Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.369
- Likes
- 28.758
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Το Δάρα μετά την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό
Μετά από τον αγώνα της Απελευθέρωσης και κάτω από συνθήκες αφάνταστα σκληρές, άρχισε η μάχη της επιβίωσης και της ανοικοδόμησης. Οι κάτοικοι του Δάρα άλλο δρόμο δεν είχαν, κρέμασαν τα άρματα και έπιασαν τη γκλίτσα και το αλετρόχειρο. Πόλεμος για επιβίωση ήταν και αυτό. Δεν είχαν καν εργαλεία για να σκάβουν τη γη και αυτό τους έτρωγε χρόνο και αντοχή. Ούτε η νύχτα προσφερόταν για ξεκούραση. Οι λύκοι και οι κλέφτες κρατούσαν τους ανθρώπους ξάγρυπνους δίπλα στο κοπάδι.
Τα άστρα τους έδειχναν την ώρα, και όταν είχε συννεφιά, έστηναν αυτί για να ακούσουν τα κοκόρια.
Για να φυλαχτούν από το κρύο τον χειμώνα, και στον ξύπνιο και στον ύπνο, είχαν την κάπα από το μαλλί της γίδας, που την ύφαιναν οι γυναίκες του χωριού στον αργαλειό, την έραβε ο τερζής, και η νεροτριβή την έκανε αδιάβροχη. Για να βγάλουν τη μέρα είχαν μπομπότα στο ταγάρι, κανένα κρεμμύδι και ίσως λίγο τυρί. Η πούντα (πνευμονία) θέριζε νέους και γέρους και για φάρμακα είχαν τις εντριβές με τσίπουρο, τις βεντούζες*, το σταχτοπύρι*, το καυτό κρασί και τις/τους τριφτάδες*. Περίμεναν εννέα ημέρες. Τότε η αρρώστια (πνευμονία) ή "θα δώσει" ή "θα πάρει" έλεγαν.
*βεντούζες: πανάρχαια θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στην εφαρμογή ποτηριών με θερμότητα στο δέρμα.
*σταχτοπύρι: κομμάτι από τρίχινο ή μάλλινο ύφασμα, εμποτισμένο με πολτό στάχτης, καλά ζεσταμένο, μέσα στο οποίο έριχναν τρίμματα ρίγανης και ξίδι, και το οποίο έβαζαν κατάσαρκα για να καταπραΰνουν τον πόνο.
*τριφτάδες: άνδρες ή γυναίκες που έκαναν εντριβές στον ασθενή.
Οι περισσότεροι Δαραίοι, τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι με μικρό κλήρο και μικρά κοπάδια ζώων. Η συντήρηση πολλών ζώων ήταν αδύνατη, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η αποθήκευση τροφών ήταν δύσκολη, όχι μόνο γιατί δεν περίσσευαν τροφές, αλλά γιατί δεν υπήρχαν και οι απαιτούμενοι αποθηκευτικοί χώροι. Η συντήρηση των ζώων γινόταν μόνο με βοσκή, για τούτο, ακόμη και τις νύχτες, τα έβγαζαν να βόσκουν στο νυχτόσκαρο. Τα κτηνοτροφικά προϊόντα, αρχικά και για αρκετά χρόνια, ήταν για δική τους χρήση και το μαλλί των μικρών ζώων ήταν από τα πλέον απαραίτητα αγαθά της ζωής τους. Από αυτό έκαναν τα ρούχα της ενδυμασίας τους, αλλά και του ύπνου. Το τυρί το τοποθετούσαν σε κιούπια, σε βαρέλια, αλλά κυρίως σε αεροστεγώς δεμένα δέρματα ζώων. Τα έλεγαν τουράσκια ή τουλούμια. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η μεταφορά του μούστου γινόταν με δέρματα γίδας, τα λεγόμενα ασκιά ή γιδιές.
Η στέγαση ήταν ένα δύσκολο και βασανιστικό πρόβλημα. Με τα όσα υλικά είχε ο τόπος ήταν υποχρεωμένοι να στεριώσουν ένα κεραμίδι, για να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους. Χώμα, πέτρες, νερό και ξύλα ήταν τα υλικά, και αυτά για να μαζευτούν, ήθελαν πολλά χέρια και μεγάλο αγώνα. Ολόκληρες μέρες, με τα γυμνά τους χέρια ζύμωναν το χώμα μέχρι να το βάλουν στο καμίνι, να το ψήσουν και να φτιάξουν στη συνέχεια τα κεραμίδια. Όταν χάλαγε ο καιρός οι κόποι τους πήγαιναν στράφι και άρχιζαν πάλι από την αρχή. Τα ίδια και τα ίδια. Τα καρφιά, που τότε ήταν τετράγωνα, έβγαιναν ένα-ένα από του σιδερά τα χέρια και ήταν ακριβά και σχεδόν απλησίαστα.
Οι κορμοί των δέντρων για να γίνουν δοκάρια και σανίδες ήθελαν χρόνο και υπομονή. Με το τσεκούρι και το χειροπρίονο τους έδιναν το σχήμα που ήθελαν. Μαστόροι και μαστορόπουλα ήταν "μεγάλη φασαρία". Τρεις φορές την ημέρα ήθελαν φαγοπότι και η πληρωμή γινόταν με τον πήχη. Αν το αφεντικό είχε καλό κρασί και άφθονο φαγητό η δουλειά αργούσε να τελειώσει, ώστε οι μαστόροι να έχουν εξασφαλισμένη τροφή και χρήματα για αρκετό καιρό. "Όποιος δεν πάντρεψε και όποιος δεν έχτισε τίποτα δεν ξέρει". Έτσι έλεγαν και είχαν τα δίκια τους. Αυτός ο αγώνας του χτισίματος περνούσε από τους γονείς στα παιδιά ακόμα και στα εγγόνια. Από τα πολλά παιδιά που είχαν, διάλεγαν ένα, για να μάθει γράμματα, συνήθως το μικρότερο. Τα μεγάλα δούλευαν σκληρά, για να γίνει ο αδελφός τους καλός, έτσι έλεγαν.
Οι Δαραίοι πούλαγαν και αγόραζαν περιουσίες με τον λόγο, και ο λόγος του πατέρα ήταν σεβαστός από παιδιά και από εγγόνια. Στα κατοπινά χρόνια, στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, στο μάθημα του εθιμικού δικαίου, η τακτική αυτή των Δαραίων ήταν ένα από τα παραδείγματα. Πολλές φορές, ο όρκος και μόνο, ήταν η λύση στις διαφορές τους. Στις σχετικές με τα όρια των κτημάτων διαφορές έπαιρναν τον όρκο της πέτρας. Ο όρκος ήταν να πάρει ο ένας στον ώμο του μια πέτρα και να την τοποθετήσει εκεί που ισχυριζόταν πως ήταν τα σύνορα. Ο όρκος της πέτρας ήταν δυνατός και φοβερός και μάλλον οι ρίζες του κρατάνε από την αρχαιότητα.
Οι Δαραίοι στους γάμους και στα πανηγύρια κράταγαν και κρατάνε τα έθιμα και την παράδοση. Πολλά από τα τραγούδια είναι δικά τους και εξιστορούν τα βάσανά τους και τις χαρές τους. Οι παραβολές, το χιούμορ, τα ανέκδοτα και οι σάτιρες είναι γεμάτα από ευστοχίες και πνεύμα. Πολλά από αυτά ξεπέρασαν τα όρια της περιοχής και κάποια έφτασαν να γίνουν πανελλήνια, όπως το ποίημα "Το στήθος της κυρίας και το χέρι του Δημάρχου" του ποιητή Γ. Σουρή.
Η ιστορία έχει ως εξής: Στους εορτασμούς για την ενηλικίωση του βασιλιά Κωνσταντίνου βρέθηκε καλεσμένος ο τότε Δήμαρχος Νάσων, Δήμος Λαμπρόπουλος. Ο Δήμος Λαμπρόπουλος ήταν ευθυτενής, φουστανελοφόρος, με εντυπωσιακή κορμοστασιά και πυκνή γενειάδα, αλλά και με σπουδές στη Γαλλία.
Κατά το επίσημο γεύμα, που παρατέθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1886 στα Ανάκτορα, κάθισαν περίπου 200 Δήμαρχοι, το Υπουργικό Συμβούλιο, μερικοί κρατικοί λειτουργοί αλλά και άνθρωποι των γραμμάτων. Το μενού ήταν γραμμένο στα γαλλικά προς μεγάλη έκπληξη πολλών Δημάρχων. Γύρω από τον Δήμαρχο Νάσων (Δήμο Λαμπρόπουλο) είχε δημιουργηθεί μια μικρή παρέα Δημάρχων, για να τους εξηγήσει τι θα φάνε, εφόσον γνώριζε τη γλώσσα.
Οι Δήμαρχοι που δεν συνοδεύονταν από συζύγους κατά το επίσημο γεύμα, σύμφωνα με το βασιλικό πρωτόκολλο, έπρεπε να συνοδευτούν από μια, “επί των τιμών” κυρία των Ανακτόρων, η οποία και θα καθόταν δίπλα τους. Το τραπέζι, τα σερβίτσια και τα φαγητά ήταν εντυπωσιακά, όμως τίποτα δεν εντυπωσίασε τον Δήμαρχο των Νάσων όσο το βαθύ και πλούσιο ντεκολτέ της συνοδού του. Η κυρία των τιμών ήταν ευπαρουσίαστη και καθ' όλα προκλητική. Μπερμπάντης και ο Δήμαρχος, αυθόρμητα και ευγενικά, περιποιόταν την κυρία χωρίς βέβαια να αφήνει ανεκμετάλλευτη την όποια ευκαιρία. Σε κάθε προσπάθεια σερβιρίσματός της, το "κακομαθημένο" χέρι του, άγγιζε το στήθος της κυρίας ζητώντας της πολλάκις συγγνώμη. Κοσμική και αεράτη εκείνη, έπιασε το χέρι του, το κράτησε πάνω στο στήθος της και είπε: -"Δήμαρχε, το χέρι σας αιχμάλωτο"! -"Είθε Κυρία μου να απεκόπτετο και να παρέμενε ες αεί" της είπε εκείνος. Τη στιχομυθία άκουσε ο Σουρής, που καθόταν στο ίδιο τραπέζι, και έγραψε το σατιρικό ποίημα "Το στήθος της κυρίας και το χέρι του Δημάρχου".
"…Αν τώρα δε για ντεκολτέ ζητείς πληροφορίας
είδα πολλήν αφέλειαν εις μερικάς κυρίας,
και είχεν κάπως δίκαιον ο Δήμαρχος εκείνος,
που άμα είδε το γυμνόν των κυριών μας σμήνος,
ολίγου δειν η βίδα του να του στριφογυρίσει
και μέσα σε ένα ντεκολτέ επήγε να βουτήξει…”
Δήμος Λαμπρόπουλος
Αρκετές είναι οι ιστορίες που άντεξαν στον χρόνο και πέρασαν στην παράδοση. Άντεξαν γιατί είχαν πνεύμα, χάρη, χιούμορ και γιατί αδρά και παραστατικά κατέγραφαν τα αξιόλογα και τα ξεχωριστά περιστατικά. Η φτώχεια, οι ταλαιπωρίες και η αβεβαιότητα δεν κατάφεραν να σκλαβώσουν την ψυχή και το πνεύμα των Δαραίων. Ένα τέτοιο περιστατικό έμελλε να μείνει στην τοπική ιστορία και όχι μόνο.
Ο Λάμπρος και το Έθνος Δάρα:
Με εντολή του Δήμου Λαμπρόπουλου, που ήταν ο Δήμαρχος και ο πρωταγωνιστής του παραπάνω περιστατικού, ο Λάμπρος έγραψε τον λόγο-προσφώνηση, για την υποδοχή του Νομάρχη Αρκαδίας, που εκφώνησε ο τότε δάσκαλος Μπινιάρης από την Κανδήλα (κοντινό χωριό). Ο Δήμαρχος ήθελε να διώξει τον δάσκαλο από το χωριό, αλλά και να προσβάλλει τον Νομάρχη, με τον οποίο δεν τα είχε και τόσο καλά. Τούτη τη δουλειά την πήρε πάνω του ο Λάμπρος και τα κατάφερε μια χαρά. Ο Δήμαρχος, με το συμβούλιο και τους δημότες, υποδέχθηκαν τον Νομάρχη στο γεφύρι του Τράγου ποταμού.
Ο δάσκαλος με τα χαρτιά στα χέρια, ανέβηκε στο προστατευτικό παραπέτι του γεφυριού και με στόμφο άρχισε να λέει: -"Κύριε Νομάρχα, Νομαρχών, Νομαρχέστατε! Το Έθνος Δάρα ευμενώς σας υποδέχεται και σας θέτει ως ακρογωνιαίον λίθον των αναγκαίων του. Στο σημείο εκείνο, έξαλλος ο Νομάρχης, σταμάτησε τον δάσκαλο και ρώτησε τον Δήμαρχο. -"Που τον βρήκες αυτόν τον δάσκαλο"; -"Εσύ μου τον έστειλες, εμένα ρωτάς"; ήταν η απάντηση του Δημάρχου. Από τότε και μέχρι σήμερα έμεινε στο πανελλήνιο "Έθνος Δάρα".
Στο Δάρα το πρώτο σχολείο που άνοιξε από τον πρώτο καιρό της λευτεριάς ήταν στο σπίτι του Παπαντώνη, με δάσκαλο τον ίδιο. Για την εποχή ήξερε καλά γράμματα. Μετά ο καπετάν Σταμάτης Μπακόπουλος δώρισε στην Κοινότητα αρκετή έκταση, εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του χωριού, για να χτιστούν εκκλησία και σχολείο.
Η σημερινή πλατεία του χωριού
Το 1842 η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν έτοιμη και απέναντί της χτίστηκε ένα αλώνι στο οποίο φυτεύτηκε μια μουριά. Εκείνα τα χρόνια το αλώνι ήταν το βήμα των διαφόρων ομιλητών. Ήταν ακόμα η θεατρική σκηνή, όπου οι νέοι του χωριού παρουσίαζαν διάφορα θεατρικά έργα. Εκεί έχτισαν και το πρώτο σχολείο. Σε αυτό οι ελεύθεροι Δαραίοι έμαθαν γράμματα και κάποιοι ξεκίνησαν για σπουδές και πτυχία, με τα οποία διέπρεψαν στις επιστήμες τους. Από όλα τα παραπάνω σήμερα σώζεται μόνο η μουριά, στη νέα πλέον πλατεία, η οποία υπολογίζεται ότι είναι 179 χρόνων. Η μουριά αυτή ήταν και το "καμπαναριό" της πρώτης εκκλησίας, με δύο καμπάνες, μια μικρή και μια μεγάλη, κρεμασμένες στα κλωνάρια της.
Εκείνα τα χρόνια χτίστηκε και η κάτω βρύση, στην είσοδο του χωριού, αφού γκρεμίστηκε (κακώς) η προηγούμενη βρύση, η οποία είχε τεράστιο πέτρινο θόλο με τρεις πέτρινες γούρνες, δύο να πίνουν τα ζώα, και μια να παίρνουν νερό οι κάτοικοι. Το πέτρινο τόξο της βρύσης ήταν τόσο μεγάλο που χώραγαν ταυτόχρονα δύο ζώα φορτωμένα με ογκώδη φορτώματα (κυρίως πουρνάρια). Το γκρέμισμα της πρώτης εκκλησίας και της κάτω βρύσης ήταν πλήγμα στην παράδοση και τα μνημεία του τόπου.
Η σημερινή βρύση στην είσοδο του Δάρα
Το 1957 γκρέμισαν λοιπόν την παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και με τα χέρια τους κουβάλησαν τις πέτρες στον χώρο που έχτισαν τη νέα.
Τον επόμενο χρόνο άρχισαν τα έργα για την κατασκευή της πλατείας. Για την πλατεία όλη η δαπάνη ήταν 300.000 δραχμές. Όταν ο εργολάβος άνοιγε τα θεμέλια, στη νότια πλευρά, κάτω ακριβώς από το αλώνι της μουριάς, βρέθηκε ένας τάφος, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Αφού έριξαν μια ματιά στα κόκαλα, τα πέταξαν στην άκρη και συνέχισαν το σκάψιμο. Η μουριά είδε γάμους, είδε κηδείες, άκουσε τραγούδια και μοιρολόγια, άκουσε λόγους και ποιήματα, φιλοξένησε θεατρικές παραστάσεις και με τις καμπάνες της "σάλπισε" πολλές φορές προσκλητήρια πολέμου, αλλά σκόρπισε στον αέρα και μηνύματα νίκης. Τα 'βαλε με τον χρόνο και άντεξε και είναι το στολίδι της πλατείας μέχρι και σήμερα.
Το πρώην αλώνι και νυν πλατεία του χωριού
Το πρώην αλώνι και νυν πλατεία του χωριού
Μετά από τον αγώνα της Απελευθέρωσης και κάτω από συνθήκες αφάνταστα σκληρές, άρχισε η μάχη της επιβίωσης και της ανοικοδόμησης. Οι κάτοικοι του Δάρα άλλο δρόμο δεν είχαν, κρέμασαν τα άρματα και έπιασαν τη γκλίτσα και το αλετρόχειρο. Πόλεμος για επιβίωση ήταν και αυτό. Δεν είχαν καν εργαλεία για να σκάβουν τη γη και αυτό τους έτρωγε χρόνο και αντοχή. Ούτε η νύχτα προσφερόταν για ξεκούραση. Οι λύκοι και οι κλέφτες κρατούσαν τους ανθρώπους ξάγρυπνους δίπλα στο κοπάδι.
Τα άστρα τους έδειχναν την ώρα, και όταν είχε συννεφιά, έστηναν αυτί για να ακούσουν τα κοκόρια.
Για να φυλαχτούν από το κρύο τον χειμώνα, και στον ξύπνιο και στον ύπνο, είχαν την κάπα από το μαλλί της γίδας, που την ύφαιναν οι γυναίκες του χωριού στον αργαλειό, την έραβε ο τερζής, και η νεροτριβή την έκανε αδιάβροχη. Για να βγάλουν τη μέρα είχαν μπομπότα στο ταγάρι, κανένα κρεμμύδι και ίσως λίγο τυρί. Η πούντα (πνευμονία) θέριζε νέους και γέρους και για φάρμακα είχαν τις εντριβές με τσίπουρο, τις βεντούζες*, το σταχτοπύρι*, το καυτό κρασί και τις/τους τριφτάδες*. Περίμεναν εννέα ημέρες. Τότε η αρρώστια (πνευμονία) ή "θα δώσει" ή "θα πάρει" έλεγαν.
*βεντούζες: πανάρχαια θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στην εφαρμογή ποτηριών με θερμότητα στο δέρμα.
*σταχτοπύρι: κομμάτι από τρίχινο ή μάλλινο ύφασμα, εμποτισμένο με πολτό στάχτης, καλά ζεσταμένο, μέσα στο οποίο έριχναν τρίμματα ρίγανης και ξίδι, και το οποίο έβαζαν κατάσαρκα για να καταπραΰνουν τον πόνο.
*τριφτάδες: άνδρες ή γυναίκες που έκαναν εντριβές στον ασθενή.
Οι περισσότεροι Δαραίοι, τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι με μικρό κλήρο και μικρά κοπάδια ζώων. Η συντήρηση πολλών ζώων ήταν αδύνατη, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η αποθήκευση τροφών ήταν δύσκολη, όχι μόνο γιατί δεν περίσσευαν τροφές, αλλά γιατί δεν υπήρχαν και οι απαιτούμενοι αποθηκευτικοί χώροι. Η συντήρηση των ζώων γινόταν μόνο με βοσκή, για τούτο, ακόμη και τις νύχτες, τα έβγαζαν να βόσκουν στο νυχτόσκαρο. Τα κτηνοτροφικά προϊόντα, αρχικά και για αρκετά χρόνια, ήταν για δική τους χρήση και το μαλλί των μικρών ζώων ήταν από τα πλέον απαραίτητα αγαθά της ζωής τους. Από αυτό έκαναν τα ρούχα της ενδυμασίας τους, αλλά και του ύπνου. Το τυρί το τοποθετούσαν σε κιούπια, σε βαρέλια, αλλά κυρίως σε αεροστεγώς δεμένα δέρματα ζώων. Τα έλεγαν τουράσκια ή τουλούμια. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η μεταφορά του μούστου γινόταν με δέρματα γίδας, τα λεγόμενα ασκιά ή γιδιές.
Η στέγαση ήταν ένα δύσκολο και βασανιστικό πρόβλημα. Με τα όσα υλικά είχε ο τόπος ήταν υποχρεωμένοι να στεριώσουν ένα κεραμίδι, για να βάλουν από κάτω το κεφάλι τους. Χώμα, πέτρες, νερό και ξύλα ήταν τα υλικά, και αυτά για να μαζευτούν, ήθελαν πολλά χέρια και μεγάλο αγώνα. Ολόκληρες μέρες, με τα γυμνά τους χέρια ζύμωναν το χώμα μέχρι να το βάλουν στο καμίνι, να το ψήσουν και να φτιάξουν στη συνέχεια τα κεραμίδια. Όταν χάλαγε ο καιρός οι κόποι τους πήγαιναν στράφι και άρχιζαν πάλι από την αρχή. Τα ίδια και τα ίδια. Τα καρφιά, που τότε ήταν τετράγωνα, έβγαιναν ένα-ένα από του σιδερά τα χέρια και ήταν ακριβά και σχεδόν απλησίαστα.
Οι κορμοί των δέντρων για να γίνουν δοκάρια και σανίδες ήθελαν χρόνο και υπομονή. Με το τσεκούρι και το χειροπρίονο τους έδιναν το σχήμα που ήθελαν. Μαστόροι και μαστορόπουλα ήταν "μεγάλη φασαρία". Τρεις φορές την ημέρα ήθελαν φαγοπότι και η πληρωμή γινόταν με τον πήχη. Αν το αφεντικό είχε καλό κρασί και άφθονο φαγητό η δουλειά αργούσε να τελειώσει, ώστε οι μαστόροι να έχουν εξασφαλισμένη τροφή και χρήματα για αρκετό καιρό. "Όποιος δεν πάντρεψε και όποιος δεν έχτισε τίποτα δεν ξέρει". Έτσι έλεγαν και είχαν τα δίκια τους. Αυτός ο αγώνας του χτισίματος περνούσε από τους γονείς στα παιδιά ακόμα και στα εγγόνια. Από τα πολλά παιδιά που είχαν, διάλεγαν ένα, για να μάθει γράμματα, συνήθως το μικρότερο. Τα μεγάλα δούλευαν σκληρά, για να γίνει ο αδελφός τους καλός, έτσι έλεγαν.
Οι Δαραίοι πούλαγαν και αγόραζαν περιουσίες με τον λόγο, και ο λόγος του πατέρα ήταν σεβαστός από παιδιά και από εγγόνια. Στα κατοπινά χρόνια, στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, στο μάθημα του εθιμικού δικαίου, η τακτική αυτή των Δαραίων ήταν ένα από τα παραδείγματα. Πολλές φορές, ο όρκος και μόνο, ήταν η λύση στις διαφορές τους. Στις σχετικές με τα όρια των κτημάτων διαφορές έπαιρναν τον όρκο της πέτρας. Ο όρκος ήταν να πάρει ο ένας στον ώμο του μια πέτρα και να την τοποθετήσει εκεί που ισχυριζόταν πως ήταν τα σύνορα. Ο όρκος της πέτρας ήταν δυνατός και φοβερός και μάλλον οι ρίζες του κρατάνε από την αρχαιότητα.
Οι Δαραίοι στους γάμους και στα πανηγύρια κράταγαν και κρατάνε τα έθιμα και την παράδοση. Πολλά από τα τραγούδια είναι δικά τους και εξιστορούν τα βάσανά τους και τις χαρές τους. Οι παραβολές, το χιούμορ, τα ανέκδοτα και οι σάτιρες είναι γεμάτα από ευστοχίες και πνεύμα. Πολλά από αυτά ξεπέρασαν τα όρια της περιοχής και κάποια έφτασαν να γίνουν πανελλήνια, όπως το ποίημα "Το στήθος της κυρίας και το χέρι του Δημάρχου" του ποιητή Γ. Σουρή.
Η ιστορία έχει ως εξής: Στους εορτασμούς για την ενηλικίωση του βασιλιά Κωνσταντίνου βρέθηκε καλεσμένος ο τότε Δήμαρχος Νάσων, Δήμος Λαμπρόπουλος. Ο Δήμος Λαμπρόπουλος ήταν ευθυτενής, φουστανελοφόρος, με εντυπωσιακή κορμοστασιά και πυκνή γενειάδα, αλλά και με σπουδές στη Γαλλία.
Κατά το επίσημο γεύμα, που παρατέθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1886 στα Ανάκτορα, κάθισαν περίπου 200 Δήμαρχοι, το Υπουργικό Συμβούλιο, μερικοί κρατικοί λειτουργοί αλλά και άνθρωποι των γραμμάτων. Το μενού ήταν γραμμένο στα γαλλικά προς μεγάλη έκπληξη πολλών Δημάρχων. Γύρω από τον Δήμαρχο Νάσων (Δήμο Λαμπρόπουλο) είχε δημιουργηθεί μια μικρή παρέα Δημάρχων, για να τους εξηγήσει τι θα φάνε, εφόσον γνώριζε τη γλώσσα.
Οι Δήμαρχοι που δεν συνοδεύονταν από συζύγους κατά το επίσημο γεύμα, σύμφωνα με το βασιλικό πρωτόκολλο, έπρεπε να συνοδευτούν από μια, “επί των τιμών” κυρία των Ανακτόρων, η οποία και θα καθόταν δίπλα τους. Το τραπέζι, τα σερβίτσια και τα φαγητά ήταν εντυπωσιακά, όμως τίποτα δεν εντυπωσίασε τον Δήμαρχο των Νάσων όσο το βαθύ και πλούσιο ντεκολτέ της συνοδού του. Η κυρία των τιμών ήταν ευπαρουσίαστη και καθ' όλα προκλητική. Μπερμπάντης και ο Δήμαρχος, αυθόρμητα και ευγενικά, περιποιόταν την κυρία χωρίς βέβαια να αφήνει ανεκμετάλλευτη την όποια ευκαιρία. Σε κάθε προσπάθεια σερβιρίσματός της, το "κακομαθημένο" χέρι του, άγγιζε το στήθος της κυρίας ζητώντας της πολλάκις συγγνώμη. Κοσμική και αεράτη εκείνη, έπιασε το χέρι του, το κράτησε πάνω στο στήθος της και είπε: -"Δήμαρχε, το χέρι σας αιχμάλωτο"! -"Είθε Κυρία μου να απεκόπτετο και να παρέμενε ες αεί" της είπε εκείνος. Τη στιχομυθία άκουσε ο Σουρής, που καθόταν στο ίδιο τραπέζι, και έγραψε το σατιρικό ποίημα "Το στήθος της κυρίας και το χέρι του Δημάρχου".
"…Αν τώρα δε για ντεκολτέ ζητείς πληροφορίας
είδα πολλήν αφέλειαν εις μερικάς κυρίας,
και είχεν κάπως δίκαιον ο Δήμαρχος εκείνος,
που άμα είδε το γυμνόν των κυριών μας σμήνος,
ολίγου δειν η βίδα του να του στριφογυρίσει
και μέσα σε ένα ντεκολτέ επήγε να βουτήξει…”
Δήμος Λαμπρόπουλος
Αρκετές είναι οι ιστορίες που άντεξαν στον χρόνο και πέρασαν στην παράδοση. Άντεξαν γιατί είχαν πνεύμα, χάρη, χιούμορ και γιατί αδρά και παραστατικά κατέγραφαν τα αξιόλογα και τα ξεχωριστά περιστατικά. Η φτώχεια, οι ταλαιπωρίες και η αβεβαιότητα δεν κατάφεραν να σκλαβώσουν την ψυχή και το πνεύμα των Δαραίων. Ένα τέτοιο περιστατικό έμελλε να μείνει στην τοπική ιστορία και όχι μόνο.
Ο Λάμπρος και το Έθνος Δάρα:
Με εντολή του Δήμου Λαμπρόπουλου, που ήταν ο Δήμαρχος και ο πρωταγωνιστής του παραπάνω περιστατικού, ο Λάμπρος έγραψε τον λόγο-προσφώνηση, για την υποδοχή του Νομάρχη Αρκαδίας, που εκφώνησε ο τότε δάσκαλος Μπινιάρης από την Κανδήλα (κοντινό χωριό). Ο Δήμαρχος ήθελε να διώξει τον δάσκαλο από το χωριό, αλλά και να προσβάλλει τον Νομάρχη, με τον οποίο δεν τα είχε και τόσο καλά. Τούτη τη δουλειά την πήρε πάνω του ο Λάμπρος και τα κατάφερε μια χαρά. Ο Δήμαρχος, με το συμβούλιο και τους δημότες, υποδέχθηκαν τον Νομάρχη στο γεφύρι του Τράγου ποταμού.
Ο δάσκαλος με τα χαρτιά στα χέρια, ανέβηκε στο προστατευτικό παραπέτι του γεφυριού και με στόμφο άρχισε να λέει: -"Κύριε Νομάρχα, Νομαρχών, Νομαρχέστατε! Το Έθνος Δάρα ευμενώς σας υποδέχεται και σας θέτει ως ακρογωνιαίον λίθον των αναγκαίων του. Στο σημείο εκείνο, έξαλλος ο Νομάρχης, σταμάτησε τον δάσκαλο και ρώτησε τον Δήμαρχο. -"Που τον βρήκες αυτόν τον δάσκαλο"; -"Εσύ μου τον έστειλες, εμένα ρωτάς"; ήταν η απάντηση του Δημάρχου. Από τότε και μέχρι σήμερα έμεινε στο πανελλήνιο "Έθνος Δάρα".
Στο Δάρα το πρώτο σχολείο που άνοιξε από τον πρώτο καιρό της λευτεριάς ήταν στο σπίτι του Παπαντώνη, με δάσκαλο τον ίδιο. Για την εποχή ήξερε καλά γράμματα. Μετά ο καπετάν Σταμάτης Μπακόπουλος δώρισε στην Κοινότητα αρκετή έκταση, εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του χωριού, για να χτιστούν εκκλησία και σχολείο.
Η σημερινή πλατεία του χωριού
Το 1842 η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν έτοιμη και απέναντί της χτίστηκε ένα αλώνι στο οποίο φυτεύτηκε μια μουριά. Εκείνα τα χρόνια το αλώνι ήταν το βήμα των διαφόρων ομιλητών. Ήταν ακόμα η θεατρική σκηνή, όπου οι νέοι του χωριού παρουσίαζαν διάφορα θεατρικά έργα. Εκεί έχτισαν και το πρώτο σχολείο. Σε αυτό οι ελεύθεροι Δαραίοι έμαθαν γράμματα και κάποιοι ξεκίνησαν για σπουδές και πτυχία, με τα οποία διέπρεψαν στις επιστήμες τους. Από όλα τα παραπάνω σήμερα σώζεται μόνο η μουριά, στη νέα πλέον πλατεία, η οποία υπολογίζεται ότι είναι 179 χρόνων. Η μουριά αυτή ήταν και το "καμπαναριό" της πρώτης εκκλησίας, με δύο καμπάνες, μια μικρή και μια μεγάλη, κρεμασμένες στα κλωνάρια της.
Εκείνα τα χρόνια χτίστηκε και η κάτω βρύση, στην είσοδο του χωριού, αφού γκρεμίστηκε (κακώς) η προηγούμενη βρύση, η οποία είχε τεράστιο πέτρινο θόλο με τρεις πέτρινες γούρνες, δύο να πίνουν τα ζώα, και μια να παίρνουν νερό οι κάτοικοι. Το πέτρινο τόξο της βρύσης ήταν τόσο μεγάλο που χώραγαν ταυτόχρονα δύο ζώα φορτωμένα με ογκώδη φορτώματα (κυρίως πουρνάρια). Το γκρέμισμα της πρώτης εκκλησίας και της κάτω βρύσης ήταν πλήγμα στην παράδοση και τα μνημεία του τόπου.
Η σημερινή βρύση στην είσοδο του Δάρα
Το 1957 γκρέμισαν λοιπόν την παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και με τα χέρια τους κουβάλησαν τις πέτρες στον χώρο που έχτισαν τη νέα.
Τον επόμενο χρόνο άρχισαν τα έργα για την κατασκευή της πλατείας. Για την πλατεία όλη η δαπάνη ήταν 300.000 δραχμές. Όταν ο εργολάβος άνοιγε τα θεμέλια, στη νότια πλευρά, κάτω ακριβώς από το αλώνι της μουριάς, βρέθηκε ένας τάφος, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Αφού έριξαν μια ματιά στα κόκαλα, τα πέταξαν στην άκρη και συνέχισαν το σκάψιμο. Η μουριά είδε γάμους, είδε κηδείες, άκουσε τραγούδια και μοιρολόγια, άκουσε λόγους και ποιήματα, φιλοξένησε θεατρικές παραστάσεις και με τις καμπάνες της "σάλπισε" πολλές φορές προσκλητήρια πολέμου, αλλά σκόρπισε στον αέρα και μηνύματα νίκης. Τα 'βαλε με τον χρόνο και άντεξε και είναι το στολίδι της πλατείας μέχρι και σήμερα.
Το πρώην αλώνι και νυν πλατεία του χωριού
Το πρώην αλώνι και νυν πλατεία του χωριού
Last edited: