StellAnna
Member
- Μηνύματα
- 921
- Likes
- 365
- Επόμενο Ταξίδι
- Αίγυπτος επιτέλους!!!!!!!
- Ταξίδι-Όνειρο
- Μποτσουάνα? Γιατί όχι?
Στην Καραϊβική της Γουατεμάλας
Ο όμορφος πήγαινε ακόμα μια φορά, με τις πάντες. Η ταμπέλα που έλεγε ανώτατο όριο 50 χλμ., πέρασε από δίπλα μας, με αστραπιαία ταχύτητα. Έχουμε αριστερά μας την Μπελίσε, τόσο κοντά, που λες ότι άμα απλώσεις το χέρι σου, θα πιάσεις τα δέντρα της. Γύρω μας πυκνό το ζουγκλοειδές δάσος της Γουατεμάλας. Τι κι αν τραβήξανε γραμμές στους χάρτες και φτιάξανε σύνορα, η φύση δεν λέει να τους κάνει το χατίρι. Γουατεμάλα και Μπελίσε είναι ένα. Κάπου λένε πως υπάρχουν σύνορα. Δεν τα είδα. Εγώ μόνο δάσος έβλεπα, πυκνό και αδιαπέραστο.
Μα γιατί βιαζόμαστε τόσο? αναρωτήθηκα χτυπώντας το κεφάλι μου στο πλάι του παραθύρου, μετά από μια ακόμα γκακστερική στροφή του όμορφου. Πέσανε και κάτι τηλέφωνα και από τα ισπανο-λατινικά συμφραζόμενα καταλάβαμε ότι τους έλεγαν «πού είστε» και οι δικοί μας απάνταγαν «φτάνουμε, φτάνουμε».
Είχαμε αργήσει, αυτό ήταν σίγουρο. Και φταίγαμε εμείς. Μια να σταματήσουμε για ψώνια, σε ένα μαγαζί που μας φάνηκε παραδοσιακό και τελικά αποδείχθηκε Πλ. Κολωνακίου, μια να δοκιμάσουν οι άντρες της παρέας χυμό από ζαχαροκάλαμο, έκανε βλέπετε καλό και στον προστάτη, πάει, χάθηκαν οι ώρες. Από την άλλη, δεν λέγαμε να ξεκολλήσουμε και από το Τικάλ. Το ξενοδοχείο μας είχε φτιάξει γεύματα πικ νικ και την αράξαμε σε μια λιμνούλα κοντά στο πάρκινγκ, μετά τον φοβερό ποδαρόδρομο στον αρχαιολογικό χώρο. Τρώγαμε και χαζεύαμε τον αλιγάτορα που μας έπαιζε κρυφτούλι ανάμεσα στα χόρτα και το νερό. Ό,τι δεν μας άρεσε, το δίναμε στο ζωντανό. Κάθε που πλησιάζαμε στη λιμνούλα, έβγαινε ο πονήρος και περίμενε φαί. Το άρπαζε, χωνόταν μέσα στο νερό και ξαναγύριζε περιμένοντας την επόμενη μπουκιά. Τελικά τον καταντήσαμε κατοικίδιο, παραβλέποντας τις ταμπέλες που έλεγαν με κεφαλαία γράμματα «απαγορεύεται να ταίζετε τους κροκοδείλους».
Και τώρα την πληρώναμε. Σήμερα πηγαίνουμε στο Λίβινγκστον, στην πόλη της Γουατεμάλας στην Καραϊβική. Δεν έχει δρόμο για να πας εκεί. Ο τόπος είναι προσβάσιμος μόνο από θαλάσσης, γι΄αυτό και τρέχουμε να φτάσουμε στο Rio Dulce, στην άκρη της λίμνης Lago de Iazbal. Απ΄ εκεί, με βάρκα, θα διασχίσουμε τη λίμνη, που μετά από λίγο γίνεται ποταμός, για να ξαναγίνει λίμνη και μετά ξανά ποταμός, που ενώνεται με τον Ατλαντικό Ωκεανό, στην Καραϊβική. Την El Golfete μας την διαφημίσανε πολύ, ως έναν τόπο ονειρικό, που γνωρίζεις μέσα από μια διαδρομή που κρατάει μόνο μία ώρα.
Ακόμα ένα τηλεφώνημα, που κράτησε ελάχιστα. «Σε 15 λεπτά φτάνουμε» μας είπαν και ετοιμαστήκαμε. Βγάλαμε τα αντιανεμικά, τα καπελάκια για τον αέρα, τις εξτρά μπλουζίτσες για το ενδεχόμενο κρύου, στην βάρκα.
Το μπαμ ήρθε πάνω στη στροφή. «Λάστιχο» είπαν και ρίξανε 5-6 βρισιές. Κατεβήκανε, ήτανε και κατηφόρα, φοβόντουσαν μην τους φύγει το βανάκι και φτάσει μόνο του στη λίμνη. Δίπλα μας ήταν μια φάρμα, στη μέση του πουθενά. Βγήκαν μεγάλοι και παιδόπουλα και έφεραν ξύλα να στηρίξουν τις ρόδες. Όλοι οι άντρες είχαν ζωσμένα πιστόλια, σε εμφανή, έως προκλητικά εμφανή θέση. Μας προσκάλεσαν να μπούμε στο σπίτι τους, αλλά το παίξαμε ντροπαλοί. Οι κουμπουροφόροι έδωσαν τις εντολές τους και ο γυναικείος πληθυσμός μας έφερε χυμούς και φρούτα έξω στο δρόμο. Μας χαμογελούσαν και προσπαθούσανε να πιάσουνε φιλίες. Κι εκεί, ανάμεσα στον ανανά και το μάνγκο, αρχίσαμε το λακριντί σε γλώσσες άγνωστες, αφού αυτοί μιλούσαν μάγιας, κι εμείς ελληνικά. Το τι λέγαμε μισή ώρα, μην ρωτάτε. Το θέμα ήταν ότι πολύ φχαριστηθήκαμε όλοι αυτή την ιδιότυπη μαγιο-ελληνική επικοινωνία.
Τα τηλέφωνα πέφτανε απανωτά. «Φτάνουμε, φτάνουμε» απαντούσαν οι δικοί μας και κοιτάζανε ανήσυχοι κατά τη δύση. Ο ήλιος ακόμα φέγγει, αλλά δεν θα αργήσει να δώσει ένα τέλος σε τούτη τη μέρα. Όταν φτάσαμε στη Lago de Iazbal, ήταν σούρουπο. Η βιασύνη όλων ήταν απίστευτη. Σταματήσαμε σε ένα ξενοδοχείο, πήραμε ό,τι βαλίτσες μπορούσαμε στα χέρια μας και διασχίσαμε τρέχοντας το λόμπυ. Περάσαμε τον κήπο τρέχοντας και κάναμε κατά την προκυμαία. Μια βάρκα, που ‘φτανε ίσα ίσα να χωρέσει εμάς και τις βαλίτσες μας, λικνιζότανε στο μισόφωτο. Στοιβαζόμαστε μέσα και πριν προλάβουμε να καθίσουμε, η εξωλέμβια πήρε μπρος.
Ίσα που προλάβαμε να δούμε μερικές εικόνες από την περιοχή. Περάσαμε κάτω από την μεγάλη γέφυρα, σήμα κατατεθέν της πόλης και χαζέψαμε τα μικρά λιμανάκια που σημάδευαν την κοίτη του ποταμού. Πανέμορφα σπίτια, με ατέλειωτο γκαζόν και λουλούδια έφταναν μέχρι την άκρη του νερού και τελείωναν στο προσωπικό τους λιμανάκι και αραξοβόλι.
Το σκοτάδι έπεσε απότομα. Την μια στιγμή έβλεπες και την άλλη τα φωτάκια λαμπιρίζανε ανάμεσα στα δέντρα, δηλώνοντας τα όρια του ποταμού. Η θερμοκρασία έπεσε. Φορέσαμε τα αντιανεμικά. Σε λίγο τα φώτα χάθηκαν από την άκρη του ποταμού. Δεν φαινόταν πια τίποτε. Η μηχανή έκοψε ταχύτητα και φάνηκε να πηγαίνει αργά, διερευνητικά. Η μία ώρα πέρασε.
«Φτάνουμε?» ρώτησε κάποιος, αλλά απάντηση δεν πήρε. Η βάρκα δεν είχε φως. Πού και πού, ο τιμονιέρης άνοιγε έναν φακό και τον έριχνε μπροστά και πλάγια της βάρκας. Η απλωσιά που «βλέπαμε» τόση ώρα χάθηκε και έδωσε τη θέση της σε πελώριες σκιές από βουνά, δείγμα πως ήμασταν πια σε ποταμό. Η βάρκα, τώρα, πήγαινε περπατητά. Από τις σκιές των βουνών, καταλαβαίναμε πως ο ποταμός έκανε ζικ ζακ ανάμεσα στη ζούγκλα. Κάποτε σταμάτησε. Κανένας ήχος, κανένα φως.
«Κι άμα έρθουν με βάρκα και μας ληστέψουν?» ρώτησε κάποια και την αποπήραμε. «‘Εχει κροκοδείλους?» ρώτησε κάποιος άλλος και εισέπραξε ένα ξερό «Ναι». Πήραμε τα σωσίβια και τα φορέσαμε αργά, κάνοντας πως δεν τρέχει τίποτε. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες και πειράγματα. Κάτι πήγαμε να πούμε και μας είπαν να σωπάσουμε.
Ακούστηκε κάτι σαν κραυγή ζώου κι ένα μικρό φωτάκι λαμπίρισε για μια στιγμή στην δεξιά πλευρά μας. Κι αμέσως, άλλο ένα στην αριστερή. Η βάρκα μας άρχισε πάλι να κινείται, με πολύ μικρή ταχύτητα. Προχωρούσαμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ακολουθώντας τις στιγμιαίες πυγολαμπίδες που αναβόσβηναν δεξιά και μετά αριστερά, σαν να μας δείχνουν τα όρια του ποταμού, σαν να καθοδηγούν το δρόμο μας. «Τι είναι αυτά?» ψιθυρίσαμε. «Ψαράδες» μας απάντησαν πάλι ψιθυριστά. «Έχουν απλώσει δίχτυα και μας δείχνουν από πού να περάσουμε». Στυλώθηκε η ψυχούλα μας. Ότι και να συνέβαινε, δεν ήμασταν μόνοι μας. Το κορμί ίσιωσε, το χαμόγελο άνθισε μέσα στο σκοτάδι.
Πέρασαν δύο ώρες. Ο ποταμός άπλωσε και έγινε θάλασσα. ΄Ετσι μας φάνηκε. Φώτα δεν βλέπαμε. Ο ουρανός πάναστρος, μας κράτησε συντροφιά για αρκετή ώρα. Η μηχανή άνοιξε στο φουλ της. Πέρασαν δυόμισι ώρες. Τα κύματα γιγαντώθηκαν, δείχνοντάς μας ότι φτάναμε στον ωκεανό. Η μηχανή έκοψε ταχύτητα, για να μειώσει το νερό που έμπαινε από παντού μέσα στη βάρκα. Σε ελάχιστα λεπτά είχαμε μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο. Πολύ μακριά βλέπαμε φώτα, αλλά αριστερά ήταν πυκνό σκοτάδι. Θυμόμουν το χάρτη. Το Λίβινγκστον πρέπει να το συναντούσαμε στα αριστερά μας.
Πέρασαν τρεις ώρες. Ο ουρανός έπαψε να μας τραβά το ενδιαφέρον. Τα άκρα μας είχαν μουδιάσει από το κρύο και το μουσκίδι και το μυαλό μας έτρεχε. Η μηχανή άνοιξε στο φουλ. Τι είχαμε να χάσουμε? Έτσι κι αλλιώς όλοι μας κολυμπούσαμε στο νερό. Πήρε μια ανοικτή στροφή γύρω από ένα κομμάτι γης και βρεθήκαμε μια ανάσα από τα φώτα της ακτής.
«Λίβινγκστον» φώναξε ο βαρκάρης, αλλά κανένας από μας, δεν απάντησε. Φτάσαμε στην προβλήτα. Κανείς δεν μας περίμενε από το ξενοδοχείο. Βγήκαμε με τα τέσσερα και χυθήκαμε πάνω στο γρασίδι. Οι συνοδοί μας, βγάλανε τις βαλίτσες και τις ακούμπησαν δίπλα μας. Πέρασαν δέκα, δεκαπέντε λεπτά, ποιος ξέρει….. Σιγή… Μήτε ίχνος ανθρώπου. Νοιώθαμε σαν λαθρομετανάστες που μας άδειασαν σε κάποιο ερημονήσι. Σηκωθήκαμε και σέρνοντας όπως όπως τις βαλίτσες, περάσαμε κήπους, περάσαμε πισίνες, περάσαμε τζακούζια, και φτάσαμε σε μια ατέλειωτη σκάλα.
Παρατήσαμε το έχει μας και αγκαλιάζοντας το ξύλινο κάγκελο καταφέραμε να φτάσουμε στο λόμπυ. Το είδαμε και πατήσαμε τα γέλια. Ήταν μια σούδα που είχε σκόρπιες άγκυρες ολόγυρα και μια πόρτα από υποβρύχιο οδηγούσε κάπου πίσω από τον πάγκο. Ο πάγκος δεν είχε τόπο να ακουμπήσεις, αφού ήταν γεμάτος με κογχύλια και πέτρες. Μας έφτιαξε η διάθεση στο λεπτό. Ανεβήκαμε στα δωμάτια και στα γρήγορα βγάλαμε τη θάλασσα από πάνω μας. Τραβήξαμε δεξιά, κατά το εστιατόριο. Τεράστιο και σκόρπιο… Σκόρπιοι και οι άνθρωποι. Γελαστοί και αλλού ντ΄ αλλού. Σκούροι, σκέτοι τζαμαϊκανοί. Με μια λέξη, Καραϊβική. Τρώμε απίστευτης γεύσης ψαρόσουπες και γαρίδες, με μια ντουζίνα τύπους με μαλλί ράστα και δοντάκι χρυσαφί, να τριγυρίζουν στο τραπέζι μας, μιας και ήμασταν οι μοναδικοί τους πελάτες.
Είπαμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη, μπας και χωνέψουμε τα καζάνια ψαρόσουπας που καταβροχθίσαμε. Το Λίβινγκστον ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Τα μαγαζιά έκλειναν, οι άνθρωποι λιγοστοί, πού και πού ακουγόταν κάποιο τραγούδι από τους παράδρομους. Φτάσαμε μέχρι τη μέση του κεντρικού δρόμου. Πέρα από εκεί, τα φώτα ήταν λιγοστά, οι άνθρωποι περίεργοι, οι μυρωδιές γλυκερές, σαν λιβάνια.
«Κάνουν βουντού εδώ» είπε κάποιος φίλος και κάναμε στροφή επιτόπου. Καταλήξαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου, το οποίο βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο, και ολότελα ξεχωριστό από το ξενοδοχειακό συγκρότημα. Πάλι ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες. Ο μαυρούκος μαγια-τζαμαϊκανός, με το μαλλί ίσιο και το χαμόγελο αστραφτερό, μας πλησίασε κουνάμενος συνάμενος. Παραγγείλαμε μπύρες και γίναμε χώμα, ακούγοντας σάλσα και χαζεύοντας τις φώτο στους τοίχους με τη μορφή του Κάρλος Σαντάνα να μας χαμογελάει μέσα από το ασπρόμαυρο χαρτί. «Είχε έρθει εδώ?» ρωτήσαμε, για να εισπράξουμε ένα τεράστιο «Ναι»
Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα την αγριάδα του ξύλινου τραπεζιού. «Carlos Santana sacia aqui», είπε ο κουνάμενος συνάμενος, αλλά πανέμορφος μιγάς, δείχνοντας το τραπέζι που καθόμασταν.
Δεν είναι και λίγο να ακουμπάς εκεί που άφησε την αύρα του ο Κάρλος Σαντάνα, σκέφτηκα και συνέχισα να προσπαθώ να βρω σημάδια από το πέρασμά του.
Ο όμορφος πήγαινε ακόμα μια φορά, με τις πάντες. Η ταμπέλα που έλεγε ανώτατο όριο 50 χλμ., πέρασε από δίπλα μας, με αστραπιαία ταχύτητα. Έχουμε αριστερά μας την Μπελίσε, τόσο κοντά, που λες ότι άμα απλώσεις το χέρι σου, θα πιάσεις τα δέντρα της. Γύρω μας πυκνό το ζουγκλοειδές δάσος της Γουατεμάλας. Τι κι αν τραβήξανε γραμμές στους χάρτες και φτιάξανε σύνορα, η φύση δεν λέει να τους κάνει το χατίρι. Γουατεμάλα και Μπελίσε είναι ένα. Κάπου λένε πως υπάρχουν σύνορα. Δεν τα είδα. Εγώ μόνο δάσος έβλεπα, πυκνό και αδιαπέραστο.
Μα γιατί βιαζόμαστε τόσο? αναρωτήθηκα χτυπώντας το κεφάλι μου στο πλάι του παραθύρου, μετά από μια ακόμα γκακστερική στροφή του όμορφου. Πέσανε και κάτι τηλέφωνα και από τα ισπανο-λατινικά συμφραζόμενα καταλάβαμε ότι τους έλεγαν «πού είστε» και οι δικοί μας απάνταγαν «φτάνουμε, φτάνουμε».
Είχαμε αργήσει, αυτό ήταν σίγουρο. Και φταίγαμε εμείς. Μια να σταματήσουμε για ψώνια, σε ένα μαγαζί που μας φάνηκε παραδοσιακό και τελικά αποδείχθηκε Πλ. Κολωνακίου, μια να δοκιμάσουν οι άντρες της παρέας χυμό από ζαχαροκάλαμο, έκανε βλέπετε καλό και στον προστάτη, πάει, χάθηκαν οι ώρες. Από την άλλη, δεν λέγαμε να ξεκολλήσουμε και από το Τικάλ. Το ξενοδοχείο μας είχε φτιάξει γεύματα πικ νικ και την αράξαμε σε μια λιμνούλα κοντά στο πάρκινγκ, μετά τον φοβερό ποδαρόδρομο στον αρχαιολογικό χώρο. Τρώγαμε και χαζεύαμε τον αλιγάτορα που μας έπαιζε κρυφτούλι ανάμεσα στα χόρτα και το νερό. Ό,τι δεν μας άρεσε, το δίναμε στο ζωντανό. Κάθε που πλησιάζαμε στη λιμνούλα, έβγαινε ο πονήρος και περίμενε φαί. Το άρπαζε, χωνόταν μέσα στο νερό και ξαναγύριζε περιμένοντας την επόμενη μπουκιά. Τελικά τον καταντήσαμε κατοικίδιο, παραβλέποντας τις ταμπέλες που έλεγαν με κεφαλαία γράμματα «απαγορεύεται να ταίζετε τους κροκοδείλους».
Και τώρα την πληρώναμε. Σήμερα πηγαίνουμε στο Λίβινγκστον, στην πόλη της Γουατεμάλας στην Καραϊβική. Δεν έχει δρόμο για να πας εκεί. Ο τόπος είναι προσβάσιμος μόνο από θαλάσσης, γι΄αυτό και τρέχουμε να φτάσουμε στο Rio Dulce, στην άκρη της λίμνης Lago de Iazbal. Απ΄ εκεί, με βάρκα, θα διασχίσουμε τη λίμνη, που μετά από λίγο γίνεται ποταμός, για να ξαναγίνει λίμνη και μετά ξανά ποταμός, που ενώνεται με τον Ατλαντικό Ωκεανό, στην Καραϊβική. Την El Golfete μας την διαφημίσανε πολύ, ως έναν τόπο ονειρικό, που γνωρίζεις μέσα από μια διαδρομή που κρατάει μόνο μία ώρα.
Ακόμα ένα τηλεφώνημα, που κράτησε ελάχιστα. «Σε 15 λεπτά φτάνουμε» μας είπαν και ετοιμαστήκαμε. Βγάλαμε τα αντιανεμικά, τα καπελάκια για τον αέρα, τις εξτρά μπλουζίτσες για το ενδεχόμενο κρύου, στην βάρκα.
Το μπαμ ήρθε πάνω στη στροφή. «Λάστιχο» είπαν και ρίξανε 5-6 βρισιές. Κατεβήκανε, ήτανε και κατηφόρα, φοβόντουσαν μην τους φύγει το βανάκι και φτάσει μόνο του στη λίμνη. Δίπλα μας ήταν μια φάρμα, στη μέση του πουθενά. Βγήκαν μεγάλοι και παιδόπουλα και έφεραν ξύλα να στηρίξουν τις ρόδες. Όλοι οι άντρες είχαν ζωσμένα πιστόλια, σε εμφανή, έως προκλητικά εμφανή θέση. Μας προσκάλεσαν να μπούμε στο σπίτι τους, αλλά το παίξαμε ντροπαλοί. Οι κουμπουροφόροι έδωσαν τις εντολές τους και ο γυναικείος πληθυσμός μας έφερε χυμούς και φρούτα έξω στο δρόμο. Μας χαμογελούσαν και προσπαθούσανε να πιάσουνε φιλίες. Κι εκεί, ανάμεσα στον ανανά και το μάνγκο, αρχίσαμε το λακριντί σε γλώσσες άγνωστες, αφού αυτοί μιλούσαν μάγιας, κι εμείς ελληνικά. Το τι λέγαμε μισή ώρα, μην ρωτάτε. Το θέμα ήταν ότι πολύ φχαριστηθήκαμε όλοι αυτή την ιδιότυπη μαγιο-ελληνική επικοινωνία.
Τα τηλέφωνα πέφτανε απανωτά. «Φτάνουμε, φτάνουμε» απαντούσαν οι δικοί μας και κοιτάζανε ανήσυχοι κατά τη δύση. Ο ήλιος ακόμα φέγγει, αλλά δεν θα αργήσει να δώσει ένα τέλος σε τούτη τη μέρα. Όταν φτάσαμε στη Lago de Iazbal, ήταν σούρουπο. Η βιασύνη όλων ήταν απίστευτη. Σταματήσαμε σε ένα ξενοδοχείο, πήραμε ό,τι βαλίτσες μπορούσαμε στα χέρια μας και διασχίσαμε τρέχοντας το λόμπυ. Περάσαμε τον κήπο τρέχοντας και κάναμε κατά την προκυμαία. Μια βάρκα, που ‘φτανε ίσα ίσα να χωρέσει εμάς και τις βαλίτσες μας, λικνιζότανε στο μισόφωτο. Στοιβαζόμαστε μέσα και πριν προλάβουμε να καθίσουμε, η εξωλέμβια πήρε μπρος.
Ίσα που προλάβαμε να δούμε μερικές εικόνες από την περιοχή. Περάσαμε κάτω από την μεγάλη γέφυρα, σήμα κατατεθέν της πόλης και χαζέψαμε τα μικρά λιμανάκια που σημάδευαν την κοίτη του ποταμού. Πανέμορφα σπίτια, με ατέλειωτο γκαζόν και λουλούδια έφταναν μέχρι την άκρη του νερού και τελείωναν στο προσωπικό τους λιμανάκι και αραξοβόλι.
Το σκοτάδι έπεσε απότομα. Την μια στιγμή έβλεπες και την άλλη τα φωτάκια λαμπιρίζανε ανάμεσα στα δέντρα, δηλώνοντας τα όρια του ποταμού. Η θερμοκρασία έπεσε. Φορέσαμε τα αντιανεμικά. Σε λίγο τα φώτα χάθηκαν από την άκρη του ποταμού. Δεν φαινόταν πια τίποτε. Η μηχανή έκοψε ταχύτητα και φάνηκε να πηγαίνει αργά, διερευνητικά. Η μία ώρα πέρασε.
«Φτάνουμε?» ρώτησε κάποιος, αλλά απάντηση δεν πήρε. Η βάρκα δεν είχε φως. Πού και πού, ο τιμονιέρης άνοιγε έναν φακό και τον έριχνε μπροστά και πλάγια της βάρκας. Η απλωσιά που «βλέπαμε» τόση ώρα χάθηκε και έδωσε τη θέση της σε πελώριες σκιές από βουνά, δείγμα πως ήμασταν πια σε ποταμό. Η βάρκα, τώρα, πήγαινε περπατητά. Από τις σκιές των βουνών, καταλαβαίναμε πως ο ποταμός έκανε ζικ ζακ ανάμεσα στη ζούγκλα. Κάποτε σταμάτησε. Κανένας ήχος, κανένα φως.
«Κι άμα έρθουν με βάρκα και μας ληστέψουν?» ρώτησε κάποια και την αποπήραμε. «‘Εχει κροκοδείλους?» ρώτησε κάποιος άλλος και εισέπραξε ένα ξερό «Ναι». Πήραμε τα σωσίβια και τα φορέσαμε αργά, κάνοντας πως δεν τρέχει τίποτε. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες και πειράγματα. Κάτι πήγαμε να πούμε και μας είπαν να σωπάσουμε.
Ακούστηκε κάτι σαν κραυγή ζώου κι ένα μικρό φωτάκι λαμπίρισε για μια στιγμή στην δεξιά πλευρά μας. Κι αμέσως, άλλο ένα στην αριστερή. Η βάρκα μας άρχισε πάλι να κινείται, με πολύ μικρή ταχύτητα. Προχωρούσαμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ακολουθώντας τις στιγμιαίες πυγολαμπίδες που αναβόσβηναν δεξιά και μετά αριστερά, σαν να μας δείχνουν τα όρια του ποταμού, σαν να καθοδηγούν το δρόμο μας. «Τι είναι αυτά?» ψιθυρίσαμε. «Ψαράδες» μας απάντησαν πάλι ψιθυριστά. «Έχουν απλώσει δίχτυα και μας δείχνουν από πού να περάσουμε». Στυλώθηκε η ψυχούλα μας. Ότι και να συνέβαινε, δεν ήμασταν μόνοι μας. Το κορμί ίσιωσε, το χαμόγελο άνθισε μέσα στο σκοτάδι.
Πέρασαν δύο ώρες. Ο ποταμός άπλωσε και έγινε θάλασσα. ΄Ετσι μας φάνηκε. Φώτα δεν βλέπαμε. Ο ουρανός πάναστρος, μας κράτησε συντροφιά για αρκετή ώρα. Η μηχανή άνοιξε στο φουλ της. Πέρασαν δυόμισι ώρες. Τα κύματα γιγαντώθηκαν, δείχνοντάς μας ότι φτάναμε στον ωκεανό. Η μηχανή έκοψε ταχύτητα, για να μειώσει το νερό που έμπαινε από παντού μέσα στη βάρκα. Σε ελάχιστα λεπτά είχαμε μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο. Πολύ μακριά βλέπαμε φώτα, αλλά αριστερά ήταν πυκνό σκοτάδι. Θυμόμουν το χάρτη. Το Λίβινγκστον πρέπει να το συναντούσαμε στα αριστερά μας.
Πέρασαν τρεις ώρες. Ο ουρανός έπαψε να μας τραβά το ενδιαφέρον. Τα άκρα μας είχαν μουδιάσει από το κρύο και το μουσκίδι και το μυαλό μας έτρεχε. Η μηχανή άνοιξε στο φουλ. Τι είχαμε να χάσουμε? Έτσι κι αλλιώς όλοι μας κολυμπούσαμε στο νερό. Πήρε μια ανοικτή στροφή γύρω από ένα κομμάτι γης και βρεθήκαμε μια ανάσα από τα φώτα της ακτής.
«Λίβινγκστον» φώναξε ο βαρκάρης, αλλά κανένας από μας, δεν απάντησε. Φτάσαμε στην προβλήτα. Κανείς δεν μας περίμενε από το ξενοδοχείο. Βγήκαμε με τα τέσσερα και χυθήκαμε πάνω στο γρασίδι. Οι συνοδοί μας, βγάλανε τις βαλίτσες και τις ακούμπησαν δίπλα μας. Πέρασαν δέκα, δεκαπέντε λεπτά, ποιος ξέρει….. Σιγή… Μήτε ίχνος ανθρώπου. Νοιώθαμε σαν λαθρομετανάστες που μας άδειασαν σε κάποιο ερημονήσι. Σηκωθήκαμε και σέρνοντας όπως όπως τις βαλίτσες, περάσαμε κήπους, περάσαμε πισίνες, περάσαμε τζακούζια, και φτάσαμε σε μια ατέλειωτη σκάλα.
Παρατήσαμε το έχει μας και αγκαλιάζοντας το ξύλινο κάγκελο καταφέραμε να φτάσουμε στο λόμπυ. Το είδαμε και πατήσαμε τα γέλια. Ήταν μια σούδα που είχε σκόρπιες άγκυρες ολόγυρα και μια πόρτα από υποβρύχιο οδηγούσε κάπου πίσω από τον πάγκο. Ο πάγκος δεν είχε τόπο να ακουμπήσεις, αφού ήταν γεμάτος με κογχύλια και πέτρες. Μας έφτιαξε η διάθεση στο λεπτό. Ανεβήκαμε στα δωμάτια και στα γρήγορα βγάλαμε τη θάλασσα από πάνω μας. Τραβήξαμε δεξιά, κατά το εστιατόριο. Τεράστιο και σκόρπιο… Σκόρπιοι και οι άνθρωποι. Γελαστοί και αλλού ντ΄ αλλού. Σκούροι, σκέτοι τζαμαϊκανοί. Με μια λέξη, Καραϊβική. Τρώμε απίστευτης γεύσης ψαρόσουπες και γαρίδες, με μια ντουζίνα τύπους με μαλλί ράστα και δοντάκι χρυσαφί, να τριγυρίζουν στο τραπέζι μας, μιας και ήμασταν οι μοναδικοί τους πελάτες.
Είπαμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη, μπας και χωνέψουμε τα καζάνια ψαρόσουπας που καταβροχθίσαμε. Το Λίβινγκστον ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Τα μαγαζιά έκλειναν, οι άνθρωποι λιγοστοί, πού και πού ακουγόταν κάποιο τραγούδι από τους παράδρομους. Φτάσαμε μέχρι τη μέση του κεντρικού δρόμου. Πέρα από εκεί, τα φώτα ήταν λιγοστά, οι άνθρωποι περίεργοι, οι μυρωδιές γλυκερές, σαν λιβάνια.
«Κάνουν βουντού εδώ» είπε κάποιος φίλος και κάναμε στροφή επιτόπου. Καταλήξαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου, το οποίο βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο, και ολότελα ξεχωριστό από το ξενοδοχειακό συγκρότημα. Πάλι ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες. Ο μαυρούκος μαγια-τζαμαϊκανός, με το μαλλί ίσιο και το χαμόγελο αστραφτερό, μας πλησίασε κουνάμενος συνάμενος. Παραγγείλαμε μπύρες και γίναμε χώμα, ακούγοντας σάλσα και χαζεύοντας τις φώτο στους τοίχους με τη μορφή του Κάρλος Σαντάνα να μας χαμογελάει μέσα από το ασπρόμαυρο χαρτί. «Είχε έρθει εδώ?» ρωτήσαμε, για να εισπράξουμε ένα τεράστιο «Ναι»
Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα την αγριάδα του ξύλινου τραπεζιού. «Carlos Santana sacia aqui», είπε ο κουνάμενος συνάμενος, αλλά πανέμορφος μιγάς, δείχνοντας το τραπέζι που καθόμασταν.
Δεν είναι και λίγο να ακουμπάς εκεί που άφησε την αύρα του ο Κάρλος Σαντάνα, σκέφτηκα και συνέχισα να προσπαθώ να βρω σημάδια από το πέρασμά του.