Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 258
- Likes
- 2.839
Ha Giang Loop – Ταξίδι μες στο ταξίδι (Ι)
«Είστε καλά;» ρώτησα το ζευγάρι που ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Από το χόστελ είχα ξεκινήσει με ένα γκρουπ μιας ντουζίνας μοτοσυκλετιστών, αλλά δεν ήθελα να περιορίζομαι από τον δικό τους ρυθμό οπότε απομακρύνθηκα.
«Πέσαμε με το μηχανάκι», μου εξήγησε η κοπέλα. Ονομαζόταν Κ. (κι αυτή, λες και δεν υπάρχουν άλλα αρχικά γυναικείων ονομάτων στον κόσμο), ήταν από το Γκέτινγκεν και σπούδαζε στο Μόναχο.
«Δεν το νιώθω πολύ σταθερό», συμπλήρωσε ο τύπος, ο Ι., που ήταν από το Ισραήλ κι είχε πάει για Εράσμους στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Εκείνος, πρακτικά χωρίς καμία οδηγική εμπειρία πριν το ταξίδι, οδηγούσε «βλέποντας και κάνοντας».
Προσφέρθηκα να κάνουμε μαζί τη διαδρομή, να έχω κι εγώ μια παρέα, να νιώθουν κι αυτοί μια ασφάλεια, ότι δεν θα πέσουν σε κάναν γκρεμό και θα τους βρουν λίγες μέρες αργότερα από τη μυρωδιά.
Δεν είχα ξαναοδηγήσει με τόση ομίχλη στη ζωή μου, οι στροφές ξεπρόβαλλαν ξαφνικά μέσα από την αχλή. Διαδρομές δίπλα σε ποτάμια, στάσεις σε περίφημα viewpoints που προσπαθούσες να διακρίνεις κάτι άλλο πέρα από το «Άσπρη είν’ η νύχτα στα βουνά», μάταια. Φάγαμε στη μέση της διαδρομής, παρέα με το motorcycle gang που είχα παρατήσει στην αρχή της μέρας.
Στο Yen Minh φτάσαμε λίγο πριν νυχτώσει· άτυχοι όσους τους έπιασε το σκοτάδι, που με την ομίχλη και το ψιλόβροχο έκαναν ένα combo τρομακτικό.
Αναζητήσαμε μέρος για διαμονή, όπου πέσαμε σε μια πολύ φιλόξενη Βιετναμέζα ιδιοκτήτρια, που κάποια στιγμή της ζήτησα να επαναλάβει κάτι (τύπου αν περιλαμβάνεται και πρωινό) και με ρώτησε χαζογελώντας αν έχει πρόβλημα η ακοή μου. Εγώ είμαι γνωστό κουφάλογο, αλλά επειδή πέρα από ζαβή προφορά μπορεί να είχε κι εκείνη θέμα με την ακοή, φρόντισα να προφέρω πολύ καθαρά στην συνταξιδιώτισσά μου «Δεν μου αρέσει καθόλου, πάμε αλλού», η οποία συμφώνησε χωρίς δισταγμό.
Σε κάθε περίπτωση, βρήκαμε καλύτερο μέρος, όπου φάγαμε, παρέα με άλλους καβαλάρηδες.
Το επόμενο πρωινό ξυπνήσαμε νωρίς από τα κοκόρια που πιάσαν από τις 6 δουλειά. Καταβροχθίσαμε το πρωινό με άλλους συνταξιδιώτες και μοιραστήκαμε ιστορίες μας από το ταξίδι ή από προγενέστερα, με αποκορύφωμα τις εξιστορήσεις μιας Ιταλίδας που ταξίδευε με την κόρη της και είχε ξεκινήσει τα ταξίδια από μια εποχή που ο τουρισμός ήταν περιπέτεια στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ή με βάρκα δίχως ελπίδα καμιά, για να είμαι πιο ακριβής.
Η δεύτερη μέρα ήταν η πιο γεμάτη του ταξιδιού και η μόνη χωρίς βροχές κι ομίχλη. Βόλτες στην αγορά της πόλης που μας είχε φιλοξενήσει για να προμηθευτούμε προμήθειες για τη σημερινή εκδρομή, αν μας έπιανε μια ξαφνική πείνα ή μια αιφνίδια υπογλυκαιμία, καθώς και μπόλικο νερό.
Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη, η οδήγηση απόλαυση, το μάτι χανόταν σε μια θάλασσα από λόφους, που τους χάιδευε απαλά το φως και οι πράσινες κορυφές έπαιρναν μια χρυσαφιά απόχρωση.
Κάναμε μια παράκαμψη σ’ ένα χωριό Τάο (φυλή του Βορρά του Βιετνάμ) που η Κ. ήθελε να σταματήσουμε γιατί την πίεζε η φούσκα της και καταλήξαμε να ψάχνουμε τουαλέτα μέσα σε ένα νοσοκομείο που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, στην αυλή του οποίου ένα σκυλί μας γάβγιζε με μανία, πιθανόν από υπερπροστατευτικότητα για τα κουτάβια του. Όποτε το πλησιάζαμε –καθότι έμπαινε στον δρόμο μας– έφευγε τρομοκρατημένο, παρατώντας τα μικρά του στο έλεός μας.
Το χωριό δεν έλεγε τίποτα, είχε μια σπηλιά που τους άλλους του εντυπωσίασε αλλά εμένα μου φάνηκε αδιάφορη μετά το Phong Nha. Γυναίκες πλέναν ρούχα και πλένονταν πλάι στον δρόμο, με λεκάνες.
Αφότου ξαλάφρωσε η Κ. συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, όπου μια ορεσίβια γιαγιούλα, με ένα καλάθι στην πλάτη, κρατημένο με τρίχες (βουβαλιού, ενδεχομένως) στους ώμους της, με σταμάτησε. Άρχισε να μου μιλά, είδε και το κινητό μου και με τη γλώσσα του σώματος κατάλαβα ότι ήθελε να βγάλουμε σέλφι. Εδώ κολλάει το έρχονται οι ξένοι και μας αλλοιώνουν τον πολιτισμό. Σε κάθε περίπτωση, δεν της χάλασα το χατίρι.
Καταλάβαμε ότι μας έλεγε πως αυτή ήταν η διαδρομή που έκανε κάθε μέρα, με τα χόρτα στην πλάτη. Δεν ήθελε κάτι από εμάς, απλώς να κάνει μια στάση και να μας πει τον πόνο της. Μου θύμισε λίγο χωριάτισσες γιαγιάδες της χώρας μου, που δουλεύουν ακούραστα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Την αποχαιρετίσαμε, γιατί είχαμε πολλά χιλιόμετρα ακόμη, και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Κάναμε άλλη μια στάση σε ένα χωριό Χμονγκ, στο οποίο είχε γυριστεί, διαβάσαμε, η –γνωστή στο Βιετνάμ– ταινία «Το σπίτι του Πάι» και πλέον λειτουργούσε ως τουριστική ατραξιόν με είσοδο. Γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές, κοριτσάκια με καλάθια γεμάτα λουλούδια που περίμεναν -με κάποιο αντίτιμο, φαντάζομαι- να φωτογραφηθούν μαζί σου ή μόνα τους σε αυθόρμητες βουκολικές πόζες.
Φάγαμε, πήραμε δυνάμεις και συνεχίσαμε για τα σύνορα με την Κίνα αλλά και τη γιγάντια σημαία που δεσπόζει σε έναν από τους βορειότερους οικισμούς της χώρας. Αφού προηγουμένως κάναμε στάση στο γεωπάρκο Van Dang, που το έδαφός του ήταν πετρώδες, προσδίδοντας έτσι μέσα σε μια μέρα τόσες εναλλαγές: βουνά, λαγκάδια, σπηλιές, απόκρυμνα βράχια, εντυπωσιακούς ορυζώνες.
Στον δρόμο προς τα σύνορα πετύχαμε μια παρέα μοτοσυκλετιστών που είχαμε συναντήσει στην αρχή της μέρας και κατευθύνονταν προς το τελευταίο κομμάτι της προβλεπόμενης διαδρομής. Μια κοπέλα ήταν μες στις λάσπες, έχοντας πέσει σε κάποιον χωματόδρομο. Γενικά ήθελε προσοχή γιατί λόγω των βροχών υπήρχε λάσπη στο έδαφος κι η οδήγηση πάνω της με δίκυκλο δεν είναι εύκολη, ιδίως αν δεν είσαι μαθημένος (σαν την ατρόμητη αφεντιά μου, καλή ώρα). Της είχε φύγει κι ο αριστερός καθρέφτης κι αμέσως ο Ι. έπιασε δουλειά και τον τοποθέτησε στη θέση του.
Είχαν επιχειρήσει να περάσουν τα σύνορα (ήταν ένα από τα αξιοθέατα του loop), όπως μας είπαν, αλλά υπήρχε φυλάκιο κι ο φύλακας δεν τους επέτρεψε να πλησιάσουν. Οπότε τώρα είχαν κάνει στάση σε ένα σημείο σχετικά κοντά στα σύνορα κι ορισμένοι από την παρέα τους αποφάσισαν να το πάνε ποδαρόδρομο, καθώς βάσει χάρτη δεν φαινόταν και μεγάλη απόσταση. Λίγο πριν αναχωρήσουμε για τη συνέχεια της διαδρομής μας, επέστρεψαν κι οι πεζοπόροι θριαμβευτές.
Ως συνήθως προπορεύτηκα και κάποια στιγμή το μάτι μου πρόσεξε κάτι στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησα, έσβησα τη μηχανή κι έκανα νόημα και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Κοίταξα τον χάρτη: είχαμε φτάσει στα σύνορα και λογικά το σπιτάκι που ξεπρόβαλλε στα πενήντα μέτρα ήταν το περίφημο φυλάκιο.
Εγώ αποφασισμένος να το δω, τους προτείνω να κινηθούμε αθόρυβα. Περνάμε τον δρόμο από σημείο που δεν έχει ορατότητα το φυλάκιο και συνεχίζουμε σκυμμένοι, με τη συνοδεία του soundtrack του Mission Impossible να παίζει στο κεφάλι μου, μέχρι που φτάνουμε στον φράχτη.
Δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό, σκουπίδια κι από τις δυο πλευρές που κανείς δεν ενδιαφερόταν να μαζέψει. Βρήκαμε ένα σημείο που το συρματόπλεγμα είχε πέσει και κάπως έτσι βρεθήκαμε στην Κίνα. Εκείνη την ώρα, ήταν η δική μου ώρα για κατούρημα κι επειδή η διάνοιά μου πρέπει να μελετηθεί από κάποιον ανθρωπολόγο (ή ψυχίατρο), αποφάσισα να χαρίσω ένα μέρος του υδάτινού μου κόσμου στη στέρφα γη των Χαν. Ναι, κατούρα τους και λίγο, καθόλου προσβλητική κίνηση σε μια χώρα που καταγράφουν και το ρέψιμό σου, θα σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες μόλις αποφασίσεις να την επισκεφτείς και κανονικά.
Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες συνοδεία μπύρας Corona, γιατί είμαστε κι άνιωθοι κάφροι άμα θέλουμε, που συνήθως δεν, μα κανείς δεν είναι τέλειος και σ’ αυτό το ταξίδι είμεθα τρόπον τινά το ακριβώς αντίθετο.
Αφού, λοιπόν, βάλαμε άλλο ένα σημαιάκι στον προσωπικό μας χάρτη, κινήσαμε πίσω στα μηχανάκια μας. Στην επιστροφή χαλαρώσαμε και δεν ήμασταν εξίσου προσεκτικοί. Μέγα σφάλμα.
Ακούμε αγριεμένες φωνές από το φυλάκιο.
Εγώ κρατάω το βλέμμα σταθερό, κάνω ότι δεν ακούω (που δεν είναι και τόσο δύσκολο, σύμφωνα και με την παρ’ ολίγον οικοδέσποινα Βιετναμέζα της χθεσινής βραδιάς) και περπατάω ανένδοτος προς το μηχανάκι. Μα ο τύπος δεν χαμπαριάζει και φωνάζει με μεγαλύτερη ένταση. Τα παιδιά πίσω μου σταματούν.
Το παιχνίδι είχε τελειώσει, δεν μπορούσα να τους αφήσω στο έλεος του Βιετ Κονγκ, μας έδεναν και 30 ώρες φιλίας.
«Είστε καλά;» ρώτησα το ζευγάρι που ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Από το χόστελ είχα ξεκινήσει με ένα γκρουπ μιας ντουζίνας μοτοσυκλετιστών, αλλά δεν ήθελα να περιορίζομαι από τον δικό τους ρυθμό οπότε απομακρύνθηκα.
«Πέσαμε με το μηχανάκι», μου εξήγησε η κοπέλα. Ονομαζόταν Κ. (κι αυτή, λες και δεν υπάρχουν άλλα αρχικά γυναικείων ονομάτων στον κόσμο), ήταν από το Γκέτινγκεν και σπούδαζε στο Μόναχο.
«Δεν το νιώθω πολύ σταθερό», συμπλήρωσε ο τύπος, ο Ι., που ήταν από το Ισραήλ κι είχε πάει για Εράσμους στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Εκείνος, πρακτικά χωρίς καμία οδηγική εμπειρία πριν το ταξίδι, οδηγούσε «βλέποντας και κάνοντας».
Προσφέρθηκα να κάνουμε μαζί τη διαδρομή, να έχω κι εγώ μια παρέα, να νιώθουν κι αυτοί μια ασφάλεια, ότι δεν θα πέσουν σε κάναν γκρεμό και θα τους βρουν λίγες μέρες αργότερα από τη μυρωδιά.
Δεν είχα ξαναοδηγήσει με τόση ομίχλη στη ζωή μου, οι στροφές ξεπρόβαλλαν ξαφνικά μέσα από την αχλή. Διαδρομές δίπλα σε ποτάμια, στάσεις σε περίφημα viewpoints που προσπαθούσες να διακρίνεις κάτι άλλο πέρα από το «Άσπρη είν’ η νύχτα στα βουνά», μάταια. Φάγαμε στη μέση της διαδρομής, παρέα με το motorcycle gang που είχα παρατήσει στην αρχή της μέρας.
Στο Yen Minh φτάσαμε λίγο πριν νυχτώσει· άτυχοι όσους τους έπιασε το σκοτάδι, που με την ομίχλη και το ψιλόβροχο έκαναν ένα combo τρομακτικό.
Αναζητήσαμε μέρος για διαμονή, όπου πέσαμε σε μια πολύ φιλόξενη Βιετναμέζα ιδιοκτήτρια, που κάποια στιγμή της ζήτησα να επαναλάβει κάτι (τύπου αν περιλαμβάνεται και πρωινό) και με ρώτησε χαζογελώντας αν έχει πρόβλημα η ακοή μου. Εγώ είμαι γνωστό κουφάλογο, αλλά επειδή πέρα από ζαβή προφορά μπορεί να είχε κι εκείνη θέμα με την ακοή, φρόντισα να προφέρω πολύ καθαρά στην συνταξιδιώτισσά μου «Δεν μου αρέσει καθόλου, πάμε αλλού», η οποία συμφώνησε χωρίς δισταγμό.
Σε κάθε περίπτωση, βρήκαμε καλύτερο μέρος, όπου φάγαμε, παρέα με άλλους καβαλάρηδες.
Το επόμενο πρωινό ξυπνήσαμε νωρίς από τα κοκόρια που πιάσαν από τις 6 δουλειά. Καταβροχθίσαμε το πρωινό με άλλους συνταξιδιώτες και μοιραστήκαμε ιστορίες μας από το ταξίδι ή από προγενέστερα, με αποκορύφωμα τις εξιστορήσεις μιας Ιταλίδας που ταξίδευε με την κόρη της και είχε ξεκινήσει τα ταξίδια από μια εποχή που ο τουρισμός ήταν περιπέτεια στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ή με βάρκα δίχως ελπίδα καμιά, για να είμαι πιο ακριβής.
Η δεύτερη μέρα ήταν η πιο γεμάτη του ταξιδιού και η μόνη χωρίς βροχές κι ομίχλη. Βόλτες στην αγορά της πόλης που μας είχε φιλοξενήσει για να προμηθευτούμε προμήθειες για τη σημερινή εκδρομή, αν μας έπιανε μια ξαφνική πείνα ή μια αιφνίδια υπογλυκαιμία, καθώς και μπόλικο νερό.
Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη, η οδήγηση απόλαυση, το μάτι χανόταν σε μια θάλασσα από λόφους, που τους χάιδευε απαλά το φως και οι πράσινες κορυφές έπαιρναν μια χρυσαφιά απόχρωση.
Κάναμε μια παράκαμψη σ’ ένα χωριό Τάο (φυλή του Βορρά του Βιετνάμ) που η Κ. ήθελε να σταματήσουμε γιατί την πίεζε η φούσκα της και καταλήξαμε να ψάχνουμε τουαλέτα μέσα σε ένα νοσοκομείο που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, στην αυλή του οποίου ένα σκυλί μας γάβγιζε με μανία, πιθανόν από υπερπροστατευτικότητα για τα κουτάβια του. Όποτε το πλησιάζαμε –καθότι έμπαινε στον δρόμο μας– έφευγε τρομοκρατημένο, παρατώντας τα μικρά του στο έλεός μας.
Το χωριό δεν έλεγε τίποτα, είχε μια σπηλιά που τους άλλους του εντυπωσίασε αλλά εμένα μου φάνηκε αδιάφορη μετά το Phong Nha. Γυναίκες πλέναν ρούχα και πλένονταν πλάι στον δρόμο, με λεκάνες.
Αφότου ξαλάφρωσε η Κ. συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, όπου μια ορεσίβια γιαγιούλα, με ένα καλάθι στην πλάτη, κρατημένο με τρίχες (βουβαλιού, ενδεχομένως) στους ώμους της, με σταμάτησε. Άρχισε να μου μιλά, είδε και το κινητό μου και με τη γλώσσα του σώματος κατάλαβα ότι ήθελε να βγάλουμε σέλφι. Εδώ κολλάει το έρχονται οι ξένοι και μας αλλοιώνουν τον πολιτισμό. Σε κάθε περίπτωση, δεν της χάλασα το χατίρι.
Καταλάβαμε ότι μας έλεγε πως αυτή ήταν η διαδρομή που έκανε κάθε μέρα, με τα χόρτα στην πλάτη. Δεν ήθελε κάτι από εμάς, απλώς να κάνει μια στάση και να μας πει τον πόνο της. Μου θύμισε λίγο χωριάτισσες γιαγιάδες της χώρας μου, που δουλεύουν ακούραστα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Την αποχαιρετίσαμε, γιατί είχαμε πολλά χιλιόμετρα ακόμη, και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Κάναμε άλλη μια στάση σε ένα χωριό Χμονγκ, στο οποίο είχε γυριστεί, διαβάσαμε, η –γνωστή στο Βιετνάμ– ταινία «Το σπίτι του Πάι» και πλέον λειτουργούσε ως τουριστική ατραξιόν με είσοδο. Γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές, κοριτσάκια με καλάθια γεμάτα λουλούδια που περίμεναν -με κάποιο αντίτιμο, φαντάζομαι- να φωτογραφηθούν μαζί σου ή μόνα τους σε αυθόρμητες βουκολικές πόζες.
Φάγαμε, πήραμε δυνάμεις και συνεχίσαμε για τα σύνορα με την Κίνα αλλά και τη γιγάντια σημαία που δεσπόζει σε έναν από τους βορειότερους οικισμούς της χώρας. Αφού προηγουμένως κάναμε στάση στο γεωπάρκο Van Dang, που το έδαφός του ήταν πετρώδες, προσδίδοντας έτσι μέσα σε μια μέρα τόσες εναλλαγές: βουνά, λαγκάδια, σπηλιές, απόκρυμνα βράχια, εντυπωσιακούς ορυζώνες.
Στον δρόμο προς τα σύνορα πετύχαμε μια παρέα μοτοσυκλετιστών που είχαμε συναντήσει στην αρχή της μέρας και κατευθύνονταν προς το τελευταίο κομμάτι της προβλεπόμενης διαδρομής. Μια κοπέλα ήταν μες στις λάσπες, έχοντας πέσει σε κάποιον χωματόδρομο. Γενικά ήθελε προσοχή γιατί λόγω των βροχών υπήρχε λάσπη στο έδαφος κι η οδήγηση πάνω της με δίκυκλο δεν είναι εύκολη, ιδίως αν δεν είσαι μαθημένος (σαν την ατρόμητη αφεντιά μου, καλή ώρα). Της είχε φύγει κι ο αριστερός καθρέφτης κι αμέσως ο Ι. έπιασε δουλειά και τον τοποθέτησε στη θέση του.
Είχαν επιχειρήσει να περάσουν τα σύνορα (ήταν ένα από τα αξιοθέατα του loop), όπως μας είπαν, αλλά υπήρχε φυλάκιο κι ο φύλακας δεν τους επέτρεψε να πλησιάσουν. Οπότε τώρα είχαν κάνει στάση σε ένα σημείο σχετικά κοντά στα σύνορα κι ορισμένοι από την παρέα τους αποφάσισαν να το πάνε ποδαρόδρομο, καθώς βάσει χάρτη δεν φαινόταν και μεγάλη απόσταση. Λίγο πριν αναχωρήσουμε για τη συνέχεια της διαδρομής μας, επέστρεψαν κι οι πεζοπόροι θριαμβευτές.
Ως συνήθως προπορεύτηκα και κάποια στιγμή το μάτι μου πρόσεξε κάτι στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησα, έσβησα τη μηχανή κι έκανα νόημα και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Κοίταξα τον χάρτη: είχαμε φτάσει στα σύνορα και λογικά το σπιτάκι που ξεπρόβαλλε στα πενήντα μέτρα ήταν το περίφημο φυλάκιο.
Εγώ αποφασισμένος να το δω, τους προτείνω να κινηθούμε αθόρυβα. Περνάμε τον δρόμο από σημείο που δεν έχει ορατότητα το φυλάκιο και συνεχίζουμε σκυμμένοι, με τη συνοδεία του soundtrack του Mission Impossible να παίζει στο κεφάλι μου, μέχρι που φτάνουμε στον φράχτη.
Δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό, σκουπίδια κι από τις δυο πλευρές που κανείς δεν ενδιαφερόταν να μαζέψει. Βρήκαμε ένα σημείο που το συρματόπλεγμα είχε πέσει και κάπως έτσι βρεθήκαμε στην Κίνα. Εκείνη την ώρα, ήταν η δική μου ώρα για κατούρημα κι επειδή η διάνοιά μου πρέπει να μελετηθεί από κάποιον ανθρωπολόγο (ή ψυχίατρο), αποφάσισα να χαρίσω ένα μέρος του υδάτινού μου κόσμου στη στέρφα γη των Χαν. Ναι, κατούρα τους και λίγο, καθόλου προσβλητική κίνηση σε μια χώρα που καταγράφουν και το ρέψιμό σου, θα σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες μόλις αποφασίσεις να την επισκεφτείς και κανονικά.
Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες συνοδεία μπύρας Corona, γιατί είμαστε κι άνιωθοι κάφροι άμα θέλουμε, που συνήθως δεν, μα κανείς δεν είναι τέλειος και σ’ αυτό το ταξίδι είμεθα τρόπον τινά το ακριβώς αντίθετο.
Αφού, λοιπόν, βάλαμε άλλο ένα σημαιάκι στον προσωπικό μας χάρτη, κινήσαμε πίσω στα μηχανάκια μας. Στην επιστροφή χαλαρώσαμε και δεν ήμασταν εξίσου προσεκτικοί. Μέγα σφάλμα.
Ακούμε αγριεμένες φωνές από το φυλάκιο.
Εγώ κρατάω το βλέμμα σταθερό, κάνω ότι δεν ακούω (που δεν είναι και τόσο δύσκολο, σύμφωνα και με την παρ’ ολίγον οικοδέσποινα Βιετναμέζα της χθεσινής βραδιάς) και περπατάω ανένδοτος προς το μηχανάκι. Μα ο τύπος δεν χαμπαριάζει και φωνάζει με μεγαλύτερη ένταση. Τα παιδιά πίσω μου σταματούν.
Το παιχνίδι είχε τελειώσει, δεν μπορούσα να τους αφήσω στο έλεος του Βιετ Κονγκ, μας έδεναν και 30 ώρες φιλίας.