taver
Member
- Μηνύματα
- 12.612
- Likes
- 29.891
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Κεφάλαιο 2: Απλά μαθήματα πολικής γεωγραφίας και ιστορίας
Η γεωγραφία κοντά στους πόλους, συναντάει όλες σχεδόν τις εξαιρέσεις που μαθαίναμε στο σχολείο. Οι πυξίδες, για παράδειγμα, τρελαίνονται (γιατί μετράνε την προβολή του μαγνητικού πεδίου της γης στο επίπεδο, η οποία σε ακραία γεωγραφικά πλάτη είναι ασθενής). Και η μέρα εδώ… διαρκεί πολύ. Ακόμα πιο κοντά στον πόλο, φτάνουμε να έχουμε 6 μήνες μέρα και 6 μήνες νύκτα. Εδώ, τα πράγματα είναι λίγο πιο νορμάλ. Η μέρα διαρκεί 4 μήνες, η νύκτα άλλους τόσους, και στους υπόλοιπους μήνες υπάρχει εναλλαγή. Όταν πήγαμε εμείς ήταν δυο μόλις μέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο, που για την Ελλάδα σημαίνει τη μέγιστη διάρκεια ημέρας για όλο το χρόνο. Αυτό, στην πρωτεύουσα των Svalbard σημαίνει ότι βρίσκονται στο μέσο της μίας μεγάλης μέρας, που ξεκίνησε με την ανατολή του ηλίου στις 02:05 της 17 Απριλίου 2017, και θα λήξει με τη δύση του στις 00:19 στις 25 Αυγούστου.
Φυσικά, σε όλο τον κόσμο υπάρχει το φαινόμενο του twilight (λυκόφως/λυκαυγές στα Ελληνικά), λόγω της διάθλασης του φωτός στην ατμόσφαιρα, το οποίο επιτρέπει να υπάρχει έστω και λίγο φως όσο ο ήλιος είναι λίγο κάτω από τον ορίζοντα. Στην Ελλάδα, αυτό μας δίνει λίγα επιπλέον λεπτά ημέρας μόνο, που συνεχίζουμε να έχουμε φως μετά το ηλιοβασίλεμα. Στα υψηλά γεωγραφικά πλάτη, όμως, που ο ήλιος έτσι κι αλλιώς κινείται πιο κοντά στα επίπεδα του ορίζοντα, το φαινόμενο είναι πιο έντονο. Έτσι, αν υπολογίσουμε και το twilight ως μέρα, η αρκτική μέρα ξεκίνησε στις 02:08 στις 3 Απριλίου 2017 και το πρώτο πλήρες σκοτάδι θα πέσει στις 23:52 στις 8 Σεπτεμβρίου.
Αντίστοιχα, η μεγάλη αρκτική νύκτα ξεκινάει στις 13:01 στις 26 Οκτωβρίου (ως προς τον ορίζοντα) ή στις 11:30 της 11/11 αν υπολογίσουμε και το twilight, ενώ τελειώνει στις 10:42 στις 15 Φεβρουαρίου (ως προς τον ορίζοντα) ή στις 10:23 στις 30 Ιανουαρίου (αν υπολογίσουμε και το twilight). Κατά τη διάρκεια της μεγάλης αρκτικής μέρας, ο ήλιος δε δύει ποτέ: Ακολουθεί μια κυκλική – ή μάλλον ελλειπτική - πορεία σε όλο τον ουρανό, χωρείς ποτέ να ανεβαίνει ιδιαίτερα ψηλά. Έτσι, το πρωί είναι στα ανατολικά, το μεσημέρι είναι κάπως πιο ψηλά στο νότο, το απόγευμα στα δυτικά, και το βράδυ χαμηλά στο Βορρά.
Σας μπέρδεψα; Κρατήστε ότι για τρεισήμισι και κάτι μήνες σερί κάθε χρόνο, ο ήλιος δεν εμφανίζεται καθόλου, ενώ για δυόμιση μήνες σερί δεν υπάρχει καθόλου φυσικό φως (το υπόλοιπο διάστημα υπάρχει μόνο λυκόφως για λίγες ώρες ή λίγα λεπτά κάθε μέρα). Αντίστοιχα, για τρεισήμισι μήνες και βάλε σερί ο ήλιος είναι ορατός (ή θα ήταν, αν δεν υπήρχαν σύννεφα), ενώ για πάνω από πέντε μήνες σερί υπάρχει συνεχώς φως.
