια φωνή και καλώ τα παιδιά προς το μέρος μου, περισσότερο από περιέργεια να δω αυτά που κρατάνε. Με αγνοούν αρχικά, συνεχίζουν τα βήματά τους – πλην όμως λιγότερο αποφασιστικά. Τα ξαναφωνάζω και, την ώρα που στρέφουν το βλέμμα τους, τους κάνω νόημα να πλησιάσουν. Το ένα απ’ αυτά, το μικρότερο φυσικά, ξεκινά διστακτικά, κάτι του λένε, κάτι τους απαντά και συνεχίζει, στρέφονται κι εκείνα τελικά και το ακολουθούν. Είναι αυτό που κρατά το ψάρι και μόλις φτάνει εμπρός μου το τείνει προς το μέρος μου. Το κοιτάζω με προσοχή, δεν αναγνωρίζω τη φυλή του, καταλαβαίνω όμως ότι η ψυχούλα του έχει πάει να βρει τους προγόνους της πριν τουλάχιστον 2-3 μέρες. Προφανώς το παιδί θέλει να μου το πουλήσει, γνέφω αρνητικά, εκείνο επιμένει. Έχουν φτάσει και τα άλλα δύο μεγαλύτερα παιδιά, η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται με το άλλο που κρατάει το κοχύλι. Ωραίο, μεγαλοπρεπές και … επικίνδυνο: Αν σε πιάσουν να το κουβαλάς στις αποσκευές (μας είπαν) την έβαψες. Απαγορεύεται η εξαγωγή από τη χώρα οποιουδήποτε αντικειμένου προερχόμενου απ’ το νησί. Εντός της επικράτειας επιτρέπεται η μεταφορά, εκτός, όχι. Δεν έχω καμμία όρεξη να γνωρίσω από κοντά τις ανακριτικές ικανότητες και τη «φιλοξενία» των αρχών της χώρας και αρνούμαι δις και τρις. Το τρίτο αντικείμενο είναι ένα είδος απόχης με σκοινί, το χρησιμοποιούν για να ψαρεύουν απ’ την ακτή: Το τινάζουν με τέχνη, όπως εμείς την πετονιά με το δόλωμα, και μετά το σέρνουν προς τα έξω και ελέγχουν τα αποτελέσματα. Μου κάνουν, μάλιστα, και επίδειξη της τεχνικής τους.
Όταν διαπιστώνουν ότι είναι δύσκολος ο πελάτης, δεν πρόκειται ν’ αγοράσει τίποτα, κι αφού έχουν ξεθαρρέψει αρκετά, αρχίζουν να επαναλαμβάνουν μια λέξη: «Καλέμ, καλέμ»! Και τι είναι αυτό το «καλέμ» βρε βλαστάρια μου; Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω το προφανές, δεν τα καταφέρνω. Ζητώ διευκρινήσεις με νοήματα, χωρίς αποτέλεσμα. Απογοήτευση και στις δύο πλευρές, οι μπόμπιρες κάνουν ν’ απομακρυνθούν. Έτσι άδοξα θα τελειώσει αυτή η διακρατική επαφή; Κάνω μια τελευταία προσπάθεια, τους κάνω νόημα να σταθούν, κοντοστέκονται, περιμένουν, κατευθύνομαι προς τη σκηνή (ο hydronettaδίπλα εξακολουθεί να ονειρεύεται ουρί του παραδείσου) και βγάζω απ’ την τσέπη του μπουφάν κάτι καραμέλλες που τις τείνω προς το μέρος τους. Τις παίρνουν πρόθυμα μεν αλλά είναι φανερό ότι κάτι άλλο περίμεναν. Και τότε έρχεται η «επιφοίτηση»: «Καλέμ = καλέμι στα δικά μας, μεταφορικά: λες να ‘ναι το μολύβι, το στυλό;». Ξαναμπαίνω στη σκηνή και βγαίνω με τρία στυλό στα χέρια. Το πρόσωπό τους φωτίζεται, ναι, αυτό ήταν που ζητούσαν, μου χαρίζουν τα υπέροχα χαμόγελά τους. Παίρνω θάρρος και τους ζητώ να τους φωτογραφίσω. Αρνούνται. Επιμένω. Τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται θόρυβος απ’ τη σκηνή του hydronetta, φερμουάρ ανοίγει, κεφάλι Γκιούλιβερ ξεπροβάλλει, πανικός στο ακροατήριο, τάσεις φυγής, με το ζόρι τους συγκρατώ και κάνω μια τελευταία προσπάθεια: Μια φωτογραφία όλοι μαζί, οι τέσσερίς μας, κοιτούν εμένα, κοιτούν τον Γκιούλιβερ, ξανακοιτούν εμένα, διστάζουν, ο μικρός φαίνεται πιο δεκτικός, τελικά τον τραβούν απ’ το χέρι και απομακρύνονται. «Το χάσαμε το παιχνίδι παλληκάρι, γαμώ την ατυχία μου, γαμώ»…
(Κλείνει η babadumειος παράνθεση - μην αφήνουμε κενά στην ιστορία!)
Αποφάσισα πριν το πρόγευμα να ξεπλύνω το σαρκίο μου από τα αλάτια και τη σκόνη της προηγούμενης μέρας. Βλέπετε με την κλασσική μου αναβλητικότητα δεν είχα αποτολμήσει να χρησιμοποιήσω τα εσωτερικά ντους έναντι των αλά τούρκα τουαλετών το προηγούμενο βράδυ όπως σοφά είχε πράξει ο babaduma. Αντ’ αυτού κατέφυγα στις υπαίθριες ντουζιέρες επί της παραλίας. Βέβαια μην φανταστείτε πολυτέλειες… ένας σωλήνας, μια καλαμωτή να σε προφυλάσσει από τα αδιάκριτα βλέμματα και βέβαια το νεράκι σε θερμοκρασία φερμένη από τα υψίπεδα…
Aπολαμβάνοντας (?) το ντουζάκι μου
Καθώς το παγωμένο νερό κυλούσε στο κορμί μου, απέχοντας μόνο λίγο από το να μεταλλαχθεί το ροζουλί χρώμα του δέρματός μου σε μπλαβί, αναρωτιόμουνα τι αμαρτίες πληρώνω και υποβάλλω τον οργανισμό μου σε τέτοιο στρες. Με συνοπτικές διαδικασίες ξέπλυνα όσα βλέπει η πεθερά και με τις οδοντοστοιχίες μου να κροταλίζουν ρυθμικά από το κρύο, φόρεσα τα ρούχα μου και παρακάθισα του προγεύματος το οποίο σερβιρίστηκε χαμέ και με την συνήθη πλέον σύσταση. Πιτούλες , τυράκι, μαρμελάδες, η απαραίτητη μερέντα και βέβαια ατέλειωτα φλιτζάνι τσάι το ένα μετά το άλλο (ώστε να εξασφαλιστεί ικανοποιητική ενυδάτωση και διούρηση).
Η πορεία μας σήμερα προέβλεπε από τον βορρά να καταλήξουμε στο νότιο τμήμα του νησιού με στάση στο οροπέδιο Homhill.
Αρχικά πήραμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αλλά η χαρά δεν κράτησε πολύ. Σε μια παράκαμψη μπήκαμε στην κοίτη ενός ρέματος με ότι συνεπάγεται αυτό για τις αναρτήσεις του αυτοκινήτου και την ακεραιότητα της σπονδυλικής μας στήλης. Το τζιπ με ταχύτητα γαϊδάρου κι εμείς να κουνιόμαστε σαν το καφέ μέσα στο σέικερ. Αλλού το κεφάλι, αλλού ο αυχένας, αλλού ο κορμός μας…
Διάσπαρτα στη διαδρομή πετρόχτιστα σπίτια και μοναχικές φιγούρες με πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο και τον σκληρό καθημερινό κάματο.
