StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 365
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Στο δρόμο προς το Τικάλ
Τα είδαμε από μακριά και το μάτι μας κόλλησε εκεί. Ανέμιζαν στον άνεμο, σε χίλια δυο χρώματα. Μπλε του ουρανού, ροζ έντονο κυλοτί, κατακκόκινο της φωτιάς, κίτρινο του μίσους. Ήταν κάτι ανάμεσα σε δίχτυ, μπορεί και σε τούλι, ίσως και σαν τρύπιες οργάτζες. Δεμένα τούτα τα πολύχρωμα υφάσματα, πάνω σε πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος, τριγύριζαν μονώροφα και διώροφα κτίσματα, που ήταν βαμμένα σε ακόμα πιο έντονα χρώματα
Οι συνοδοί είδαν την απορία μας και γελάσανε. «Νεκροταφείο είναι» μας είπαν και γουρλώσαμε τα μάτια, μην πιστεύοντας το θέαμα. Το βανάκι σταμάτησε, μπήκε στα χωράφια, πέρασε μέσα από τον χορταρένιο οικισμό και άραξε στο ύψωμα δίπλα από το νεκροταφείο. Πίσω μας τρέχαν τα παιδιά και οι μεγάλοι βγήκαν στις πόρτες και παρατηρούσαν τους τρελούς που πήγαιναν στο νεκροταφείο τους. Τα χρώματα των τάφων είχαν να κάνουν με την ψυχοσύνθεση του μακαρίτη. Ο ήρεμος και ήσυχος ανθρωπάκος, είχε έναν τάφο άσπρο, ή έστω ροζέ. Ο ατίθασος, κόκκινο, η τσαπερδώνα, ροζ, ο ζηλιάρης, κίτρινο, και πάει λέγοντας. Ανάλογα με το μέγεθος της κοινωνικής και οικονομικής στάθμης του αναχωρήσαντος, η υστάτη κατοικία ήταν μεγάλη ή μικρή, ισόπεδη, ή με ανώγι και κατώγι. ΄Ολες όμως είχαν περιζωθεί με πολύχρωμα υφάσματα, που τα ‘παιρνε ο αγέρας και τα ανάδευε, όπως πετάει η ψυχή και χορεύει γύρω από την κατοικία του σώματός της. Την ημέρα των νεκρών έρχονται οι συγγενείς στα νεκροταφεία και περνούν ώρες και ώρες, φέρνουν λουλούδια και φαγητά, κάνουν πικ νικ και γιορτάζουν την ημέρα όλοι μαζί. Ζωντανοί και χαιρετισμένοι.
Σταυροκοπηθήκαμε, μην σώσει κι αφήσουμε το κοκκαλάκι μας σε τούτα δω τα μέρη, γιατί ποιος να βρεθεί να τηρήσει τα έθιμα για μας, και συνεχίσαμε το δρόμο για τη Λίμνη Πετέν Ιντζά και το νησάκι Φλόρες.
Μπήκαμε στη Σάντα Ελένα και ζαρώσαμε στις θέσεις μας. Βρώμικη πόλη, με περίεργους ανθρώπους, πολλά μαγαζιά, ακόμα πιο πολλά φαναρτζίδικα και όλα με ασφαλίτες. Οι Γουατεμαλτέκοι είναι σχετικά μικρόσωμοι άνθρωποι, αλλά τα όπλα που προτιμούν είναι τεράστια, σαν οπλοπολυβόλα. Ζωσμένοι οι τύποι με τα πυροβόλα, έκοβαν βόλτες έξω από τα μαγαζιά που φύλαγαν, έχοντας ύφος ανάλογο της «σοβαρότητας» του υψηλού τους έργου.
Περάσαμε τους δρόμους τρέχοντας σαν τρελοί. Φτάσαμε στη λίμνη Πετέν Ιντζά. Απέναντί μας το νησάκι Φλόρες και πάνω του η ομώνυμη πόλη φάνταζε ονειρική, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα. Διασχίσαμε το στενό δρόμο του μισού χιλιομέτρου, που ενώνει τη γη με το νησί και μεταφερθήκαμε στον καιρό της αποικιοκρατίας. Πλακόστρωτοι οι δρόμοι, μικρά τα σπίτια, γεμάτα φως, σε αποχρώσεις της ώχρας, του μπλε του ουρανού, του κεραμιδί και του πράσινου. Όλα σε πολύ έντονα χρώματα. Γύρω από τη λίμνη τα εστιατόρια περιμένουν τους τουρίστες. Εκτός από μας, ζήτημα αν ήταν στο νησί, καμιά 10αριά ακόμα. Κάποιος από τους φίλους ήθελε να δοκιμάσει αρμαντίγιο. Το αρμαντίγιο είναι ένα τεράστιο τρωκτικό, με σκληρή πανοπλία, που την πουλάνε ως είδος τουριστικού αξιοθέατου. Είπα να πάρω μία, αλλά μετά το Κέρατο της Χιλής, το ξέχασα στο λεπτό. Το να φας αρμαντίγιο, δεν είναι και εύκολο πράγμα. Πρέπει να το έχεις παραγγείλει από το προηγούμενο βράδυ, άντε και την ίδια ημέρ, πρωί πρωί. Βγήκε στις ρούγες ο ντόπιος συνοδός και έφερε τα καλά νέα. Βρέθηκε μαγειρεμένο τρωκτικό σε μέρος που ήταν πολύ ονομαστό. Ο φίλος έφαγε βασιλικά, καθήμενος στο ίδιο τραπέζι που είχε θρονιαστεί ο Μελ Γκίπσον. Γύρισε ευτυχισμένος που δοκίμασε τον μεζέ που ονειρευόταν από την Αθήνα, και έτσι μάθαμε κι εμείς οι αδαείς, τι γεύση είχε το αρμαντίγιο. Γεύση κοτόπουλου.
Το Φλόρες είναι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Στο ύψωμα του λόφου, στέκεται η Πλάθα Μαγιόρ, το Δημαρχείο και η εκκλησία. Σε αυτό το ίδιο ύψωμα, υπήρχε μια μεγάλη και ακμάζουσα πόλη, η Τάγκελσαλ, την οποία οικοδόμησαν οι Μάγιας, μετακομίζοντας από το Τσιτσέν Ιντζά. Ο Κορτέζ ήρθε το 1524, έφερε δώρα στους άρχοντες της πόλης και προχώρησε κατά την Ονδούρα. Δυστυχώς, το 1697, οι ισπανοί ήρθαν και κατέστρεψαν όλους τους ναούς των Μάγιας, για να χτίσουν την πόλη, που τώρα λέγεται Φλόρες. Η Φλόρες πήρε το όνομά της από τον Σιρίλο Φλόρες, έναν γιατρό που πρωτοστάτησε στις προσπάθειες για την ανεξαρτησία της Γουατεμάλας, στη δεκαετία του 1820. Το άγαλμά του, είναι κι αυτό στην πλατεία, μαζί με κομμάτια από την αρχαία πόλη των Μάγιας, που αρχίζει και αποκαλύπτεται μετά τις πρόσφατες ανασκαφές.
Το Τικάλ βρίσκεται κοντά από εδώ. Περίπου μία ώρα. Για να είμαστε πιο κοντά, μείναμε στο Camino Real Tikal, ένα ξενοδοχείο που από μόνο του είναι ένα αξιοθέατο. Μακριά από τον πολιτισμό, στην άλλη μεριά της λίμνης, ανάμεσα στα δέντρα της ζούγκλας και πλάι στον μοναδικό βιότοπο, κρύβεται αυτό το κατάλυμα, που ξετρελαίνει με τις γωνιές του. Κρεμαστοί κήποι, καραβάκι για βόλτα στη λίμνη, μπαρ, σε ότι επίπεδο ήθελες, με απίστευτη θέα στη λίμνη.
Αλείφτηκα με αντικουνουπικά και έμεινα μέχρι αργά, στο μπαρ με τα κεράκια, μόνη, παρέα με τους ήχους της ζούγκλας και μια πίνα κολάδα.
‘Εκλεισα τα μάτια και αναρωτήθηκα γιατί οι Μάγιας έφτιαχναν όλο και νέες πόλεις, όλο και πιο βαθειά στη ζούγκλα.
΄Ισως αύριο, το Τικάλ να δώσει κάποιες απαντήσεις.
Τα είδαμε από μακριά και το μάτι μας κόλλησε εκεί. Ανέμιζαν στον άνεμο, σε χίλια δυο χρώματα. Μπλε του ουρανού, ροζ έντονο κυλοτί, κατακκόκινο της φωτιάς, κίτρινο του μίσους. Ήταν κάτι ανάμεσα σε δίχτυ, μπορεί και σε τούλι, ίσως και σαν τρύπιες οργάτζες. Δεμένα τούτα τα πολύχρωμα υφάσματα, πάνω σε πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος, τριγύριζαν μονώροφα και διώροφα κτίσματα, που ήταν βαμμένα σε ακόμα πιο έντονα χρώματα
Οι συνοδοί είδαν την απορία μας και γελάσανε. «Νεκροταφείο είναι» μας είπαν και γουρλώσαμε τα μάτια, μην πιστεύοντας το θέαμα. Το βανάκι σταμάτησε, μπήκε στα χωράφια, πέρασε μέσα από τον χορταρένιο οικισμό και άραξε στο ύψωμα δίπλα από το νεκροταφείο. Πίσω μας τρέχαν τα παιδιά και οι μεγάλοι βγήκαν στις πόρτες και παρατηρούσαν τους τρελούς που πήγαιναν στο νεκροταφείο τους. Τα χρώματα των τάφων είχαν να κάνουν με την ψυχοσύνθεση του μακαρίτη. Ο ήρεμος και ήσυχος ανθρωπάκος, είχε έναν τάφο άσπρο, ή έστω ροζέ. Ο ατίθασος, κόκκινο, η τσαπερδώνα, ροζ, ο ζηλιάρης, κίτρινο, και πάει λέγοντας. Ανάλογα με το μέγεθος της κοινωνικής και οικονομικής στάθμης του αναχωρήσαντος, η υστάτη κατοικία ήταν μεγάλη ή μικρή, ισόπεδη, ή με ανώγι και κατώγι. ΄Ολες όμως είχαν περιζωθεί με πολύχρωμα υφάσματα, που τα ‘παιρνε ο αγέρας και τα ανάδευε, όπως πετάει η ψυχή και χορεύει γύρω από την κατοικία του σώματός της. Την ημέρα των νεκρών έρχονται οι συγγενείς στα νεκροταφεία και περνούν ώρες και ώρες, φέρνουν λουλούδια και φαγητά, κάνουν πικ νικ και γιορτάζουν την ημέρα όλοι μαζί. Ζωντανοί και χαιρετισμένοι.
Σταυροκοπηθήκαμε, μην σώσει κι αφήσουμε το κοκκαλάκι μας σε τούτα δω τα μέρη, γιατί ποιος να βρεθεί να τηρήσει τα έθιμα για μας, και συνεχίσαμε το δρόμο για τη Λίμνη Πετέν Ιντζά και το νησάκι Φλόρες.
Μπήκαμε στη Σάντα Ελένα και ζαρώσαμε στις θέσεις μας. Βρώμικη πόλη, με περίεργους ανθρώπους, πολλά μαγαζιά, ακόμα πιο πολλά φαναρτζίδικα και όλα με ασφαλίτες. Οι Γουατεμαλτέκοι είναι σχετικά μικρόσωμοι άνθρωποι, αλλά τα όπλα που προτιμούν είναι τεράστια, σαν οπλοπολυβόλα. Ζωσμένοι οι τύποι με τα πυροβόλα, έκοβαν βόλτες έξω από τα μαγαζιά που φύλαγαν, έχοντας ύφος ανάλογο της «σοβαρότητας» του υψηλού τους έργου.
Περάσαμε τους δρόμους τρέχοντας σαν τρελοί. Φτάσαμε στη λίμνη Πετέν Ιντζά. Απέναντί μας το νησάκι Φλόρες και πάνω του η ομώνυμη πόλη φάνταζε ονειρική, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα. Διασχίσαμε το στενό δρόμο του μισού χιλιομέτρου, που ενώνει τη γη με το νησί και μεταφερθήκαμε στον καιρό της αποικιοκρατίας. Πλακόστρωτοι οι δρόμοι, μικρά τα σπίτια, γεμάτα φως, σε αποχρώσεις της ώχρας, του μπλε του ουρανού, του κεραμιδί και του πράσινου. Όλα σε πολύ έντονα χρώματα. Γύρω από τη λίμνη τα εστιατόρια περιμένουν τους τουρίστες. Εκτός από μας, ζήτημα αν ήταν στο νησί, καμιά 10αριά ακόμα. Κάποιος από τους φίλους ήθελε να δοκιμάσει αρμαντίγιο. Το αρμαντίγιο είναι ένα τεράστιο τρωκτικό, με σκληρή πανοπλία, που την πουλάνε ως είδος τουριστικού αξιοθέατου. Είπα να πάρω μία, αλλά μετά το Κέρατο της Χιλής, το ξέχασα στο λεπτό. Το να φας αρμαντίγιο, δεν είναι και εύκολο πράγμα. Πρέπει να το έχεις παραγγείλει από το προηγούμενο βράδυ, άντε και την ίδια ημέρ, πρωί πρωί. Βγήκε στις ρούγες ο ντόπιος συνοδός και έφερε τα καλά νέα. Βρέθηκε μαγειρεμένο τρωκτικό σε μέρος που ήταν πολύ ονομαστό. Ο φίλος έφαγε βασιλικά, καθήμενος στο ίδιο τραπέζι που είχε θρονιαστεί ο Μελ Γκίπσον. Γύρισε ευτυχισμένος που δοκίμασε τον μεζέ που ονειρευόταν από την Αθήνα, και έτσι μάθαμε κι εμείς οι αδαείς, τι γεύση είχε το αρμαντίγιο. Γεύση κοτόπουλου.
Το Φλόρες είναι χτισμένο πάνω σε έναν λόφο. Στο ύψωμα του λόφου, στέκεται η Πλάθα Μαγιόρ, το Δημαρχείο και η εκκλησία. Σε αυτό το ίδιο ύψωμα, υπήρχε μια μεγάλη και ακμάζουσα πόλη, η Τάγκελσαλ, την οποία οικοδόμησαν οι Μάγιας, μετακομίζοντας από το Τσιτσέν Ιντζά. Ο Κορτέζ ήρθε το 1524, έφερε δώρα στους άρχοντες της πόλης και προχώρησε κατά την Ονδούρα. Δυστυχώς, το 1697, οι ισπανοί ήρθαν και κατέστρεψαν όλους τους ναούς των Μάγιας, για να χτίσουν την πόλη, που τώρα λέγεται Φλόρες. Η Φλόρες πήρε το όνομά της από τον Σιρίλο Φλόρες, έναν γιατρό που πρωτοστάτησε στις προσπάθειες για την ανεξαρτησία της Γουατεμάλας, στη δεκαετία του 1820. Το άγαλμά του, είναι κι αυτό στην πλατεία, μαζί με κομμάτια από την αρχαία πόλη των Μάγιας, που αρχίζει και αποκαλύπτεται μετά τις πρόσφατες ανασκαφές.
Το Τικάλ βρίσκεται κοντά από εδώ. Περίπου μία ώρα. Για να είμαστε πιο κοντά, μείναμε στο Camino Real Tikal, ένα ξενοδοχείο που από μόνο του είναι ένα αξιοθέατο. Μακριά από τον πολιτισμό, στην άλλη μεριά της λίμνης, ανάμεσα στα δέντρα της ζούγκλας και πλάι στον μοναδικό βιότοπο, κρύβεται αυτό το κατάλυμα, που ξετρελαίνει με τις γωνιές του. Κρεμαστοί κήποι, καραβάκι για βόλτα στη λίμνη, μπαρ, σε ότι επίπεδο ήθελες, με απίστευτη θέα στη λίμνη.
Αλείφτηκα με αντικουνουπικά και έμεινα μέχρι αργά, στο μπαρ με τα κεράκια, μόνη, παρέα με τους ήχους της ζούγκλας και μια πίνα κολάδα.
‘Εκλεισα τα μάτια και αναρωτήθηκα γιατί οι Μάγιας έφτιαχναν όλο και νέες πόλεις, όλο και πιο βαθειά στη ζούγκλα.
΄Ισως αύριο, το Τικάλ να δώσει κάποιες απαντήσεις.