Λοιπόν, συνεχίζω.
Πρωινό και με τη τσίμπλα στο μάτι παίρνω ένα ρίκσο για το αεροδρόμιο για την πτήση μου για τη Λαχώρη. Πάλι αναμονές, ψαξίματα, ιστορίες και νάμαι να περιμένω το πράσινο αεροπλάνο της ΡΙΑ για να με πάει στην πολιτιστική πρωτεύουσα του Πακιστάν. Και εκεί που όλες τις μέρες ήταν χαρά θεού, άνοιξαν οι ουρανοί και αρχίζει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Σε λίγα λεπτά, πλημμύρισαν τα πάντα. Το πάτωμα της αίθουσας αναμονής είχε 10 εκατοστά νερό, γιατί το πάρκινγκ έξω είχε γίνει μια μεγάλη λίμνη που ξεχύλιζε και το νερό έμπαινε στο αεροδρόμιο. Ως και η οροφή έσταζε στο κατά τα άλλα καινούργιο αεροδρόμιο του Πεσαβάρ.
Ο διάδρομος έκλεισε γιατί είχε πολύ – μα πάρα πολύ νερό και τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να προσγειωθούν, ή να απογειωθούν. Δέκα φορές πήγα στο γκισέ να ρωτήσω τι θα γίνει, δέκα φορές εισέπραξα την απάντηση ινσαλάχ, αν ο Θεός θέλει, θα πετάξουμε. Κάποιος υπάλληλος με λυπήθηκε και μου λέει: το και το, η πτήση θα φύγει στις 2 το μεσημέρι, αν θέλεις να πας βόλτα στην πόλη. Ποια βόλτα και τι βόλτα, έξω είχε γίνει Βενετία, όχι μερσί θα καθήσω εδώ, μπας και φύγει νωρίτερα το αεροπλάνο και μετά ψάχνομαι.
Έτσι και έγινε και κατά τις 11 μας λένε, ξέρετε η πτήση σας φεύγει σε μισή ώρα. Καλά που δεν πήγα τη βόλτα που μου έλεγε ο άλλος, μια και δυό στην ουρά να μπούμε στο αεροπλάνο.
Τα νερά είχαν κάπως υποχωρήσει, είχε όμως κι άλλα, λέω δεν είμαστε με τα καλά μας, πως θα το σηκώσει αυτός ολόκληρο σκάφος… Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά οι αστραπές και οι κεραυνοί όχι, γενικά δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα, αλλά εκείνη την ώρα πραγματικά αναρωτήθηκα αν έκανα καλά που έμπαινα μέσα. Αμ δεν έκανα… Γιατί ο καιρός και τα νερά δεν επέτρεπαν την απογείωση, αλλά που να αφήσουν τόσο κόσμο να μουλιάζει στην αναμονή, δεν τον βάζουμε μέσα στο αεροπλάνο να κάθεται κιόλας? Και πέρασα μιάμισι ώρα μαρτυρίου σφηνωμένος στη θέση μου, με αφόρητη ζέστη γιατί δεν έβαλαν τον κλιματισμό. Φυσικά.
Σιγά μην τον έβαζαν. Δίπλα, παιδάκια που τσίριζαν – και κάνουν και πολλά αυτοί – που να ηρεμήσεις…
Με τα πολλά το αεροπλάνο απογειώθηκε. Η πτήση κράτησε γύρω στα 40 λεπτά και με την άφιξη στη Λαχώρη, ένα κύμα ζέστης με χτύπησε στο πρόσωπο. Και ήλιος.
Ζέστη, σκόνη, είχε μεσημεριάσει κιόλας, φασαρία, κίνηση τι θες και δεν το είχε η Λαχώρη. Είχε όμως και αριστουργήματα. Πάω στο ξενοδοχείο. Ο μεχτάρ του Τσιτράλ ήταν φίλος με τον γενικό διευθυντή της αλυσίδας Περλ Κοντινένταλ και του τηλεφώνησε να με βολέψει κάπως.
Τι κάπως! Πάω σε ένα ξενοδοχείο καλύτερο και από παλάτι. Θυρωροί με λιβρέες, κήποι, χλιδή και πολυτέλεια, καμία σχέση με τα μοτέλ και τους ξενώνες που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσα. Στην είσοδο είχε τέσσερις μουσικούς που έπαιζαν ινδική/πακιστανική μουσική, μοιάζουν αυτές πολύ μεταξύ τους. Παντού σιντριβάνια και κελαρύσματα νερών.
Πάω στο δωμάτιο, τι είναι αυτό? Α, αυτό ανοίγει ηλεκτρονικά τα παράθυρα, εκείνο? Εκείνο είναι υποδοχή για υπολογιστή. Το 92 αυτά. Πριν 17 χρόνια. Ένιωσα επαρχιώτης.
Τέλος πάντων, είχαν εβδομάδα μάνγκο. Φαγητά με μάνγκο, γλυκά με μάνγκο, χυμοί μάνγκο, ολόκληροι μπουφέδες με μάνγκο. Ως και καλλυντικά και σουβενίρ με μάνγκο είχανε. Ακόμα και μπλουζάκια και μπουρνούζια με τη φίρμα του ξενοδοχείου και από κάτω κοτσαρισμένο ένα μάνγκο.
Το μάνγκο το σιχαίνομαι. Το τελευταίο φρούτο στον κόσμο να είναι, ούτε που θα το αγγίξω. Οπότε ήμουν καταδικασμένος ή να τρώω έξω, ή να ζητήσω κάτι απλούστερο από τον έκπληκτο σερβιτόρο, που δεν πίστευε στα αυτιά του ότι ένας ξένος σνόμπαρε την υψηλή κουζίνα του Περλ Κοντινένταλ Λαχόρ.
Το απόγευμα πάω βόλτα. Το πρώτο σοκ. Ζητιάνοι μιλιούνια. Το Πεσαβάρ δεν ήταν έτσι. Εκεί οι Πατάν είναι περήφανοι δεν ζητιανεύουν, η οικογένεια είναι σταθερή αξία, δεν επιτρέπει σε κάποιο μέλος της να ζητιανέψει. Άλλωστε όλοι φροντίζουν μέσα στην οικογένεια, να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό. Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Γυφτιά και βρώμα, μετανάστες από όλο το Πακιστάν, που μιλάνε άλλες γλώσσες, μια Βαβέλ απίστευτη, κόσμος από το Πουντζάμπ, λευκοί από τις βόρειες επαρχίες και το Πακιστανικό Κασμίρ, μαυριδεροί από το νότο, τουρμπανοφόροι από τα δυτικά σύνορα, αγριόφατσες από τα κεντρικά της χώρας, φυλές που ούτε φαντάζεσαι ότι υπάρχουν και όλοι με γενιάδες και όλοι πιστοί μουσουλμάνοι.
Εμένα μου λες?
Το βραδάκι με πλησιάζει ο γνωστός σερβιτόρος, αυτός με το μάνγκο. Αρχίζει τα ψιθυρίσματα: Χασίς? Νοου θενκ γιου. Ουίσκι? Μπα έχει και τέτοιο εδώ? Αλλά μπα, νοου θενκ γιου. Γούμαν? Εξκιούζμι, πως το είπατε αυτό, για επαναλάβατε. Γούμαν λέει ο τύπος. Τι γούμαν? Αυτή η κανονική γούμαν που δεν είδα καμία ξεσκέπαστη εκτός από τις Καλάσες? Για τέτοια γούμαν μιλάμε?
Για τέτοια. Που?
Θα δεις. 50 ρουπίες.
Πενήντα μόνο για να με πάει. Λέω, τέτοιο θέαμα δεν το χάνω με τίποτα, είχα δει τα μπουρδέλα της Σμύρνης με τις γυναίκες μισόγυμνες σε βιτρίνες σαν το Άμστερνταμ και είχα πάθει. Κάτι τέτοιο θάναι άραγε? Δεν νομίζω, αλλά μια και η πορνεία είναι παράνομη στο Πακιστάν, αυτό πρέπει να το δω με τα ίδια μου τα μάτια.
Του λέω δεν με ενδιαφέρει το σεξ με κάποια ντόπια, φοβόμουν όχι μόνο τις αρρώστιες, αλλά μην ήταν στημένο το όλο πράγμα και βρεθώ στα μπουντρούμια της πακιστανικής ασφάλειας με σοβαρές κατηγορίες. Ο Ισλαμικός νόμος δεν αστειεύεται. Ήθελα απλώς να δω.
Με το που βράδιασε, ήρθε ένας μπάρμπας καραμπουζουκλής με ρίκσο, μιλημένος από το σερβιτόρο και με πήρε για τη βόλτα της ακολασίας στη μαγική και εξωτική Λαχώρη. Πάμε από δω, πάμε από κει, παντού άνθρωποι ξαπλωμένοι να κοιμούνται στους δρόμους. Χιλιάδες. Η κατάσταση άθλια, θύμιζε Καλκούτα στην οποία είχα πάει 3 χρόνια πιο πριν. Στρίβαμε σε στενά, περνούσαμε από πλατείες, τα σκουπίδια βουνά και παντού άνθρωποι πάμφτωχοι και άστεγοι, ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους, έχουν και πυρηνικές βόμβες τρομάρα τους.
Φτάνουμε σε ένα στενό μέσα στο ποντίκι και το σκουπίδι. Πάμε σε ένα σπίτι δίπατο, ρυπαρό, από κάτω είχε ένα μαγαζί και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με καλώδια μπερδεμένα, δεν είχαν στύλους, όλα τα καλώδια, ηλεκτρικού, τηλεφώνου κρεμόταν μπερδεμένα από τους τοίχους. Και αν έχει βλάβη, πως θα τη βρούνε μέσα στα χιλιάδες καλώδια? Καλά τώρα, απορία που είχα!
Πάμε επάνω, είναι μια κυρά μας υποδέχεται. Αυτή είχε χέννα στα μαλλιά και σκουλαρίκι τεράστιο στη μύτη, πρέπει να ήταν η πατρόνα. Καθήστε, τι να σας κεράσουμε? Μας φέρνει χυμό από ρόδι. Έλεγε κάτι στα Ουρντού με τον μπάρμπα, όλο γύριζαν και με κοιτούσανε, λέω έχει γούστο να μου ορμήξουνε τώρα να μου πάρουν λεφτά, ρολόι και να με πετάξουν σε κανένα χαντάκι. Ευτυχώς δεν είχα πολλά λεφτά επάνω μου, αλλά αν ήταν στο κόλπο και ο σερβιτόρος, τώρα θα ήταν στο δωμάτιο και θα ψαχούλευε τις τσέπες και τα λεφτουδάκια μου. Αμάν έπεσα σε συμμορία, είχα διαβάσει και για διάφορα κόλπα που κάνουν στη Λαχώρη με τους ξένους. Οι μαύρες σκέψεις έφυγαν μόλις μπήκε μέσα η κοπέλα. Έφυγαν οι μαύρες σκέψεις και ήρθαν τα μαύρα φίδια. Αυτή θα μου πασάρανε? Αυτή η δυστυχισμένη ήταν στολισμένη σαν λατέρνα. Κάποτε πρέπει να ήταν και ομορφούλα, αν ο νταβατζής της δεν της είχε κόψει τη μύτη και δεν την είχε μετατρέψει σε ένα δυστυχισμένο τέρας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η κοπέλα δεν είχε μύτη, είχε δυο τεράστιες τρύπες στο πάνω μέρος εκεί που θα ήταν η μύτη της κάποτε.
Οι άλλοι σαν να μη τρέχει τίποτα. Άλλωστε για την ομορφιά πάνε όλοι οι λιγούρηδες εκεί? Να πηδήξουν θέλουν και να χρησιμοποιήσουν αυτό το άτυχο πλάσμα με το χειρότερο τρόπο. Βάζει η τσατσά μια κασέτα με μια ελεεινή μουσική στο κασετόφωνο και αρχίζει το κορίτσι να τραγουδάει και να χορεύει μπροστά μου. Εγώ να θέλω να φύγω. Πάμε να φύγουμε λέω του μπάρμπα, αυτός να με τραβάει από το μανίκι να μείνουμε κι άλλο, η κοπέλα βλέποντας τον πελάτη να λακίζει, να τραγουδάει ακόμα πιο δυνατά, έβγαζε παράφωνες τσιρίδες, ένα θέατρο του παραλόγου, η όλη υπόθεση.
Του λέω αν δεν έρθεις, θα φύγω μόνος μου.
Η άλλη έβλεπε ότι θα έχανε το μεροκάματο και δώστου να κουνιέται και να λυγιέται – ντυμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια και ντράγκα ντρούγκα τα βραχιόλια και τα τενεκεδικά που φορούσε. Απίστευτο θέαμα.
Του ξαναλέω ότι ήρθα για να δω μόνο, όοοοοχι να λέει αυτός, αφού ήρθες να δεις, θα το δεις όλο το σόου.
Πόσο κάνει ρε? Κόκο ντράκμι? Με έσκασες.
Α, άλλες 100 ρουπίες.
Πάρτες και αει στο διάολο που με έφερες σε τέτοιο μέρος.
Πέσανε και οι τρεις πάνω στο κατοστάρικο, γελοίο ποσό δηλαδή, αλλά γι αυτούς αστρονομικό, με ρωτάει η τσατσά, άλλο χυμό θέλετε? Όχι δεν θέλω.
Να πηγαίνω γιατί έχω και παστίτσιο στο φούρνο. Χαίρεται και καλός πολίτης.
Στο γυρισμό, ο μπάρμπας όλο μου ζητούσε συγνώμη και μου εξήγησε ότι τη μύτη της την είχε κόψει η τσατσά, γιατί όταν ήταν μικρό το κορίτσι, 9 χρονών, πήγε να το σκάσει, την πιάσανε και για τιμωρία και παραδειγματισμό της έκοψε τη μύτη. Έτσι κάνουν εκεί. Επίσης, επειδή η πορνεία απαγορεύεται, αυτές είναι δηλωμένες σαν καλλιτέχνιδες και χορεύουν, αρχίζοντας από τα σεμνά-σεμνά και καταλήγουν στο ζητούμενο, αφού μαδήσουν τον πελάτη και του βγάλουν το λάδι με τους χορούς και τα τραγούδια. Οπότε αυτός τα σκάει κανονικά για να προχωρήσουν στα παρακάτω. Μετά την εμπειρία μου αυτή, κατευθείαν στο ξενοδοχείο.
Στην είσοδο καίγανε στικς με άρωμα μάνγκο. Γιατί? σε ποιόν χρωστάω? Έρχεται ένας, προσφέρουμε δωρεάν παγωτό μάνγκο μου λέει. Τρέχω επάνω.
Έπεσα στα πουπουλένια στρώματα του κραβατιού μου. Τι ωραία! Δίπλα, στο τραπεζάκι, είχε καλαθάκι με φρέσκα μάνγκο, προσφορά του ξενοδοχείου. Δεν θα το αντέξω αυτό, να είμαι μέσα στη χλίδα και να είμαι περικυκλωμένος από τα ανθρωποφάγα μάνγκο! Άλλη μια μέρα στη Λαχώρη για να δω τα μνημεία. Αύριο.
Εκπληκτική η ιστορία σου
Πανέμορφη η διήγηση
Ο λόγος σου ένα ποιήμα
Μπράβο
Και ευχαριστώ για τις υπέροχες ταξιδιωτικές στιγμές που είχες την καλωσύνη να μοιραστείς μαζί μας.
Δεν πιστεύω να τελείωσε...
Αποκλείεται να μας κάνεις τέτοια πλάκα....
΄Εχω στηθεί και περιμένω τη συνέχεια...
Mε κάνετε και κοκκινίζω με τα σχόλια σας.
Λοιπόν συνεχίζω: Πρωί πρωί με τη δροσούλα γιατί κάνει και ζέστη του σκοτωμού στη Λαχώρη, βγαίνω για βόλτα. Βρίσκω ένα ταξί και συμφωνούμε την τιμή. Αυτός αγγλικά γρι. Με νοήματα συμφωνούμε την τιμή, είχα και το Lonely Planet και τώρα που το θυμάμαι, ήταν κλεψίτυπο, ήταν φτιαγμένο από φωτοτυπίες, αν πρόσεχες λίγο το καταλάβαινες, το είχα αγοράσει στο αεροδρόμιο του Καράτσι την πρώτη μέρα, ενώ περίμενα την ανταπόκριση για Ισλαμαμπάντ.
Πάμε πρώτα στο φορτ, ήτοι φρούριο και μάλιστα κόκκινο, ίδιο και απράλλαχτο με αυτό του Δελχί και της Άγκρα. Αυτό το έκτισε το 1556 ο πολύς και γνωστός Ακμπάρ που έκτισε ένα σωρό μνημεία στις Ινδίες. Μέσα έχει πολλά και διάφορα, αλλά το ωραιότερο που είδα ήταν ένα κτίσμα σκεπασμένο με μικροσκοπικούς καθρέφτες, σαν ψηφιδωτό που οι ψηφίδες του είναι μικρά καθρεφτάκια. Στον οδηγό το αναφέρει σαν Σις Μαχάλ, ή παλάτι των καθρεπτών, αλλά δεν ήταν μεγάλο για να το πει κανείς παλάτι. Το όλο σύνολο του φρουρίου ήταν εντυπωσιακό, αλλά μπορώ να πω παραμελημένο, σε καμία περίπτωση δεν φτάνει τα αντίστοιχα της Ινδίας, γιατί ήταν απεριποίητο και χρειαζόταν επειγόντως ανακαίνιση.
Τέλος πάντων, όπου και να πήγαινα με ακολουθούσε κόσμος. Παντού παιδάκια αλλά και μεγαλύτεροι, χελόου, γουερ αρ γιου φρομ?
Όσο μικρότερος ήταν κάποιος τόσο καλύτερα αγγλικά μιλούσε, τα είχε φρέσκα από το σχολείο, γιατί μόλις μεγαλώσουν λίγο αυτοί, τους ρίχνουν στη δουλειά και μετά τι αγγλικά να μιλήσουν οι έρμοι, ξεχνάνε και αυτά που έμαθαν. Βέβαια υπάρχουν Πακιστανοί μορφωμένοι που οι δικοί μας ωχριούν μπροστά τους, όλα τα πανεπιστήμια της Αμερικής είναι γεμάτα με ιδιοφυίες από το Πακιστάν και την Ινδία.
Βγαίνω λοιπόν έξω, να έχει ανάψει ο τόπος από τη ζέστη. Που είναι η δροσιά του βορρά, εδώ παντού ζέστη και σκόνη, το είπα και πιο πριν αυτό, να μην επαναλαμβάνομαι.
Έρχεται ένας ζητιάνος, ου ουου να μιξοκλαίει. Τι να τον κάνω τώρα αυτόν? Εγώ τώρα περιτριγυρισμένος από πλήθη, κοσμοπλημμύρα, μόνο αυτόγραφα που δεν έδινα. Να με τραβάνε, να με ρωτάνε, να θέλουν ΟΛΟΙ να βγουν φωτογραφία μαζί μου, ούτε η Βουγιουκλάκη τέτοιο σουξέ. Ντρεπόμουνα να μη δώσω κάτι σʼαυτόν τον άτιμο, που κατάλαβε τη θέση μου και όλο πιο πολύ κλαψούριζε και είχε και εκείνο το πονεμένο το υφάκι, του δυστυχούς πλην τιμίου πτωχού, σου λέει θα μου δώσει, τόσοι τον βλέπουν. Λέω, να του δώσω κάτι, μετά χάθηκα, θα με φάνε ζωντανό, όλοι θα θέλουν από κάτι.
Ψελλίζω κάτι ψιψιψίνια και χοχοψόψια και αγέρωχος, αλλά με γοργό βήμα την κάνω κανονικά. Οι άλλοι από πίσω, σαν ουρά χαρταετού. Ο πρώτος δίπλα μου και ο τελευταίος διακόσια μέτρα πιο πίσω, ακόμα στους καθρέφτες.
Τρέχω στο ταξί. Τον υποπτευόμουν τον ταξιτζή μη μου κάνει τίποτα, υπάρχουν ολόκληρες ιστορίες για ξένους που ληστεύτηκαν/χάθηκαν/ξυλοκοπήθηκαν/δολοφονήθηκαν κλπ κλπ στη Λαχώρη, αλλά το ταξί το είδα σαν σωτηρία μπροστά μου και χώθηκα μέσα.
Απʼέξω η σφαγή των Αρμενίων. Αμέτρητα χέρια να κολλάνε στα τζάμια και να ζητάνε λεφτά. Αμάν που έμπλεξα! Του λέω Μπατσαχί Μοσκ, να μη καταλαβαίνει. Αχ τι θα κάνω τώρα, πως θα φύγουμε από δω, να κατουριέμαι κιόλας, λέω θα βγει τώρα κανένας με μικρόφωνο με λογότυπο επάνω και θα μου πει χαμογέλα στην κάμερα απέναντι.
Επιστρατεύω τα τούρκικα μου. Μπατσαχί Τζαμί του λέω και θαύμα! θαύμα! γυρίζει μου χαμογελάει του έλειπαν και τα δόντια μπροστά, ααα Μπατσαχί τζεμί μου λέει και βάζει μπρος. Τι τζαμί τι τζεμί, λέω να φύγουμε να φύγουμε, ο όχλος έξω να χτυπάει τα τζάμια, που ήταν γεμάτα δαχτυλιές, βάζει που λέτε μπρος ο δικός σου, φεύγουμε.
Πάμε στο τζαμί Μπατσαχί. Αριστούργημα. Μοιάζει με τα τζαμιά της βόρειας Ινδίας, δηλαδή τι μοιάζει, ίδιο είναι. Πακιστάν και Ινδία ήταν ένα, μέχρι να χωρίσουν τη δεκαετία του 40 και με απίστευτες αγριότητες τελικά να είναι δυο διαφορετικά κράτη. Και κάτι που έμαθα εκεί: η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με βάση όχι την εθνότητα, αλλά τη θρησκεία και σαν παράδειγμα πήραν τη δική μας ανταλλαγή μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Γιʼαυτό πρόκοψαν…
Το τζαμί υπέροχο, βγάζεις και τα παπούτσια σου, όπως και άλλοι διακόσιοι και εισπνέεις την εσάνς. Τι να κάνουμε έτσι είναι αυτά, λέω να πάω και στο μέρος γιατί δεν θα άντεχα και πολύ, από τη ζέστη έπινα συνέχεια νερό. Πάω στο μέρος, άλλοι ζητιάνοι τώρα εκεί.
Αυτοί είναι και πιο σατανικοί: Το Ισλάμ λέει να ελεείς τους φτωχούς και αυτοί το εκμεταλλεύονται και στήνονται έξω από τα τζαμιά που πάνε οι πιστοί. Τα τζαμιά βέβαια έχουν όλα τουαλέτες απʼέξω, οπότε θέλεις δεν θέλεις θα πέσεις πάνω στον αιμοδιψή ζητιάνο που σε ακολουθεί στην τουαλέτα και σου λέει τα ακαταλαβίστικα την ώρα που κάνεις τη δουλειά σου. Για να τον ξεφορτωθείς του δίνεις μια ρουπία. Και για να τον εκδικηθείς, του δίνεις και μια φιλική στην πλάτη για να σκουπίσεις και το χέρι σου. Εγώ όμως μαθημένος πλέον, κύριος, ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Φεύγοντας από το τζαμί, οι ζητιάνοι να έχουν πολλαπλασιαστεί σαν τον άρτο και τα ψάρια. Σερ, σερ, ρουπία, πλιζ, τίποτα εγώ, ατάραχος και αδίσταχτος, Τζων Ρόμπαξ.
Πάω στο ταξί, που πάμε τώρα? Πάμε στο Σάλιμαρ Γκάρντενς, που θα πει οι Κήποι Γκάρντενς όπως θα έλεγε η ξανθιά για να εντυπωσιάσει.
Αυτοί οι κήποι κάποτε, ίσως όταν ήταν οι Άγγλοι ακόμα, να ήταν και ωραίοι. Τώρα οι περισσότερες λιμνούλες ήταν άδειες και σε κανα δυό μέρη είχε πολύ νερό, που έτρεχε ας πούμε σαν καταρράκτης από πάνω και από κάτω ήταν μαζεμένα χίλια νήπια τα οποία τσίριζαν όλα μαζί καθώς το νερό τα κατάβρεχε. Τι ωραία! Με το που είδαν ξένο, καταλαβαίνετε.
Ξανά στο ταξί, η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ας ήταν φθινόπωρο, λέω θέλω ησυχία, πάμε στο μουσείο ρωτάω τον ταξιτζή? Πάμε μου λέει. Και πάμε.
Το μουσείο είναι παλιό, αλλά πολύ πλούσιο. Εδώ πρέπει να σας πω, ότι ήταν από τις καλύτερες στιγμές του ταξιδιού μου. Πρώτα απʼόλα είχε ησυχία, όπως και στο μουσείο του Πεσαβάρ ήμουν μόνος μου. Δεύτερον είχε κλιματισμό και απόλαυσα την δροσιά. Τρίτον και καλύτερο, τα εκθέματα είναι θεϊκά. Τι να λέμε τώρα. Αγάλματα υπέροχα, οι Βούδες να είναι σαν τον Απόλλωνα, ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Κοσμήματα που ολόιδια έχει το μουσείο της Βεργίνας, αγγεία και κρατήρες με ελληνικές παραστάσεις, έπαθα πλάκα. Αναθηματικές στήλες με ελληνικές επιγραφές επάνω, νομίσματα και τοιχογραφίες. Ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στους Καλάς, δίμετρα και τρίμετρα ξόανα, σκαλιστές ξύλινες πόρτες, φορεσιές και κοσμήματα. Και τέλος ο περίφημος Νηστεύων Βούδας, ένα άγαλμα συγκλονιστικό, ένας βούδας σε κατάσταση ασιτίας, με όλα τα κόκκαλα του να φαίνονται. Το είχα δει στον οδηγό, αλλά δεν πίστευα ότι θα ήταν τόσο ωραίο και τόσο μακάβριο επίσης.
Αφού δροσίστηκα και απόλαυσα το καταπληκτικό αυτό μουσείο, λέω δεν πάω και στο ξενοδοχείο να την πέσω για λίγο, τέτοια πολυτέλεια και μάλιστα δωρεάν που θα ξαναβρώ? Ο ταξιτζής την είδε ξεναγός στο μεταξύ, και άρχισε να μου λέει διάφορα. Ούτε που καταλάβαινα. Και όλο γύριζε και χαμογελούσε με τα λειψά τα δόντια.
Θεέ μου, τι οδοντοστοιχία, σαν πολεμίστρες. Άσε για αύριο τα υπόλοιπα.
Πάω στο ξενοδοχείο, ο εφιάλτης στο δρόμο με τα μάνγκο συνεχίζεται. Έρχεται ο σεβιτόρος. Τι θα πάρετε? Παραγγέλνω μια μακαρονάδα, κόντεψε να λιποθυμίσει ο άλλος. Τσακ τσουκ την καταβροχθίζω, ανεβαίνω επάνω. Τα μάνγκο στο καλάθι, εκεί να επιμένουν. Ήμουν σίγουρος πως όταν έλειπα, έκαναν συμβούλιο σαν τα στρουμφάκια.
Ένα γρήγορο ντους και αφού χαλάρωσα λίγο, πάλι δρόμο. Είχα ακούσει ότι στο τζαμί Βαζίρ Χαν, η βραδινή προσευχή είναι ότι καλύτερο. Πάω.
Που πας μου λέει ο ρεσεψιονίστ, απαγορεύεται για τους ξένους. Καλά θα δούμε. Άλλο ταξί τώρα, καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου. Λέω του ταξιτζή: Τούρκτσε μπιλίορσουνουζ? Με κοιτάει λες και του είπα για τη Μπέσυ Αργυράκη. Εγώ απτόητος: Μπεν τουρίστ, μπεν τουρκ. Αι αμ τούριστ τέρκις. Τουρκιγιεντέν γκελίορουμ, έρχομαι από την Τουρκία.
Χαμόγελα, κακό μόνο που δεν με φίλησε. Ο μεγάλος αδελφός βλέπεις. Αυτός ψιλοκαταλάβαινε κάτι αγγλικούλια, του λέω θέλω να πάω στο Βαζίρ Χαν Τζαμί, γιατί αύριο είναι Τζουμά, Παρασκευή. Τέτοια χαρά αυτός, που θα μου χάριζε και το ταξί αν του το ζητούσα. Αυτοί είναι πολύ θρήσκοι και μόλις δούνε κάποιον όμοιο τους χαίρονται. Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του. Και δεν τους νοιάζει αν είναι Τούρκος, Άραβας, ή Αφγανός. Αρκεί να είναι Μουσουλμάνος.
Πάμε στο τζαμί. Αυτό φωτισμένο σαν βγαλμένο από παραμύθι. Το έχτισε ο Βαζίρ Χαν το 1600 κάτι. Όλοι να με βλέπουν σαν εξωγήινο. Ο ταξιτζής μαζί μου, πάμε που πάμε στο τζαμί, μη χαλάσει και η μαγιά και θυμώσει ο Αλλάχ. Αυτός μπροστά, εγώ από πίσω να εξηγεί αυτός για τον υψηλό ξένο - που να 'ξερε τι πείνες είχα ρίξει τις προηγούμενες μέρες – να λέω εγώ σαλάμ αλέκουμ, μπαίνουμε στο τζαμί. Ότι και να γράψω είναι λίγο. Η αίσθηση και η μυσταγωγία, οι άνθρωποι που προσεύχονται με δάκρυα, να παρακαλάνε το Θεό κλαίγοντας, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Έχω δει αμέτρητα τζαμιά στη ζωή μου, αυτοκρατορικά και μνημεία της ουνέσκο, ταπεινά, όμορφα και άσχημα, στολισμένα, κακόγουστα και κομψοτεχνήματα. Το τζαμί αυτό ήταν από άλλο κόσμο και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Σε κανένα δεκάλεπτο άρχισα να αισθάνομαι άσχημα. Ήμουν παρείσακτος . Άσε που διέτρεχα και κίνδυνο να με καταλάβουν και να μου πούνε πες κάτι από το Κοράνι, εγώ τι θάλεγα? Ρεγκίνα ρόζας άματ?
Λέω του ταξιτζή, πρέπει να φύγουμε το έκανα το ναμάζι μου εγώ, είμαι ΟΚ τώρα. Βγαίνοντας, οι γνωστοί ζητιάνοι. Κατευθείαν στο ταξί και πίσω στο ξενοδοχείο. Δεν έχει και τίποτα να κάνεις το βράδυ εδώ, εκτός από τις καλλιτέχνιδες με τις κομμένες μύτες.
Αμ δε…
Στο ξενοδοχείο, έρχεται μια με σαλβάρ καμίζ, έτσι το λένε εδώ το τοπικό φόρεμα. Η φίλη της δουλεύει στο ξενοδοχείο μου λέει, τι δουλειά κάνει η φίλη της δεν κατάλαβα, όλοι οι υπάλληλοι ήταν άντρες, που να τολμήσει ντόπια να δουλέψει σε μέρος που πάνε ξένοι καταραμένοι. Και έτσι που λέτε κύριε τουρίστα μου και εμείς εδώ δύσκολα τα βγάζουμε πέρα και χι χι χι γελάκια και δήθεν χαμηλά βλέμματα. Τι δουλειά κάνετε? ρωτάω. Καλλιτέχνις μου λέει. Α, κατάλαβα της λέω, καλλιτέχνις όπως λέμε Φρίντα Κάλο, ή όπως λέμε Γκιζέλα Ντάλι? Με κοιτάζει λες και είδε ούφο. Ε να πώς να σας το πω, εγώ τραγουδάω και χορεύω. Α, κατάλαβα, ντιζέζ. Με συγχωρείτε δεν θα πάρω, έχω να σηκωθώ και νωρίς αύριο ρε παιδί μου. Αυτή από πίσω, να θέλει να μπει στο ασανσέρ. Οι ρεσεψιονίστ, οι υπάλληλοι όλοι μιλημένοι, όλοι βγάζουν τη μίζα τους, να σφυρίζουν κοιτάζοντας το ταβάνι. Κλείνει η πόρτα του ασανσέρ, αλλά το ασανσέρ είναι από κρύσταλλο, απʼαυτά τα εσωτερικά που ανεβοκατεβαίνουν στο λόμπι. Με βλέπει που πάω, παίρνει το άλλο ασανσέρ. Φτάνω στον πέμπτο και τρέχω στο δωμάτιο γρήγορα για να μη δει που πάω, σαν το μπιπ μπιπ και το κογιότ.
Kλείνω την πόρτα και περιμένω. Αν δεν έρθει στα επόμενα 5 λεπτά τότε τη γλίτωσα. Τικ τακ, τικ τακ. Γιούχου!!! Κρεβατάκι μου σούρχομαι.