O κατσικόδρομος για το Homhill
Το μαρτύριο δεν έλεγε να λάβει τέλος, όταν σε ένα κατσικόδρομο το τζιπ αγκομαχώντας άρχισε την αναρρίχηση προς τα υψίπεδα του Homhill.
Ο κατ’ ευφημισμόν δρόμος ήταν γεμάτος κοτρώνες και το κενό που έχασκε σε κάθε στροφή ένθεν κα'κείθεν του αυτοκινήτου οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο πάτο του φαραγγιού σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας. Από κοντά αγκομαχούσε κι ο Μιτάκ που αναγκαζόταν να υποβάλλει σε τέτοια ταλαιπωρία φρεσκοαγορασμένο αμάξι.
Ο δρόμος ακολουθούσε φιδίσια πορεία και ήταν απορίας άξιο που θεωρείται διπλής κατεύθυνσης. Κάνεις μερικές γονυκλισίες στον Αλλάχ, μην τύχει και συναπαντήσεις άλλο αμάξι γιατί τότε απορώ ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία να κάνει όπισθεν σε τέτοιο καρόδρομο. Για να υπερνικήσω την υψοφοβία μου είχα στρέψει το βλέμμα μου προς τις εντυπωσιακές πλαγιές του φαραγγιού όπου κυριολεκτικά κρέμονταν στο κενό μπουκαλόδενδρα και φοινικιές.
Προς το τέλος της ανηφορικής διαδρομής κι ενώ σχεδόν αγγίζαμε το επίπεδο του οροπεδίου, το μόνο πλάσμα που μας υποδέχτηκε κοιτάζοντας με περιέργεια ήταν μια κατσίκα αιωρούμενη σχεδόν στο κενό. Η απορία της ανάμικτη με αγωνία δεν ήταν αναίτια. Προσωπικά σαν τον Οβελίξ, την διαπερνούσα σαν σούβλα με το βλέμμα μου και στην φαντασία μου την άφηνα να ροδοκοκκινίζει στα κάρβουνα με φόντο τα εξωτικά δένδρα του Homhill. Βλέπετε εδώ δεν είναι Hadibo όπου τρώνε οι κατσίκες το σκουπιδολόι στους δρόμους, αλλά φρέσκα τρυφερά βλασταράκια (κάτι που γενικότερα όμως έχει επηρεάσει αρνητικά την ισορροπία της χλωρίδας στο νησί). Μας έβλεπε αυτή, την φωτογραφίζαμε κι εμείς με φόντο στο βάθος τον ορεινό όγκο των βουνών Hajjer και μετά τα διαπιστευτήρια, κάναμε μια σύντομη στάση στο οροπέδιο.
Στη σούβλα με πατάτες φούρνου...λουκούμι
Το τοπίο είναι μεν επίπεδο, αλλά περιβάλλεται από χαμηλούς ορεινούς όγκους, σε υψόμετρο όμως από το επίπεδο της θάλασσας. Η βλάστηση αν και σχετικά αραιή χαρακτηρίζεται από την παρουσία αρκετών ενδημικών σοκοτρό-δενδρων αλλά και φοινικιές. Στη μια πλαγιά του βουνού, κυριαρχεί το σήμα κατατεθέν του νησιού: το dragonsblood tree ή επί το επιστημονικότερον Dracaena cinnabari (δράκαινα).
Το οροπέδιο Homhill και στο βάθος η οροσειρά Ηajjer
H πλαγιά του βουνού κατάφορτη από δράκαινες
Διασχίζοντας το οροπέδιο Homhill που θεωρείται προστατευμένη περιοχή, διαπιστώσαμε ότι δεν στερείται ανθρώπινης παρουσίας. Υπήρχαν ελάχιστοι μικροί οικισμοί, απορίας άξιον όμως πώς επικοινωνούν με τον «πολιτισμό» απουσία αξιοπρεπούς οδικού δικτύου και των θεμελιωδών αγαθών των σύγχρονων κοινωνιών: φώς, τηλέφωνο, δίκτυο ύδρευσης.
Παρκάραμε και ο Μιτάκ μας υπέδειξε το δρόμο για να έρθουμε σε μια τετ α τετ επαφή με τις εντυπωσιακές δράκαινες.
Η δράκαινα που είναι το πιο γνωστό και πολυδιαφημισμένο δένδρο της Σοκότρα, επάξια κερδίζει το θαυμασμό του επισκέπτη, όχι μόνο λόγω της μοναδικότητάς της, αλλά γιατί είναι υπόλειμμα υποτροπικών δασών πολλών εκατομμυρίων ετών, που πλέον έχουν εξαφανιστεί λόγω της ερημοποίησης της Αφρικής.
Το σχήμα της θυμίζει μια τεράστια ομπρέλα με τα κλαδιά και τα φύλλα στην κορφή να διαπλέκονται σε τόσο πυκνό σχηματισμό που είναι αδιαπέραστος από το φως του ήλιου. Εξαιρετική σκιά κι ομολογώ ότι θα πρέπει σοβαρά οι ημέτεροι επιχειρηματίες να σκεφτούν να την φυτέψουν στις ελληνικές παραλίες παρέχοντας αενάως και οικολογικώς ηλιοπροστασία στους λουόμενους (αν και δεν νομίζω ότι θα ευδοκιμήσει το είδος).
Ανθοφορεί τον Φλεβάρη και καρποφορεί κιόλας, αν και η διαδικασία ωρίμανσης των φρούτων κρατά κοντά 5 μήνες και τα οποία αποτελούν τροφή για πουλιά και άλλα ζώα.
Από αρχαιοτάτων χρόνων το δένδρο αξιοποιήθηκε για την κόκκινη ρητίνη που παράγει σαν υλικό βαφής, σαν υλικό κοσμετολογίας (κραγιόν!) ή σαν γιατρικό. Αν είστε λάτρεις της ιατρικής με βότανα, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν, καθώς θεραπεύει πληγές, διάρροια, δυσεντερία, στοματικά ή πεπτικά έλκη και σταματά την αιμορραγία. Κατά την Σοκοτριανή παραδοσιακή ιατρική βέβαια είναι ικανό να θεραπεύσει πάσαν νόσον (ακόμα και για εκτρώσεις χρησιμοποιείται) θα πρότεινα όμως στους παθιασμένους με τις εναλλακτικές θεραπείες να περιοριστούν στις προαναφερόμενες ενδείξεις.
Αν και ευδοκιμεί στα υψίπεδα της Σοκότρα, εντούτοις η δράκαινα θεωρείται απειλούμενο είδος και λόγω της οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης, αλλά κυρίως εξαιτίας των άπληστων σιαγόνων των κερασφόρων τετράποδων που αφανίζουν στην κυριολεξία τα νεαρά δενδρύλλια. Ως εκ τούτου έχουν εκπονηθεί προγράμματα προστατευόμενης καλλιέργειας των σπάνιων αυτών δένδρων.
Dracaena cinnabari (dragonsblood tree) με φόντο το οροπέδιο Homhill
Αφού αγγίξαμε και φωτογραφίσαμε τα ευμεγέθη αυτά δένδρα, κατευθυνθήκαμε προς τον μικρό οικοτουριστικό καταυλισμό όπου υποχρεωτικώς έπρεπε να πάρουμε συνοδό για να μας οδηγήσει στο highlight του Homhill.
Ο καλός κυριούλης χωρίς να ανταλλάξει ίχνος κουβέντας μαζί μας, μας οδήγησε σε ένα μονοπάτι δίπλα αλλά και εντός της κοίτης ενός ρέματος. Με την αλγεινή εμπειρία της ανάβασης στην σπηλιά την προηγούμενη μέρα, αρχίσαμε τη μουρμούρα μέσα από τα δόντια μας τι πεζοπορική δοκιμασία μας περίμενε πάλι μέσα στο λιοπύρι.
