Rosa
Member
- Μηνύματα
- 1.635
- Likes
- 1.966
- Ταξίδι-Όνειρο
- Trobriand Islands...
Ο ήλιος μας κοκκίνισε, σήμερα. Το φεγγάρι μας μάτωσε, σήμερα.
Τα δέντρα μας κάηκαν, σήμερα. Η κόρη μου έκλαψε, σήμερα…
Έκλαψε για τα δυο ξανθομάλλικα αγόρια από το Γραμματικό, που τόσο αγαπημένα παίξανε μαζί της στον παιδότοπο προχτές. Ανησύχησε αν είναι καλά, και τρόμαξα να την καθησυχάσω. Ύστερα έκλαψε για τις χελώνες, που είναι αργές και δε μπορούν να τρέξουνε στον κίνδυνο. Έκλαψε και για το δεντράκι της, που με αγάπη και φροντίδα φύτεψε πέρσι στην πλαγιά.
Στο τέλος σώπασε και ρίχτηκε ξανά με περισσή επιμέλεια στα παιχνίδια της. Το άγραφο, άπειρο μυαλουδάκι της δε χώρεσε τα τόσα που με τρόμο αντικρίζουμε, σήμερα. Έκλεισε απ’ έξω τις σειρήνες και δε σήκωσε άλλο τα μάτια προς τα πυροσβεστικά. Κοιμήθηκε ήσυχα, με κλειστά τα τζάμια, μακριά από τις καύτρες και τη δύσοσμη, γεμάτη κίνδυνο, ατμόσφαιρα.
Θα με ρωτήσει αύριο, το ξέρω. Οι αναμνήσεις μία μία θα σταθούνε στη σειρά. Θα θυμηθεί το μικρό μουσείο στο Βρανά, εκεί που για πρώτη της φορά προσπάθησε να αντιγράψει τα αγγεία. Θα θυμηθεί τα απογεύματα που με το ποδήλατο οργώναμε χωράφια ξέχειλα από βαρυφορτωμένα με ευωδιές ζουμπούλια. Τον τελευταίο αετό που ‘κοβε κύκλους πάνω απ’ τον Κοκκινόβραχο, και τη χαρά μας σαν τον είδαμε, αφού καιρό τον θεωρούσαμε χαμένο. Το μυστικό ναό που ανακαλύψαμε και την κρυφή είσοδο στη σπηλιά του Πάνα, που με τόσο κόπο ξετρυπώσαμε. Το φτενό ρυάκι που μας έβρεχε τα πόδια μετά απ’ τη λίμνη, και τα λασπωμένα αθλητικά που μαρτυρούσαν περιπέτειες κι εξερευνήσεις. Το μονοπάτι μας που κανείς άλλος δεν ήξερε, πίσω από την κλειδαμπαρωμένη πύλη.
Θα θυμηθεί όλα αυτά ένα προς ένα και θα με ρωτήσει. Δε θα ξέρω να της πω. Δεν έχω τρόπο να μάθω τι χάθηκε, τι σώθηκε, τι θα την περιμένει. Είναι αργά και το παράθυρο, σαν κάδρο, κορνιζάρει έναν πίνακα πορτοκαλόχρωμο, απειλητικό και σαγηνευτικό συνάμα. Παρακολουθώ και περιμένω. Ανίσχυρη, μοιράζομαι μαζί σας την οδύνη μου…
Θα βγω να μάθω και να της τα πω, αύριο.
Αύριο, μεθαύριο, μόλις ο ήλιος ξανά κιτρινίσει….
Τα δέντρα μας κάηκαν, σήμερα. Η κόρη μου έκλαψε, σήμερα…
Έκλαψε για τα δυο ξανθομάλλικα αγόρια από το Γραμματικό, που τόσο αγαπημένα παίξανε μαζί της στον παιδότοπο προχτές. Ανησύχησε αν είναι καλά, και τρόμαξα να την καθησυχάσω. Ύστερα έκλαψε για τις χελώνες, που είναι αργές και δε μπορούν να τρέξουνε στον κίνδυνο. Έκλαψε και για το δεντράκι της, που με αγάπη και φροντίδα φύτεψε πέρσι στην πλαγιά.
Στο τέλος σώπασε και ρίχτηκε ξανά με περισσή επιμέλεια στα παιχνίδια της. Το άγραφο, άπειρο μυαλουδάκι της δε χώρεσε τα τόσα που με τρόμο αντικρίζουμε, σήμερα. Έκλεισε απ’ έξω τις σειρήνες και δε σήκωσε άλλο τα μάτια προς τα πυροσβεστικά. Κοιμήθηκε ήσυχα, με κλειστά τα τζάμια, μακριά από τις καύτρες και τη δύσοσμη, γεμάτη κίνδυνο, ατμόσφαιρα.
Θα με ρωτήσει αύριο, το ξέρω. Οι αναμνήσεις μία μία θα σταθούνε στη σειρά. Θα θυμηθεί το μικρό μουσείο στο Βρανά, εκεί που για πρώτη της φορά προσπάθησε να αντιγράψει τα αγγεία. Θα θυμηθεί τα απογεύματα που με το ποδήλατο οργώναμε χωράφια ξέχειλα από βαρυφορτωμένα με ευωδιές ζουμπούλια. Τον τελευταίο αετό που ‘κοβε κύκλους πάνω απ’ τον Κοκκινόβραχο, και τη χαρά μας σαν τον είδαμε, αφού καιρό τον θεωρούσαμε χαμένο. Το μυστικό ναό που ανακαλύψαμε και την κρυφή είσοδο στη σπηλιά του Πάνα, που με τόσο κόπο ξετρυπώσαμε. Το φτενό ρυάκι που μας έβρεχε τα πόδια μετά απ’ τη λίμνη, και τα λασπωμένα αθλητικά που μαρτυρούσαν περιπέτειες κι εξερευνήσεις. Το μονοπάτι μας που κανείς άλλος δεν ήξερε, πίσω από την κλειδαμπαρωμένη πύλη.
Θα θυμηθεί όλα αυτά ένα προς ένα και θα με ρωτήσει. Δε θα ξέρω να της πω. Δεν έχω τρόπο να μάθω τι χάθηκε, τι σώθηκε, τι θα την περιμένει. Είναι αργά και το παράθυρο, σαν κάδρο, κορνιζάρει έναν πίνακα πορτοκαλόχρωμο, απειλητικό και σαγηνευτικό συνάμα. Παρακολουθώ και περιμένω. Ανίσχυρη, μοιράζομαι μαζί σας την οδύνη μου…
Θα βγω να μάθω και να της τα πω, αύριο.
Αύριο, μεθαύριο, μόλις ο ήλιος ξανά κιτρινίσει….