StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 365
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Η είσοδος στη χώρα
Δεξιά μας το Μεξικό, αριστερά μας η Γουατεμάλα και εμείς όλο και ανεβαίναμε, με την μηχανή να βρυχάται απέναντι στο ρεύμα των νερών. Η φύση οργιάζει. Δέντρα, δάση, πράσινο, συνθέτουν την πυκνή ζούγκλα, που ακουμπά μέχρι τις όχθες. Ο θόρυβος διώχνει τα πουλιά, που στο πέρασμά τους, βάζουν απίστευτες πολυχρωμίες στον ορίζοντα. Αυτές που μας ξεκουφαίνουν, είναι οι τσατσανάκες, τα πασίγνωστα πουλιά αυτών των περιοχών, που δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους τα άτιμα. Τσατσανάκες λένε και τις γυναίκες που μιλάνε πολύ και… μην αναρωτιέστε, όχι, δεν υπάρχει αρσενικό της τσατσανάκας.
Η μηχανή κόβει ταχύτητα και πλησιάζει την αριστερή όχθη. Αφήνεται απαλά να συρθεί στο λασπωμένο χώμα και σταματά, χώνοντας τη μουσούδα της στο υπερυψωμένο χωμάτινο, υγρό ανάχωμα.
«Φτάσαμε» μας λένε και εμείς απορούμε «πού??» Κοιτάζουμε ολόγυρα και βλέπουμε μόνο νερό και ζούγκλα. Λίγο πιο κάτω κάποιες γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Αφήνουν το ξέβγαλμα και μας χαιρετούν χαμογελώντας. Δυο παιδιά κουτρουβαλούν στη χωμάτινη πλαγιά. Το ένα πηδά μέσα στη βάρκα και αρχίζει τον καβγά, με το άλλο, το μικρότερο που είχε μείνει έξω και το χει πιάσει ένα παράπονο, μα τι παράπονο …
‘Ετρεχαν για τις βαλίτσες και ο μικρός δεν πρόλαβε. Ο καβγάς γίνεται για τα λεφτά. ΄Οποιος κουβαλήσει , παίρνει το χρήμα, ζεστό και μετρητό. Πόσα? 6 πέσος…. Έξι, ναι ναι, σωστά ακούσατε, 6 πέσος είναι η αμοιβή.
Ένας από μας βγάζει και δίνει 100 πέσος στον μεγάλο. «Να τα μοιραστείτε» του κάνει νόημα. Δεν καταλαβαίνει. Κοιτάζει το χαρτονόμισμα, κοιτάζει εμάς, κοιτάζει τον βαρκάρη και νόημα δεν βγάζει. Το βάζει στο στόμα του και ψάχνει με τα δυο του χέρια, τις τσέπες του. Βγάζει κάτι ψηλά και τα μετράει. Δεν φτάνουν. Ξεχνάει τον καβγά και ρωτάει προφανώς τον μικρό αν έχει λεφτά. Ο μικρός κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, αλλά συνεχίζει το ψάξιμο. Ρωτάει τον βαρκάρη, κι εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Πηδάει από τη βάρκα και σαν κατσίκι σκαρφαλώνει στην όχθη. Επιστρέφει με την απελπισία ζωγραφισμένη στα μάτια του. Κρατάει σφιχτά το χαρτονόμισμα και δειλά, το δίνει πίσω.
«Νο, Νο, Νο!!!» φωνάζουμε όλοι και τελικά καταλαβαίνει πως είναι ολάκερο δικό του. «Τι έψαχνε?» ρωτάμε τον ισπανόφωνο ξεναγό. «Ρέστα» μας απαντά. «Ρέστα από το 100άρικο». ΄Επρεπε να δώσει ρέστα 94 πέσος και δεν είχε.
Ο μεγάλος κοιτάει με καμάρι το χαρτονόμισμα, το τεντώνει, το διπλώνει με προσοχή και βάζει στην τσέπη του, το ισότιμο με 20 ευρώ, 100άπεσο. Κορδώνεται, παίρνει ύφος εργοδότη και κάνει νόημα στον μικρό να σαλτάρει στη βάρκα. Δίνει εντολή στο … εργατικό προσωπικό, ποιες βαλίτσες να πάρει, φορτώνεται κι ο ίδιος τις μεγάλες αποσκευές και αρχίζουν την ανάβαση. Θα ταν δε θα ταν 13 ετών. Μου ήρθε να πω «άστο, δεν πειράζει», αλλά εκείνος, σαν αίλουρος είχε ήδη φτάσει στην κορφή.
Οι βαλίτσες ξεφορτώθηκαν και εργοδότης και εργαζόμενος ήρθαν να βοηθήσουν τους πλούσιους ευρωπαίους, να βγουν από τη βάρκα. Στα δεξιά μας ένας κροκόδειλος έβαλε τρυφερά τη μουρίτσα του πάνω στη λάσπη και μας κοίταζε. Πιάσαμε τα άγουρα χέρια και βγήκαμε στην όχθη.
Η είσοδος της χώρας της Γουατεμάλας, ήταν λασπωμένη και γλιστερή.
Σκαρφαλώσαμε παραπαίοντας στα υγρά χώματα, και φτάσαμε σε στέρεα εδάφη. Τρέχοντας ήρθε κουνάμενη συνάμενη, μια γεματούλα και χαμογελαστή γουατεμαλτέζα, ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά των μάγιας, από πάνω και κλαρωτό κολάν ψαράδικο από κάτω. Δεν παραλείπει να έχει μια πεντακάθαρη ποδιά, ζωσμένη στα τροφαντά της μέρη, σήμα κατατεθέν σε τούτα τα μέρη, ως αντιληφθήκαμε λίαν συντόμως. Και τα δυο… ποδιά και μέρη τροφαντά.
Χώνει τα χέρια κάτω από την ποδιά και βγάζει μάτσο τα κετσάλ, το τοπικό νόμισμα της Γουατεμάλας που πήρε το όνομά του από το υπέροχο, αλλά ακριβοθώρητο πολύχρωμο πουλί της γουατεμαλτέζικης ζούγκλας. Εκατό κετσάλ, ίσον 5.5 ευρώ.
Μόνο που η εκπρόσωπος του επισήμου ανταλλακτηρίου συναλλάγματος της χώρας, δεχόταν μόνο δολάρια ή πέσος. Είχε φτιάξει πακετάκια με κετσάλ και αράδιασε την ρευστότητα της τράπεζάς της, στον πλαγιαστό κορμό του διπλανού της δέντρου. Υπολόγιζε με απίστευτη ταχύτητα και αντάλλασσε, με ακόμη μεγαλύτερη γρηγοράδα. Ανταλλάξαμε τα πέσος και η χαρά της ήταν ανείπωτη, γιατί αυτή η πύλη της χώρας, ήταν και πύλη εξόδου προς το Μεξικό, οπότε «ήταν συμφερτικό» μας είπε στη γλώσσα των μάγιας και μας μετέφρασε ο ντόπιος ξεναγός.
Παιδόπουλα και κυρία, μας συνόδεψαν μέχρι το βανάκι, που στεκόταν στην ανηφόρα, πνιγμένο από τα δέντρα. Περπατήσαμε στον εθνικό δρόμο της Γουατεμάλας, προσέχοντας τις νερογλυφιές, τις λάσπες, τις ρίζες των δέντρων και τα πεσμένα κλαριά. Στην πόρτα στήθηκαν να μας χαιρετήσουν γελαστοί και χαρούμενοι, οι εκπρόσωποι του εμπορικού και τραπεζικού κόσμου της χώρας. Η τραπεζίτισα μας άνοιξε αγκαλιά μεγάλη, ο εργοδότης, στητός και ευθυτενής, μας έτεινε το χέρι και το εργατικό δυναμικό, από το ύψος των 10 ετών του, αντιμετώπισε ντροπαλά και στωικά τα χάδια μας στα μαύρα του μαλλάκια.
Μέχρι που χαθήκαμε στην κούρμπα του χωματόδρομου, στεκόντουσαν και μας κουνούσαν το χέρι. Ζεστοί άνθρωποι και τίμιοι… Ούτε ένα λάθος δεν έγινε στις ανταλλαγές νομισμάτων… Ούτε ένα.
Και οι επίσημες αρχές της χώρας, πού να ‘ναι, άραγε? Τριάντα χιλιόμετρα πιο πέρα, πληροφορούμαστε, καθώς τιναζόμασταν πάνω κάτω, πέρα δώθε στον ανώμαλο χωματόδρομο.
Το έδαφος επίπεδο, εύφορο, γεμάτο καλλιέργειες από ζαχαροκάλαμα. Τα σπίτια χτισμένα από φύλλα φοίνικα και μπανανιάς, στέκουν ετοιμόρροπα. Το ενδιαφέρον είναι πως οι ιδιοκτήτες των σπιτιών έχουν οριοθετήσει τον κήπο τους με φυτά, έχουν καθαρίσει το έδαφος γύρω από το σπίτι και έχουν φυτέψει υπέροχα λουλούδια. Αυτό δημιουργεί μια περίεργη εικόνα ενός φροντισμένου κήπου και μιας χόρτινης παράγκας, που, λες και είναι το αρχιτεκτονικό τους σχέδιο, γέρνουν κατά τη μια πλευρά. Για να περάσει η ώρα, μετρήσαμε τα γερμένα χορτόσπιτα. Οι αριστερόγερτοι, υπερψηφούσαν καταφανώς των δεξιόγερτων…. Δεν υπονοώ τίποτις.
Το βαν κόβει ταχύτητα, λες και είχε καμιά ιλιγγιώδη, δηλαδή, και σταματά αριστερά σε μια μικρή αλάνα. Δεξιά, ένα αίθριο χορτόσπιτο, με μια αιώρα και ένα μηχανάκι δίπλα από την αιώρα. Απάνω της κουνιέται άντρας τροφαντός. Πάει η αιώρα δεξιά, γυρίζει, ακουμπάει το πόδι ο τροφαντός στο μηχανάκι και δίνει φόρα στην αιώρα. Λικνίζεται σε μια αέναη κίνηση: Δεξιά, μηχανάκι, δεξιά και πάλι από την αρχή.
Πίσω από το αίθριο, χωράφια απέραντα με γελάδες να βόσκουν του καλού καιρού. Αριστερά δυο μεγάλες δορυφορικές αντένες και στο βάθος ένα κτίσμα με καμάρες , βαμμένες γαλάζιο του ουρανού. Delecacion de Migracion γράφει στην πρόσοψη με μεγάλα μαύρα κεφαλαία γράμματα, που ξεκινούν λίγο κάτω από την τσίγκινη στέγη.
Κατεβαίνουμε. Ο τροφαντός κατεβάζει το ένα πόδι από την αιώρα και κάτι φωνάζει. Πίσω από το Migracion εμφανίζεται ένας μουστάκιας, που σκουπίζει το στόμα του με την ανάποδη του χεριού του. Κάτι σαν να λέει του τύπου «τι θες» και ο τροφαντός μας δείχνει με το πόδι. Ο μουστάκιας μας κάνει νόημα να πλησιάσουμε σε ένα καγκελόφρακτο παράθυρο. Μπαίνει από την ορθάνοικτη πόρτα, αφήνοντάς την πάλι τέντα ανοικτή, και ανοίγει παραθυράκι στο καγκελόφρακτο. Γέρνουμε τα κεφάλια μας, σκύβουμε τα κορμιά μας, γιατί το άνοιγμα ήταν κομματάκι χαμηλό και δίνουμε τα διαβατήρια.
«Ένας ένας» μας λέει και παίρνει το πρώτο διαβατήριο. Φωνάζει τον τροφαντό, που εμφανίζεται, καθαρίζοντας ένα πορτοκάλι με τα δόντια του. Μπαίνει από την ορθάνοικτη πόρτα και πηγαίνει κάπου πίσω, σε μέρη σκοτεινά. Ο μουστάκιας, προώθησε το διαβατήριο του πρώτου στο βάθος. Σε 2-3 λεπτά το ξαναπήρε, το κοίταξε, το άνοιξε όπου έτυχε και πάτησε δυνατά μια σφραγίδα.
Παίρνει το διαβατήριο του δεύτερου, κάνει την ίδια διαδικασία, το ανοίγει και σηκώνει τη σφραγίδα, έτοιμος να την κατεβάσει με φόρα.
«Όχι εκεί» φωνάζει ο ιδιοκτήτης του διαβατηρίου. Του το παίρνει από το χέρι, το ανοίγει εκεί που ήθελε και του δείχνει το σημείο «Να εδώ θέλω τη σφραγίδα» του λέει στα ελληνικά «για να έχει μια… χρονική αλληλουχία το ταξίδι μου….!!!»
Ο μουστάκιας τον κοιτάζει, τον ματακοιτάζει, σηκώνεται, έρχεται έξω και με το ζόρι μας σπρώχνει μέσα στο δωμάτιο. Αφήνει τη σφραγίδα και τη μελανοταινία επάνω στο γραφείο και με νοήματα μας δείχνει να σφραγίσουμε όπου θέλουμε, μόνοι μας, τα διαβατήρια. Φεύγει και πάει κατά την αιώρα. Ξαπλώνει και αρχίζει το «δεξιά, μηχανάκι, δεξιά»…..
Ο τροφαντός εμφανίζεται από το βάθος, παίρνει όλα τα διαβατήρια και κάθεται πίσω από ένα υπερσύγχρονο κομπιούτερ, με υπέροχη μεγάλη LCD οθόνη. Τα δάκτυλά του τρέχουν βροχή πάνω στα πλήκτρα. Γράφει με το ένα χέρι, γιατί στο άλλο κρατάει το πορτοκάλι. Τρώει, σκουπίζεται, γράφει. Όλα με καταπληκτική ταχύτητα.
Μας πετάει τα διαβατήρια και εξαφανίζεται. Μένουμε μόνοι μας στο Migracion. Κοιτάμε έξω. Ο ένας κουνιέται, ο άλλος χαμένος. Σφραγίζουμε τα διαβατήρια και βγαίνουμε προς αναζήτηση, ξέρετε… «τσιγάρου και νερού»…
Βρίσκουμε το σύστημα, έξω, στο βάθος αριστερά. Η πόρτα ξεχαρβαλιασμένη, αλλά μέσα είναι κατακάθαρα και με κομφόρ…. Βγαίνοντας πιάνουμε νοηματική κουβέντα με έναν κοντό καχεκτικό, που μπανιάρει πορτοκάλια μέσα σε μια τεράστια πέτρινη γούρνα. Είναι ανεβασμένος πάνω σε έναν τσιμεντόλιθο, «για να φτάνει» αποφαινόμαστε. Όταν τα πόδια μας άρχισαν να κολυμπάνε στα νερά, τότε καταλάβαμε τη χρησιμότητα του «βοηθητικού οργάνου».
«Finito?” ακούγεται η φωνή του μουστάκια από το βάθος. Πλησιάζουμε. Μας κοιτάζει μισοξαπλωμένος στην αιώρα, με το ένα του πόδι να κρέμεται. Η αιώρα έρχεται από αριστερά, πατάει το πόδι και δίνει ώθηση. Αριστερά, πόδι, αριστερά...
Πέφτουν οι χαιρετούρες και παίρνουμε το δρόμο προς το Πετέν Ιντζά, ως νόμιμοι πια επισκέπτες της Γουατεμάλας, φορτωμένοι με τα πρώτα δώρα της χώρας προς εμάς. Δεκάδες πορτοκάλια, καθαρά και ζουμερά.
Πίσω μας έχουμε αφήσει τις Επίσημες Αρχές της χώρας, να ξεκουράζονται….
Δεξιά μας το Μεξικό, αριστερά μας η Γουατεμάλα και εμείς όλο και ανεβαίναμε, με την μηχανή να βρυχάται απέναντι στο ρεύμα των νερών. Η φύση οργιάζει. Δέντρα, δάση, πράσινο, συνθέτουν την πυκνή ζούγκλα, που ακουμπά μέχρι τις όχθες. Ο θόρυβος διώχνει τα πουλιά, που στο πέρασμά τους, βάζουν απίστευτες πολυχρωμίες στον ορίζοντα. Αυτές που μας ξεκουφαίνουν, είναι οι τσατσανάκες, τα πασίγνωστα πουλιά αυτών των περιοχών, που δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους τα άτιμα. Τσατσανάκες λένε και τις γυναίκες που μιλάνε πολύ και… μην αναρωτιέστε, όχι, δεν υπάρχει αρσενικό της τσατσανάκας.
Η μηχανή κόβει ταχύτητα και πλησιάζει την αριστερή όχθη. Αφήνεται απαλά να συρθεί στο λασπωμένο χώμα και σταματά, χώνοντας τη μουσούδα της στο υπερυψωμένο χωμάτινο, υγρό ανάχωμα.
«Φτάσαμε» μας λένε και εμείς απορούμε «πού??» Κοιτάζουμε ολόγυρα και βλέπουμε μόνο νερό και ζούγκλα. Λίγο πιο κάτω κάποιες γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Αφήνουν το ξέβγαλμα και μας χαιρετούν χαμογελώντας. Δυο παιδιά κουτρουβαλούν στη χωμάτινη πλαγιά. Το ένα πηδά μέσα στη βάρκα και αρχίζει τον καβγά, με το άλλο, το μικρότερο που είχε μείνει έξω και το χει πιάσει ένα παράπονο, μα τι παράπονο …
‘Ετρεχαν για τις βαλίτσες και ο μικρός δεν πρόλαβε. Ο καβγάς γίνεται για τα λεφτά. ΄Οποιος κουβαλήσει , παίρνει το χρήμα, ζεστό και μετρητό. Πόσα? 6 πέσος…. Έξι, ναι ναι, σωστά ακούσατε, 6 πέσος είναι η αμοιβή.
Ένας από μας βγάζει και δίνει 100 πέσος στον μεγάλο. «Να τα μοιραστείτε» του κάνει νόημα. Δεν καταλαβαίνει. Κοιτάζει το χαρτονόμισμα, κοιτάζει εμάς, κοιτάζει τον βαρκάρη και νόημα δεν βγάζει. Το βάζει στο στόμα του και ψάχνει με τα δυο του χέρια, τις τσέπες του. Βγάζει κάτι ψηλά και τα μετράει. Δεν φτάνουν. Ξεχνάει τον καβγά και ρωτάει προφανώς τον μικρό αν έχει λεφτά. Ο μικρός κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, αλλά συνεχίζει το ψάξιμο. Ρωτάει τον βαρκάρη, κι εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Πηδάει από τη βάρκα και σαν κατσίκι σκαρφαλώνει στην όχθη. Επιστρέφει με την απελπισία ζωγραφισμένη στα μάτια του. Κρατάει σφιχτά το χαρτονόμισμα και δειλά, το δίνει πίσω.
«Νο, Νο, Νο!!!» φωνάζουμε όλοι και τελικά καταλαβαίνει πως είναι ολάκερο δικό του. «Τι έψαχνε?» ρωτάμε τον ισπανόφωνο ξεναγό. «Ρέστα» μας απαντά. «Ρέστα από το 100άρικο». ΄Επρεπε να δώσει ρέστα 94 πέσος και δεν είχε.
Ο μεγάλος κοιτάει με καμάρι το χαρτονόμισμα, το τεντώνει, το διπλώνει με προσοχή και βάζει στην τσέπη του, το ισότιμο με 20 ευρώ, 100άπεσο. Κορδώνεται, παίρνει ύφος εργοδότη και κάνει νόημα στον μικρό να σαλτάρει στη βάρκα. Δίνει εντολή στο … εργατικό προσωπικό, ποιες βαλίτσες να πάρει, φορτώνεται κι ο ίδιος τις μεγάλες αποσκευές και αρχίζουν την ανάβαση. Θα ταν δε θα ταν 13 ετών. Μου ήρθε να πω «άστο, δεν πειράζει», αλλά εκείνος, σαν αίλουρος είχε ήδη φτάσει στην κορφή.
Οι βαλίτσες ξεφορτώθηκαν και εργοδότης και εργαζόμενος ήρθαν να βοηθήσουν τους πλούσιους ευρωπαίους, να βγουν από τη βάρκα. Στα δεξιά μας ένας κροκόδειλος έβαλε τρυφερά τη μουρίτσα του πάνω στη λάσπη και μας κοίταζε. Πιάσαμε τα άγουρα χέρια και βγήκαμε στην όχθη.
Η είσοδος της χώρας της Γουατεμάλας, ήταν λασπωμένη και γλιστερή.
Σκαρφαλώσαμε παραπαίοντας στα υγρά χώματα, και φτάσαμε σε στέρεα εδάφη. Τρέχοντας ήρθε κουνάμενη συνάμενη, μια γεματούλα και χαμογελαστή γουατεμαλτέζα, ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά των μάγιας, από πάνω και κλαρωτό κολάν ψαράδικο από κάτω. Δεν παραλείπει να έχει μια πεντακάθαρη ποδιά, ζωσμένη στα τροφαντά της μέρη, σήμα κατατεθέν σε τούτα τα μέρη, ως αντιληφθήκαμε λίαν συντόμως. Και τα δυο… ποδιά και μέρη τροφαντά.
Χώνει τα χέρια κάτω από την ποδιά και βγάζει μάτσο τα κετσάλ, το τοπικό νόμισμα της Γουατεμάλας που πήρε το όνομά του από το υπέροχο, αλλά ακριβοθώρητο πολύχρωμο πουλί της γουατεμαλτέζικης ζούγκλας. Εκατό κετσάλ, ίσον 5.5 ευρώ.
Μόνο που η εκπρόσωπος του επισήμου ανταλλακτηρίου συναλλάγματος της χώρας, δεχόταν μόνο δολάρια ή πέσος. Είχε φτιάξει πακετάκια με κετσάλ και αράδιασε την ρευστότητα της τράπεζάς της, στον πλαγιαστό κορμό του διπλανού της δέντρου. Υπολόγιζε με απίστευτη ταχύτητα και αντάλλασσε, με ακόμη μεγαλύτερη γρηγοράδα. Ανταλλάξαμε τα πέσος και η χαρά της ήταν ανείπωτη, γιατί αυτή η πύλη της χώρας, ήταν και πύλη εξόδου προς το Μεξικό, οπότε «ήταν συμφερτικό» μας είπε στη γλώσσα των μάγιας και μας μετέφρασε ο ντόπιος ξεναγός.
Παιδόπουλα και κυρία, μας συνόδεψαν μέχρι το βανάκι, που στεκόταν στην ανηφόρα, πνιγμένο από τα δέντρα. Περπατήσαμε στον εθνικό δρόμο της Γουατεμάλας, προσέχοντας τις νερογλυφιές, τις λάσπες, τις ρίζες των δέντρων και τα πεσμένα κλαριά. Στην πόρτα στήθηκαν να μας χαιρετήσουν γελαστοί και χαρούμενοι, οι εκπρόσωποι του εμπορικού και τραπεζικού κόσμου της χώρας. Η τραπεζίτισα μας άνοιξε αγκαλιά μεγάλη, ο εργοδότης, στητός και ευθυτενής, μας έτεινε το χέρι και το εργατικό δυναμικό, από το ύψος των 10 ετών του, αντιμετώπισε ντροπαλά και στωικά τα χάδια μας στα μαύρα του μαλλάκια.
Μέχρι που χαθήκαμε στην κούρμπα του χωματόδρομου, στεκόντουσαν και μας κουνούσαν το χέρι. Ζεστοί άνθρωποι και τίμιοι… Ούτε ένα λάθος δεν έγινε στις ανταλλαγές νομισμάτων… Ούτε ένα.
Και οι επίσημες αρχές της χώρας, πού να ‘ναι, άραγε? Τριάντα χιλιόμετρα πιο πέρα, πληροφορούμαστε, καθώς τιναζόμασταν πάνω κάτω, πέρα δώθε στον ανώμαλο χωματόδρομο.
Το έδαφος επίπεδο, εύφορο, γεμάτο καλλιέργειες από ζαχαροκάλαμα. Τα σπίτια χτισμένα από φύλλα φοίνικα και μπανανιάς, στέκουν ετοιμόρροπα. Το ενδιαφέρον είναι πως οι ιδιοκτήτες των σπιτιών έχουν οριοθετήσει τον κήπο τους με φυτά, έχουν καθαρίσει το έδαφος γύρω από το σπίτι και έχουν φυτέψει υπέροχα λουλούδια. Αυτό δημιουργεί μια περίεργη εικόνα ενός φροντισμένου κήπου και μιας χόρτινης παράγκας, που, λες και είναι το αρχιτεκτονικό τους σχέδιο, γέρνουν κατά τη μια πλευρά. Για να περάσει η ώρα, μετρήσαμε τα γερμένα χορτόσπιτα. Οι αριστερόγερτοι, υπερψηφούσαν καταφανώς των δεξιόγερτων…. Δεν υπονοώ τίποτις.
Το βαν κόβει ταχύτητα, λες και είχε καμιά ιλιγγιώδη, δηλαδή, και σταματά αριστερά σε μια μικρή αλάνα. Δεξιά, ένα αίθριο χορτόσπιτο, με μια αιώρα και ένα μηχανάκι δίπλα από την αιώρα. Απάνω της κουνιέται άντρας τροφαντός. Πάει η αιώρα δεξιά, γυρίζει, ακουμπάει το πόδι ο τροφαντός στο μηχανάκι και δίνει φόρα στην αιώρα. Λικνίζεται σε μια αέναη κίνηση: Δεξιά, μηχανάκι, δεξιά και πάλι από την αρχή.
Πίσω από το αίθριο, χωράφια απέραντα με γελάδες να βόσκουν του καλού καιρού. Αριστερά δυο μεγάλες δορυφορικές αντένες και στο βάθος ένα κτίσμα με καμάρες , βαμμένες γαλάζιο του ουρανού. Delecacion de Migracion γράφει στην πρόσοψη με μεγάλα μαύρα κεφαλαία γράμματα, που ξεκινούν λίγο κάτω από την τσίγκινη στέγη.
Κατεβαίνουμε. Ο τροφαντός κατεβάζει το ένα πόδι από την αιώρα και κάτι φωνάζει. Πίσω από το Migracion εμφανίζεται ένας μουστάκιας, που σκουπίζει το στόμα του με την ανάποδη του χεριού του. Κάτι σαν να λέει του τύπου «τι θες» και ο τροφαντός μας δείχνει με το πόδι. Ο μουστάκιας μας κάνει νόημα να πλησιάσουμε σε ένα καγκελόφρακτο παράθυρο. Μπαίνει από την ορθάνοικτη πόρτα, αφήνοντάς την πάλι τέντα ανοικτή, και ανοίγει παραθυράκι στο καγκελόφρακτο. Γέρνουμε τα κεφάλια μας, σκύβουμε τα κορμιά μας, γιατί το άνοιγμα ήταν κομματάκι χαμηλό και δίνουμε τα διαβατήρια.
«Ένας ένας» μας λέει και παίρνει το πρώτο διαβατήριο. Φωνάζει τον τροφαντό, που εμφανίζεται, καθαρίζοντας ένα πορτοκάλι με τα δόντια του. Μπαίνει από την ορθάνοικτη πόρτα και πηγαίνει κάπου πίσω, σε μέρη σκοτεινά. Ο μουστάκιας, προώθησε το διαβατήριο του πρώτου στο βάθος. Σε 2-3 λεπτά το ξαναπήρε, το κοίταξε, το άνοιξε όπου έτυχε και πάτησε δυνατά μια σφραγίδα.
Παίρνει το διαβατήριο του δεύτερου, κάνει την ίδια διαδικασία, το ανοίγει και σηκώνει τη σφραγίδα, έτοιμος να την κατεβάσει με φόρα.
«Όχι εκεί» φωνάζει ο ιδιοκτήτης του διαβατηρίου. Του το παίρνει από το χέρι, το ανοίγει εκεί που ήθελε και του δείχνει το σημείο «Να εδώ θέλω τη σφραγίδα» του λέει στα ελληνικά «για να έχει μια… χρονική αλληλουχία το ταξίδι μου….!!!»
Ο μουστάκιας τον κοιτάζει, τον ματακοιτάζει, σηκώνεται, έρχεται έξω και με το ζόρι μας σπρώχνει μέσα στο δωμάτιο. Αφήνει τη σφραγίδα και τη μελανοταινία επάνω στο γραφείο και με νοήματα μας δείχνει να σφραγίσουμε όπου θέλουμε, μόνοι μας, τα διαβατήρια. Φεύγει και πάει κατά την αιώρα. Ξαπλώνει και αρχίζει το «δεξιά, μηχανάκι, δεξιά»…..
Ο τροφαντός εμφανίζεται από το βάθος, παίρνει όλα τα διαβατήρια και κάθεται πίσω από ένα υπερσύγχρονο κομπιούτερ, με υπέροχη μεγάλη LCD οθόνη. Τα δάκτυλά του τρέχουν βροχή πάνω στα πλήκτρα. Γράφει με το ένα χέρι, γιατί στο άλλο κρατάει το πορτοκάλι. Τρώει, σκουπίζεται, γράφει. Όλα με καταπληκτική ταχύτητα.
Μας πετάει τα διαβατήρια και εξαφανίζεται. Μένουμε μόνοι μας στο Migracion. Κοιτάμε έξω. Ο ένας κουνιέται, ο άλλος χαμένος. Σφραγίζουμε τα διαβατήρια και βγαίνουμε προς αναζήτηση, ξέρετε… «τσιγάρου και νερού»…
Βρίσκουμε το σύστημα, έξω, στο βάθος αριστερά. Η πόρτα ξεχαρβαλιασμένη, αλλά μέσα είναι κατακάθαρα και με κομφόρ…. Βγαίνοντας πιάνουμε νοηματική κουβέντα με έναν κοντό καχεκτικό, που μπανιάρει πορτοκάλια μέσα σε μια τεράστια πέτρινη γούρνα. Είναι ανεβασμένος πάνω σε έναν τσιμεντόλιθο, «για να φτάνει» αποφαινόμαστε. Όταν τα πόδια μας άρχισαν να κολυμπάνε στα νερά, τότε καταλάβαμε τη χρησιμότητα του «βοηθητικού οργάνου».
«Finito?” ακούγεται η φωνή του μουστάκια από το βάθος. Πλησιάζουμε. Μας κοιτάζει μισοξαπλωμένος στην αιώρα, με το ένα του πόδι να κρέμεται. Η αιώρα έρχεται από αριστερά, πατάει το πόδι και δίνει ώθηση. Αριστερά, πόδι, αριστερά...
Πέφτουν οι χαιρετούρες και παίρνουμε το δρόμο προς το Πετέν Ιντζά, ως νόμιμοι πια επισκέπτες της Γουατεμάλας, φορτωμένοι με τα πρώτα δώρα της χώρας προς εμάς. Δεκάδες πορτοκάλια, καθαρά και ζουμερά.
Πίσω μας έχουμε αφήσει τις Επίσημες Αρχές της χώρας, να ξεκουράζονται….