Ευτυχώς η διαδρομή ήταν ελαφρά κατηφορική περνώντας μέσα από δράκαινες και φοινικιές, ενώ το λιγοστό νερό στο ρέμα σχημάτιζε μικρούς γραφικούς νερόλακκους στο διάβα του. Ταπεινά ανάμεσα στις μεγαλοπρεπείς δράκαινες φύτρωναν μικροί καταπράσινοι θάμνοι, κάποιοι με όμορφα μικροσκοπικά λουλουδάκια.
Tι κρύβεται στο τέλος του δρόμου;
Βήμα στο βήμα, η απορία μας για το τι θα συναντούσαμε στο τέλος της διαδρομής σχετικά σύντομα λύθηκε.
Σε μια στιγμή απλώθηκε μπροστά μας μεγαλειώδες το θέαμα.
Επιφωνήματα θαυμασμού αρθρώθηκαν αυτόματα από τα στόματά μας και το βλέμμα και το κορμί καθηλώθηκαν απ’αυτό που βλέπαμε.
Εκεί στα ριζά του γκρεμού μέσα σε μια απότομη χαράδρα, όπου το οροπέδιο δίνει τη θέση του στα βουνά κι αυτά με τη σειρά τους ξεχύνονται απόκρημνα προς τη θάλασσα, εκεί στη μέση του κενού, ο χρόνος είχε σμιλέψει μια φυσική πισίνα!! Το νερό που στραγγίζει από τα βράχια μαζεύεται μέσα της κελαριστό, καθάριο και κρυστάλλινο.
Αυτή η πισίνα φαινόταν να ακροβατεί στο κενό του γκρεμού και το μάτι του επισκέπτη αφηνόταν να χαϊδεύει την υδάτινη επιφάνειά της σε απόλυτη συνέχεια με το μαγευτικό γαλάζιο της θάλασσας που απλωνόταν πολλές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα. Ήταν σαν την εικόνα που βλέπει κανείς στις μπροσούρες ξενοδοχείων όπου η πισίνα δίνει μια οπτική ψευδαίσθηση συνέχειας με τη θάλασσα. Μόνο που εδώ δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι επιτηδευμένο. Είναι δημιούργημα της φύσης. Του μεγαλύτερου καλλιτέχνη (δεν θίγω βέβαια ότι δεν έχει ίχνος χλωρίου για απολύμανση καθώς η φυσική ανανέωση γίνεται από το βουνίσιο νεράκι)
Homhill 5* poolbar
Τα αρχικά επιφωνήματα ακολούθησε ένα γρήγορο ροβόλημα και ταχύτατη αλλαγή ρούχων σε περιβολή κολύμβησης. Μόνο που εκεί στα ψηλά ο αέρας φύσαγε δαιμονισμένα και μία πρώτη γεύση με τα ακροδάκτυλα αποκάλυψε ότι η θερμοκρασία του νερού ήταν σχετικά χαμηλή.
Κι ενώ ο συνοδός μας πήγε να την αράξει σε μια σκιά στις χαραμάδες των βράχων αφημένος στην μακαριότητα της πλήξης του, εμείς οι τρείς μέναμε αναποφάσιστοι ως προς το τι μέλει γενέσθαι. Βουτάμε ή όχι; Ο Μιτάκ θεωρούσε ότι κάνει κρύο (;!), ο babaduma αμφιταλαντευόταν, οπότε ο κλήρος έπεσε σε μένα να ορθώσω το καλλίγραμμο (;!) κορμί μου και εκτινάσσοντάς το σαν βέλος να σκίσω τα ύδατα της παγωμένης λίμνης (α ρε ψώνιο θα σχολιάσει ο baba). Σαν εγώ και το νερό γινήκαμε ένα, χρειάστηκε να παριστάνω τον κολυμβητή σε τελικό Ολυμπιακών αγώνων κάνοντας γρήγορες απλωτές για συνηθίσω τη ψυχρολουσία.
Κολυμπώντας στο Homhill...
Ο babaduma συνέχιζε να βρέχει τις πατούσες του εκφράζοντας την ανατριχίλα του, ο δε Μιτάκ την άραξε κι αυτός χαλαρά παραλιμνίως. Αφού σιγά σιγά η εσωτερική μου θερμοκρασία προσαρμόστηκε με την εξωτερική, άρχισα να το παίζω γοργόνος (αλήθεια υπάρχει αρσενικό γένος?) του γλυκού νερού. Να τα μακροβούτια, οι βουτιές κι από κοντά να χλευάζω τους έτερους συνοδοιπόρους μου για την ατολμία τους.
Με το πες πες όμως κατάφερα τελικά να τους μεταπείσω. Βούτηξε ο Μιτάκ, από κοντά και το παλληκάρι μας που βούλιαζε σταδιακά το κορμί του για να αποφύγει την ανακοπή.
Το σενάριο γνωστό. Αυτό το παιδί άμα μπει στο νερό, ξεχνάει να βγει.
Κάπου εκεί δε, αποφασίστηκε να βιντεοσκοπηθεί απευθύνοντας αγωνιστικούς χαιρετισμούς προς το φόρουμ, μόνο που ο δυνατός αέρας σκέπασε το καλό του λόγο κι έτσι ο προνοητικός σκηνοθέτης- μοντέρ το επιμελήθηκε υποτιτλισμένο.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να εγκαταλείψω το νερό και να την αράξω στις παρυφές της φυσικής πισίνας απολαμβάνοντας την άπλετη θέα προς τα παράλια και τη θάλασσα. «Ένα scotch on the rocks στο poolbar παρακαλώ παιδί μου» αναφώνησα στον babaduma σε ένα dejavu που μου υπαγόρευε ότι βρισκόμουν στη πισίνα πεντάστερου εξωτικού ξενοδοχείου. Εκείνος σούφρωσε τα χείλια του, κούνησε το κεφάλι του και με επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αλκοόλ ούτε για δείγμα στο νησί, πόσο μάλλον στις ερημιές του Homhill.
Λιαστήκαμε, στεγνώσαμε και πήραμε πάλι την ανηφορική άγουσα με συχνές στάσεις για φωτογραφίες του περιβάλλοντος τοπίου.
Στο οικοτουριστικό κατάλυμα την αράξαμε κατάχαμα για ένα τσαγάκι αντάμα με ένα ζευγάρι μεσόκοπων ιταλών που επί ώρα παζάρευαν τη τιμή χαζοσουβενίρ.
Έχοντας ακόμα αρκετή διαδρομή μέχρι τον τελικό μας προορισμό, εγκαταλείψαμε το Homhill, τη πισίνα του, τις δράκαινες και τα γεράκια που υπερίπταντο σποραδικά, μέσω του ίδιου καρόδρομου που χρησιμοποιήσαμε για να φτάσουμε.
Το τζίπ με ταχύτητα γαϊδάρου, εμείς σαν το καφέ μέσα στο σέικερ κατά τα γνωστά, ώσπου επιτέλους προς ανακούφιση όλων (και του τζιπ, αν είχε μιλιά) οι ρόδες του πάτησαν ασφάλτινο οδόστρωμα.
Η διαδρομή έγινε μέσα από ημιορεινή περιοχή, με διάσπαρτα χωριουδάκια καθ’οδόν και τους ορεινούς όγκους των βουνών Hajjer να δεσπόζουν στο βάθος. Κάπου εκεί εντοπίσαμε και πληθυσμούς διάφορων πουλιών να πετούν στα κλαράκια κι αποφασίσαμε να τα αποτυπώσουμε φωτογραφικά, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας σχετικά με την βιοποικιλότητα στο νησί και καταγράφοντας στο βιογραφικό μας ένα ακόμα master, αυτό της ορνιθολογίας. Ένα γκριζόμαυρο πουλάκι εδώ να κρατά στο ράμφος του μια σαύρα, εκεί δυο κατάμαυρα με γυαλιστερό φτέρωμα… Ταυτοποίηση βέβαια του είδους δεν κάναμε, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες!
Eικόνες από τη διαδρομή
Αφού αξιοποιήθηκε κι ο τηλεφακός που έσερνα σαν αμαρτία τόσες μέρες, συνεχίσαμε μέσα από ένα ονειρεμένο τοπίο από μπουκαλόδενδρα και άλλα παράξενα ενδημικά φυτά για να φτάσουμε σε ένα wadi όπου ο Μιτάκ μας ανακοίνωσε ότι θα κάναμε μια σύντομη στάση για πικ νικ.
«Παλληκάρι μου να σε φιλήσω» του αναφώνησα όλος ενθουσιασμό μιας και είχε διαλέξει ένα εξαιρετικό σημείο για να χαλαρώσουμε από την καταπόνηση της οδήγησης: το ρυάκι κυλούσε νωχελικά, το φοινικόδασος μας παρείχε σκιά, και πίσω από αυτά το μπουκαλοδενδρο-δασος, τέλειο τοπίο να μας θυμίζει το εξωτικόν του σκηνικού.
Πικ νικ με θέα
Ομολογώ ότι ντοματοψωμοτύρι με περισσότερη όρεξη και ενθουσιασμό δεν είχαμε ξαναφάει!!! Αφού ο babaduma σε στιγμή διονυσιακής έκστασης άρχισε πλέον να μπαίνει σε επικίνδυνες ατραπούς αγκαλιάζοντας και φιλώντας λίαν ερωτικώς τα μπουκαλόδενδρα της περιοχής.
Ιδού και το τεκμήριο:
Κατά πως φαίνεται τα κονδύλια για το νησί δεν επαρκούσαν. Γι’αυτό και κάποια στιγμή η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε χωμάτινο δρόμο, ώσπου βρεθήκαμε να οδηγούμε κυριολεκτικά πάνω στις κροκάλες και μέσα στο νερό της κοίτης του ρέματος. Σκέτη off road εμπειρία.
Οδηγώντας μέσα στο ρέμα
Ακόμα κι εκεί στο πουθενά, όπου η τακτική μετακίνηση θεωρείται δύσκολη υπόθεση, βρίσκονταν μικρά χωριά, πετρόχτιστα, χρωματικά ενσωματωμένα σαν χαμαιλέοντες στο υλικό του περιβάλλοντος τοπίου. Οικογένειες ολόκληρες μας χαιρετούσαν αμήχανα στα διάβα μας. Παιδιά πλατσούριζαν και έπαιζαν εξαντλώντας την ευρηματικότητά τους στο παιχνίδι με ό,τι τους παρέχει η φύση και μόνο.
Καθώς ο δίσκος του ήλιου είχε αρχίσει πια να γέρνει προς τη δύση του, εγκαταλείψαμε την ενδοχώρα συναντώντας τον ασφάλτινο δρόμο που διατρέχει το νότιο παραλιακό κομμάτι του νησιού. Από τη μια οι ορεινοί όγκοι που μου θύμισαν έντονα εικόνες φιόρδ της Ισλανδίας, κι από την άλλη μια επίπεδη, άνυδρη περιοχή, λουσμένα όλα σ’ ένα πύρινο χρώμα.
Με τη δύση του ήλιου φτάσαμε στον καταυλισμό μας στη παραμυθένια παραλία Aomak με τους αμμόλοφους να εκτείνονται ως εκεί που χάνεται το βλέμμα.
Σαν τα παιδιά τρέχαμε και σκαρφαλώναμε στην λεπτόκοκκη άμμο αφήνοντας πάνω της τα πρόσκαιρα αποτυπώματά μας, επιτρέποντας τον Μιτάκ να αναλάβει το στήσιμο των σκηνών μας κάτω από τους κοκκοφοίνικες.
Το πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος έδωσε τη θέση του σε μενεξεδιά χρώματα και μετά στο απόλυτο σκοτάδι.
Μόνο μια λάμπα που έκαιγε πρόδιδε ότι κάποιοι ταξιδευτές απολαμβάνουν το βραδινό τους γεύμα πάνω στη χρυσή άμμο. Για την περίσταση ανοίχτηκε και το μπουκαλάκι με το κρασί που σοφά είχε προμηθευτεί ο babaduma από τα duty free του Καϊρου. Στην γλυκειά μέθη του αλκοόλ δεν μπόρεσε να αντισταθεί και ο Μιτάκ...
Παραλία Aomak στη νότια Σοκότρα
...και η κατασκήνωσή μας στη παραλία
Με τη γεύση της θαλασσινής αρμύρας στα χείλια μας απ΄ το παιχνίδι με τα κύματα, μια γλυκιά μελαγχολία ανάμικτη με την ηδονή της απεραντοσύνης του τοπίου κύλησε αργά στο αίμα μας βαραίνοντας νωχελικά τα βλέφαρά μας.
Αποσύρθηκε ο καθένας στη σκηνή του με μόνη συντροφιά τις εικόνες και τις συγκινήσεις της μέρας.
Για μια ακόμα νύχτα μόνο τ’ αστέρια τρεμόπαιζαν στο θόλο τ’ ουρανού κι η μακρινή αδιάλειπτη μελωδία των κυμάτων μας νανούριζε απαλά…
Το πρωινό με βρήκε να κοιτάζω απορημένα μέσα από τα τσιμπλιασμένα μισάνοιχτα βλέφαρά μου τον babaduma να σουλατσέρνει μέσα στη τρελή χαρά στην παραλία με μια παρέα παιδιών....:roll:
To camping μας στην περιοχή Rosh
(Μετά από παράκληση του hydronetta δίνω το «εναρκτήριο λάκτισμα» στο 9ο κεφάλαιο καθότι η οξεία μουργελίτις που γενικώς τον διακατείχε καθ’όλη την παραμονή μας στο νησί, ισχυρή – προφανώς – επιρροή των παρεπιδημούντων αυτοχθόνων, του στερούσε τις χαρές του πρωινού εγερτηρίου…)
Είναι δύσκολα τα πρωινά στη Σαλονίκη… Θες λίγο το κλίμα και η υγρασία, θες λίγο η βαρειά ατμόσφαιρα, θες λίγο η φασαρία και η βουή της πόλης, θες λίγο το άγχος της καθημερινότητας, θες λίγο οι νυχτερινές δραστηριότητες στην «ερωτική πόλη» (τρομάρα μας), θες λίγο απ’ όλ’ αυτά, το πρωινό ξύπνημα για την έναρξη των καθημερινών δραστηριοτήτων μπορεί να εξελιχθεί σε επώδυνη εμπειρία. Έχει, όμως, ένα μεγάλο ατού που εξαφανίζει πολλά απ’ τα παραπάνω: Τη θάλασσα και την παραλία της. Δεν είναι λίγες οι φορές (όταν ο καιρός είναι καλός) που ξεκινώ απ’ τις ανατολικές παρυφές της πόλης για να διασχίσω με τα πόδια τα περίπου 4 χιλιόμετρα μέχρι την εργασία μου στο κέντρο. Παρά την κατά καιρούς όχι-και-τόσο εύοσμη μυρωδιά που αναδύει ο Θερμαϊκός, το ελαφρύ αεράκι και το περπάτημα παίζουν θετικό και αναζωογονητικό ρόλο στο ξεκίνημα της μέρας. Αρκετός κόσμος κάνει το ίδιο πράγμα, τα ίδια πρόσωπα πολλές φορές, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν βλέμματα με νόημα, δίχως λόγια αλλά με έκδηλη τη χαρά και την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.
Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου εκείνο το πρωινό στο κάμπινγκ καθώς έκανα τη γυμναστική μου λίγα μέτρα μπροστά από τη σκηνή, αγναντεύοντας τη ελαφρά κυματισμένη θάλασσα, μ’ ένα ελαφρύ αεράκι να με δροσίζει και να φέρνει συνειρμούς, τον ήλιο να ‘χει μόλις ξεμυτίσει πίσω απ’ την οροσειρά Haggerκαι μόνους ήχους κάποια τιτιβίσματα πουλιών και το βαριεστημένο, αγουροξυπνημένο πέταγμα κάποιων γλάρων. Κι ανθρώπινη ύπαρξη πουθενά… Αλλά, για μια στιγμή, σ’ αυτό το τελευταίο κάνεις ένα λάθος: Τρεις μικροσκοπικές φιγούρες, περπατώντας εκεί που σκάει το κύμα, κινούνται απ’ τ’ ανατολικά προς το μέρος σου με γοργό χοροπηδηχτό βηματισμό!
Συνεχίζω τη γυμναστική μου, άδειο πλέον το κεφάλι από σκέψεις, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα αντικείμενα του ενδιαφέροντός μου, προσποιούμενος ότι δε δίνω σημασία. Το ίδιο κάνουν κι αυτά: Τρεις πιτσιρικάδες, κρατώντας κάτι στα χέρια τους ο καθένας απ’ αυτούς, μιλούν σιγανά μεταξύ τους, με χαμηλωμένα τα κεφάλια που, ωστόσο, συχνά τα σηκώνουν και κοιτάνε στιγμιαία προς το ξένο «φρούτο» που κάνει περίεργες κινήσεις. Σίγουρα η πρωινή γυμναστική δεν εντάσσεται στις καθημερινές τους δραστηριότητες!
Καθώς πλησιάζουν περισσότερο προς το μέρος μου, παίρνουν σχήμα τα αντικείμενα που κρατάνε: Ένα ψάρι γύρω στο μισό κιλό, ένα μεγάλο κοχύλι ιδίου μεγέθους με το ψάρι, και κάτι ακόμη που μοιάζει για ένα μικρό κομμάτι από δίχτυα ψαρέματος. Έχουν φτάσει ήδη κοντά μου, βρίσκονται στην ευθεία του οπτικού μου πεδίου με τη θάλασσα, αλλά δεν κοιτούν προς τα μένα, με κατεβασμένα κεφάλια και μουρμουρίζοντας κατευθύνονται προς τη δυτική άκρη του ορίζοντα…
Βάζω μια φωνή και καλώ τα παιδιά προς το μέρος μου, περισσότερο από περιέργεια να δω αυτά που κρατάνε. Με αγνοούν αρχικά, συνεχίζουν τα βήματά τους – πλην όμως λιγότερο αποφασιστικά. Τα ξαναφωνάζω και, την ώρα που στρέφουν το βλέμμα τους, τους κάνω νόημα να πλησιάσουν. Το ένα απ’ αυτά, το μικρότερο φυσικά, ξεκινά διστακτικά, κάτι του λένε, κάτι τους απαντά και συνεχίζει, στρέφονται κι εκείνα τελικά και το ακολουθούν. Είναι αυτό που κρατά το ψάρι και μόλις φτάνει εμπρός μου το τείνει προς το μέρος μου. Το κοιτάζω με προσοχή, δεν αναγνωρίζω τη φυλή του, καταλαβαίνω όμως ότι η ψυχούλα του έχει πάει να βρει τους προγόνους της πριν τουλάχιστον 2-3 μέρες. Προφανώς το παιδί θέλει να μου το πουλήσει, γνέφω αρνητικά, εκείνο επιμένει. Έχουν φτάσει και τα άλλα δύο μεγαλύτερα παιδιά, η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται με το άλλο που κρατάει το κοχύλι. Ωραίο, μεγαλοπρεπές και … επικίνδυνο: Αν σε πιάσουν να το κουβαλάς στις αποσκευές (μας είπαν) την έβαψες. Απαγορεύεται η εξαγωγή από τη χώρα οποιουδήποτε αντικειμένου προερχόμενου απ’ το νησί. Εντός της επικράτειας επιτρέπεται η μεταφορά, εκτός, όχι. Δεν έχω καμμία όρεξη να γνωρίσω από κοντά τις ανακριτικές ικανότητες και τη «φιλοξενία» των αρχών της χώρας και αρνούμαι δις και τρις. Το τρίτο αντικείμενο είναι ένα είδος απόχης με σκοινί, το χρησιμοποιούν για να ψαρεύουν απ’ την ακτή: Το τινάζουν με τέχνη, όπως εμείς την πετονιά με το δόλωμα, και μετά το σέρνουν προς τα έξω και ελέγχουν τα αποτελέσματα. Μου κάνουν, μάλιστα, και επίδειξη της τεχνικής τους.
Όταν διαπιστώνουν ότι είναι δύσκολος ο πελάτης, δεν πρόκειται ν’ αγοράσει τίποτα, κι αφού έχουν ξεθαρρέψει αρκετά, αρχίζουν να επαναλαμβάνουν μια λέξη: «Καλέμ, καλέμ»! Και τι είναι αυτό το «καλέμ» βρε βλαστάρια μου; Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω το προφανές, δεν τα καταφέρνω. Ζητώ διευκρινήσεις με νοήματα, χωρίς αποτέλεσμα. Απογοήτευση και στις δύο πλευρές, οι μπόμπιρες κάνουν ν’ απομακρυνθούν. Έτσι άδοξα θα τελειώσει αυτή η διακρατική επαφή; Κάνω μια τελευταία προσπάθεια, τους κάνω νόημα να σταθούν, κοντοστέκονται, περιμένουν, κατευθύνομαι προς τη σκηνή (ο hydronettaδίπλα εξακολουθεί να ονειρεύεται ουρί του παραδείσου) και βγάζω απ’ την τσέπη του μπουφάν κάτι καραμέλλες που τις τείνω προς το μέρος τους. Τις παίρνουν πρόθυμα μεν αλλά είναι φανερό ότι κάτι άλλο περίμεναν. Και τότε έρχεται η «επιφοίτηση»: «Καλέμ = καλέμι στα δικά μας, μεταφορικά: λες να ‘ναι το μολύβι, το στυλό;». Ξαναμπαίνω στη σκηνή και βγαίνω με τρία στυλό στα χέρια. Το πρόσωπό τους φωτίζεται, ναι, αυτό ήταν που ζητούσαν, μου χαρίζουν τα υπέροχα χαμόγελά τους. Παίρνω θάρρος και τους ζητώ να τους φωτογραφίσω. Αρνούνται. Επιμένω. Τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται θόρυβος απ’ τη σκηνή του hydronetta, φερμουάρ ανοίγει, κεφάλι Γκιούλιβερ ξεπροβάλλει, πανικός στο ακροατήριο, τάσεις φυγής, με το ζόρι τους συγκρατώ και κάνω μια τελευταία προσπάθεια: Μια φωτογραφία όλοι μαζί, οι τέσσερίς μας, κοιτούν εμένα, κοιτούν τον Γκιούλιβερ, ξανακοιτούν εμένα, διστάζουν, ο μικρός φαίνεται πιο δεκτικός, τελικά τον τραβούν απ’ το χέρι και απομακρύνονται. «Το χάσαμε το παιχνίδι παλληκάρι, γαμώ την ατυχία μου, γαμώ»…
(Κλείνει η babadumειος παράνθεση - μην αφήνουμε κενά στην ιστορία!)
Αποφάσισα πριν το πρόγευμα να ξεπλύνω το σαρκίο μου από τα αλάτια και τη σκόνη της προηγούμενης μέρας. Βλέπετε με την κλασσική μου αναβλητικότητα δεν είχα αποτολμήσει να χρησιμοποιήσω τα εσωτερικά ντους έναντι των αλά τούρκα τουαλετών το προηγούμενο βράδυ όπως σοφά είχε πράξει ο babaduma. Αντ’ αυτού κατέφυγα στις υπαίθριες ντουζιέρες επί της παραλίας. Βέβαια μην φανταστείτε πολυτέλειες… ένας σωλήνας, μια καλαμωτή να σε προφυλάσσει από τα αδιάκριτα βλέμματα και βέβαια το νεράκι σε θερμοκρασία φερμένη από τα υψίπεδα…
Aπολαμβάνοντας (?) το ντουζάκι μου
Καθώς το παγωμένο νερό κυλούσε στο κορμί μου, απέχοντας μόνο λίγο από το να μεταλλαχθεί το ροζουλί χρώμα του δέρματός μου σε μπλαβί, αναρωτιόμουνα τι αμαρτίες πληρώνω και υποβάλλω τον οργανισμό μου σε τέτοιο στρες. Με συνοπτικές διαδικασίες ξέπλυνα όσα βλέπει η πεθερά και με τις οδοντοστοιχίες μου να κροταλίζουν ρυθμικά από το κρύο, φόρεσα τα ρούχα μου και παρακάθισα του προγεύματος το οποίο σερβιρίστηκε χαμέ και με την συνήθη πλέον σύσταση. Πιτούλες , τυράκι, μαρμελάδες, η απαραίτητη μερέντα και βέβαια ατέλειωτα φλιτζάνι τσάι το ένα μετά το άλλο (ώστε να εξασφαλιστεί ικανοποιητική ενυδάτωση και διούρηση).
Η πορεία μας σήμερα προέβλεπε από τον βορρά να καταλήξουμε στο νότιο τμήμα του νησιού με στάση στο οροπέδιο Homhill.
Αρχικά πήραμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αλλά η χαρά δεν κράτησε πολύ. Σε μια παράκαμψη μπήκαμε στην κοίτη ενός ρέματος με ότι συνεπάγεται αυτό για τις αναρτήσεις του αυτοκινήτου και την ακεραιότητα της σπονδυλικής μας στήλης. Το τζιπ με ταχύτητα γαϊδάρου κι εμείς να κουνιόμαστε σαν το καφέ μέσα στο σέικερ. Αλλού το κεφάλι, αλλού ο αυχένας, αλλού ο κορμός μας…
Διάσπαρτα στη διαδρομή πετρόχτιστα σπίτια και μοναχικές φιγούρες με πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο και τον σκληρό καθημερινό κάματο.
O κατσικόδρομος για το Homhill
Το μαρτύριο δεν έλεγε να λάβει τέλος, όταν σε ένα κατσικόδρομο το τζιπ αγκομαχώντας άρχισε την αναρρίχηση προς τα υψίπεδα του Homhill.
Ο κατ’ ευφημισμόν δρόμος ήταν γεμάτος κοτρώνες και το κενό που έχασκε σε κάθε στροφή ένθεν κα'κείθεν του αυτοκινήτου οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο πάτο του φαραγγιού σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας. Από κοντά αγκομαχούσε κι ο Μιτάκ που αναγκαζόταν να υποβάλλει σε τέτοια ταλαιπωρία φρεσκοαγορασμένο αμάξι.
Ο δρόμος ακολουθούσε φιδίσια πορεία και ήταν απορίας άξιο που θεωρείται διπλής κατεύθυνσης. Κάνεις μερικές γονυκλισίες στον Αλλάχ, μην τύχει και συναπαντήσεις άλλο αμάξι γιατί τότε απορώ ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία να κάνει όπισθεν σε τέτοιο καρόδρομο. Για να υπερνικήσω την υψοφοβία μου είχα στρέψει το βλέμμα μου προς τις εντυπωσιακές πλαγιές του φαραγγιού όπου κυριολεκτικά κρέμονταν στο κενό μπουκαλόδενδρα και φοινικιές.
Προς το τέλος της ανηφορικής διαδρομής κι ενώ σχεδόν αγγίζαμε το επίπεδο του οροπεδίου, το μόνο πλάσμα που μας υποδέχτηκε κοιτάζοντας με περιέργεια ήταν μια κατσίκα αιωρούμενη σχεδόν στο κενό. Η απορία της ανάμικτη με αγωνία δεν ήταν αναίτια. Προσωπικά σαν τον Οβελίξ, την διαπερνούσα σαν σούβλα με το βλέμμα μου και στην φαντασία μου την άφηνα να ροδοκοκκινίζει στα κάρβουνα με φόντο τα εξωτικά δένδρα του Homhill. Βλέπετε εδώ δεν είναι Hadibo όπου τρώνε οι κατσίκες το σκουπιδολόι στους δρόμους, αλλά φρέσκα τρυφερά βλασταράκια (κάτι που γενικότερα όμως έχει επηρεάσει αρνητικά την ισορροπία της χλωρίδας στο νησί). Μας έβλεπε αυτή, την φωτογραφίζαμε κι εμείς με φόντο στο βάθος τον ορεινό όγκο των βουνών Hajjer και μετά τα διαπιστευτήρια, κάναμε μια σύντομη στάση στο οροπέδιο.
Στη σούβλα με πατάτες φούρνου...λουκούμι
Το τοπίο είναι μεν επίπεδο, αλλά περιβάλλεται από χαμηλούς ορεινούς όγκους, σε υψόμετρο όμως από το επίπεδο της θάλασσας. Η βλάστηση αν και σχετικά αραιή χαρακτηρίζεται από την παρουσία αρκετών ενδημικών σοκοτρό-δενδρων αλλά και φοινικιές. Στη μια πλαγιά του βουνού, κυριαρχεί το σήμα κατατεθέν του νησιού: το dragonsblood tree ή επί το επιστημονικότερον Dracaena cinnabari (δράκαινα).
Το οροπέδιο Homhill και στο βάθος η οροσειρά Ηajjer
H πλαγιά του βουνού κατάφορτη από δράκαινες
Διασχίζοντας το οροπέδιο Homhill που θεωρείται προστατευμένη περιοχή, διαπιστώσαμε ότι δεν στερείται ανθρώπινης παρουσίας. Υπήρχαν ελάχιστοι μικροί οικισμοί, απορίας άξιον όμως πώς επικοινωνούν με τον «πολιτισμό» απουσία αξιοπρεπούς οδικού δικτύου και των θεμελιωδών αγαθών των σύγχρονων κοινωνιών: φώς, τηλέφωνο, δίκτυο ύδρευσης.
Παρκάραμε και ο Μιτάκ μας υπέδειξε το δρόμο για να έρθουμε σε μια τετ α τετ επαφή με τις εντυπωσιακές δράκαινες.
Η δράκαινα που είναι το πιο γνωστό και πολυδιαφημισμένο δένδρο της Σοκότρα, επάξια κερδίζει το θαυμασμό του επισκέπτη, όχι μόνο λόγω της μοναδικότητάς της, αλλά γιατί είναι υπόλειμμα υποτροπικών δασών πολλών εκατομμυρίων ετών, που πλέον έχουν εξαφανιστεί λόγω της ερημοποίησης της Αφρικής.
Το σχήμα της θυμίζει μια τεράστια ομπρέλα με τα κλαδιά και τα φύλλα στην κορφή να διαπλέκονται σε τόσο πυκνό σχηματισμό που είναι αδιαπέραστος από το φως του ήλιου. Εξαιρετική σκιά κι ομολογώ ότι θα πρέπει σοβαρά οι ημέτεροι επιχειρηματίες να σκεφτούν να την φυτέψουν στις ελληνικές παραλίες παρέχοντας αενάως και οικολογικώς ηλιοπροστασία στους λουόμενους (αν και δεν νομίζω ότι θα ευδοκιμήσει το είδος).
Ανθοφορεί τον Φλεβάρη και καρποφορεί κιόλας, αν και η διαδικασία ωρίμανσης των φρούτων κρατά κοντά 5 μήνες και τα οποία αποτελούν τροφή για πουλιά και άλλα ζώα.
Από αρχαιοτάτων χρόνων το δένδρο αξιοποιήθηκε για την κόκκινη ρητίνη που παράγει σαν υλικό βαφής, σαν υλικό κοσμετολογίας (κραγιόν!) ή σαν γιατρικό. Αν είστε λάτρεις της ιατρικής με βότανα, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν, καθώς θεραπεύει πληγές, διάρροια, δυσεντερία, στοματικά ή πεπτικά έλκη και σταματά την αιμορραγία. Κατά την Σοκοτριανή παραδοσιακή ιατρική βέβαια είναι ικανό να θεραπεύσει πάσαν νόσον (ακόμα και για εκτρώσεις χρησιμοποιείται) θα πρότεινα όμως στους παθιασμένους με τις εναλλακτικές θεραπείες να περιοριστούν στις προαναφερόμενες ενδείξεις.
Αν και ευδοκιμεί στα υψίπεδα της Σοκότρα, εντούτοις η δράκαινα θεωρείται απειλούμενο είδος και λόγω της οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης, αλλά κυρίως εξαιτίας των άπληστων σιαγόνων των κερασφόρων τετράποδων που αφανίζουν στην κυριολεξία τα νεαρά δενδρύλλια. Ως εκ τούτου έχουν εκπονηθεί προγράμματα προστατευόμενης καλλιέργειας των σπάνιων αυτών δένδρων.
Dracaena cinnabari (dragonsblood tree) με φόντο το οροπέδιο Homhill
Αφού αγγίξαμε και φωτογραφίσαμε τα ευμεγέθη αυτά δένδρα, κατευθυνθήκαμε προς τον μικρό οικοτουριστικό καταυλισμό όπου υποχρεωτικώς έπρεπε να πάρουμε συνοδό για να μας οδηγήσει στο highlight του Homhill.
Ο καλός κυριούλης χωρίς να ανταλλάξει ίχνος κουβέντας μαζί μας, μας οδήγησε σε ένα μονοπάτι δίπλα αλλά και εντός της κοίτης ενός ρέματος. Με την αλγεινή εμπειρία της ανάβασης στην σπηλιά την προηγούμενη μέρα, αρχίσαμε τη μουρμούρα μέσα από τα δόντια μας τι πεζοπορική δοκιμασία μας περίμενε πάλι μέσα στο λιοπύρι.
Ευτυχώς η διαδρομή ήταν ελαφρά κατηφορική περνώντας μέσα από δράκαινες και φοινικιές, ενώ το λιγοστό νερό στο ρέμα σχημάτιζε μικρούς γραφικούς νερόλακκους στο διάβα του. Ταπεινά ανάμεσα στις μεγαλοπρεπείς δράκαινες φύτρωναν μικροί καταπράσινοι θάμνοι, κάποιοι με όμορφα μικροσκοπικά λουλουδάκια.
Tι κρύβεται στο τέλος του δρόμου;
Βήμα στο βήμα, η απορία μας για το τι θα συναντούσαμε στο τέλος της διαδρομής σχετικά σύντομα λύθηκε.
Σε μια στιγμή απλώθηκε μπροστά μας μεγαλειώδες το θέαμα.
Επιφωνήματα θαυμασμού αρθρώθηκαν αυτόματα από τα στόματά μας και το βλέμμα και το κορμί καθηλώθηκαν απ’αυτό που βλέπαμε.
Εκεί στα ριζά του γκρεμού μέσα σε μια απότομη χαράδρα, όπου το οροπέδιο δίνει τη θέση του στα βουνά κι αυτά με τη σειρά τους ξεχύνονται απόκρημνα προς τη θάλασσα, εκεί στη μέση του κενού, ο χρόνος είχε σμιλέψει μια φυσική πισίνα!! Το νερό που στραγγίζει από τα βράχια μαζεύεται μέσα της κελαριστό, καθάριο και κρυστάλλινο.
Αυτή η πισίνα φαινόταν να ακροβατεί στο κενό του γκρεμού και το μάτι του επισκέπτη αφηνόταν να χαϊδεύει την υδάτινη επιφάνειά της σε απόλυτη συνέχεια με το μαγευτικό γαλάζιο της θάλασσας που απλωνόταν πολλές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα. Ήταν σαν την εικόνα που βλέπει κανείς στις μπροσούρες ξενοδοχείων όπου η πισίνα δίνει μια οπτική ψευδαίσθηση συνέχειας με τη θάλασσα. Μόνο που εδώ δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι επιτηδευμένο. Είναι δημιούργημα της φύσης. Του μεγαλύτερου καλλιτέχνη (δεν θίγω βέβαια ότι δεν έχει ίχνος χλωρίου για απολύμανση καθώς η φυσική ανανέωση γίνεται από το βουνίσιο νεράκι)
Homhill 5* poolbar
Τα αρχικά επιφωνήματα ακολούθησε ένα γρήγορο ροβόλημα και ταχύτατη αλλαγή ρούχων σε περιβολή κολύμβησης. Μόνο που εκεί στα ψηλά ο αέρας φύσαγε δαιμονισμένα και μία πρώτη γεύση με τα ακροδάκτυλα αποκάλυψε ότι η θερμοκρασία του νερού ήταν σχετικά χαμηλή.
Κι ενώ ο συνοδός μας πήγε να την αράξει σε μια σκιά στις χαραμάδες των βράχων αφημένος στην μακαριότητα της πλήξης του, εμείς οι τρείς μέναμε αναποφάσιστοι ως προς το τι μέλει γενέσθαι. Βουτάμε ή όχι; Ο Μιτάκ θεωρούσε ότι κάνει κρύο (;!), ο babaduma αμφιταλαντευόταν, οπότε ο κλήρος έπεσε σε μένα να ορθώσω το καλλίγραμμο (;!) κορμί μου και εκτινάσσοντάς το σαν βέλος να σκίσω τα ύδατα της παγωμένης λίμνης (α ρε ψώνιο θα σχολιάσει ο baba). Σαν εγώ και το νερό γινήκαμε ένα, χρειάστηκε να παριστάνω τον κολυμβητή σε τελικό Ολυμπιακών αγώνων κάνοντας γρήγορες απλωτές για συνηθίσω τη ψυχρολουσία.
Κολυμπώντας στο Homhill...
Ο babaduma συνέχιζε να βρέχει τις πατούσες του εκφράζοντας την ανατριχίλα του, ο δε Μιτάκ την άραξε κι αυτός χαλαρά παραλιμνίως. Αφού σιγά σιγά η εσωτερική μου θερμοκρασία προσαρμόστηκε με την εξωτερική, άρχισα να το παίζω γοργόνος (αλήθεια υπάρχει αρσενικό γένος?) του γλυκού νερού. Να τα μακροβούτια, οι βουτιές κι από κοντά να χλευάζω τους έτερους συνοδοιπόρους μου για την ατολμία τους.
Με το πες πες όμως κατάφερα τελικά να τους μεταπείσω. Βούτηξε ο Μιτάκ, από κοντά και το παλληκάρι μας που βούλιαζε σταδιακά το κορμί του για να αποφύγει την ανακοπή.
Το σενάριο γνωστό. Αυτό το παιδί άμα μπει στο νερό, ξεχνάει να βγει.
Κάπου εκεί δε, αποφασίστηκε να βιντεοσκοπηθεί απευθύνοντας αγωνιστικούς χαιρετισμούς προς το φόρουμ, μόνο που ο δυνατός αέρας σκέπασε το καλό του λόγο κι έτσι ο προνοητικός σκηνοθέτης- μοντέρ το επιμελήθηκε υποτιτλισμένο.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να εγκαταλείψω το νερό και να την αράξω στις παρυφές της φυσικής πισίνας απολαμβάνοντας την άπλετη θέα προς τα παράλια και τη θάλασσα. «Ένα scotch on the rocks στο poolbar παρακαλώ παιδί μου» αναφώνησα στον babaduma σε ένα dejavu που μου υπαγόρευε ότι βρισκόμουν στη πισίνα πεντάστερου εξωτικού ξενοδοχείου. Εκείνος σούφρωσε τα χείλια του, κούνησε το κεφάλι του και με επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αλκοόλ ούτε για δείγμα στο νησί, πόσο μάλλον στις ερημιές του Homhill.
Λιαστήκαμε, στεγνώσαμε και πήραμε πάλι την ανηφορική άγουσα με συχνές στάσεις για φωτογραφίες του περιβάλλοντος τοπίου.
Στο οικοτουριστικό κατάλυμα την αράξαμε κατάχαμα για ένα τσαγάκι αντάμα με ένα ζευγάρι μεσόκοπων ιταλών που επί ώρα παζάρευαν τη τιμή χαζοσουβενίρ.
Έχοντας ακόμα αρκετή διαδρομή μέχρι τον τελικό μας προορισμό, εγκαταλείψαμε το Homhill, τη πισίνα του, τις δράκαινες και τα γεράκια που υπερίπταντο σποραδικά, μέσω του ίδιου καρόδρομου που χρησιμοποιήσαμε για να φτάσουμε.
Το τζίπ με ταχύτητα γαϊδάρου, εμείς σαν το καφέ μέσα στο σέικερ κατά τα γνωστά, ώσπου επιτέλους προς ανακούφιση όλων (και του τζιπ, αν είχε μιλιά) οι ρόδες του πάτησαν ασφάλτινο οδόστρωμα.
Η διαδρομή έγινε μέσα από ημιορεινή περιοχή, με διάσπαρτα χωριουδάκια καθ’οδόν και τους ορεινούς όγκους των βουνών Hajjer να δεσπόζουν στο βάθος. Κάπου εκεί εντοπίσαμε και πληθυσμούς διάφορων πουλιών να πετούν στα κλαράκια κι αποφασίσαμε να τα αποτυπώσουμε φωτογραφικά, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας σχετικά με την βιοποικιλότητα στο νησί και καταγράφοντας στο βιογραφικό μας ένα ακόμα master, αυτό της ορνιθολογίας. Ένα γκριζόμαυρο πουλάκι εδώ να κρατά στο ράμφος του μια σαύρα, εκεί δυο κατάμαυρα με γυαλιστερό φτέρωμα… Ταυτοποίηση βέβαια του είδους δεν κάναμε, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες!
Eικόνες από τη διαδρομή
Αφού αξιοποιήθηκε κι ο τηλεφακός που έσερνα σαν αμαρτία τόσες μέρες, συνεχίσαμε μέσα από ένα ονειρεμένο τοπίο από μπουκαλόδενδρα και άλλα παράξενα ενδημικά φυτά για να φτάσουμε σε ένα wadi όπου ο Μιτάκ μας ανακοίνωσε ότι θα κάναμε μια σύντομη στάση για πικ νικ.
«Παλληκάρι μου να σε φιλήσω» του αναφώνησα όλος ενθουσιασμό μιας και είχε διαλέξει ένα εξαιρετικό σημείο για να χαλαρώσουμε από την καταπόνηση της οδήγησης: το ρυάκι κυλούσε νωχελικά, το φοινικόδασος μας παρείχε σκιά, και πίσω από αυτά το μπουκαλοδενδρο-δασος, τέλειο τοπίο να μας θυμίζει το εξωτικόν του σκηνικού.
Πικ νικ με θέα
Ομολογώ ότι ντοματοψωμοτύρι με περισσότερη όρεξη και ενθουσιασμό δεν είχαμε ξαναφάει!!! Αφού ο babaduma σε στιγμή διονυσιακής έκστασης άρχισε πλέον να μπαίνει σε επικίνδυνες ατραπούς αγκαλιάζοντας και φιλώντας λίαν ερωτικώς τα μπουκαλόδενδρα της περιοχής.
Ιδού και το τεκμήριο:
Κατά πως φαίνεται τα κονδύλια για το νησί δεν επαρκούσαν. Γι’αυτό και κάποια στιγμή η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε χωμάτινο δρόμο, ώσπου βρεθήκαμε να οδηγούμε κυριολεκτικά πάνω στις κροκάλες και μέσα στο νερό της κοίτης του ρέματος. Σκέτη off road εμπειρία.
Οδηγώντας μέσα στο ρέμα
Ακόμα κι εκεί στο πουθενά, όπου η τακτική μετακίνηση θεωρείται δύσκολη υπόθεση, βρίσκονταν μικρά χωριά, πετρόχτιστα, χρωματικά ενσωματωμένα σαν χαμαιλέοντες στο υλικό του περιβάλλοντος τοπίου. Οικογένειες ολόκληρες μας χαιρετούσαν αμήχανα στα διάβα μας. Παιδιά πλατσούριζαν και έπαιζαν εξαντλώντας την ευρηματικότητά τους στο παιχνίδι με ό,τι τους παρέχει η φύση και μόνο.
Καθώς ο δίσκος του ήλιου είχε αρχίσει πια να γέρνει προς τη δύση του, εγκαταλείψαμε την ενδοχώρα συναντώντας τον ασφάλτινο δρόμο που διατρέχει το νότιο παραλιακό κομμάτι του νησιού. Από τη μια οι ορεινοί όγκοι που μου θύμισαν έντονα εικόνες φιόρδ της Ισλανδίας, κι από την άλλη μια επίπεδη, άνυδρη περιοχή, λουσμένα όλα σ’ ένα πύρινο χρώμα.
Με τη δύση του ήλιου φτάσαμε στον καταυλισμό μας στη παραμυθένια παραλία Aomak με τους αμμόλοφους να εκτείνονται ως εκεί που χάνεται το βλέμμα.
Σαν τα παιδιά τρέχαμε και σκαρφαλώναμε στην λεπτόκοκκη άμμο αφήνοντας πάνω της τα πρόσκαιρα αποτυπώματά μας, επιτρέποντας τον Μιτάκ να αναλάβει το στήσιμο των σκηνών μας κάτω από τους κοκκοφοίνικες.
Το πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος έδωσε τη θέση του σε μενεξεδιά χρώματα και μετά στο απόλυτο σκοτάδι.
Μόνο μια λάμπα που έκαιγε πρόδιδε ότι κάποιοι ταξιδευτές απολαμβάνουν το βραδινό τους γεύμα πάνω στη χρυσή άμμο. Για την περίσταση ανοίχτηκε και το μπουκαλάκι με το κρασί που σοφά είχε προμηθευτεί ο babaduma από τα duty free του Καϊρου. Στην γλυκειά μέθη του αλκοόλ δεν μπόρεσε να αντισταθεί και ο Μιτάκ...
Παραλία Aomak στη νότια Σοκότρα
...και η κατασκήνωσή μας στη παραλία
Με τη γεύση της θαλασσινής αρμύρας στα χείλια μας απ΄ το παιχνίδι με τα κύματα, μια γλυκιά μελαγχολία ανάμικτη με την ηδονή της απεραντοσύνης του τοπίου κύλησε αργά στο αίμα μας βαραίνοντας νωχελικά τα βλέφαρά μας.
Αποσύρθηκε ο καθένας στη σκηνή του με μόνη συντροφιά τις εικόνες και τις συγκινήσεις της μέρας.
Για μια ακόμα νύχτα μόνο τ’ αστέρια τρεμόπαιζαν στο θόλο τ’ ουρανού κι η μακρινή αδιάλειπτη μελωδία των κυμάτων μας νανούριζε απαλά…
Last edited by a moderator: