taver
Member
- Μηνύματα
- 12.611
- Likes
- 29.891
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Κεφάλαιο 7: Ο δρόμος για τη Βολιβία
Η επόμενη μέρα, Δευτέρα 27/11/2017, ήταν η μέρα αναχώρησης για τη Βολιβία. Στη συμφωνημένη ώρα ένα βανάκι σταμάτησε έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, κι εγώ επιβιβάστηκα σ’ αυτό. Είχα φροντίσει να πάρω μόνο τα απαραίτητα, σε ένα μεγάλο daypack, ενώ φόραγα τα πιο βαριά από τα ρούχα που πήρα καθώς αφενός δε θα χώραγαν αλλιώς, αφετέρου οι πρωινές θερμοκρασίες αναμένονταν χαμηλότατες. Η μεγάλη μου βαλίτσα έμεινε στη ρεσεψιόν, καθώς μετά την επιστροφή μου από τη Βολιβία θα έμενα και πάλι στο ίδιο ξενοδοχείο. Έτσι ξεκίνησα με ένα daypack και δυο συσκευασίες νερού των 6 λίτρων έκαστη. Ναι, πίνω πάρα πολύ νερό.
Μπήκα στο βαν, και κάναμε και το γύρω της πόλης από hostal σε hostal μέχρι να μαζευτούμε όλοι. Καθένας που ανέβαινε στο βανάκι, συμπλήρωνε σε ένα χαρτί το όνομα και την εθνικότητά του, κι έτσι δόθηκε η ευκαιρία για την πρώτη γνωριμία με το γκρουπ, με τους οποίους θα είμαστε μαζί όλες τις επόμενες μέρες. Μαζί μας είχαμε το Hannes, ένα παλικάρι 22 χρονών από τη Στουτγάρδη της Γερμανίας, που κάθε καλοκαίρι εδώ και αρκετά χρόνια κάνει διακοπές στη Χαλκιδική με τους δικούς του κι έχει φίλους στη χώρα μας. Τους τελευταίους μήνες έκανε backpacking στη νότια Αμερική, μαθαίνοντας Ισπανικά στο Cuzco, καθ’ οδόν προς το οποίο θα συνέχιζε και μετά το τουρ, καθώς μετά το Uyuni, τον τελευταίο ουσιαστικά σταθμό μας, δε θα επέστρεφε πίσω στη Χιλή αλλά θα συνέχιζε οδικώς πίσω στο Περού. Μαζί του, η κοπέλα του η Αline, 19 ετών, που ήρθε και τον βρήκε στο Cuzco και συνέχισαν μετά μαζί ως εδώ, και μετά το Uyuni θα συνέχιζε προς Αργεντινή πριν επιστρέψει στη Γερμανία για να αρχίσει τις σπουδές της. Και οι δυό τους ήταν εξαιρετικά ώριμοι για την ηλικία τους. Η Kelsei, μια Νεοζηλανδή είκοσι-κάτι χρονών, ταξίδευε μόνη της στη Νότια Αμερική επί τρείς μήνες, και σε δυο μήνες από το ταξίδι θα πήγαινε στο Λονδίνο για να αρχίσει μια νέα δουλειά εκεί. Κι αυτή θα σταμάταγε το τουρ στο Uyuni. Ο Pedro, η Joana και η αδερφή της η Ana-Isabel.είχαν έρθει από την Πορτογαλία, και στα 40 τους είχαν πάρει άδεια για τρεις εβδομάδες για να πάνε σε επιλεγμένους σταθμούς σε Χιλή, Βολιβία και Περού. Και οι τρεις μιλάγανε εξαιρετικά καλά Αγγλικά, και είχαν ενδιαφέρον στη συζήτηση καθώς είναι στελέχη επιχειρήσεων με σχετικώς υψηλές θέσεις. Η Daniela και η Flavia, πάλι, δυο Βραζιλιάνες από το Ρίο, είναι επιστήμονες, θαλάσσια βιολόγος και ωκεανογράφος, στα τριάντα και κάτι, και απασχολούνται σε σχέση με την αδειοδότηση πλατφορμών άντλησης πετρελαίου. Τα Αγγλικά τους ήταν καλά, αλλά όμως δεν τα χρησιμοποιούσαν παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητο, όπως π.χ. όταν τους ρωτάγανε κάτι. Τέλος, Η Ana-Claudia και η Leila ήταν επίσης Βραζιλιάνες, τριάντα-κάτι, από τη νότια επαρχία της Santa Catarina. Η Ana-Claudia είναι δικηγόρος, με δικό της γραφείο και καλά Αγγλικά, ενώ η Leila… δεν έχω ιδέα, καθώς δε μιλούσε ούτε λέξη Αγγλικά, άλλα κάποια σχέση έχει με ένα εργοστάσιο της BMW στην περιοχή της.
Σύνολο 11 άτομα λοιπόν, ξεκινήσαμε και… σταματήσαμε, λίγα τετράγωνα πιο πέρα μέσα στο San Pedro de Atacama. «Κατεβείτε», μας είπε ο οδηγός, «πάμε να περάσετε τα σύνορα». Το Χιλιανό συνοριακό φυλάκιο στα σύνορα δε λειτουργεί, και ο συνοριακός έλεγχος γίνεται εδώ, στο κέντρο του San Pedro, μια ώρα δρόμο από τα σύνορα. Μπήκαμε στην ουρά, παραδώσαμε τα διαβατήριά μας με τα συνοδευτικά χαρτάκια, πήραμε σφραγίδα εξόδου από τη χώρα, περάσαμε από τελωνειακό έλεγχο τα backpacks, και επιστρέψαμε στο βανάκι. Για τις τρεις επόμενες μέρες, δεν θα είχαμε ξανά internet (καθώς ακόμα και να είχαμε βολιβιανές κάρτες SIM ή λεφτά για roaming, δε θα υπήρχε κάλυψη δικτύων κινητής εκεί που θα κινηθούμε), και δεν επρόκειτο να ξαναδούμε και δέντρο, καθώς θα βρισκόμασταν σε υψόμετρα πάνω από αυτά στα οποία φυτρώνουν.
H διαδρομή της ημέρας θα ήταν αυτή:
Για την επόμενη μία ώρα, ο δρόμος ανεβαίνει σταδιακά από τα 2.500 μέτρα υψόμετρο στα 4.000, και μας προσφέρει την ευκαιρία για πανοραμικές φωτογραφίες με το ηφαίστειο Licancabur και το ερημικό τοπίο τριγύρω του.
Το συνοριακό πέρασμα στο Hito Cajon είναι στα 4000 μέτρα υψόμετρο, δεν έχει ρεύμα ή internet, και σα να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, είναι και σουρεαλιστικό. Βλέπετε, η διαφορά στο επίπεδο ανάπτυξης των δυο χωρών, όπως μετριέται από το (μη οικονομικό) δείκτη Human Development Index, είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο για χώρες που συνορεύουν μεταξύ τους. Κι αυτό φαίνεται. Από την πλευρά της Χιλής, π.χ., ο δρόμος που φτάνει στον (κλειστό σήμερα) συνοριακό σταθμό είναι ασφαλτοστρωμένος, με διαχωριστικές λωρίδες, κλπ. Από τη Βολιβιανή πλευρά… δεν υπάρχει καν δρόμος, υπάρχουν απλώς ίχνη από προηγούμενα τζιπ που ακολουθούν και τα επόμενα. Μόνο 4x4 οχήματα κινούνται εκεί πρακτικά. Ο Χιλιανός σταθμός είναι ένα σύγχρονο δημόσιο κτήριο με όλα τα facilities, ο Βολιβιανός είναι… αυτό:
Παρκάραμε δίπλα σε ένα παράπηγμα, και περιμέναμε να ανοίξει ο συνοριακός σταθμός της Βολιβίας, αλλά και να έρθουν εδώ τα τζιπ που θα μας μεταφέρουν στο υπόλοιπο ταξίδι (τα οποία φέρνουν κάποιους προηγούμενους επιβάτες εδώ, που θα συνεχίσουν με το βαν για το San Pedro de Atacama). Όσο περιμέναμε, μας προσφέρανε πρωϊνό, ενώ είχαμε και την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε και τις δημόσιες τουαλέτες, δηλαδή την πίσω πλευρά του τοίχου. Στο τέλος ο σταθμός άνοιξε, και περάσαμε κανονικά και νόμιμα στη Βολιβία (όχι δηλαδή ότι θα μας εμπόδιζε κανείς να περάσουμε παράνομα…).
Χωριστήκαμε σε δυο τζίπ, με τα οποία θα κάναμε το υπόλοιπο ταξίδι. Στο δικό μου τζιπ είμασταν εγώ, η Kelsei από τη Νέα Ζηλανδία, ο Hannes και η Aline από τη Γερμανία, και η Daniela και η Flavia από το Ρίο. Οι άλλοι 5 πήγαν στο άλλο. Στο δικό μου τζιπ, ήμουν ο τυχερός που θα έκανε όλο το ταξίδι από τη θέση του συνοδηγού. Οι άλλοι 5 μοιράστηκαν σε δυο σειρές, οι 2 Βραζιλιάνες στη γαλαρία, και οι 3 νεότεροι στη μεσαία σειρά. Οδηγός μας θα είναι ο Marco, ένας νεαρός με χαρακτηριστικά Quechua και βαμμένες ξανθές ανταύγειες στο μαλλί, που του γυάλισαν οι Βραζιλιάνες και είχαμε αρκετές πεσιματικές σε όλη τη διαδρομή. Είναι και νέος στο επάγγελμα, το τουρ αυτό το κάνει δυο μήνες τώρα, τέσσερις φορές το μήνα.
Φορτώσαμε τα πράγματα στην οροφή του τζίπ. Εκεί, μαζί με τα πράγματά μας ήταν μερικά ντεπόζιτα με βενζίνη, καθώς και μια φιάλη οξυγόνου για την περίπτωση που κάποιος επιβάτης είχε πρόβλημα με το υψόμετρο. Τα πράγματά μας σφραγίστηκαν μέσα σε υδατοστεγή πανιά, και θα τα παραλαμβάναμε και πάλι στο πρώτο hostel. H οδηγία ότι πρέπει να κρατήσουμε μαζί μας κάτω ότι θα χρειαστούμε μέχρι το πρώτο κατάλυμα, κι εγώ δεν ήξερα τι μπορεί να χρειαστώ και τι όχι, με οδήγησε να κρατήσω κάτω το daypack μου και να ανεβάσω μόνο τα νερά, πράγμα που το πλήρωσα με στριμωξίδι στη θέση μου όλη τη μέρα, ιδιαίτερα όσο ο ήλιος ανέβαινε και τα βαριά ρούχα βγαίνανε…
Ξεκινήσαμε, και η πρώτη στάση μετά τα σύνορα ήταν στο ταμείο. Για να κυκλοφορεί κάποιος εδώ στο εθνικό πάρκο «Reserva Nacional de Fauna Andina Eduardo Avaroa» χρειάζεται ένα εισιτήριο, που κοστίζει 150 bolivianos, δηλαδή 25 ευρώ περίπου, και διαρκεί για όλες τις μέρες που θα μείνουμε εδώ. Για να το εκδώσουμε, χρειάστηκε να σημειώσουμε για μια ακόμα φορά σε ένα χαρτί όλα τα στοιχεία μας. Μην πάτε Λατινική Αμερική χωρίς στυλό και χωρίς να θυμάστε απ’ έξω τον αριθμό διαβατηρίου σας, τόσο πολλές φορές το χρειαστήκαμε…. Συμπληρώσαμε και ηλικίες, και κάπου εκεί ανακάλυψα ότι τα Γερμανάκια δίπλα μου έχουν άθροισμα ηλικιών μικρότερο από τη δική μου. Τέλος σφραγίστηκαν τα εισιτήρια μας με το όνομά μας πάνω, και φυσικά πληρώσαμε.
Το πρώτο αξιοθέατο του ταξιδιού γι’ αυτή τη μέρα ήταν δυο αλατολίμνες, σχετικά κοντά μεταξύ τους, που βρίσκονται στη σκιά του ηφαιστείου Licancabur:
Η πρώτη από τις δυο είναι η Laguna Bianca, μια αλατολίμνη με αρκετά «λευκό» χρώμα. Ο οδηγός μας άφησε σε μια μεριά και μας περίμενε απέναντι, για να την περπατήσουμε. Το όμορφο τοπίο συμπληρώθηκε κι από ένα ιδιαίτερο ουράνιο τόξο.
Ακολούθησε η δεύτερη λίμνη, λίγο παραπέρα, η οποία ονομάζεται laguna verde λόγω του ιδιαίτερου πράσινου χρώματός της. Εδώ δυστυχώς δεν επιτρέπεται να πλησιάσεις κοντά στο νερό, οπότε αρκεστήκαμε να τη δούμε από ένα παρατηρητήριο. Παρά την ονομασία της, το χρώμα δεν είναι σταθερό, αλλά αλλάζει ανάλογα με τους καιρικούς παράγοντες (άνεμοι, ηλιοφάνεια κλπ.). Όταν φεύγαμε, για παράδειγμα, ήταν αρκετά πιο πράσινη από όταν πλησιάσαμε.
Η επόμενη μέρα, Δευτέρα 27/11/2017, ήταν η μέρα αναχώρησης για τη Βολιβία. Στη συμφωνημένη ώρα ένα βανάκι σταμάτησε έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, κι εγώ επιβιβάστηκα σ’ αυτό. Είχα φροντίσει να πάρω μόνο τα απαραίτητα, σε ένα μεγάλο daypack, ενώ φόραγα τα πιο βαριά από τα ρούχα που πήρα καθώς αφενός δε θα χώραγαν αλλιώς, αφετέρου οι πρωινές θερμοκρασίες αναμένονταν χαμηλότατες. Η μεγάλη μου βαλίτσα έμεινε στη ρεσεψιόν, καθώς μετά την επιστροφή μου από τη Βολιβία θα έμενα και πάλι στο ίδιο ξενοδοχείο. Έτσι ξεκίνησα με ένα daypack και δυο συσκευασίες νερού των 6 λίτρων έκαστη. Ναι, πίνω πάρα πολύ νερό.
Μπήκα στο βαν, και κάναμε και το γύρω της πόλης από hostal σε hostal μέχρι να μαζευτούμε όλοι. Καθένας που ανέβαινε στο βανάκι, συμπλήρωνε σε ένα χαρτί το όνομα και την εθνικότητά του, κι έτσι δόθηκε η ευκαιρία για την πρώτη γνωριμία με το γκρουπ, με τους οποίους θα είμαστε μαζί όλες τις επόμενες μέρες. Μαζί μας είχαμε το Hannes, ένα παλικάρι 22 χρονών από τη Στουτγάρδη της Γερμανίας, που κάθε καλοκαίρι εδώ και αρκετά χρόνια κάνει διακοπές στη Χαλκιδική με τους δικούς του κι έχει φίλους στη χώρα μας. Τους τελευταίους μήνες έκανε backpacking στη νότια Αμερική, μαθαίνοντας Ισπανικά στο Cuzco, καθ’ οδόν προς το οποίο θα συνέχιζε και μετά το τουρ, καθώς μετά το Uyuni, τον τελευταίο ουσιαστικά σταθμό μας, δε θα επέστρεφε πίσω στη Χιλή αλλά θα συνέχιζε οδικώς πίσω στο Περού. Μαζί του, η κοπέλα του η Αline, 19 ετών, που ήρθε και τον βρήκε στο Cuzco και συνέχισαν μετά μαζί ως εδώ, και μετά το Uyuni θα συνέχιζε προς Αργεντινή πριν επιστρέψει στη Γερμανία για να αρχίσει τις σπουδές της. Και οι δυό τους ήταν εξαιρετικά ώριμοι για την ηλικία τους. Η Kelsei, μια Νεοζηλανδή είκοσι-κάτι χρονών, ταξίδευε μόνη της στη Νότια Αμερική επί τρείς μήνες, και σε δυο μήνες από το ταξίδι θα πήγαινε στο Λονδίνο για να αρχίσει μια νέα δουλειά εκεί. Κι αυτή θα σταμάταγε το τουρ στο Uyuni. Ο Pedro, η Joana και η αδερφή της η Ana-Isabel.είχαν έρθει από την Πορτογαλία, και στα 40 τους είχαν πάρει άδεια για τρεις εβδομάδες για να πάνε σε επιλεγμένους σταθμούς σε Χιλή, Βολιβία και Περού. Και οι τρεις μιλάγανε εξαιρετικά καλά Αγγλικά, και είχαν ενδιαφέρον στη συζήτηση καθώς είναι στελέχη επιχειρήσεων με σχετικώς υψηλές θέσεις. Η Daniela και η Flavia, πάλι, δυο Βραζιλιάνες από το Ρίο, είναι επιστήμονες, θαλάσσια βιολόγος και ωκεανογράφος, στα τριάντα και κάτι, και απασχολούνται σε σχέση με την αδειοδότηση πλατφορμών άντλησης πετρελαίου. Τα Αγγλικά τους ήταν καλά, αλλά όμως δεν τα χρησιμοποιούσαν παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητο, όπως π.χ. όταν τους ρωτάγανε κάτι. Τέλος, Η Ana-Claudia και η Leila ήταν επίσης Βραζιλιάνες, τριάντα-κάτι, από τη νότια επαρχία της Santa Catarina. Η Ana-Claudia είναι δικηγόρος, με δικό της γραφείο και καλά Αγγλικά, ενώ η Leila… δεν έχω ιδέα, καθώς δε μιλούσε ούτε λέξη Αγγλικά, άλλα κάποια σχέση έχει με ένα εργοστάσιο της BMW στην περιοχή της.
Σύνολο 11 άτομα λοιπόν, ξεκινήσαμε και… σταματήσαμε, λίγα τετράγωνα πιο πέρα μέσα στο San Pedro de Atacama. «Κατεβείτε», μας είπε ο οδηγός, «πάμε να περάσετε τα σύνορα». Το Χιλιανό συνοριακό φυλάκιο στα σύνορα δε λειτουργεί, και ο συνοριακός έλεγχος γίνεται εδώ, στο κέντρο του San Pedro, μια ώρα δρόμο από τα σύνορα. Μπήκαμε στην ουρά, παραδώσαμε τα διαβατήριά μας με τα συνοδευτικά χαρτάκια, πήραμε σφραγίδα εξόδου από τη χώρα, περάσαμε από τελωνειακό έλεγχο τα backpacks, και επιστρέψαμε στο βανάκι. Για τις τρεις επόμενες μέρες, δεν θα είχαμε ξανά internet (καθώς ακόμα και να είχαμε βολιβιανές κάρτες SIM ή λεφτά για roaming, δε θα υπήρχε κάλυψη δικτύων κινητής εκεί που θα κινηθούμε), και δεν επρόκειτο να ξαναδούμε και δέντρο, καθώς θα βρισκόμασταν σε υψόμετρα πάνω από αυτά στα οποία φυτρώνουν.
H διαδρομή της ημέρας θα ήταν αυτή:
Για την επόμενη μία ώρα, ο δρόμος ανεβαίνει σταδιακά από τα 2.500 μέτρα υψόμετρο στα 4.000, και μας προσφέρει την ευκαιρία για πανοραμικές φωτογραφίες με το ηφαίστειο Licancabur και το ερημικό τοπίο τριγύρω του.
Το συνοριακό πέρασμα στο Hito Cajon είναι στα 4000 μέτρα υψόμετρο, δεν έχει ρεύμα ή internet, και σα να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, είναι και σουρεαλιστικό. Βλέπετε, η διαφορά στο επίπεδο ανάπτυξης των δυο χωρών, όπως μετριέται από το (μη οικονομικό) δείκτη Human Development Index, είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο για χώρες που συνορεύουν μεταξύ τους. Κι αυτό φαίνεται. Από την πλευρά της Χιλής, π.χ., ο δρόμος που φτάνει στον (κλειστό σήμερα) συνοριακό σταθμό είναι ασφαλτοστρωμένος, με διαχωριστικές λωρίδες, κλπ. Από τη Βολιβιανή πλευρά… δεν υπάρχει καν δρόμος, υπάρχουν απλώς ίχνη από προηγούμενα τζιπ που ακολουθούν και τα επόμενα. Μόνο 4x4 οχήματα κινούνται εκεί πρακτικά. Ο Χιλιανός σταθμός είναι ένα σύγχρονο δημόσιο κτήριο με όλα τα facilities, ο Βολιβιανός είναι… αυτό:
Παρκάραμε δίπλα σε ένα παράπηγμα, και περιμέναμε να ανοίξει ο συνοριακός σταθμός της Βολιβίας, αλλά και να έρθουν εδώ τα τζιπ που θα μας μεταφέρουν στο υπόλοιπο ταξίδι (τα οποία φέρνουν κάποιους προηγούμενους επιβάτες εδώ, που θα συνεχίσουν με το βαν για το San Pedro de Atacama). Όσο περιμέναμε, μας προσφέρανε πρωϊνό, ενώ είχαμε και την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε και τις δημόσιες τουαλέτες, δηλαδή την πίσω πλευρά του τοίχου. Στο τέλος ο σταθμός άνοιξε, και περάσαμε κανονικά και νόμιμα στη Βολιβία (όχι δηλαδή ότι θα μας εμπόδιζε κανείς να περάσουμε παράνομα…).
Χωριστήκαμε σε δυο τζίπ, με τα οποία θα κάναμε το υπόλοιπο ταξίδι. Στο δικό μου τζιπ είμασταν εγώ, η Kelsei από τη Νέα Ζηλανδία, ο Hannes και η Aline από τη Γερμανία, και η Daniela και η Flavia από το Ρίο. Οι άλλοι 5 πήγαν στο άλλο. Στο δικό μου τζιπ, ήμουν ο τυχερός που θα έκανε όλο το ταξίδι από τη θέση του συνοδηγού. Οι άλλοι 5 μοιράστηκαν σε δυο σειρές, οι 2 Βραζιλιάνες στη γαλαρία, και οι 3 νεότεροι στη μεσαία σειρά. Οδηγός μας θα είναι ο Marco, ένας νεαρός με χαρακτηριστικά Quechua και βαμμένες ξανθές ανταύγειες στο μαλλί, που του γυάλισαν οι Βραζιλιάνες και είχαμε αρκετές πεσιματικές σε όλη τη διαδρομή. Είναι και νέος στο επάγγελμα, το τουρ αυτό το κάνει δυο μήνες τώρα, τέσσερις φορές το μήνα.
Φορτώσαμε τα πράγματα στην οροφή του τζίπ. Εκεί, μαζί με τα πράγματά μας ήταν μερικά ντεπόζιτα με βενζίνη, καθώς και μια φιάλη οξυγόνου για την περίπτωση που κάποιος επιβάτης είχε πρόβλημα με το υψόμετρο. Τα πράγματά μας σφραγίστηκαν μέσα σε υδατοστεγή πανιά, και θα τα παραλαμβάναμε και πάλι στο πρώτο hostel. H οδηγία ότι πρέπει να κρατήσουμε μαζί μας κάτω ότι θα χρειαστούμε μέχρι το πρώτο κατάλυμα, κι εγώ δεν ήξερα τι μπορεί να χρειαστώ και τι όχι, με οδήγησε να κρατήσω κάτω το daypack μου και να ανεβάσω μόνο τα νερά, πράγμα που το πλήρωσα με στριμωξίδι στη θέση μου όλη τη μέρα, ιδιαίτερα όσο ο ήλιος ανέβαινε και τα βαριά ρούχα βγαίνανε…
Ξεκινήσαμε, και η πρώτη στάση μετά τα σύνορα ήταν στο ταμείο. Για να κυκλοφορεί κάποιος εδώ στο εθνικό πάρκο «Reserva Nacional de Fauna Andina Eduardo Avaroa» χρειάζεται ένα εισιτήριο, που κοστίζει 150 bolivianos, δηλαδή 25 ευρώ περίπου, και διαρκεί για όλες τις μέρες που θα μείνουμε εδώ. Για να το εκδώσουμε, χρειάστηκε να σημειώσουμε για μια ακόμα φορά σε ένα χαρτί όλα τα στοιχεία μας. Μην πάτε Λατινική Αμερική χωρίς στυλό και χωρίς να θυμάστε απ’ έξω τον αριθμό διαβατηρίου σας, τόσο πολλές φορές το χρειαστήκαμε…. Συμπληρώσαμε και ηλικίες, και κάπου εκεί ανακάλυψα ότι τα Γερμανάκια δίπλα μου έχουν άθροισμα ηλικιών μικρότερο από τη δική μου. Τέλος σφραγίστηκαν τα εισιτήρια μας με το όνομά μας πάνω, και φυσικά πληρώσαμε.
Το πρώτο αξιοθέατο του ταξιδιού γι’ αυτή τη μέρα ήταν δυο αλατολίμνες, σχετικά κοντά μεταξύ τους, που βρίσκονται στη σκιά του ηφαιστείου Licancabur:
Η πρώτη από τις δυο είναι η Laguna Bianca, μια αλατολίμνη με αρκετά «λευκό» χρώμα. Ο οδηγός μας άφησε σε μια μεριά και μας περίμενε απέναντι, για να την περπατήσουμε. Το όμορφο τοπίο συμπληρώθηκε κι από ένα ιδιαίτερο ουράνιο τόξο.
Ακολούθησε η δεύτερη λίμνη, λίγο παραπέρα, η οποία ονομάζεται laguna verde λόγω του ιδιαίτερου πράσινου χρώματός της. Εδώ δυστυχώς δεν επιτρέπεται να πλησιάσεις κοντά στο νερό, οπότε αρκεστήκαμε να τη δούμε από ένα παρατηρητήριο. Παρά την ονομασία της, το χρώμα δεν είναι σταθερό, αλλά αλλάζει ανάλογα με τους καιρικούς παράγοντες (άνεμοι, ηλιοφάνεια κλπ.). Όταν φεύγαμε, για παράδειγμα, ήταν αρκετά πιο πράσινη από όταν πλησιάσαμε.