Στους περισσότερους χάρτες της Νορβηγίας, τα νησιά είτε απουσιάζουν, είτε απεικονίζονται ως προσάρτημα, στην άκρη του χάρτη που τους βγαίνει βολικά να είναι κάπου μέσα στη βόρεια Θάλασσα, γιατί αλλιώς ο χάρτης θα είχε ένα τεράστιο κενό στη μέση. Έτσι, οι περισσότεροι νομίζουν ότι είναι κάπου κοντά, άντε και λίγο πιο βόρεια από την ηπειρωτική Νορβηγία:
Όμως δεν είναι έτσι. Η απόσταση από το Όσλο ως εδώ είναι λίγο μεγαλύτερη από την απόσταση Ρώμη – Όσλο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά απομονωμένο μέρος, με εξαιρετικά ακραίες συνθήκες.
Η ιστορία των νησιών είναι επίσης ενδιαφέρουσα, αν και μικρή. Επισήμως, ανακαλύφθηκαν από το Ολλανδό θαλασσοπόρο Barentsz to 1596. Αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι δεν υπήρχε εδώ κανείς πριν από αυτό. Οι κλιματολογικές συνθήκες μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων, ως και πριν από 200-300 χρόνια ήταν πολύ καλύτερες και ομαλότερες από αυτές που επικρατούν τώρα, πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν πιο εύκολο σε αρχαίους πολιτισμούς να έχουν επισκεφθεί τα νησιά. Δεν υπάρχουν ευρήματα για πολιτισμούς της λίθινης εποχής, όπως στην υπόλοιπη Σκανδιναβία, αλλά και να υπήρχαν, θα είχαν καταστραφεί από τις κλιματολογικές συνθήκες. Υπάρχει επίσης μια αναφορά από τους Vikings, στα Ισλανδικά χρονικά του 1194 και σε μερικά μεταγενέστερα, για την ανακάλυψη του Sval bald, μόνο που στη γλώσσα τους αυτό σημαίνει «κρύος κόλπος», και δεδομένης της περιοχής του πλανήτη στην οποία δραστηριοποιούνταν, αυτό θα μπορούσε να είναι πρακτικά οπουδήποτε. Οι Ρώσσοι πάλι, ισχυρίζονται ότι τα νησιά τα ανακάλυψαν πρώτοι κάτι Πομόροι θαλασσοπόροι από τη Λευκή Θάλασσα. Μολονότι κανείς δε μπορεί να αποδείξει ούτε την αλήθεια ούτε το ψέμα σε όλους τους παραπάνω ισχυρισμούς, η μόνη τους πρακτική χρησιμότητα στην ιστορία ήταν η χρήση τους για ενδυνάμωση των εθνικιστικών φωνών, και στις δυο χώρες. Μάλιστα, οι νορβηγοί το πήγαν ένα βήμα παραπάνω, μετονομάζοντας το αρχιπέλαγος σε Svalbard, από Spitsbergen που λεγόταν πιο πριν.
Μέχρι και τον 19ο αιώνα, λίγα συνέβαιναν εδώ, και κανένα έθνος δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τσακωθεί με κάποιο άλλο για κυριότητα στα νησιά. Εδώ υπήρχαν μόνο φαλαινοθήρες και κυνηγοί (παγιδευτές), με γενικώς νομαδική ζωή, κάπως σαν τους ινδιάνους της άγριας δύσης (με τη διαφορά φυσικά ότι δεν ήταν γηγενείς). Η δραστηριότητα τους είχε τη μέγιστη ακμή της στο 17ο αιώνα. Ως προς τη φαλαινοθηρία, πρώτοι κατέφθασαν εδώ οι Βάσκοι, που είχαν εμπειρία με τις μεγάλες φάλαινες, και ακολούθησαν Ολλανδοί, Γάλλοι, Δανοί, Γερμανοί και άλλοι, με τους Άγγλους να εστιάζουν στη μαζική εξόντωση των μικρότερων ειδών. Οι περισσότεροι σημερινοί οικισμοί στα νησιά ήταν κάποτε καταυλισμοί φαλαινοθήρων. Οι φήμες λένε ότι ένας από τους καταυλισμούς των Ολλανδών ιδρύθηκε το 1619 και είχε φτάσει τους 10.000 κατοίκους. Μάλιστα, είχε εκκλησία, μπαρ κι ένα μπορδέλλο. Εγκαταλείφθηκε όμως ήδη από το 17ο αιώνα, όταν η επεξεργασία των φαλαινών σταμάτησε να γίνεται στο έδαφος και γινόταν πλέον πάνω στα πλοία. Παρότι σήμερα η φαλαινοθηρία είναι ελεγχόμενη (και σε όλη τη Νορβηγία έχει απομείνει ένα μόνο φαλαινοθηρικό σε λειτουργία, που επιτρέπεται να ψαρεύει μόνο τις μικρές φάλαινες που δεν είναι υπό απειλή), οι πληθυσμοί των μεγάλων φαλαινών δεν έχουν επανέλθει ακόμα στα επίπεδα του 17ου αιώνα. Ένα καλό που έκαναν όμως οι φαλαινοθήρες, είναι ότι με το συνεχές κυνήγι τους χαρτογράφησαν με εκπληκτική ακρίβεια τα νερά των γύρω θαλασσών.
Όταν πλέον η παράκτια φαλαινοθηρία τελείωσε, τη θέση των φαλαιθήρων στα νησιά πήραν οι παγιδευτές κυνηγοί, οι οποίοι ξεχειμώνιαζαν εδώ, στήνοντας παγίδες σε διάφορα ζώα, για τις γούνες τους. Τα θηράματα ήταν κατά βάση πολικές αρκούδες και αλεπούδες των πάγων, αλλά και φώκιες και θαλάσσιοι ελέφαντες. Ξεχειμώνιαζαν σε μοναχικές καμπίνες, σε μικρή απόσταση από τους καταυλισμούς τους, καθώς αυτό απαιτούσε το είδος του κυνηγιού που έκαναν. Αρχικά ήταν μόνο Ρώσοι (αποστολές Πομόρικων μοναστηριών από τη Λευκή θάλασσα, με κυνηγούς από τη Σιβηρία), ώσπου αποχώρησαν τη δεκαετία του 1820. Στη συνέχεια ακολούθησαν και οι Νορβηγοί, αν και μέχρι το 1892 δεν επιχειρούσαν να ξεχειμωνιάσουν εδώ. Η παράδοση του κυνηγιού με παγίδες συνεχίζεται και στις μέρες μας (απομένουν 2 κυνηγοί), αλλά η απαγόρευση του κυνηγιού πολικών αρκούδων από το 1970 έχει κάνει την απασχόληση αυτή μη προσοδοφόρα - οι δυο κυνηγοί σήμερα το κάνουν για χόμπι.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, η ιστορία των νησιών πήρε άλλη τροπή. Η βιομηχανική επανάσταση είχε έρθει, οι ατμοκινητήρες κέρδιζαν συνεχώς έδαφος, ο κόσμος χρειαζόταν άνθρακα ως καύσιμο, κι εδώ υπήρχαν μεγάλα αποθέματα. Και έτσι, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι κυβερνήσεις άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για να αποκτήσουν κυριότητα γης στα νησιά. Στην αρχή, εφαρμοζόταν το explorer’s right. Όποιος είχε εξερευνήσει μια περιοχή, είχε και την ιδιοκτησία της, και ανακοίνωνε την κτήση του με μια ταμπέλα ("διεκδίκηση"/"claim"). Ο πρώτος που θα έβαζε ταμπέλα φυσικά την έπαιρνε, αλλά έπρεπε και να τη συντηρεί, ανανεώνοντας την ταμπέλα κάθε χρόνο. Νόμοι δεν υπήρχαν – άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι, ενώ οι φυσικοί πόροι θεωρούνταν πρακτικά ανεξάντλητοι. Οι ταμπέλες βέβαια ως σύστημα δεν αποτύπωναν και πολύ αποτελεσματικά τα όρια των εκτάσεων, και οι πρώτες κόντρες μεταξύ διεκδικητών της ίδιας γης ξεκίνησαν. Το σύνολο των διεκδικήσεων έφτανε σε πολύ παραπάνω από το 100% της συνολικής έκτασης των νησιών. Στην αρχή αναλάμβαναν οι διπλωμάτες των χωρών των διεκδικητών να λύσουν τις διαφορές, αλλά σύντομα ήταν ξεκάθαρη η ανάγκη για νομικό πλαίσιο στα νησιά που να μπορεί να επιλύει τις διαφορές. Στην αρχή, καμία χώρα δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος της διοίκησης των νησιών, ώσπου φτάσαμε στη συνθήκη του 1920.
Εν τω μεταξύ, τα πρώτα ορυχεία άνοιξαν. Οι κάτοχοι γης έκαναν όλοι σχεδόν προσπάθειες για εκμετάλλευση των περιοχών που είχαν διεκδικήσει, αλλά δεν ήταν όλες επιτυχείς – είτε επειδή δεν υπήρχε άνθρακας ή άλλο μετάλλευμα, είτε επειδή ο ιδιοκτήτης δεν είχε τα μέσα για να φέρει αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν μια Αγγλική εταιρία με όνομα NEC, η οποία είχε φτάσει να είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στα νησιά, η οποία κατέληξε να χρεωκοπήσει το 1932 χωρίς να έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί καμία από τις εκτάσεις της, ουτε καν μία στην οποία είχε δώσει το μεγαλεπήβολο όνομα "Νέο Λονδίνο". Η Νορβηγική κυβέρνηση αγόρασε στο τέλος την περιουσία της για ένα κομμάτι ψωμί, και την ίδια πολιτική αγορών γης εφάρμοσε και με άλλες εκτάσεις που ανήκαν σε ξένους, με αποτέλεσμα σήμερα να κατέχει, είτε άμεσα είτε μέσω των κρατικών εταιριών των ορυχείων, τη μερίδα του λέοντος των εδαφών στα νησιά. Υπήρχε και πρόπερσι μια τέτοια διαμάχη, με τη Νορβηγική κυβέρνηση και ένα Κινέζο μεγιστάνα να διεκδικούν να αγοράσουν την τελευταία έκταση που ανήκε ακόμα σε Νορβηγό ιδιώτη, κοντά στο Longyearbyen. Στο τέλος κέρδισαν οι Νορβηγοί…
Η γεωγραφία κοντά στους πόλους, συναντάει όλες σχεδόν τις εξαιρέσεις που μαθαίναμε στο σχολείο. Οι πυξίδες, για παράδειγμα, τρελαίνονται (γιατί μετράνε την προβολή του μαγνητικού πεδίου της γης στο επίπεδο, η οποία σε ακραία γεωγραφικά πλάτη είναι ασθενής). Και η μέρα εδώ… διαρκεί πολύ. Ακόμα πιο κοντά στον πόλο, φτάνουμε να έχουμε 6 μήνες μέρα και 6 μήνες νύκτα. Εδώ, τα πράγματα είναι λίγο πιο νορμάλ. Η μέρα διαρκεί 4 μήνες, η νύκτα άλλους τόσους, και στους υπόλοιπους μήνες υπάρχει εναλλαγή. Όταν πήγαμε εμείς ήταν δυο μόλις μέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο, που για την Ελλάδα σημαίνει τη μέγιστη διάρκεια ημέρας για όλο το χρόνο. Αυτό, στην πρωτεύουσα των Svalbard σημαίνει ότι βρίσκονται στο μέσο της μίας μεγάλης μέρας, που ξεκίνησε με την ανατολή του ηλίου στις 02:05 της 17 Απριλίου 2017, και θα λήξει με τη δύση του στις 00:19 στις 25 Αυγούστου.
Φυσικά, σε όλο τον κόσμο υπάρχει το φαινόμενο του twilight (λυκόφως/λυκαυγές στα Ελληνικά), λόγω της διάθλασης του φωτός στην ατμόσφαιρα, το οποίο επιτρέπει να υπάρχει έστω και λίγο φως όσο ο ήλιος είναι λίγο κάτω από τον ορίζοντα. Στην Ελλάδα, αυτό μας δίνει λίγα επιπλέον λεπτά ημέρας μόνο, που συνεχίζουμε να έχουμε φως μετά το ηλιοβασίλεμα. Στα υψηλά γεωγραφικά πλάτη, όμως, που ο ήλιος έτσι κι αλλιώς κινείται πιο κοντά στα επίπεδα του ορίζοντα, το φαινόμενο είναι πιο έντονο. Έτσι, αν υπολογίσουμε και το twilight ως μέρα, η αρκτική μέρα ξεκίνησε στις 02:08 στις 3 Απριλίου 2017 και το πρώτο πλήρες σκοτάδι θα πέσει στις 23:52 στις 8 Σεπτεμβρίου.
Αντίστοιχα, η μεγάλη αρκτική νύκτα ξεκινάει στις 13:01 στις 26 Οκτωβρίου (ως προς τον ορίζοντα) ή στις 11:30 της 11/11 αν υπολογίσουμε και το twilight, ενώ τελειώνει στις 10:42 στις 15 Φεβρουαρίου (ως προς τον ορίζοντα) ή στις 10:23 στις 30 Ιανουαρίου (αν υπολογίσουμε και το twilight). Κατά τη διάρκεια της μεγάλης αρκτικής μέρας, ο ήλιος δε δύει ποτέ: Ακολουθεί μια κυκλική – ή μάλλον ελλειπτική - πορεία σε όλο τον ουρανό, χωρείς ποτέ να ανεβαίνει ιδιαίτερα ψηλά. Έτσι, το πρωί είναι στα ανατολικά, το μεσημέρι είναι κάπως πιο ψηλά στο νότο, το απόγευμα στα δυτικά, και το βράδυ χαμηλά στο Βορρά.
Σας μπέρδεψα; Κρατήστε ότι για τρεισήμισι και κάτι μήνες σερί κάθε χρόνο, ο ήλιος δεν εμφανίζεται καθόλου, ενώ για δυόμιση μήνες σερί δεν υπάρχει καθόλου φυσικό φως (το υπόλοιπο διάστημα υπάρχει μόνο λυκόφως για λίγες ώρες ή λίγα λεπτά κάθε μέρα). Αντίστοιχα, για τρεισήμισι μήνες και βάλε σερί ο ήλιος είναι ορατός (ή θα ήταν, αν δεν υπήρχαν σύννεφα), ενώ για πάνω από πέντε μήνες σερί υπάρχει συνεχώς φως.
Στους περισσότερους χάρτες της Νορβηγίας, τα νησιά είτε απουσιάζουν, είτε απεικονίζονται ως προσάρτημα, στην άκρη του χάρτη που τους βγαίνει βολικά να είναι κάπου μέσα στη βόρεια Θάλασσα, γιατί αλλιώς ο χάρτης θα είχε ένα τεράστιο κενό στη μέση. Έτσι, οι περισσότεροι νομίζουν ότι είναι κάπου κοντά, άντε και λίγο πιο βόρεια από την ηπειρωτική Νορβηγία:
Όμως δεν είναι έτσι. Η απόσταση από το Όσλο ως εδώ είναι λίγο μεγαλύτερη από την απόσταση Ρώμη – Όσλο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά απομονωμένο μέρος, με εξαιρετικά ακραίες συνθήκες.
Η ιστορία των νησιών είναι επίσης ενδιαφέρουσα, αν και μικρή. Επισήμως, ανακαλύφθηκαν από το Ολλανδό θαλασσοπόρο Barentsz to 1596. Αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι δεν υπήρχε εδώ κανείς πριν από αυτό. Οι κλιματολογικές συνθήκες μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων, ως και πριν από 200-300 χρόνια ήταν πολύ καλύτερες και ομαλότερες από αυτές που επικρατούν τώρα, πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν πιο εύκολο σε αρχαίους πολιτισμούς να έχουν επισκεφθεί τα νησιά. Δεν υπάρχουν ευρήματα για πολιτισμούς της λίθινης εποχής, όπως στην υπόλοιπη Σκανδιναβία, αλλά και να υπήρχαν, θα είχαν καταστραφεί από τις κλιματολογικές συνθήκες. Υπάρχει επίσης μια αναφορά από τους Vikings, στα Ισλανδικά χρονικά του 1194 και σε μερικά μεταγενέστερα, για την ανακάλυψη του Sval bald, μόνο που στη γλώσσα τους αυτό σημαίνει «κρύος κόλπος», και δεδομένης της περιοχής του πλανήτη στην οποία δραστηριοποιούνταν, αυτό θα μπορούσε να είναι πρακτικά οπουδήποτε. Οι Ρώσσοι πάλι, ισχυρίζονται ότι τα νησιά τα ανακάλυψαν πρώτοι κάτι Πομόροι θαλασσοπόροι από τη Λευκή Θάλασσα. Μολονότι κανείς δε μπορεί να αποδείξει ούτε την αλήθεια ούτε το ψέμα σε όλους τους παραπάνω ισχυρισμούς, η μόνη τους πρακτική χρησιμότητα στην ιστορία ήταν η χρήση τους για ενδυνάμωση των εθνικιστικών φωνών, και στις δυο χώρες. Μάλιστα, οι νορβηγοί το πήγαν ένα βήμα παραπάνω, μετονομάζοντας το αρχιπέλαγος σε Svalbard, από Spitsbergen που λεγόταν πιο πριν.
Μέχρι και τον 19ο αιώνα, λίγα συνέβαιναν εδώ, και κανένα έθνος δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τσακωθεί με κάποιο άλλο για κυριότητα στα νησιά. Εδώ υπήρχαν μόνο φαλαινοθήρες και κυνηγοί (παγιδευτές), με γενικώς νομαδική ζωή, κάπως σαν τους ινδιάνους της άγριας δύσης (με τη διαφορά φυσικά ότι δεν ήταν γηγενείς). Η δραστηριότητα τους είχε τη μέγιστη ακμή της στο 17ο αιώνα. Ως προς τη φαλαινοθηρία, πρώτοι κατέφθασαν εδώ οι Βάσκοι, που είχαν εμπειρία με τις μεγάλες φάλαινες, και ακολούθησαν Ολλανδοί, Γάλλοι, Δανοί, Γερμανοί και άλλοι, με τους Άγγλους να εστιάζουν στη μαζική εξόντωση των μικρότερων ειδών. Οι περισσότεροι σημερινοί οικισμοί στα νησιά ήταν κάποτε καταυλισμοί φαλαινοθήρων. Οι φήμες λένε ότι ένας από τους καταυλισμούς των Ολλανδών ιδρύθηκε το 1619 και είχε φτάσει τους 10.000 κατοίκους. Μάλιστα, είχε εκκλησία, μπαρ κι ένα μπορδέλλο. Εγκαταλείφθηκε όμως ήδη από το 17ο αιώνα, όταν η επεξεργασία των φαλαινών σταμάτησε να γίνεται στο έδαφος και γινόταν πλέον πάνω στα πλοία. Παρότι σήμερα η φαλαινοθηρία είναι ελεγχόμενη (και σε όλη τη Νορβηγία έχει απομείνει ένα μόνο φαλαινοθηρικό σε λειτουργία, που επιτρέπεται να ψαρεύει μόνο τις μικρές φάλαινες που δεν είναι υπό απειλή), οι πληθυσμοί των μεγάλων φαλαινών δεν έχουν επανέλθει ακόμα στα επίπεδα του 17ου αιώνα. Ένα καλό που έκαναν όμως οι φαλαινοθήρες, είναι ότι με το συνεχές κυνήγι τους χαρτογράφησαν με εκπληκτική ακρίβεια τα νερά των γύρω θαλασσών.
Όταν πλέον η παράκτια φαλαινοθηρία τελείωσε, τη θέση των φαλαιθήρων στα νησιά πήραν οι παγιδευτές κυνηγοί, οι οποίοι ξεχειμώνιαζαν εδώ, στήνοντας παγίδες σε διάφορα ζώα, για τις γούνες τους. Τα θηράματα ήταν κατά βάση πολικές αρκούδες και αλεπούδες των πάγων, αλλά και φώκιες και θαλάσσιοι ελέφαντες. Ξεχειμώνιαζαν σε μοναχικές καμπίνες, σε μικρή απόσταση από τους καταυλισμούς τους, καθώς αυτό απαιτούσε το είδος του κυνηγιού που έκαναν. Αρχικά ήταν μόνο Ρώσοι (αποστολές Πομόρικων μοναστηριών από τη Λευκή θάλασσα, με κυνηγούς από τη Σιβηρία), ώσπου αποχώρησαν τη δεκαετία του 1820. Στη συνέχεια ακολούθησαν και οι Νορβηγοί, αν και μέχρι το 1892 δεν επιχειρούσαν να ξεχειμωνιάσουν εδώ. Η παράδοση του κυνηγιού με παγίδες συνεχίζεται και στις μέρες μας (απομένουν 2 κυνηγοί), αλλά η απαγόρευση του κυνηγιού πολικών αρκούδων από το 1970 έχει κάνει την απασχόληση αυτή μη προσοδοφόρα - οι δυο κυνηγοί σήμερα το κάνουν για χόμπι.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, η ιστορία των νησιών πήρε άλλη τροπή. Η βιομηχανική επανάσταση είχε έρθει, οι ατμοκινητήρες κέρδιζαν συνεχώς έδαφος, ο κόσμος χρειαζόταν άνθρακα ως καύσιμο, κι εδώ υπήρχαν μεγάλα αποθέματα. Και έτσι, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι κυβερνήσεις άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για να αποκτήσουν κυριότητα γης στα νησιά. Στην αρχή, εφαρμοζόταν το explorer’s right. Όποιος είχε εξερευνήσει μια περιοχή, είχε και την ιδιοκτησία της, και ανακοίνωνε την κτήση του με μια ταμπέλα ("διεκδίκηση"/"claim"). Ο πρώτος που θα έβαζε ταμπέλα φυσικά την έπαιρνε, αλλά έπρεπε και να τη συντηρεί, ανανεώνοντας την ταμπέλα κάθε χρόνο. Νόμοι δεν υπήρχαν – άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι, ενώ οι φυσικοί πόροι θεωρούνταν πρακτικά ανεξάντλητοι. Οι ταμπέλες βέβαια ως σύστημα δεν αποτύπωναν και πολύ αποτελεσματικά τα όρια των εκτάσεων, και οι πρώτες κόντρες μεταξύ διεκδικητών της ίδιας γης ξεκίνησαν. Το σύνολο των διεκδικήσεων έφτανε σε πολύ παραπάνω από το 100% της συνολικής έκτασης των νησιών. Στην αρχή αναλάμβαναν οι διπλωμάτες των χωρών των διεκδικητών να λύσουν τις διαφορές, αλλά σύντομα ήταν ξεκάθαρη η ανάγκη για νομικό πλαίσιο στα νησιά που να μπορεί να επιλύει τις διαφορές. Στην αρχή, καμία χώρα δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος της διοίκησης των νησιών, ώσπου φτάσαμε στη συνθήκη του 1920.
Εν τω μεταξύ, τα πρώτα ορυχεία άνοιξαν. Οι κάτοχοι γης έκαναν όλοι σχεδόν προσπάθειες για εκμετάλλευση των περιοχών που είχαν διεκδικήσει, αλλά δεν ήταν όλες επιτυχείς – είτε επειδή δεν υπήρχε άνθρακας ή άλλο μετάλλευμα, είτε επειδή ο ιδιοκτήτης δεν είχε τα μέσα για να φέρει αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν μια Αγγλική εταιρία με όνομα NEC, η οποία είχε φτάσει να είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στα νησιά, η οποία κατέληξε να χρεωκοπήσει το 1932 χωρίς να έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί καμία από τις εκτάσεις της, ουτε καν μία στην οποία είχε δώσει το μεγαλεπήβολο όνομα "Νέο Λονδίνο". Η Νορβηγική κυβέρνηση αγόρασε στο τέλος την περιουσία της για ένα κομμάτι ψωμί, και την ίδια πολιτική αγορών γης εφάρμοσε και με άλλες εκτάσεις που ανήκαν σε ξένους, με αποτέλεσμα σήμερα να κατέχει, είτε άμεσα είτε μέσω των κρατικών εταιριών των ορυχείων, τη μερίδα του λέοντος των εδαφών στα νησιά. Υπήρχε και πρόπερσι μια τέτοια διαμάχη, με τη Νορβηγική κυβέρνηση και ένα Κινέζο μεγιστάνα να διεκδικούν να αγοράσουν την τελευταία έκταση που ανήκε ακόμα σε Νορβηγό ιδιώτη, κοντά στο Longyearbyen. Στο τέλος κέρδισαν οι Νορβηγοί…
Last edited: