_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.237
Το ‘‘τέλος’’ και επίλογος (ημέρα 17η)
Στις 04:30 , την ώρα δηλαδή που όσο δύσκολος και να είσαι, ίσως κοιμηθείς λιγάκι, ανάβουν τα φώτα. Με το ζόρι πρωινό λέει, σε μια ώρα φτάνουμε Κατάρ. Πάλι φαγητό; Ακόμη δε χωνέψαμε (λέμε τώρα). Το φάγαμε και αυτό να μην προσβάλουμε τον μάγειρα και κατά τις έξι το πρωί, προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο του Κατάρ.
Φορτωθήκαμε και πάλι με τις βαριές χειραποσκευές και αφού βγήκαμε από το αεροπλάνο, μας περικύκλωσε κουφόβραση, αλλά όχι για πολύ, αφού μπήκαμε σε ένα κλιματιζόμενο λεωφορειάκι. Μέσα, είχε αυτοκόλλητα και κάποιες χρωματιστές στάσεις. Εδώ λοιπόν χρειαζόταν η αντιστοιχία του χρώματος με την ιδίου χρώματος στάση, ώστε να βγούμε στο σωστό μέρος. Γιατί με το κίτρινο χρώμα στάση, είναι το σημείο που πάνε οι επιβάτες με transfer, με το μωβ αυτοί που απλά βγαίνουν στο Κατάρ κ.ο.κ.
Βγήκαμε στην κίτρινη στάση, εκεί πάλι οι επιβάτες χωρίζονταν σε κάποιες ουρές, γιατί το κίτρινο είχε και ένα κιτρινοπορτοκαλί μαζί. Έπρεπε να πάμε πάλι στην αντίστοιχη ουρά. Υπήρχε πολύς κόσμος και εμείς ήμασταν φορτωμένοι με τις χειραποσκευές. Φτάσαμε στον έλεγχο διαβατηρίων, περάσαμε και από εκεί και μπήκαμε σε έναν χώρο που επικρατούσε χάος.
Ήταν γεμάτο κόσμο, τα καθίσματα ήταν ελάχιστα, οι άνθρωποι στις πύλες επιβίβασης μπερδεύονταν και έκαναν συνέχεια ερωτήσεις για το που να πάνε, οι αριθμοί στις πύλες δε φαίνονταν καθαρά, καθώς από μπροστά υπήρχαν άλλες πύλες που κάλυπταν τα πίσω νούμερα και οι ουρές του κόσμου ήταν σαν μπερδεμένο κουβάρι από κλωστές, αφού ή μία περνούσε μέσα από την άλλη. Εκεί ακούσαμε και ελληνικά μετά από πολλές μέρες, αφού η πτήση ήταν απ’ ευθείας Ντόχα-Αθήνα. Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πάρα πολύ εμείς, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, είχε περάσει πάνω από μία ώρα και η πύλη επιβίβασης άνοιξε.
Άλλο περίεργο από δω. Αφού περάσαμε και κατεβήκαμε σε έναν χώρο σαν υπόγειο γκαράζ, περιμέναμε να μαζευτεί ικανοποιητικός αριθμός επιβατών για να μπούμε σε ένα άλλο λεωφορείο. Αυτό, πήγαινε για τουλάχιστον δέκα λεπτά, βγήκαμε κανονικά στον δρόμο κυκλοφορίας εκτός αεροδρομίου και καταλήξαμε σε έναν άλλο τεράστιο χώρο με αεροσκάφη. Ε, εκεί ήταν και το δικό μας, είχαμε κάνει τον γύρο της Ντόχα, δεν υπήρχε κάτι άλλο να περάσουμε.
Το αεροπλάνο ήταν πολύ όμορφο, μικρότερο βέβαια από το προηγούμενο, αλλά με άνετα καθίσματα, καινούριο και φωτεινό. Άρπαξα έναν υπνάκο μπας και καλύψω λίγο από τον χαμένο μου ως τώρα, αλλά πολύ σύντομα μας πρόσφεραν πρωινό και αναγκάστηκα να συμμετέχω. Ναι, δεν είχαμε χωνέψει από το προηγούμενο απόγευμα, τρώγαμε συνεχώς, δύο γεύματα κανονικότατα και δύο υπερπλήρη πρωινά.
Δεν έμενε πολύ, λίγες ώρες ακόμη και φτάναμε Αθήνα. Είχα αγωνία για το τι θα ακούσω μόλις πατήσω το πόδι μου Ελλάδα. Έγινε πτώχευση; Έπρεπε να μείνω πίσω και να μη γυρίσω ποτέ; Θα μάθαινα σε λίγες ώρες.
Κάναμε τη τελευταία μας προσγείωση, μετά από πολλές απογειώσεις και προσγειώσεις σε αυτό το ταξίδι. Ο αριθμός είναι εννέα ως τώρα και είχαμε και την απογευματινή προς Κάρπαθο. Βρεθήκαμε στην ελληνική πραγματικότητα. Στην ανακοίνωση του αεροπλάνου, άκουσα θερμοκρασία στα αγγλικά δεκατρείς ή τριάντα (δεν ακουγόταν καλά) και περίμενα μάλλον τριάντα βαθμούς. Τελικά, είδα ότι αυτοί που ήταν εκτός αεροπλάνου φορούσαν μπότες, κασκόλ, μπουφάν. Και εμείς ήμασταν με σαγιονάρες, λεπτή ζακέτα και δερμάτινα καπέλα για σαφάρι. Εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, λές και όλα ούρλιαζαν ότι είμαστε σε λάθος μέρος.
Μας περίμεναν δύο πολύ καλοί μας φίλοι, μας υποδέχτηκαν και προσπάθησαν να μας βάλουν στο ελληνικό κλίμα ‘με το μαλακό’. Δε μας είπαν πολλά για το τι συμβαίνει στη χώρα, αλλά ακόμη και τόσο καιρό μετά, κανείς δεν ξέρει, ούτε καταλαβαίνει. Είχαμε πέντε ώρες μέχρι την αναχώρηση της τελευταίας μας πτήσης για το ταξίδι αυτό. Το βράδυ, φτάσαμε στο νησί. Είναι σχεδόν τραγικό το συναίσθημα και όπως κάθε φορά ψάχνω μια παρηγοριά για να ξεχαστώ, να μην σκέφτομαι πως επέστρεψα.
Αυτή τη φορά, στο σπίτι θα ήταν ο δέκα μηνών ανιψιός μου, ο γλυκούλης μου, είναι το πρώτο ‘πράγμα’ που μου έλειπε όσο ήμουν στο ταξίδι και τώρα θα γινόταν η παρηγοριά της επιστροφής μου. Για να μπω στο πρόγραμμα μετά από δεκαεπτά ημέρες στην Αφρική, δεν υπήρχε εύκολος τρόπος. Το επόμενο πρωί, εμφανίστηκα στη δουλειά…
CapeTown: Είναι μια πολύ όμορφη πόλη, προσωπικά δεν ένιωσα κανέναν κίνδυνο καμία στιγμή (είναι στο τοπ των επικίνδυνων πόλεων), αλλά ήμασταν και προσεκτικοί. Για εμάς, οι 4-5 μέρες ήταν καλές, αλλά δεν κάναμε σαφάρι αφού είχαμε κάνει αρκετά ήδη στη Ζιμπάμπουε, ούτε κάναμε την εκδρομή για κρασί, αφού δε μας συγκινεί και πολύ το θέμα κρασί. Οπότε κάποιος άλλος που θα θέλει να κάνει κάποια επιπλέον πράγματα, σίγουρα θα πρέπει να ξοδέψει μερικές παραπάνω μέρες.
Τα τυχερά είναι υποχρεωτικά και σε όλα τα καταστήματα (εστιατόρια, καφέ, μπαρ), τα σημειώνει ο πελάτης στην απόδειξη. Οι πιστωτικές είναι δεκτές σχεδόν παντού.
Οι άνθρωποι είναι επίσης ευγενικοί, φιλικοί, πρόθυμοι να βοηθήσουν, αλλά έρχονται μετά τη Ζιμπάμπουε στην κατάταξη.
Το ταξίδι αυτό, ήταν για μένα ένα ταξίδι ζωής. Δε πιστεύω πως θα μπορέσω –και ευτυχώς δηλαδή- να ξεχάσω όσες εικόνες είδα. Εικόνες από φυσικά τοπία, από καταρράκτες, από την πισίνα του διαβόλου, από το αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα πίσω από τα ξεραμένα δέντρα, το ουράνιο τόξο στο σπρέι από τους καταρράκτες, τον ποταμό από το ελικόπτερο. Εικόνες από άγρια ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον, κροκόδειλους στις όχθες των ποταμών και των λιμνών, πουλιά ξεχωριστά, αντιλόπες τόσων πολλών ειδών, τεράστιους ελέφαντες με τα μικρά τους, καμηλοπαρδάλεις στη βοσκή, ακόμη και λιοντάρια μετά το κυνήγι και όλα αυτά ακόμη και από το δωμάτιό μου, απολαμβάνοντας έναν σκέτο καφέ.
Αλλά αυτό που θα θυμάμαι ακόμη περισσότερο, είναι οι εικόνες των ανθρώπων. Των ανθρώπων αυτών που μπορεί να έχουν τόσες δυσκολίες, αλλά εκτιμούν παράλληλα τη ζωή. Ξέρουν να χαμογελούν, αν και περπατούν ξυπόλητοι και είναι χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς μηχανή, ούτε καν ποδήλατο – είναι πολυτέλεια κι αυτό. Ξέρουν να μιλήσουν φιλικά στον τουρίστα, αν και δεν έχουν πάει ποτέ σε σχολείο, ούτε έχουν εκπαιδευτεί σε κάποια τουριστική σχολή. Ξέρουν να χαμογελούν ακόμη και όταν γυρίσεις την πλάτη. Ξέρουν να πάρουν ένα τηλέφωνο να ευχηθούν καλό ταξίδι πριν φύγεις, αν και μπορεί να σε είδαν μόνο μία φορά. Ξέρουν να χαιρετούν αν και μπορεί να μην τους δώσεις σημασία, να μην τους κοιτάξεις καν.
Το μόνο που μπορώ να κάνω από εδώ, είναι να προτρέψω τον κόσμο να κάνει το ταξίδι αυτό, να το τολμήσει, δεν υπάρχει λόγος για δισταγμό. Να βρεθεί σε έναν τόπο διαφορετικό, με ανθρώπους αγνούς.
Γυρνάω τώρα το κεφάλι μου δεξιά και βλέπω τις ζέβρες, βλέπω το νερό που πέφτει, βλέπω τους Βοτανικούς κήπους, ένα λουλούδι, έναν αγριόχοιρο, πάλι ζέβρες… Όχι, δεν τρελάθηκα εντελώς. Όλα είναι στην ψηφιακή μου κορνίζα, δεξιά από την άψυχη οθόνη του υπολογιστή του γραφείου μου...
Στην πραγματικότητα όμως, ψάχνω, ψάχνω, ανακατεύω τις σκέψεις μου, τις ανασυντάσσω, μα τέλος για την ιστορία αυτή δε βρίσκω. Ίσως αυτό το ταξίδι στην πραγματικότητα να μην τέλειωσε για μένα. Η ημερομηνία επιστροφής έχει περάσει εδώ και καιρό. Μέσα μου όμως δεν έχει κατακαθίσει ως αναμνήσεις που κανονικά θα έπρεπε να έχουν ηρεμήσει, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος αυτού.
‘‘ΤΕΛΟΣ’’
Στις 04:30 , την ώρα δηλαδή που όσο δύσκολος και να είσαι, ίσως κοιμηθείς λιγάκι, ανάβουν τα φώτα. Με το ζόρι πρωινό λέει, σε μια ώρα φτάνουμε Κατάρ. Πάλι φαγητό; Ακόμη δε χωνέψαμε (λέμε τώρα). Το φάγαμε και αυτό να μην προσβάλουμε τον μάγειρα και κατά τις έξι το πρωί, προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο του Κατάρ.
Φορτωθήκαμε και πάλι με τις βαριές χειραποσκευές και αφού βγήκαμε από το αεροπλάνο, μας περικύκλωσε κουφόβραση, αλλά όχι για πολύ, αφού μπήκαμε σε ένα κλιματιζόμενο λεωφορειάκι. Μέσα, είχε αυτοκόλλητα και κάποιες χρωματιστές στάσεις. Εδώ λοιπόν χρειαζόταν η αντιστοιχία του χρώματος με την ιδίου χρώματος στάση, ώστε να βγούμε στο σωστό μέρος. Γιατί με το κίτρινο χρώμα στάση, είναι το σημείο που πάνε οι επιβάτες με transfer, με το μωβ αυτοί που απλά βγαίνουν στο Κατάρ κ.ο.κ.
Βγήκαμε στην κίτρινη στάση, εκεί πάλι οι επιβάτες χωρίζονταν σε κάποιες ουρές, γιατί το κίτρινο είχε και ένα κιτρινοπορτοκαλί μαζί. Έπρεπε να πάμε πάλι στην αντίστοιχη ουρά. Υπήρχε πολύς κόσμος και εμείς ήμασταν φορτωμένοι με τις χειραποσκευές. Φτάσαμε στον έλεγχο διαβατηρίων, περάσαμε και από εκεί και μπήκαμε σε έναν χώρο που επικρατούσε χάος.
Ήταν γεμάτο κόσμο, τα καθίσματα ήταν ελάχιστα, οι άνθρωποι στις πύλες επιβίβασης μπερδεύονταν και έκαναν συνέχεια ερωτήσεις για το που να πάνε, οι αριθμοί στις πύλες δε φαίνονταν καθαρά, καθώς από μπροστά υπήρχαν άλλες πύλες που κάλυπταν τα πίσω νούμερα και οι ουρές του κόσμου ήταν σαν μπερδεμένο κουβάρι από κλωστές, αφού ή μία περνούσε μέσα από την άλλη. Εκεί ακούσαμε και ελληνικά μετά από πολλές μέρες, αφού η πτήση ήταν απ’ ευθείας Ντόχα-Αθήνα. Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πάρα πολύ εμείς, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, είχε περάσει πάνω από μία ώρα και η πύλη επιβίβασης άνοιξε.
Άλλο περίεργο από δω. Αφού περάσαμε και κατεβήκαμε σε έναν χώρο σαν υπόγειο γκαράζ, περιμέναμε να μαζευτεί ικανοποιητικός αριθμός επιβατών για να μπούμε σε ένα άλλο λεωφορείο. Αυτό, πήγαινε για τουλάχιστον δέκα λεπτά, βγήκαμε κανονικά στον δρόμο κυκλοφορίας εκτός αεροδρομίου και καταλήξαμε σε έναν άλλο τεράστιο χώρο με αεροσκάφη. Ε, εκεί ήταν και το δικό μας, είχαμε κάνει τον γύρο της Ντόχα, δεν υπήρχε κάτι άλλο να περάσουμε.
Το αεροπλάνο ήταν πολύ όμορφο, μικρότερο βέβαια από το προηγούμενο, αλλά με άνετα καθίσματα, καινούριο και φωτεινό. Άρπαξα έναν υπνάκο μπας και καλύψω λίγο από τον χαμένο μου ως τώρα, αλλά πολύ σύντομα μας πρόσφεραν πρωινό και αναγκάστηκα να συμμετέχω. Ναι, δεν είχαμε χωνέψει από το προηγούμενο απόγευμα, τρώγαμε συνεχώς, δύο γεύματα κανονικότατα και δύο υπερπλήρη πρωινά.
Δεν έμενε πολύ, λίγες ώρες ακόμη και φτάναμε Αθήνα. Είχα αγωνία για το τι θα ακούσω μόλις πατήσω το πόδι μου Ελλάδα. Έγινε πτώχευση; Έπρεπε να μείνω πίσω και να μη γυρίσω ποτέ; Θα μάθαινα σε λίγες ώρες.
Κάναμε τη τελευταία μας προσγείωση, μετά από πολλές απογειώσεις και προσγειώσεις σε αυτό το ταξίδι. Ο αριθμός είναι εννέα ως τώρα και είχαμε και την απογευματινή προς Κάρπαθο. Βρεθήκαμε στην ελληνική πραγματικότητα. Στην ανακοίνωση του αεροπλάνου, άκουσα θερμοκρασία στα αγγλικά δεκατρείς ή τριάντα (δεν ακουγόταν καλά) και περίμενα μάλλον τριάντα βαθμούς. Τελικά, είδα ότι αυτοί που ήταν εκτός αεροπλάνου φορούσαν μπότες, κασκόλ, μπουφάν. Και εμείς ήμασταν με σαγιονάρες, λεπτή ζακέτα και δερμάτινα καπέλα για σαφάρι. Εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, λές και όλα ούρλιαζαν ότι είμαστε σε λάθος μέρος.
Μας περίμεναν δύο πολύ καλοί μας φίλοι, μας υποδέχτηκαν και προσπάθησαν να μας βάλουν στο ελληνικό κλίμα ‘με το μαλακό’. Δε μας είπαν πολλά για το τι συμβαίνει στη χώρα, αλλά ακόμη και τόσο καιρό μετά, κανείς δεν ξέρει, ούτε καταλαβαίνει. Είχαμε πέντε ώρες μέχρι την αναχώρηση της τελευταίας μας πτήσης για το ταξίδι αυτό. Το βράδυ, φτάσαμε στο νησί. Είναι σχεδόν τραγικό το συναίσθημα και όπως κάθε φορά ψάχνω μια παρηγοριά για να ξεχαστώ, να μην σκέφτομαι πως επέστρεψα.
Αυτή τη φορά, στο σπίτι θα ήταν ο δέκα μηνών ανιψιός μου, ο γλυκούλης μου, είναι το πρώτο ‘πράγμα’ που μου έλειπε όσο ήμουν στο ταξίδι και τώρα θα γινόταν η παρηγοριά της επιστροφής μου. Για να μπω στο πρόγραμμα μετά από δεκαεπτά ημέρες στην Αφρική, δεν υπήρχε εύκολος τρόπος. Το επόμενο πρωί, εμφανίστηκα στη δουλειά…
CapeTown: Είναι μια πολύ όμορφη πόλη, προσωπικά δεν ένιωσα κανέναν κίνδυνο καμία στιγμή (είναι στο τοπ των επικίνδυνων πόλεων), αλλά ήμασταν και προσεκτικοί. Για εμάς, οι 4-5 μέρες ήταν καλές, αλλά δεν κάναμε σαφάρι αφού είχαμε κάνει αρκετά ήδη στη Ζιμπάμπουε, ούτε κάναμε την εκδρομή για κρασί, αφού δε μας συγκινεί και πολύ το θέμα κρασί. Οπότε κάποιος άλλος που θα θέλει να κάνει κάποια επιπλέον πράγματα, σίγουρα θα πρέπει να ξοδέψει μερικές παραπάνω μέρες.
Τα τυχερά είναι υποχρεωτικά και σε όλα τα καταστήματα (εστιατόρια, καφέ, μπαρ), τα σημειώνει ο πελάτης στην απόδειξη. Οι πιστωτικές είναι δεκτές σχεδόν παντού.
Οι άνθρωποι είναι επίσης ευγενικοί, φιλικοί, πρόθυμοι να βοηθήσουν, αλλά έρχονται μετά τη Ζιμπάμπουε στην κατάταξη.
Το ταξίδι αυτό, ήταν για μένα ένα ταξίδι ζωής. Δε πιστεύω πως θα μπορέσω –και ευτυχώς δηλαδή- να ξεχάσω όσες εικόνες είδα. Εικόνες από φυσικά τοπία, από καταρράκτες, από την πισίνα του διαβόλου, από το αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα πίσω από τα ξεραμένα δέντρα, το ουράνιο τόξο στο σπρέι από τους καταρράκτες, τον ποταμό από το ελικόπτερο. Εικόνες από άγρια ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον, κροκόδειλους στις όχθες των ποταμών και των λιμνών, πουλιά ξεχωριστά, αντιλόπες τόσων πολλών ειδών, τεράστιους ελέφαντες με τα μικρά τους, καμηλοπαρδάλεις στη βοσκή, ακόμη και λιοντάρια μετά το κυνήγι και όλα αυτά ακόμη και από το δωμάτιό μου, απολαμβάνοντας έναν σκέτο καφέ.
Αλλά αυτό που θα θυμάμαι ακόμη περισσότερο, είναι οι εικόνες των ανθρώπων. Των ανθρώπων αυτών που μπορεί να έχουν τόσες δυσκολίες, αλλά εκτιμούν παράλληλα τη ζωή. Ξέρουν να χαμογελούν, αν και περπατούν ξυπόλητοι και είναι χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς μηχανή, ούτε καν ποδήλατο – είναι πολυτέλεια κι αυτό. Ξέρουν να μιλήσουν φιλικά στον τουρίστα, αν και δεν έχουν πάει ποτέ σε σχολείο, ούτε έχουν εκπαιδευτεί σε κάποια τουριστική σχολή. Ξέρουν να χαμογελούν ακόμη και όταν γυρίσεις την πλάτη. Ξέρουν να πάρουν ένα τηλέφωνο να ευχηθούν καλό ταξίδι πριν φύγεις, αν και μπορεί να σε είδαν μόνο μία φορά. Ξέρουν να χαιρετούν αν και μπορεί να μην τους δώσεις σημασία, να μην τους κοιτάξεις καν.
Το μόνο που μπορώ να κάνω από εδώ, είναι να προτρέψω τον κόσμο να κάνει το ταξίδι αυτό, να το τολμήσει, δεν υπάρχει λόγος για δισταγμό. Να βρεθεί σε έναν τόπο διαφορετικό, με ανθρώπους αγνούς.
Γυρνάω τώρα το κεφάλι μου δεξιά και βλέπω τις ζέβρες, βλέπω το νερό που πέφτει, βλέπω τους Βοτανικούς κήπους, ένα λουλούδι, έναν αγριόχοιρο, πάλι ζέβρες… Όχι, δεν τρελάθηκα εντελώς. Όλα είναι στην ψηφιακή μου κορνίζα, δεξιά από την άψυχη οθόνη του υπολογιστή του γραφείου μου...
Στην πραγματικότητα όμως, ψάχνω, ψάχνω, ανακατεύω τις σκέψεις μου, τις ανασυντάσσω, μα τέλος για την ιστορία αυτή δε βρίσκω. Ίσως αυτό το ταξίδι στην πραγματικότητα να μην τέλειωσε για μένα. Η ημερομηνία επιστροφής έχει περάσει εδώ και καιρό. Μέσα μου όμως δεν έχει κατακαθίσει ως αναμνήσεις που κανονικά θα έπρεπε να έχουν ηρεμήσει, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος αυτού.
‘‘ΤΕΛΟΣ’’
Last edited by a moderator: