traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.344
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Θα σας πω για ένα ταξίδι- αποστολή που έκανα τον Ιανουάριο του 2003 ανεβαίνοντας μέχρι το Everest Base Camp στα 5.525 μέτρα.
Το Everest Base Camp είναι το τέλος μια ςμεγάλης ορειβατικής διαδρομής με μέσο υψόμετρο τα 4.500 μέτρα και είναι επίσης η βάση από όπου οι μεγάλες ορειβατικές αποστολές ξεκινούν για την κατάκτηση του Έβερεστ. Η διαδρομή αυτή είναι δύσκολη το χειμώνα, αλλά αποζημιώνει και τον πιο δύστροπο γιατί σε φέρνει μπροστά στα ψηλότερα βουνά της γης και μέσα σε τοπία που ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο.
Με την ορειβασία ασχολούμαι από μικρό παιδί, και είχα την ευκαιρία και την τύχη να ανέβω σε αρκετά βουνά της πατρίδας μας, αλλά και του εξωτερικού, όπως τα Πυρηναία, τον Άτλαντα, το Αραράτ, τα Άνδεις και τα Ιμαλάια. Την ευκαιρία την πήρα διαβάζοντας μια ταξιδιωτική ιστορία για τον Άτλαντα από τον AlexisK. Στον Άτλαντα είχα ανέβει πολύ παλιότερα και η ιστορία που διάβασα, μου θύμισε παλιές καλές εποχές.
Η επιλογή της εποχής για το Everest Base Camp ήταν λάθος, γιατί έκανε πολύ-πολύ κρύο και οι μέρες ήταν ακόμα μικρές. Επειδή όμως δεν μπορούσαμε άλλη εποχή, αναγκαστήκαμε να πάμε τότε. Πρέπει επίσης να πω ότι την εποχή εκείνη, το Νεπάλ ήταν στη δίνη ενός αιματηρού εμφύλιου ανάμεσα στο στρατό και τους Μαοϊστές αντάρτες που κατείχαν τα τρία τέταρτα των εδαφών της χώρας. Οι ιστορίες που ακούγαμε ήταν για “διόδια” που πλήρωναν οι ξένοι στους αντάρτες, αιματηρές συμπλοκές και γενικά μια αναρχία και μια ανασφάλεια στη χώρα αυτή.
Ακόμα να προσθέσω ότι ο σοβαρότερος λόγος που με έκανε να συμμετάσχω στην αποστολή αυτή ήταν ότι ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και να προπονηθώ για το εγχείρημα της επόμενης χρονιάς που ήταν η κορυφή Ακονγκάουα στις Άνδεις, ένα πολύ ψηλότερο βουνό και με πιο δύσκολες συνθήκες. Μεγάλο ατού ήταν ο αρχηγός μας, που ήθελα επίσης να τεστάρω, μια και θα ήταν αυτός που θα μας συνόδευε και στις Άνδεις τον επόμενο χρόνο.
Είμαστε συνολικά 8 άτομα, 7 + 1 αρχηγός. Η πτήση μας έγινε με την Αustrian Airlines, που τότε πετούσε κατευθείαν στο Κατμαντού και ήταν η μόνη ευρωπαϊκή εταιρεία που πετούσε στο Νεπάλ. Στο Νεπάλ είχα ξαναπάει και το Κατμαντού είναι από τις αγαπημένες μου πόλεις, θα μπορούσα πολύ άνετα να μένω εκεί.
Η πτήση ήταν πολύ καλή και μάλιστα το αεροπλάνο στο κομμάτι από Βιέννη για Κατμαντού ήταν άδειο – ποιος θα πήγαινε στο ανταρτοκρατούμενο Νεπάλ και μάλιστα χειμωνιάτικα?
Οι ετοιμασίες για το ταξίδι ήταν πολλές, έπρεπε να πάρουμε μαζί μας όλο τον εξοπλισμό, ρούχα χειμερινού βουνού, μπατόν, σακίδια και υπνόσακους για ακραίες θερμοκρασίες. Η ανάβαση δεν χαρακτηρίζεται σαν τεχνική, δηλαδή δεν έχει πολλές δυσκολίες, είναι μάλλον μια ορεινή πεζοπορία σε μεγάλα υψόμετρα και κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες και διαρκεί περίπου 15 μέρες άνοδος και κάθοδος.
Με την άφιξη στο Κατμαντού, το πρώτο σοκ: Αφού παραλάβαμε τις αποσκευές μας, μας ενημερώνουν ότι ο δρόμος για την πόλη είναι κλειστός λόγω μαχών ανάμεσα σε στρατό και αντάρτες και κανένα αυτοκίνητο και ταξί δεν επιτρέπεται να φύγει από το πάρκινγκ του αεροδρομίου.
Α, πάρα πολύ ωραία, έκτακτα. Και τώρα?
Εκεί ήταν που άρχισα να εκτιμώ τον αρχηγό μας. Γνώστης του Νεπάλ και εμπειρότατος γενικά, ήταν αυτός που ένωσε και κράτησε την ομάδα, γιατί οι περισσότεροι θα είχαν λακίσει. Να πω εδώ ότι συνολικά ήμασταν πέντε άντρες και τρεις γυναίκες, όλοι σχετικοί με την ορειβασία εκτός από έναν, αλλά ήταν γυμνασμένο παλληκάρι και δεν θα μας δημιουργούσε πρόβλημα. Ο αρχηγός λοιπόν μας καθησύχασε, μας είπε ότι σε λίγο θα τέλειωνε η ιστορία όπως και έγινε. Αφού πέρασε μια ώρα, μας ειδοποιούν ότι ο δρόμος άνοιξε μετά από κάτι εκκαθαρισούλες του στρατού. Επιτέλους ξαναπατούσα στο Κατμαντού. Λόγω του πολέμου, δεν υπήρχε κανένας ξένος και γενικά υπήρχε μια παράξενη ησυχία. Τώρα για το Κατμαντού τι να γράψω… Για τους ναούς του, για την ατμόσφαιρα του για τα παρακμιακά του μπαράκια? Απλά δεν περιγράφεται.
Μια και δυο πάμε στο ξενοδοχείο μας, το Radisson, μια όαση πολυτέλειας σε μια πόλη που περίμενε με αγωνία από τη μια μέρα στην άλλη να πέσει ο βασιλιάς και οι μαοϊστές να καταλάβουν την εξουσία. Το ξενοδοχείο σούπερ με ωραία δωμάτια, αλλά λίγο έξω από το κέντρο, όχι ότι δεν μπορείς να πας με τα πόδια, αλλά δεν είναι και δίπλα.
Η δεύτερη ημέρα πέρασε με τις δικές μας επιθέσεις στα μαγαζιά του Ταμέλ, της περιοχής όπου κινούνται όλοι οι ξένοι. Υπήρχε η φήμη ότι τα ορειβατικά καταστήματα του Ταμέλ είχαν πληθώρα από είδη ορειβασίας και σε φοβερές τιμές μάλιστα και εμείς ως γνήσιοι έλληνες πέσαμε με τα μούτρα σαν λιμάρια σε μπουφέ ξενοδοχείου. Άδικα ο αρχηγός μας προειδοποιούσε ότι τα Northface, Salewa, Mamuth και Lowe Alpine που βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια, δεν ήταν αυθεντικά, αλλά φερμένα από την άλλη πλευρά των Ιμαλαίων, την Κίνα δηλαδή. Όσοι πήραν και τα χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας, γρήγορα κατάλαβαν πόσο δίκιο είχε. Τα μόνα καλά υλικά που μπορεί να βρει κανείς είναι αυτά που αφήνουν πίσω τους οι αποστολές, αλλά και αυτά πλέον σπανίζουν. Εγώ πάντως τσίμπησα ένα ζευγάρι αυθεντικά ορειβατικά γυαλιά, μια χαρούλα.
Στο Ταμέλ τώρα να γίνεται χαμός. Έχουν πάρει πρέφα οι μαγαζάτορες ότι κατέφθασε γκρουπ με ξένους και έχουν αμολήσει τους κράχτες για παγανιά. Ο πόλεμος φέρνει και αναδουλειές και αυτοί είχαν ξεπεράσει από πολλού τα όρια τους. Μας έβλεπαν με τις μαύρες σακούλες για τα ψώνια, γεμάτες με ορειβατικά και σου λέει έχουν λεφτά αυτοί ας τους προσελκύσουμε. Μόνο γκόμενες που δεν μας έριξαν… Οι ξένοι γενικά ελάχιστοι, μόνο κάτι στοκ του 70, που ζητιάνευαν για να παρατείνουν τη διαμονή τους στο Νεπάλ.
Το μεσημέρι φάγαμε φιλέτο από γιακ με τηγανητές πατάτες σε ένα εστιατόριο στο Ταμέλ και συμφωνήσαμε να αφήσουμε τα υπόλοιπα ψώνια για την επιστροφή μας από το βουνό.
Το απόγευμα ο αρχηγός μας πήγε να παραλάβει τις άδειες για την ανάβαση. Όπως στα περισσότερα μέρη της Ασίας, έτσι και στο Νεπάλ η γραφειοκρατία βασιλεύει. Χρειάζονται δύο άδειες: Μια για την ανάβαση και μια για την είσοδο στον εθνικό δρυμό του Έβερεστ, γιατί το κράτος έχει ανακηρύξει όλη την περιοχή γύρω από το Έβερεστ και την κοιλάδα Κούμπου σε εθνικό δρυμό. Για δυο από μας ήθελε ακόμα μια άδεια. Δεν θα επιστρέφαμε αμέσως, αλλά θα πηγαίναμε και στην κορυφή Island Peak στα 6.189 μέτρα, για την οποία χρειαζόταν ακόμα μια άδεια. Όλες οι κορυφές πάνω από 6.000 μέτρα στο Νεπάλ χρειάζονται άδεια, με πληρωμή φυσικά, για να μη ξεχνιόμαστε κιόλας.
Μετά λοιπόν το όργιο των αγορών, το τσιμπούσι με το γιακ και τις πολυπόθητες άδειες στο χέρι, επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση και ύπνο. Μετά τις 7 κυκλοφορία γιοκ, επιβάλλεται απαγόρευση της κυκλοφορίας λόγω της κατάστασης που αντιμετωπίζει η χώρα. Δεν μας πειράζει όμως, γιατί την επόμενη πρέπει να ξυπνήσουμε στις 4. Η πτήση μας για την Λούκλα, στην καρδιά των Ιμαλαίων είναι στις 8 και δεν μπορεί να περιμένει, ούτε μπορούμε να πετάξουμε αργότερα, όλες οι πτήσεις για εκεί γίνονται το πρωί λόγω των ατμοσφαιρικών συνθηκών στα Ιμαλάια.
Το Everest Base Camp είναι το τέλος μια ςμεγάλης ορειβατικής διαδρομής με μέσο υψόμετρο τα 4.500 μέτρα και είναι επίσης η βάση από όπου οι μεγάλες ορειβατικές αποστολές ξεκινούν για την κατάκτηση του Έβερεστ. Η διαδρομή αυτή είναι δύσκολη το χειμώνα, αλλά αποζημιώνει και τον πιο δύστροπο γιατί σε φέρνει μπροστά στα ψηλότερα βουνά της γης και μέσα σε τοπία που ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο.
Με την ορειβασία ασχολούμαι από μικρό παιδί, και είχα την ευκαιρία και την τύχη να ανέβω σε αρκετά βουνά της πατρίδας μας, αλλά και του εξωτερικού, όπως τα Πυρηναία, τον Άτλαντα, το Αραράτ, τα Άνδεις και τα Ιμαλάια. Την ευκαιρία την πήρα διαβάζοντας μια ταξιδιωτική ιστορία για τον Άτλαντα από τον AlexisK. Στον Άτλαντα είχα ανέβει πολύ παλιότερα και η ιστορία που διάβασα, μου θύμισε παλιές καλές εποχές.
Η επιλογή της εποχής για το Everest Base Camp ήταν λάθος, γιατί έκανε πολύ-πολύ κρύο και οι μέρες ήταν ακόμα μικρές. Επειδή όμως δεν μπορούσαμε άλλη εποχή, αναγκαστήκαμε να πάμε τότε. Πρέπει επίσης να πω ότι την εποχή εκείνη, το Νεπάλ ήταν στη δίνη ενός αιματηρού εμφύλιου ανάμεσα στο στρατό και τους Μαοϊστές αντάρτες που κατείχαν τα τρία τέταρτα των εδαφών της χώρας. Οι ιστορίες που ακούγαμε ήταν για “διόδια” που πλήρωναν οι ξένοι στους αντάρτες, αιματηρές συμπλοκές και γενικά μια αναρχία και μια ανασφάλεια στη χώρα αυτή.
Ακόμα να προσθέσω ότι ο σοβαρότερος λόγος που με έκανε να συμμετάσχω στην αποστολή αυτή ήταν ότι ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και να προπονηθώ για το εγχείρημα της επόμενης χρονιάς που ήταν η κορυφή Ακονγκάουα στις Άνδεις, ένα πολύ ψηλότερο βουνό και με πιο δύσκολες συνθήκες. Μεγάλο ατού ήταν ο αρχηγός μας, που ήθελα επίσης να τεστάρω, μια και θα ήταν αυτός που θα μας συνόδευε και στις Άνδεις τον επόμενο χρόνο.
Είμαστε συνολικά 8 άτομα, 7 + 1 αρχηγός. Η πτήση μας έγινε με την Αustrian Airlines, που τότε πετούσε κατευθείαν στο Κατμαντού και ήταν η μόνη ευρωπαϊκή εταιρεία που πετούσε στο Νεπάλ. Στο Νεπάλ είχα ξαναπάει και το Κατμαντού είναι από τις αγαπημένες μου πόλεις, θα μπορούσα πολύ άνετα να μένω εκεί.
Η πτήση ήταν πολύ καλή και μάλιστα το αεροπλάνο στο κομμάτι από Βιέννη για Κατμαντού ήταν άδειο – ποιος θα πήγαινε στο ανταρτοκρατούμενο Νεπάλ και μάλιστα χειμωνιάτικα?
Οι ετοιμασίες για το ταξίδι ήταν πολλές, έπρεπε να πάρουμε μαζί μας όλο τον εξοπλισμό, ρούχα χειμερινού βουνού, μπατόν, σακίδια και υπνόσακους για ακραίες θερμοκρασίες. Η ανάβαση δεν χαρακτηρίζεται σαν τεχνική, δηλαδή δεν έχει πολλές δυσκολίες, είναι μάλλον μια ορεινή πεζοπορία σε μεγάλα υψόμετρα και κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες και διαρκεί περίπου 15 μέρες άνοδος και κάθοδος.
Με την άφιξη στο Κατμαντού, το πρώτο σοκ: Αφού παραλάβαμε τις αποσκευές μας, μας ενημερώνουν ότι ο δρόμος για την πόλη είναι κλειστός λόγω μαχών ανάμεσα σε στρατό και αντάρτες και κανένα αυτοκίνητο και ταξί δεν επιτρέπεται να φύγει από το πάρκινγκ του αεροδρομίου.
Α, πάρα πολύ ωραία, έκτακτα. Και τώρα?
Εκεί ήταν που άρχισα να εκτιμώ τον αρχηγό μας. Γνώστης του Νεπάλ και εμπειρότατος γενικά, ήταν αυτός που ένωσε και κράτησε την ομάδα, γιατί οι περισσότεροι θα είχαν λακίσει. Να πω εδώ ότι συνολικά ήμασταν πέντε άντρες και τρεις γυναίκες, όλοι σχετικοί με την ορειβασία εκτός από έναν, αλλά ήταν γυμνασμένο παλληκάρι και δεν θα μας δημιουργούσε πρόβλημα. Ο αρχηγός λοιπόν μας καθησύχασε, μας είπε ότι σε λίγο θα τέλειωνε η ιστορία όπως και έγινε. Αφού πέρασε μια ώρα, μας ειδοποιούν ότι ο δρόμος άνοιξε μετά από κάτι εκκαθαρισούλες του στρατού. Επιτέλους ξαναπατούσα στο Κατμαντού. Λόγω του πολέμου, δεν υπήρχε κανένας ξένος και γενικά υπήρχε μια παράξενη ησυχία. Τώρα για το Κατμαντού τι να γράψω… Για τους ναούς του, για την ατμόσφαιρα του για τα παρακμιακά του μπαράκια? Απλά δεν περιγράφεται.
Μια και δυο πάμε στο ξενοδοχείο μας, το Radisson, μια όαση πολυτέλειας σε μια πόλη που περίμενε με αγωνία από τη μια μέρα στην άλλη να πέσει ο βασιλιάς και οι μαοϊστές να καταλάβουν την εξουσία. Το ξενοδοχείο σούπερ με ωραία δωμάτια, αλλά λίγο έξω από το κέντρο, όχι ότι δεν μπορείς να πας με τα πόδια, αλλά δεν είναι και δίπλα.
Η δεύτερη ημέρα πέρασε με τις δικές μας επιθέσεις στα μαγαζιά του Ταμέλ, της περιοχής όπου κινούνται όλοι οι ξένοι. Υπήρχε η φήμη ότι τα ορειβατικά καταστήματα του Ταμέλ είχαν πληθώρα από είδη ορειβασίας και σε φοβερές τιμές μάλιστα και εμείς ως γνήσιοι έλληνες πέσαμε με τα μούτρα σαν λιμάρια σε μπουφέ ξενοδοχείου. Άδικα ο αρχηγός μας προειδοποιούσε ότι τα Northface, Salewa, Mamuth και Lowe Alpine που βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια, δεν ήταν αυθεντικά, αλλά φερμένα από την άλλη πλευρά των Ιμαλαίων, την Κίνα δηλαδή. Όσοι πήραν και τα χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας, γρήγορα κατάλαβαν πόσο δίκιο είχε. Τα μόνα καλά υλικά που μπορεί να βρει κανείς είναι αυτά που αφήνουν πίσω τους οι αποστολές, αλλά και αυτά πλέον σπανίζουν. Εγώ πάντως τσίμπησα ένα ζευγάρι αυθεντικά ορειβατικά γυαλιά, μια χαρούλα.
Στο Ταμέλ τώρα να γίνεται χαμός. Έχουν πάρει πρέφα οι μαγαζάτορες ότι κατέφθασε γκρουπ με ξένους και έχουν αμολήσει τους κράχτες για παγανιά. Ο πόλεμος φέρνει και αναδουλειές και αυτοί είχαν ξεπεράσει από πολλού τα όρια τους. Μας έβλεπαν με τις μαύρες σακούλες για τα ψώνια, γεμάτες με ορειβατικά και σου λέει έχουν λεφτά αυτοί ας τους προσελκύσουμε. Μόνο γκόμενες που δεν μας έριξαν… Οι ξένοι γενικά ελάχιστοι, μόνο κάτι στοκ του 70, που ζητιάνευαν για να παρατείνουν τη διαμονή τους στο Νεπάλ.
Το μεσημέρι φάγαμε φιλέτο από γιακ με τηγανητές πατάτες σε ένα εστιατόριο στο Ταμέλ και συμφωνήσαμε να αφήσουμε τα υπόλοιπα ψώνια για την επιστροφή μας από το βουνό.
Το απόγευμα ο αρχηγός μας πήγε να παραλάβει τις άδειες για την ανάβαση. Όπως στα περισσότερα μέρη της Ασίας, έτσι και στο Νεπάλ η γραφειοκρατία βασιλεύει. Χρειάζονται δύο άδειες: Μια για την ανάβαση και μια για την είσοδο στον εθνικό δρυμό του Έβερεστ, γιατί το κράτος έχει ανακηρύξει όλη την περιοχή γύρω από το Έβερεστ και την κοιλάδα Κούμπου σε εθνικό δρυμό. Για δυο από μας ήθελε ακόμα μια άδεια. Δεν θα επιστρέφαμε αμέσως, αλλά θα πηγαίναμε και στην κορυφή Island Peak στα 6.189 μέτρα, για την οποία χρειαζόταν ακόμα μια άδεια. Όλες οι κορυφές πάνω από 6.000 μέτρα στο Νεπάλ χρειάζονται άδεια, με πληρωμή φυσικά, για να μη ξεχνιόμαστε κιόλας.
Μετά λοιπόν το όργιο των αγορών, το τσιμπούσι με το γιακ και τις πολυπόθητες άδειες στο χέρι, επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση και ύπνο. Μετά τις 7 κυκλοφορία γιοκ, επιβάλλεται απαγόρευση της κυκλοφορίας λόγω της κατάστασης που αντιμετωπίζει η χώρα. Δεν μας πειράζει όμως, γιατί την επόμενη πρέπει να ξυπνήσουμε στις 4. Η πτήση μας για την Λούκλα, στην καρδιά των Ιμαλαίων είναι στις 8 και δεν μπορεί να περιμένει, ούτε μπορούμε να πετάξουμε αργότερα, όλες οι πτήσεις για εκεί γίνονται το πρωί λόγω των ατμοσφαιρικών συνθηκών στα Ιμαλάια.